You are currently viewing Γεωργία Παπαδάκη.    ΚΑΛΑΠΟΔΙ

Γεωργία Παπαδάκη.    ΚΑΛΑΠΟΔΙ

 

Η λέξη «καλαπόδι» που δηλώνει το ομοίωμα του ποδιού επάνω στο οποίο οι υποδηματοποιοί κατασκευάζουν τα παπούτσια είναι διαφοροποιημένος τύπος τού αρχαίου ελληνικού ουσιαστικού ὁ καλά(ό)πους-οδος. Συγκεκριμένα, σχηματίστηκε από το μεταγενέστερο «καλαπόδιον», το υποκοριστικό τού αρχαίου καλά(ό)πους, το οποίο είναι σύνθετο: πρώτο συνθετικό έχει τη λέξη κᾶλον (τὸ) = ξύλο, αλλά ήταν σε χρήση μόνο ο πληθυντικός κᾶλα= ξύλα για κάψιμο,  συνεκδοχικά, δε, σήμαινε «πλοία,»1 και δεύτερο συνθετικό έχει το ουσιαστικό πούς ().

Ως προς το πρώτο συνθετικό, αυτό είναι παράγωγο τού ρήματος καίω, όπως και οι λέξεις: καῦμα, καῦσις, καυστικός, καυστός ή καυτός, καύσων, καύσιμος, καυτήριον= σιδερένιο εργαλείο που πυρούμενο καυτηριάζει, ἐγκαίω= καίω, αλλά και ζωγραφίζω με τη μέθοδο τής ἐγκαύσεως, δηλ. με χρώματα αναμεμειγμένα με κερί, ἐγκαυστική (εννοείται τέχνη), ἔγκαυμα, το επίθετο διακαής–ές= υπερβολικά θερμός, το επίρρημα διακαῶς, () καυσία (← καῦσις)= το χαμηλό πλατύγυρο κάλυμμα της κεφαλής που φορούσαν οι Μακεδόνες για προφύλαξη από τις καυστικές ακτίνες τού ηλίου και σήμερα το φορούν ακόμη οι άντρες τής φυλής των Καλάς2 κ. ά. Παράγωγα σχηματισμένα από τη Νέα Ελληνική είναι οι λέξεις: καυτερός, καυσαέριο, κάψα, καψαλίζω, καύτρα, καημός, κάλμα (αντιδάνειο από το ιταλικό calma ← καῦμα= η υπερβολική ζέστη που οδηγεί σε απραξία) κ. ά.

Και τώρα, με οδηγό τις λέξεις ας προχωρήσουμε, όπως συνηθίζουμε, στην αναδίφηση των αρχαίων κειμένων.

Κατ’ αρχάς το ρήμα καίω, που υπάρχει στην ελληνική γλώσσα από τη 2η χιλιετηρίδα π. Χ., καθόσον απαντά στα Μυκηναϊκά κείμενα τής Γραμμικής Β με τον τύπο ke-ka-u-me-no=κεκαυμένος· έχει πολλές σημασίες, εκ των οποίων κάποιες επιβιώνουν ώς  σήμερα. Εκτός από την κυριολεκτική τού ανάβω, καίω, διατηρείται και η έννοια τού φθείρω κάτι εκθέτοντάς το στο ψύχος καθώς και η χρήση του στην περίπτωση πάθους, ιδιαίτερα του ερωτικού.

Στη ραψωδία Φ της Ιλιάδας  θυμίζουμε ότι ο Αχιλλέας μετά τον θάνατο του Πατρόκλου έχει μπει μανιασμένος στη μάχη σκορπίζοντας τον όλεθρο. Το μένος του προκαλεί την αγανάκτηση του ποταμού Σκάμανδρου, ο οποίος με τη βοήθεια του αδελφού του, του Σιμόεντα, πλημμυρίζουν για να εμποδίσουν τη σφαγή των Τρώων. Ο Αχιλλέας κινδυνεύει να πνιγεί, τον σώζει όμως η επέμβαση της Αθηνάς και του Ποσειδώνα και στο τέλος της ΄Ηρας, που στέλνει τον ΄Ηφαιστο να βάλει φωτιά στο ποτάμι. Μη σταματήσεις, του λέει, την οργή σου και τη φωτιά, παρά μόνο όταν σου φωνάξω εγώ ⸺ η συνέχεια στους στ. 342-344:

Ὣς ἔφαθ’, Ἥφαιστος δὲ τιτύσκετο θεσπιδαὲς πῦρ.

πρῶτα μὲν ἐν πεδίῳ πῦρ δαίετο, καῖε δὲ νεκροὺς

πολλούς, οἵ ῥα κατ’ αὐτὸν ἅλις ἔσαν, οὓς κτάν’ Ἀχιλλεύς· 

΄Ετσι είπε, κι ο ΄Ηφαιστος έβαλε τρομερή φωτιά.

Και πρώτα άναψε φωτιά στον κάμπο και έκαιγε νεκρούς

πολλούς που πλήθος κείτονταν εκεί, αυτούς

που ’χε σκοτώσει ο Αχιλλέας.

 

Ο Δημήτριος ο Πολιορκητής (337-283 π. Χ.) υπήρξε ένας από τους διαπρεπέστερους επιγόνους τού Αλεξάνδρου, γιος τού Αντιγόνου του Μονόφθαλμου. Την προσωνυμία Πολιορκητής την κέρδισε για την ικανότητά του στις πολιορκητικές επιχειρήσεις και τη χρησιμοποίηση πολιορκητικών μηχανών. Το 307 π. Χ. ελευθέρωσε την Αθήνα από την κυριαρχία τού Κασσάνδρου,3 και οι Αθηναίοι, κολακεύοντας τον Δημήτριο, λάτρεψαν αυτόν και τον πατέρα του σαν θεούς. Τους έστησαν χρυσά άρματα με τις εικόνες τους πλησίον των ανδριάντων των Τυραννοκτόνων, μετονόμασαν τον μήνα Μουνυχιώνα σε Δημητριώνα, την εορτή Διονύσια σε Δημήτρια, ύφαναν τις μορφές τους μαζί με των θεών πάνω στον ιερό πέπλο που αφιέρωναν στην Αθηνά κατά τα Παναθήναια κ. ά. Ο Πλούταρχος στη βιογραφία τού Δημητρίου γράφει ότι όλα αυτά προκάλεσαν τη θεϊκή δυσαρέσκεια. Γιατί ο πέπλος με τις μορφές τού Δημητρίου και του Αντιγόνου κατά τη γιορταστική πομπή σκίστηκε από δυνατό άνεμο, κώνειο φύτρωσε γύρω από τους βωμούς τους, και την ημέρα της γιορτής των Διονυσίων η πομπή δεν έγινε εξαιτίας παγωνιάς που συνέβη εκτός εποχής ⸺ και ο Χαιρωνέας συγγραφέας προσθέτει (12, 5):

καὶ πάχνης βαθείας ἐπιπεσούσης οὐ μόνον ἀμπέλους καὶ συκᾶς

 ἁπάσας ἀπέκαυσε τὸ ψῦχος, 

και με το που έπεσε βαριά πάχνη, το κρύο έκαψε όχι μόνο

τα αμπέλια και όλες τις συκιές,

αλλά κατέστρεψε και το περισσότερο νεόβλαστο στάρι.

 

Στους Δειπνοσοφιστές τού Αθήναιου, όταν η συζήτηση των συνδαιτημόνων επικεντρώνεται σε ερωτικά θέματα, γίνεται μνεία του ελεγειακού ποιητή Ερμησιάνακτα από την Κολοφώνα, που έζησε στα χρόνια του Μ. Αλεξάνδρου και έγραψε ένα βιβλίο περί ερωτικών. Από αυτό παρατίθεται ένα εκτενές απόσπασμα, σε κάποιο σημείο του οποίου ο Ερμησιάναξ αναφέρεται στον ποιητή Μίμνερμο και στο ότι (598a) […] καίετο μὲν Ναννούς· […]

[…] καιγότανε για τη Ναννώ· 4 […]

 

Παραμένουμε στον Αθήναιο, ο οποίος παρέχει την πληροφορία για το άνθος που οι Αιγύπτιοι ονομάζουν λωτόν,5  και οι συμπολίτες του Ναυκρατίτες μελίλωτον (73b):

ἀφ’ οὗ καὶ μελιλώτινοι στέφανοι πάνυ εὐώδεις καὶ καύσωνος ὥρᾳ

ψυκτικώτατοι. 

Από αυτό γίνονται και μελιλώτινα στεφάνια πολύ ευωδιαστά

και εξαιρετικά δροσιστικά την εποχή με τις μεγάλες ζέστες.

 

Για τον αστέρα Σείριο, τον αστερισμό τού Μεγάλου Κυνός, και τα «κυνικά καύματα» είχαμε την ευκαιρία να μιλήσουμε σε προγενέστερα άρθρα μας.6

 

Σε έναν από τους ευτράπελους σατιρικούς διαλόγους τού Λουκιανού, ο Ασκληπιός και ο Ηρακλής διαπληκτίζονται μπροστά στον Δία για το ποιος θα καθίσει μπροστά από τον άλλον στο συμπόσιο των θεών. Ο καθένας προσπαθεί να υποβιβάσει τα επιτεύγματα του άλλου, και ο Ασκληπιός λέει με τη σειρά του ειρωνικά στον Ηρακλή ο οποίος τον υποτιμά, γιατί δεν έχει κάνει καμιά παλικαριά (Θεῶν Διάλογοι 13,2):

Εὖ λέγεις, ὅτι σου τὰ ἐγκαύματα ἰασάμην, ὅτε πρῴην ἀνῆλθες

ἡμίφλεκτος ὑπ’ ἀμφοῖν διεφθαρμένος τὸ σῶμα, καὶ τοῦ χιτῶνος

καὶ μετὰ τοῦτο τοῦ πυρός· 

Δίκιο έχεις, αφού κάθισα και σου γιάτρεψα τα εγκαύματα,

όταν τις προάλλες ανέβηκες [στον ουρανό] μισοκαμένος

και με το κορμί σου καταφαγωμένο και από τα δύο, και από

τον χιτώνα7 και μετά, απ’ τη φωτιά·

                                  Ο θάνατος τού Ηρακλή. Francisco de Zurbaran, 1634

Και στον διάλογο Τίμαιος του Πλάτωνος, ένας από τους συνομιλητές τού Σωκράτη, ο Κριτίας, μετά τη διήγησή του της ιστορίας που είχε ακούσει από τον παππού του για την Ατλαντίδα, σχολιάζει το πόσο δυνατά εντυπώνονται στη μνήμη όσα μαθαίνει κανείς στην παιδική ηλικία. Θυμάμαι, λέει, ότι άκουγα με μεγάλη ευχαρίστηση τα ιστορούμενα από τον παππού και ότι τον ρωτούσα ξανά και ξανά ⸺ και καταλήγει (4c):

ὥστε οἷον ἐγκαύματα ἀνεκπλύτου γραφῆς ἔμμονά μοι γέγονε· 

ώστε μου έχουν γίνει μόνιμα, όπως οι διά της εγκαυστικής βαφές της ανεξίτηλης ζωγραφικής παράστασης.

                                               Εγκαυστικό πορτραίτο Φαγιούμ

 

Τέλος, στον Ὁμηρικὸν Ὕμνον Εἰς Ἑρμῆν ο ανώνυμος ποιητής επισημαίνει ότι πρώτος ο Ερμής ανακάλυψε τη φωτιά με την τριβή δύο κομματιών ξύλου μεταξύ τους ⸺ και συνεχίζει ( στ. 112-113):

πολλὰ δὲ κάγκανα κᾶλα  κατουδαίῳ ἐνὶ βόθρῳ

οὖλα λαβὼν ἐπέθηκεν ἐπηετανά· λάμπετο δὲ φλὸξ

[…]

Και παίρνοντας ξύλα πολλά κατάξερα, όλα σε βαθύ λάκκο

τα τοποθέτησε σε αφθονία· και έλαμψε η φλόγα

[…]

 

Περνάμε στο δεύτερο συνθετικό τής λέξης καλά(ό)πους, ὁ πούς (→ υποκοριστικό πόδιον→ πόδι). Η κυριολεκτική σημασία τού ουσιαστικού ήταν το ακραίο τμήμα τού σκέλους των ανθρώπων από τους αστραγάλους μέχρι τα δάκτυλα, ενώ συνεκδοχικά, δήλωνε ολόκληρο το κάτω άκρο τού ανθρώπου ή καθένα από τα σκέλη των ζώων και των πτηνών. Επιπλέον, με βάση το μέσο μήκος τού πέλματος του ανθρώπινου ποδιού οι αρχαίοι είχαν τον πόδα ως βασική μονάδα μήκους ίση κατά προσέγγιση με 0,30 μ. Επίσης, χρησιμοποιούσαν τη λέξη στην προσωδία και γενικώς στη μετρική.8

Ομόρριζα τού ουσιαστικού πούς , ποδός, το οποίο έχει σχηματιστεί από τη ρίζα ΠΕΔ, είναι και οι παρακάτω λέξεις: πέδη= δεσμά κυρίως των ποδιών, εξού χειροπέδη· τροχοπέδη·  πέδιλον (← πέδη )= σανδάλι· πέδον= έδαφος και εξ αυτού πεδίον= πεδιάδα·  πεδιάς (→ πεδιάδα) = πεδινός τόπος,  πέδιος=πεδινός= επίπεδος· ποδήρης-ες= αυτ(ός) που φθάνει μέχρι τα πόδια·  ἐμ-ποδ-ίζω· ἀκροποδητί : επίρρημα που σημαίνει « περπατώντας στα νύχια των ποδιών»· ποδάγρα (← πούς + ἄγρα= κυνήγι, σύλληψη)= α) παγίδα για τα πόδια, β) αρθρίτιδα των ποδιών και επί ανθρώπων και επί ζώων· πεζός: πολύσημο επίθετο, του οποίου και η κυριολεκτική σημασία διατηρήθηκε ώς τις μέρες μας, αλλά και η μεταφορική χρήση του επί του λόγου προς διάκρισή του από τον ποιητικό λόγο·  πεζικός·  πεζοπορέω-ῶ· ἀνδράποδον: κατά μία εκδοχή, η λέξη ετυμολογείται από το ἀνήρ, ἀνδρός + -ποδον, προερχόμενο από το πούς, ποδός. Δηλώνει τον αιχμάλωτο πολέμου που πουλιόταν ως δούλος, ήδη δε στην αρχαιότητα είχε αποκτήσει τη μεταφορική σημασία τού δουλοπρεπούς, του άβουλου, σημασία που έχει επιβιώσει ώς σήμερα. Ομόρριζα σχηματισμένα από τη Νέα Ελληνική είναι οι λέξεις : πεζοδρόμιο, πεζογράφος, πεζογραφία, πεζοναύτης, ποδήλατο, ανάποδα (← ἀνὰ πόδα= πίσω), τετράποδο κ. ά.

Στον Θεαίτητο του Πλάτωνος ο Σωκράτης κάνει μνεία μιας παραλλαγής τής γνωστής για τον Θαλή παράδοσης ⸺ έχουμε αναφερθεί σχετικά σε παλαιότερο άρθρο μας ⸺ σύμφωνα με την οποία, κάποτε ο φιλόσοφος, ενώ παρατηρούσε τα άστρα, έπεσε σ’ ένα πηγάδι. Και τότε κάποια θεραπαινίδα τον ενέπαιξε λέγοντάς του ότι για όσα είναι στον ουρανό έχει ζήλο να μάθει ⸺ παραθέτουμε τη συνέχεια στο πρωτότυπο (174Α):

τὰ δ’ ἔμπροσθεν αὐτοῦ καὶ παρὰ πόδας λανθάνοι αὐτόν. 

ενώ όσα είναι μπροστά του και κοντά στα πόδια του τού διαφεύγουν.

 

Ο Ηρόδοτος στο περί Σκυθίας κεφάλαιο, αφού έχει μιλήσει για κάποιες σκυθικές φυλές, σημειώνει (IV,23):

Μέχρι μὲν δὴ τῆς τούτων τῶν Σκυθέων χώρης ἐστὶ ἡ καταλεχθεῖσα  πᾶσα

πεδιάς τε γῆ καὶ βαθύγαιος, τὸ δ’ ἀπὸ τούτου λιθώδης τέ ἐστι καὶ τρηχέα. 

Μέχρι λοιπόν τη χώρα αυτών των Σκυθών όλη η περιοχή που ανέφερα

είναι και πεδινή και με παχύ χώμα [δηλ. εύφορη], ενώ από κει και μετά

είναι πετρώδης και ανώμαλη.

 

Για τις δύο έννοιες της λέξης πεζός αντλούμε παραδείγματα, το πρώτο από την Ιλιάδα και το δεύτερο από το έργο τού Στράβωνος.

Στη ραψωδία Ε ο Πάνδαρος, ο ηγεμόνας των Λυκίων και περίφημος τοξότης, μες στον σάλαγο της μάχης και με τον Διομήδη να κάνει θραύση στον τρωικό στρατό, μετανιώνει που έφυγε από την πατρίδα του για τον πόλεμο χωρίς άρμα και άλογα, γιατί τα λυπόταν μήπως τους λείψει η βοσκή όσο θα ήταν κλεισμένοι μέσα στο κάστρο της Τροίας. Και ακολουθούν τα λόγια του (στ. 204-205):

ὣς λίπον, αὐτὰρ πεζὸς ἐς Ἴλιον εἰλήλουθα

τόξοισιν πίσυνος·

΄Ετσι τα άφησα κι ήρθα πεζός στο ΄Ιλιο

πεποίθηση στα τόξα έχοντας·

 

Ο δε Στράβων στα Γεωγραφικά του, γράφοντας για τα γένη και τα είδη τού λόγου αποφαίνεται διερωτώμενος (1,2,6):

Ἆρα γὰρ οὐδ’ ὁ λόγος ἐστὶ γενικός, οὗ  εἴδη ὁ ἔμμετρος καὶ ὁ πεζός; 

΄Αρα, λοιπόν, ο λόγος δεν είναι γένος, του οποίου είδη είναι ο έμμετρος και ο πεζός;

 

Επιστρέφουμε στην Ιλιάδα και στη ραψωδία Ν. Οι Τρώες πιέζουν τους Αχαιούς, στους οποίους σπεύδει να παρασταθεί ο Ποσειδώνας. Οδηγώντας το άρμα του στο οποίο έχει ζέψει δύο άλογα χαλκόποδα, έφθασε ανάμεσα στην ΄Ιμβρο και την Τένεδο όπου υπήρχε μια σπηλιά στον βυθό της θάλασσας. Εκεί σταμάτησε, ελευθέρωσε τα άλογα από το άρμα, τους έβαλε θεϊκή τροφή να τρώνε ⸺ και ο ποιητής προσθέτει (στ.36-38):

ἀμφὶ δὲ ποσσὶ πέδας ἔβαλε χρυσείας,

ἀρρήκτους ἀλύτους, ὄφρ’ ἔμπεδον αὖθι μένοιεν

νοστήσαντα ἄνακτα· 

 Γύρω δε από τα πόδια τους χρυσά έβαλε

άσπαστα, άλυτα δεσμά, για να περιμένουνε εκεί

αμετακίνητα να επιστρέψει ο αφέντης τους·

 

Από την Ιλιάδα στην Οδύσσεια και στη ραψωδία ξ. Ο Οδυσσέας συναντά τον πιστό του χοιροβοσκό, τον Εύμαιο, τη στιγμή που ⸺ (στ. 23-24):

Αὐτὸς δ’ ἀμφὶ πόδεσσιν ἑοῖς ἀράρισκε πέδιλα,9

τάμνων δέρμα βόειον ἐυχροές· 

 Αυτός έφτιαχνε πέδιλα για τα πόδια του,

βοδιού κόβοντας δέρμα ζωηρόχρωμο.

 

Για την ποδάγρα, «την αρρώστια των πλουσίων», διαβάζουμε στο Περὶ παθῶν της Ιπποκρατικής συλλογής (31):

Ποδάγρη δὲ βιαιότατον μὲν τῶν τοιούτων ἁπάντων ὁκόσα περὶ τὰ ἄρθρα,

καὶ πολυχρονιώτατον, καὶ δυσαπαλλακτότατον·

Η ποδάγρα είναι η πιο ισχυρή από όλες αυτές τις παθήσεις, όσες έχουν σχέση

με τις αρθρώσεις, και η πιο μακροχρόνια και αυτή από την οποία είναι

υπερβολικά δύσκολο να απαλλαγεί κανείς.

 

Στο δράμα Βάκχαι του Ευριπίδη, ο θεός Διόνυσος καταστρώνει ένα επίβουλο σχέδιο που θα οδηγήσει τον άπιστο βασιλιά Πενθέα στον θάνατο, και μάλιστα από τη μητέρα του. Του γεννά την περιέργεια να γνωρίσει τα οργιαστικά δρώμενα στον Κιθαιρώνα από τις Βάκχες και τον πείθει να μεταμφιεστεί σε μαινάδα, για να κατασκοπεύσει τις γυναίκες τις παραδομένες στη βακχεία. Κι όταν ο Πενθέας ρωτάει τον θεό τι θα είναι η φορεσιά του, εκείνος του απαντά (στ. 833):

πέπλοι ποδήρεις· ἐπὶ κάρᾳ δ’ ἔσται μίτρα. 

Πέπλος μακρύς έως τα πόδια· και στο κεφάλι ανάδεσμο της κόμης θα έχεις γυναικείο.

 

                                     Ο Πενθέας ανάμεσα στις Βάκχες. Τοιχογραφία Πομπηίας

 

Το άρθρο μας κλείνει με το Συμπόσιον του Πλάτωνος και τη θεματική μας λέξη καλά(ό)πους . Ανατρέχουμε πάλι στον κωμικό λόγο τού Αριστοφάνη για τον ΄Ερωτα10 και στα περί διχοτόμησης των παλιών ανθρώπων από τον Δία. Ξετυλίγοντας τον λόγο του ο Αθηναίος κωμωδιογράφος δίνει λεπτομέρειες για τον τρόπο της οριστικής διαμόρφωσης της ανθρώπινης φύσης με τη συμβολή και του Απόλλωνα· ότι δηλαδή ο Απόλλων, ανάμεσα στα άλλα, «τραβώντας το δέρμα απ’ όλες τις μεριές προς τη λεγόμενη τώρα κοιλιά σαν τα πουγκιά τα σουρωμένα, το έδενε στη μέση της κοιλιάς δημιουργώντας ένα στόμα, που το λένε αφαλό. Κατόπιν ίσιωνε τις πολλές ζάρες και διαμόρφωνε τα στήθη,» με τον εξής τρόπο (191Α):

ἔχων τι τοιοῦτον ὄργανον οἷον οἱ σκυτοτόμοι, περὶ τὸν καλόποδα

λεαίνοντες τὰς τῶν σκυτῶν ῥυτίδας· 

έχοντας ένα τέτοιο όργανο όπως εκείνο που έχουν οι τσαγκάρηδες,

που γύρω από το καλαπόδι ισιώνουν τις ζάρες των δερμάτων ·

 

 

 

 

1)Είναι γνωστή η φράση ἔρρει τὰ κᾶλα= πάνε, χάθηκαν τα πλοία. Το 410 π. Χ. στη ναυμαχία της Κυζίκου ο σπαρτιάτικος στόλος με ναύαρχο τον Μίνδαρο καταστράφηκε από τον αθηναϊκό υπό τον Αλκιβιάδη. Οι ΄Εφοροι της Σπάρτης ενημερώθηκαν με μία επιστολή, που αποτελεί εξαίρετο δείγμα τής λακωνικότητας των Σπαρτιατών. Το πλήρες περιεχόμενο της επιστολής είναι: «Ἔρρει τὰ κᾶλα· Μίνδαρος ἀπεσσούα· πεινῶντι τὦνδρες· ἀπορίομες, τί χρὴ δρᾶν.»= «Πάνε, χάθηκαν τα πλοία· ο Μίνδαρος φονεύθηκε· πεινούν οι άνδρες· δεν ξέρουμε τι να κάνουμε».

2) Οι Καλάς, που κατοικούν στο ορεινό Πακιστάν και σε τμήμα τού Αφγανιστάν, θεωρούν ότι είναι απόγονοι των στρατευμάτων τού Μ. Αλεξάνδρου.

3)Το 317 π. Χ. οι διάδοχοι του Αλεξάνδρου είχαν σχηματίσει τέσσερα ισχυρά κράτη. Ο Αντίγονος ήταν κύριος της Ασίας, ο Πτολεμαίος της Αιγύπτου, ο Λυσίμαχος της Θράκης μέχρι τον Δούναβη, και ο Κάσσανδρος της Μακεδονίας και της Ελλάδας.

4)Για τον Μίμνερμο βλ. το άρθρο μας: https://www.periou.gr/?s=%CE%9C%CE%B9%CE%BC%CE%BD%CE%B5%CF%81%CE%BC%CE%BF%CF%85

΄Οσο για τη  Ναννώ, έτσι ονομαζόταν μια αυλητρίδα με την οποία ήταν ερωτευμένος ο Μίμνερμος, και σ’ αυτήν αφιέρωσε μία συλλογή ελεγειών δίνοντας για τίτλο το όνομά της.

5)Η ονομασία λωτός δινόταν στην αρχαιότητα σε πολλά είδη φυτών. Ο αιγυπτιακός είναι το είδος nymphaea caerulea, ένα είδος νούφαρου. ΄Ηταν ιερό σύμβολο του Νείλου, και απεικονίζεται συχνά στα έργα της αρχαίας αιγυπτιακής τέχνης.

 6)Βλ. το πλέον πρόσφατο: https://www.periou.gr/georgia-papadaki-ypastros-%e2%b8%ba-astrogeiton/

7)Εννοείται ο χιτώνας τού Νέσσου. Για τον Κένταυρο Νέσσο και τον επί πυράς θάνατο του Ηρακλή βλ. το άρθρο: https://www.periou.gr/georgia-papadaki-vathia-geramata/

8)Βλ. το άρθρο μας :https://www.periou.gr/georgia-papadaki-daktylithra-k-a/

9)Η λέξη ανάγεται στους Μυκηναϊκούς χρόνους μαρτυρούμενη στις πινακίδες τής Γραμμικής Β με τον τύπο pe-di-ra=πέδιλα.

10)Για τον λόγο τού Αριστοφάνη στο Συμπόσιο βλ. το κείμενό μας: https://www.periou.gr/georgia-papadaki-mou-sikothike-an-i-oi-tricha-es-kai-kremetai-kapoios-kati-apo-mia-tricha-k-a/

 

 

 

Γεωργία Παπαδάκη

H Γεωργία Παπαδάκη γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα. Σπούδασε Κλασική Φιλολογία και Αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, όπου υπηρέτησε για δέκα χρόνια ως Βοηθός στον Τομέα Αρχαιολογίας και, παράλληλα, έλαβε μέρος σε διάφορες ανασκαφές. Τα τελευταία χρόνια μελετάει αρχαίους συγγραφείς και μεταφράζει αγαπημένα της κείμενα της ελληνικής γραμματείας. Από το Α΄Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας έχει παρουσιάσει παλαιότερα μια σειρά σχετικών εκπομπών με τον τίτλο « Είτε βραδιάζει είτε φέγγει, μένει λευκό το γιασεμί». ΄Εχουν εκδοθεί εξι βιβλία της: "Aνθολογία αρχαίας ελληνικής ερωτικής ποίησης", "Ο δικός μας Αριστοφάνης",  "Μούσας άγγιγμα", " Αισχύλος. Ο ποιητής του μεγαλοπρεπούς και του τιτανικού", "Σοφοκλής. Η «μέλισσα» του αρχαίου ποιητικού λόγου", "Η γυναίκα και ο γυναικείος λόγος στο έργο του Ευριπίδη".

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.