You are currently viewing Δήμητρα Δημητρίου: ένα πεζοποίημα για την Κύπρο

Δήμητρα Δημητρίου: ένα πεζοποίημα για την Κύπρο

Κερύνεια

 

 

Αφήστε με να μιλήσω για τα σιωπηλά, τ’ αμελημένα, τα παραμελημένα, για τα χαζά και τ’ άμορφα και τα βαθιά, τα ενδότερα, τα ψηλαφητά, τ’ ανομολόγητα, τ’ άσπιλα, τα κρυφά και τα σίγουρα, τα περιττά, για τ’ ανήκουστα, τ’ αόρατα, αδιόρατα, τ’ αδιανόητα, αφήστε όλους τους αμφορείς και τα φορτία μου να βουλιάξουν εκεί που μπορώ να λέω ακόμα πως είμαι, αφήστε εμένα να σας πω κατά το πού φρονώ, ανάμεσα σε γερασμένα πεύκα και δάφνες και μυρτιές ότι τα σύνορά μας είναι, γιατί στ’ αλήθεια είναι δύσκολο, είναι δύσκολο να πιστέψω, δεν είναι εύκολο, θέλω να πω, πράγμα ν’ αγαπήσει κανείς τον ουρανό, είναι δύσκολο να πιστέψω πως δυσκολεύεστε τόσο πολύ να με ακούσετε και σώπασε αιώνων βούισμα και σώπα κύμα, πως εμένα κανένας δεν με αρωτά, κανένας δεν με ρώτησε πώς είμαι και πώς βρέθηκα, είναι δύσκολο να πιστέψω πως δεν ευρέθηκε ένας χριστιανός (ή μουσουλμάνος) να στείλει ένα γράμμα ή έστω μια πρεσβεία και για μένα, ψιτ, ψιτ, εσύ!, εγώ, ναι εγώ, για να δει πώς είναι ν’ αργοπεθαίνεις σαν έφερες, πρωινό Ιουλίου καυτό, στις έξι και πέντε, έξι και πέντε ακριβώς, αγαπημένη θάλασσα, την ώρα που μικρές κυρίες άνοιγαν λευκές στο φούσκωμα του αιθέρα αφήνοντας μια ραγισματιά στον ουρανό, πως για κανέναν δεν λογίζουμαι εγώ διακύβευμα, δεν είναι μπορετό οι ακτές μου να τους άφησαν και πώς μπορεί, στ’ αλήθεια, να το ρίξουν σ’ εμένα, πώς μπορούν να μου ρίχνουν εμένα το φταίξιμο πως τους έφερα, πώς το αντέχουν τα μάτια σας και πώς μπορείτε να λέτε πως εμείς τους φέραμε, ν’ αλυσοδέσετε γιατί γυρεύετε, τα κύματα τι μαστιγώνετε, γιατί να μαστιγώνετε το αρμυρό το κύμα, πώς μπορείτε να πιστεύετε πως εγώ θα μπορούσα και πώς να ξεσκίσω τη σάρκα μου απ’ τα πλάνα σας και πώς να διπλώσω το στερνό μαντίλι της σιγής;

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.