Η παραπάνω λέξη η οποία σημαίνει στην κυριολεξία της «σχισμή», «ρωγμή», συνήθως όμως στον πληθυντικό λέγεται για μικρές σχισμές, γραμμοειδείς ρωγμές τού δέρματος, σχηματίστηκε από τον μεταγενέστερο τύπο τής αρχαίας ελληνικής γλώσσας ῥαγάς-άδος (← θέμα ῥαγ- του αρχαίου ρήματος ῥήγνυμι ⸺ αόριστος β΄ ἐρ-ράγ-ην⸺ που έχει τη σημασία τού «σκίζω», «συντρίβω», «σπάζω»).
΄Αλλα ομόρριζα τού ῥήγνυμι είναι οι λέξεις: ῥῆγμα, ῥωγμή, ῥῆξις, ἄρρηκτος και ἀρραγής,= αυτός που δεν σπάει, ῥαγδαῖος (← επίρρημα ῥάγδην= με τρόπο βίαιο, όπως όταν σπάει κανείς κάτι), το μεταγενέστερο ῥηξικέλευθος (← ῥῆξις + κέλευθος= οδός, δρόμος)= αυτός που ανοίγει δρόμο, τα σύνθετα διαρρήγνυμι και ο νεότερος τύπος «διαρρηγνύω»1 = σχίζω κάτι βιαίως, σπάζω, διάρρηξις=το σπάσιμο, «διαρρήκτης,» ἐκρήγνυμι-μαι, ἔκρηξις, η μεσαιωνική «ραγίζω» και οι νεότερες «ράγισμα,» «ραγισματιά» κ. ά.
Αρχίζουμε τη συναγωγή παραθεμάτων με τη ραψωδία Μ της Ἰλιάδος: Οι Αχαιοί έχουν συγκεντρωθεί στο ναυτικό στρατόπεδό τους, ενώ ο ΄Εκτορας ετοιμάζεται να κάνει επίθεση και να διασπάσει το τείχος του. Εμφανίστηκε όμως ένα σημάδι, ένας αετός κρατώντας στα νύχια του ένα πελώριο φίδι που σφάδαζε, καθώς ήταν ακόμη ζωντανό. Κι όπως το κρατούσε ο αετός, γύρισε το φίδι και τον δάγκωσε στο στήθος, κι ο αετός πονώντας το πέταξε κάτω ανάμεσα στους Τρώες, που ανατρίχιασαν βλέποντας να κείτεται ανάμεσά τους το φίδι. Ο Πολυδάμας 2 θεώρησε κακό το σημάδι, δίνοντας την ερμηνεία ότι η μάχη θα είναι πολύνεκρη για τους Τρώες, και αποτρέπει τον ΄Εκτορα από την επίθεση στα ελληνικά καράβια. Είναι η στιγμή που ο ΄Εκτορας οργισμένος δεν πείθεται στον Πολυδάμαντα και εκφωνεί τον περίφημο στίχο (243) εἷς οἰωνός 3 ἄριστος ἀμύνεσθαι περὶ πάτρης, «ένα είναι το καλύτερο σημάδι, να πολεμάς υπερασπίζοντας την πατρίδα».4 Ακολούθησε σκληρή μάχη, και ο ΄Εκτορας πρώτος πήδηξε μέσα στο τείχος των Αχαιών φωνάζοντας στους Τρώες (στ. 440-1):
«ὄρνυσθ’, ἱππόδαμοι Τρῶες, ῥήγνυσθε δὲ τεῖχος
Ἀργείων καὶ νηυσὶν ἐνίετε θεσπιδαὲς πῦρ».
«Ορμάτε, Τρώες ιπποδαμαστές, συντρίψετε το τείχος
των Αργείων και δυνατή φωτιά στα πλοία βάλτε».
Από τον ΄Ομηρο στον Αριστοτέλη. Στο έργο του Περὶ τὰ ζῷα ἱστορίαι ο μεγάλος φιλόσοφος γράφει για τις σφήκες (628 b,30):
Θηρεύονται δὲ περὶ τοὺς κρημνοὺς καὶ τὰ ῥήγματα τῆς γῆς τὰ εἰς ὀρθόν,
καὶ πάντες φαίνονται ἔχοντες κέντρα.
Τις κυνηγούν γύρω από τους γκρεμούς και τις κατακόρυφες ρωγμές της γης,
και όλες φαίνονται να έχουν κεντρί.
Και σε ένα άλλο σημείο όπου ασχολείται με τον δρυοκολάπτη παρατηρεί (614 b, 18):
Καὶ τιθασσευόμενος δὲ ἤδη τις ἀμύγδαλον εἰς ῥωγμὴν ξύλου ἐνθείς,
ὅπως ἐναρμοσθὲν ὑπομείνειεν αὐτοῦ τὴν πληγήν, ἐν τῇ τρίτῃ πληγῇ
διέκοψε καὶ κατήσθιε τὸ μαλακόν.
Κάποτε [ένας δρυοκολάπτης] που ήδη εξημερωνόταν, αφού έβαλε
σε μια ρωγμή ενός ξύλου ένα αμύγδαλο για να μείνει μπηγμένο
εκεί σταθερό στα κτυπήματά του, με το τρίτο κτύπημα το άνοιξε
και καταβρόχθισε τη μαλακή ψίχα.

Η λέξη ῥῆξις μάς οδηγεί στους Ἀφορισμούς της Ιπποκρατικής Συλλογής όπου διαβάζουμε (4,78):
Ὁκόσοι ἀπὸ ταὐτομάτου αἷμα οὐρέουσι, τουτέοισιν ἀπὸ τῶν νεφρῶν
φλεβίου ῥῆξιν σημαίνει.
΄Οσοι ουρούν αίμα χωρίς προφανή αιτία, σ’ αυτούς είναι σημάδι
ρήξης μικρής φλέβας στα νεφρά.
Για ἄρρηκτα δεσμά κάνει λόγο στον πρόλογο τού δράματος Προμηθεὺς Δεσμώτης τού Αισχύλου το Κράτος (η Δύναμη) που με τη Βία εισέρχεται στην ορχήστρα οδηγώντας τον Προμηθέα, και συνοδευόμενοι από τον ΄Ηφαιστο έχουν φθάσει στα μακρινά μέρη τής Σκυθίας. Απευθύνεται λοιπόν το Κράτος προς τον ΄Ηφαιστο με τα παρακάτω λόγια (στ. 3-6):
Ἥφαιστε, σοὶ δὲ χρὴ μέλειν ἐπιστολὰς
ἅς σοι πατὴρ ἐφεῖτο, τόνδε πρὸς πέτραις
ὑψηλοκρήμνοις τὸν λεωργὸν ὀχμάσαι
ἀδαμαντίνων δεσμῶν ἐν ἀρρήκτοις πέδαις.
΄Ηφαιστε, συ πρέπει τώρα για τις προσταγές που σ’ όρισε
ο πατέρας να νοιαστείς· αυτόν εδώ τον υπερφίαλο
πάνω στους βράχους που ’χουνε αψηλούς γκρεμούς
να τον αλυσοδέσεις μ’ ασύντριφτα ατσάλινα δεσμά.

΄Ατλαντας και Προμηθέας. Μελανόμορφη κύλικα, περ. 560-550 π. Χ.
Το επίθετο ῥαγδαῖος το παρουσιάζουμε εδώ σε έναν διάλογο του ευφυούς σατιρικού συγγραφέα Λουκιανού που τιτλοφορείται Τίμων ἢ Μισάνθρωπος. Την πρωταγωνιστική θέση στο έργο του αυτό έχει, όπως μαρτυρεί ο τίτλος, ο Τίμων, ο οποίος υπήρξε πραγματικό πρόσωπο και ήταν ονομαστός για τη μισανθρωπία του.5 Ο διάλογος αρχίζει με τον Τίμωνα, ο οποίος τα ’χει βάλει με τον Δία, κατηγορώντας τον για μαλθακότητα, καθώς αφήνει ατιμώρητους τους επίορκους και όσους αδικούν. Συγκεκριμένα, αναφέρεται σε όλους αυτούς που βοήθησε όταν είχαν ανάγκη και, αφού σκόρπισε έτσι τον πλούτο του και φτώχυνε, τώρα πλέον οι ευεργετηθέντες, όπως λέει, ούτε γυρίζουν να τον δουν κι αλλάζουν δρόμο. Του θυμίζει ότι, όταν ως θεός ήταν νέος, θύμωνε εύκολα και η οργή του έπεφτε πάνω στους άδικους και σκληρούς ανθρώπους· ο κεραυνός του ήταν σε ενέργεια, κροτούσε δυνατά η βροντή, οι σεισμοί γίνονταν σαν να κοσκίνιζες (κοσκινηδόν), έπεφτε το χιόνι κατά σωρούς (σωρηδόν) και το χαλάζι σαν ολόκληρες πέτρες (πετρηδόν). Και συνεχίζει (3):
καὶ ἵνα σοι φορτικῶς διαλέγομαι, ὑετοί τε ῥαγδαῖοι καὶ βίαιοι, ποταμὸς
ἑκάστη σταγών·
και για να σ’ τα πω στα ίσα, και οι βροχές ήταν ραγδαίες και ορμητικές, και κάθε σταγόνα και ποτάμι·
Το δε επίθετο ἀρραγής-ές θα το δούμε σε ένα απόσπασμα από τη βιογραφία τού Δημητρίου τού Πολιορκητή 6 που συνέγραψε ο Χαιρωνέας Πλούταρχος στο πλαίσιο του έργου του Παράλληλοι Βίοι. Αναφερόμενος στον πόλεμο του Δημητρίου με τους Ροδίους και στην πολιορκία τής πόλης τους, επισημαίνει μία λεπτομέρεια. Για την ακρίβεια, σημειώνει ότι για τον πόλεμο αυτόν είχαν φέρει στον Δημήτριο δύο σιδερένιους θώρακες από την Κύπρο πολύ βαρείς και ⸺ η συνέχεια στο πρωτότυπο (21,5):
δυσπάθειαν δὲ καὶ ῥώμην αὐτῶν ἐπιδεικνύμενος ὁ τεχνίτης Ζωίλος ἐκέλευσεν
ἐξ εἴκοσι βημάτων ἀφεῖναι καταπελτικόν βέλος, οὗ προσπεσόντος ἀρραγὴς
διέμεινεν ὁ σίδηρος, ἀμυχὴν δὲ μόλις ἔσχεν ἀμβλεῖαν οἷον ἀπὸ γραφείου.
θέλοντας να επιδείξει και την ανθεκτικότητα και τη δύναμή τους, ο Ζωίλος,
ο επιδέξιος τεχνίτης [και κατασκευαστής τους], έδωσε εντολή να ρίξουν βέλος
ενός καταπέλτη7 από απόσταση είκοσι βημάτων, και εκεί που έπεσε αυτό, το
σίδερο έμεινε αρραγές και μόλις που είχε μια αμυδρή γρατζουνιά σαν από γραφίδα.
Περνάμε στο δράμα τού Σοφοκλή Αἴας, η πιο δυνατή σκηνή του οποίου είναι αυτή τής αυτοχειρίας τού ήρωα. Ο Αίαντας βρίσκεται σ’ ένα έρημο τοπίο, μπροστά στο ξίφος του που το έχει στήσει όρθιο και ετοιμάζεται να κόψει το νήμα τής ζωής του με έναν σπαρακτικό μονόλογο. Ζητά τη βοήθεια του Δία να μηνύσει στον αδελφό του, τον Τεύκρο, τον θάνατό του, για να παραλάβει αυτός το σώμα του και να μην πέσει στα χέρια των εχθρών του. Παραθέτουμε τους επόμενους στίχους 831-834:
τοσαῦτά σ’, ὦ Ζεῦ, προστρέπω, καλῶ δ’ ἅμα
πομπαῖον Ἑρμῆν χθόνιον εὖ με κοιμίσαι,
ξὺν ἀσφαδάστῳ καὶ ταχεῖ πηδήματι
πλευρὰν διαρρήξαντα τῷδε φασγάνῳ.
Τόσα μονάχα, Δία, θερμοπαρακαλώντας σου ζητώ· συνάμα
τον ψυχοπομπό καλώ, τον χθόνιο Ερμή, γλυκά να με κοιμίσει,
όταν με τίναγμα γοργό και δίχως του κορμιού σπασμούς
σκίσω πέρα για πέρα το πλευρό μου σ’ ετούτο δω το ξίφος.

Η αυτοκτονία τού Αίαντα. Ερυθρόμορφο αγγείο, 400-350 π. Χ.
Το ρήμα ἐκρήγνυμι σήμαινε στην Ενεργητική Φωνή τής αρχαίας Ελληνικής «σπάζω, θραύω» και στην Παθητική Φωνή «θραύομαι». Μεταφορικά απέκτησε τη σημασία «ξεσπά κάτι ξαφνικά και βίαια» (π.χ. πόλεμος), επί προσώπων δε «ξεσπώ εναντίον κάποιου με θυμό, οργή», με τις δύο τελευταίες έννοιες να χρησιμοποιούνται και σήμερα.
Ανατρέχουμε στο έκτο βιβλίο των Ἱστοριῶν του Ηροδότου, όπου ο περίφημος ιστορικός τού 5ου αι. π. Χ. παρεμβάλλει στα Μηδικά την ιστορία τού επιφανούς αθηναϊκού γένους των Αλκμεωνιδών και τη σύνδεσή του με τον Κλεισθένη, τον τύραννο της Σικυώνας (601-περ.570 π. Χ.). Ο Κλεισθένης είχε μία κόρη, την Αγαρίστη. Θέλοντας να την παντρέψει με τον καλύτερο απ’ όλους τους ΄Ελληνες, κάλεσε όποιον ενδιαφερόταν να μεταβεί στη Σικυώνα. Συγκεντρώθηκαν οι επίδοξοι μνηστήρες από διάφορα μέρη, ο Κλεισθένης τους κράτησε έναν χρόνο δοκιμάζοντας την αξία τους, και απ’ όλους του άρεσε ένας Αθηναίος, ο Ιπποκλείδης. ΄Εφθασε η ημέρα που ο Κλεισθένης θα ανακοίνωνε ποιον προέκρινε απ’ όλους, και μετά το δείπνο οι μνηστήρες άρχισαν να συναγωνίζονται στη μουσική. Ο Ιπποκλείδης ζήτησε από τον αυλητή να παίξει έναν σκοπό και άρχισε τον χορό προκαλώντας τη δυσαρέσκεια του Κλεισθένη. Κατόπιν ζήτησε να του φέρουν ένα τραπέζι και, όταν του το πήγαν, άρχισε να χορεύει επάνω στο τραπέζι κάτι Λακωνικούς χορούς και ύστερα Αττικούς και τελικά χόρεψε στηρίζοντας το κεφάλι του επάνω στο τραπέζι και κουνώντας τα πόδια του στον αέρα. Ακολουθεί το παρακάτω παράθεμα (VI,129):
Κλεισθένης δὲ τὰ μὲν πρῶτα καὶ τὰ δεύτερα ὀρχεομένου ἀποστυγέων γαμβρόν
οἱ ἔτι γενέσθαι Ἱπποκλείδεα διὰ τήν τε ὄρχησιν καὶ τὴν ἀναιδείην κατεῖχε ἑωυτόν,
οὐ βουλόμενος ἐκραγῆναι ἐς αὐτόν·
O Κλεισθένης, όσο εκείνος χόρευε τον πρώτο και τον δεύτερο χορό, αν και αποστρεφόμενος
την ιδέα πως θα του γίνει γαμπρός ο Ιπποκλείδης λόγω του χορού και της αδιαντροπιάς του,
συγκρατιόταν μη θέλοντας να ξεσπάσει πάνω του·
όταν όμως τον είδε να κουνάει τα πόδια του, δεν μπόρεσε πλέον να κρατηθεί και του είπε πως με τον χορό του έχασε τη νύφη. Και ο Ιπποκλείδης απαντώντας του είπε: Οὐ φροντὶς Ἱπποκλείδῃ, δηλαδή «Δεν τον νοιάζει τον Ιπποκλείδη», φράση που δηλώνει αδιαφορία και έμεινε ιστορική.
Με τη λέξη «ραγάδα» αρχίσαμε το παρόν άρθρο και με τη «ραγάδα» το κλείνουμε. Με την έννοια της ρωγμής θα τη γνωρίσουμε όπως απαντά στον Διόδωρο τον Σικελιώτη. Στο πρώτο βιβλίο τού έργου του Βιβλιοθήκη Ἱστορική, όπου πραγματεύεται την ιστορία τής Αιγύπτου, επιχειρεί και να ερμηνεύσει τις αιτίες των πλημμυρών τού Νείλου. Καταγράφει διάφορες θεωρίες που διατυπώθηκαν από παλαιότερους συγγραφείς, μεταξύ των οποίων και τού ιστοριογράφου Εφόρου, με την οποία διαφωνεί (Ι,39,7):
φησὶ γὰρ τὴν Αἴγυπτον ἅπασαν οὖσαν ποταμόχωστον καὶ χαύνην, ἔτι δὲ
κισηρώδη τὴν φύσιν, ῥαγάδας τε μεγάλας καὶ διηνεκεῖς ἔχειν, […]
Λέει [ο ΄Εφορος] λοιπόν ότι, επειδή όλη η Αίγυπτος είναι προσχωσιγενής από το ποτάμι και πορώδης, και επιπλέον η φύση τού εδάφους είναι κισηρώδης, έχει και μεγάλα και συνεχή ρήγματα,
μέσω των οποίων δέχεται μεγάλες ποσότητες νερού και τη μεν χειμερινή περίοδο τις συγκρατεί, ενώ τη θερινή αναβλύζουν από παντού σαν ιδρώτας και από αυτές γεμίζει το ποτάμι.
Τέλος, ο φαρμακολόγος και βοτανολόγος Διοσκουρίδης8 στο Περὶ ὕλης ἰατρικῆς Α΄ γράφει για την υγρή πίσσα που εξάγεται από τα πιο λιπαρά ξύλα τού πεύκου και της κουκουναριάς και για τις ιαματικές ιδιότητές της. Μεταξύ των άλλων σημειώνει ότι (72,2):
[…] πρός τε τὰς ἐν ποσὶ καὶ δακτυλίῳ ῥαγάδας ἁρμόζει καταχριομένη, […]
[…] είναι και κατάλληλη για τις ραγάδες των ποδιών και του πρωκτικού δακτυλίου, αν επαλειφθεί, […]
1)Είναι γνωστή η φράση «διαρρηγνύω τὰ ἰμάτιά μου», που με διάφορες μορφές απαντά και στην Π. και στην Κ. Διαθήκη.
2)Ο Πολυδάμας ήταν ένας από τους επιφανέστερους και σωφρονέστερους Τρώες και είχε κληρονομήσει τη μαντική ικανότητα του πατέρα του. Συμβούλευε τον τολμηρό ΄Εκτορα με τον οποίο ήταν συνομήλικος, και μάλιστα είχαν γεννηθεί την ίδια νύκτα.
3)Οἰωνός= Η κύρια σημασία αυτού του ουσιαστικού είναι «σαρκοφάγο όρνεο», ειδικότερα δε «μαντικό πτηνό», από την πτήση του οποίου και τη φωνή μάντευαν το μέλλον. Εξ αυτού κατέληξε να σημαίνει το «μαντικό σημείο», «το προμήνυμα το λαμβανόμενο από το πτηνό»
4)Τον στίχο αυτόν είπε στους συναγωνιστές του Θηβαίους και στους άλλους Βοιωτούς ο Επαμεινώνδας, όταν το ηθικό τους ήταν κλονισμένο, και διέκριναν κακά προμηνύματα λίγο πριν από τη μάχη στα Λεύκτρα που κατέληξε ωστόσο στη συντριβή των Λακεδαιμονίων (371 π. Χ.).
5) Ο Τίμων ήταν Αθηναίος και έζησε στα χρόνια τού Πελοποννησιακού πολέμου. Λέγεται ότι υπήρξε πλούσιος και γενναιόδωρος έως σπάταλος, αλλά όταν έμεινε χωρίς χρήματα, εγκαταλείφθηκε από τους λεγόμενους φίλους του. Τότε αποτραβήχτηκε από την κοινωνική ζωή, απομονώθηκε στην ερημιά και μεταβλήθηκε σε μισάνθρωπο, προσωνυμία με την οποία έμεινε γνωστός. Λέγεται επίσης ότι πέθανε από γάγγραινα, επειδή αρνήθηκε την ιατρική βοήθεια, προτιμώντας να πεθάνει μόνος του. Η μισανθρωπία του έγινε αντικείμενο κωμωδιών των συγχρόνων του (Αριστοφάνη Λυσιστράτη, Ὄρνιθες) και νεοτέρων (Σαίξπηρ).
6)Για τον Δημήτριο τον Πολιορκητή μιλήσαμε σε προγενέστερο άρθρο μας: https://www.periou.gr/georgia-papadaki-kalapodi/
7)Ο καταπέλτης ήταν πολεμική μηχανή με την οποία εξακόντιζαν βέλη.
8)Για τον Διοσκουρίδη βλ. το άρθρο: https://www.periou.gr/georgia-papadaki-protos-ypnos-k-a/
