Ἑωθινόν
΄΄Τὴν σὴν δοξάζουσι Κοίμησιν
ἐξουσίαι, θρόνοι, ἀρχαί, κυριότητες…΄΄
σήκωσαν χορὸ τὰ πουλιά
ὄρθρου βαθέος
μὲ τριημιτόνια καὶ κεντήματα
καὶ φθορές,
ἀνάμεσα στῶν φύλλων τῆς συκιᾶς
τὸ μυστικὸ καταφύγιο,
ἐκεῖ ποὺ δὲν φτάνει
τοῦ πετρίτη τὸ μάτι ἐπίβουλο.
Καὶ πέρα στὴν πολιτεία
ἀντηχοῦν παράταιρα
τοῦ κόσμου τά ΄΄ἄλαλα καὶ μπάλαλα΄΄,
ὕπουλα δόκανα
γιὰ κείνους ποὺ περνοῦν
μὲ ἀβέβαια βήματα
σὲ τοῦτο τὸν καιρὸ τῆς φθορᾶς,
στὸ λιγόστεμα
τοῦ σχοινισμοῦ τῆς ἀγάπης.
