Το γαλάζιο μπουκέτο
Ξύπνησα μούσκεμα στον ιδρώτα. Aπό το πάτωμα και τα κόκκινα πλακάκια, που μόλις τα είχαν καταβρέξει, ανέβαινε ένας ζεστός ατμός. Μια πεταλούδα με γκριζωπά φτερά στριφογύριζε ζαλισμένη γύρω από το κιτρινωπό φως. Πήδησα από την αιώρα και ξυπόλυτος διέσχισα το δωμάτιο προσέχοντας να μην πατήσω καμιά από αυτές τις δηλητηριώδεις αράχνες που βγαίνουν από τις κρυψώνες τους για να δροσιστούν. Πλησίασα στο παραθυράκι και ρούφηξα τον αέρα της εξοχής. Ακουγόταν η ανάσα της νύχτας, βαθειά, θηλυκή. Γύρισα στη μέση του δωματίου, άδειασα το νερό από την κανάτα στη λεκάνη από κασσίτερο και έβρεξα την πετσέτα. Πέρασα το κορμί και τα πόδια μου με το βρεγμένο πανί, στέγνωσα λίγο και αφού βεβαιώθηκα ότι κανένα ζωύφιο δεν είχε τρυπώσει στις τσακίσεις από τα ρούχα μου, ντύθηκα και έβαλα παπούτσια. Κατέβηκα τη σκάλα που ήταν βαμμένη πράσινη πηδώντας τα σκαλιά. Στην πόρτα της πανσιόν σκόνταψα στον ιδιοκτήτη, ένα υποκείμενο αλλήθωρο και αναξιόπιστο. Καθισμένος σε μια καρεκλίτσα από ψάθα κάπνιζε με τα μάτια μισόκλειστα, με βραχνή φωνή με ρώτησε:
-Πού πηγαίνετε κύριε;
-Να κάνω μια βόλτα. Κάνει πολύ ζέστη.
-Χμ, όλα είναι κλειστά ακόμα. Και δεν έχει φως εδώ γύρω. Θα ήταν καλύτερα να μην βγείτε.
Ανασήκωσα τους ώμους, μουρμούρισα «επιστρέφω αμέσως» και χύθηκα στο σκοτάδι. Στην αρχή δεν έβλεπα τίποτα. Περπάτησα στο λιθόστρωτο δρόμο ψάχνοντας με τα χέρια. Άναψα ένα τσιγάρο. Ξαφνικά φάνηκε το φεγγάρι μέσα από ένα μαύρο σύννεφο και φώτισε έναν τοίχο άσπρο, ξεφτισμένο σε κάποια σημεία. Σταμάτησα τυφλωμένος μπροστά σε τόση ασπρίλα. Φυσούσε ένα αεράκι, ανάπνευσα τη μυρωδιά από τα ταμαρίντ[1]. Η νύχτα παλλόταν από θροΐσματα φύλλων και φράσεις διάσπαρτες εκείνου του διαλόγου. Ποια να ήταν εκείνη η λέξη της οποίας εγώ υπήρξα μια συλλαβή; Ποιος προφέρει αυτή τη λέξη και για ποιον λέγεται; Πέταξα το τσιγάρο στο πεζοδρόμιο. Πέφτοντας διέγραψε μια φωτεινή καμπύλη, πετώντας μικρές σπίθες σαν ένας κομήτης μινιατούρα.
Περπάτησα αργά αρκετά μακριά. Ένιωθα ελεύθερος, βέβαιος για τα χείλη που αυτή τη στιγμή πρόφεραν το όνομά μου με τόση ευτυχία. Η νύχτα ήταν ένας κήπος από μάτια. Διασχίζοντας το δρόμο, ένιωσα πως κάποιος βγήκε από μια πόρτα. Γύρισα, δεν μπόρεσα όμως να διακρίνω τίποτα. Τάχυνα το βήμα. Κάποιες στιγμές μου φάνηκε σαν ήχος από χοντροπάπουτσα πάνω στις ζεστές πλάκες του πεζοδρομίου. Αν και καταλάβαινα πως η σκιά με πλησίαζε όλο και περισσότερο, δεν θέλησα να γυρίσω. Αποπειράθηκα να τρέξω. Δεν μπόρεσα. Ξαφνικά σταμάτησα απότομα. Πριν να προλάβω να αμυνθώ, ένιωσα την μύτη από ένα μαχαίρι στην πλάτη μου και μια γλυκιά φωνή:
-Μην κουνηθείς, κύριος, αλλιώς σου το μπήγω.
Χωρίς να γυρίσω το κεφάλι ρώτησα:
-Τι θέλεις;
-Τα μάτια σου, κύριος. Απάντησε η απαλή φωνή, με ένα τόνο σχεδόν κάτι ανάμεσα σε λύπη και ντροπή.
-Τα μάτια μου; Σε τι θα σου χρησίμευαν τα μάτια μου; Κοίτα, εδώ έχω λίγα χρήματα. Δεν είναι πολλά, είναι όμως κάτι. Θα σου δώσω ό,τι έχω, αρκεί να με αφήσεις. Μη πας να με σκοτώσεις.
-Μη φοβάσαι, κύριος. Δεν θα σε σκοτώσω. Θα σου βγάλω μόνο τα μάτια.
-Αλλά, γιατί θέλεις τα μάτια μου;
-Είναι ένα καπρίτσιο της φιλενάδας μου. Θέλει ένα μπουκετάκι από γαλάζια μάτια και εδώ γύρω είναι λίγοι που έχουν.
-Τα μάτια μου δεν σου κάνουν. Δεν είναι γαλάζια αλλά κιτρινωπά.
-Έλα ,κύριος, μην πας να με κοροϊδέψεις. Ξέρω καλά πως είναι γαλάζια.
-Δεν βγάζουν έτσι τα μάτια ενός χριστιανού. Να σου δώσω άλλο πράγμα.
-Μη μου κάνεις το δύσκολο, μου είπε με σκληράδα. Γύρνα.
-Γύρισα. Ήταν μικρόσωμος και αδύνατος. Το καπέλο από φύλλα φοινικιάς του κάλυπτε το μισό πρόσωπο. Κρατούσε στο δεξί του χέρι μια ματσέτα[2] που γυάλιζε στο φως του φεγγαριού.
Άναψα τον αναπτήρα και πλησίασα τη φλόγα στο πρόσωπό μου. Η λάμψη με έκανε να ανοιγοκλείνω τα μάτια. Εκείνος έπιασε τα βλέφαρα και τα άνοιξε με σίγουρο χέρι. Δεν μπορούσε να δει καλά. Ανασηκώθηκε στις μύτες των ποδιών του και με εξέταζε προσεκτικά. Η φλόγα μου έκαιγε τα δάχτυλα. Έσβησα τον αναπτήρα. Έμεινε για μια στιγμή σιωπηλός.
-Τώρα πείστηκες; Δεν είναι γαλάζια.
-Αμάν, εξυπνάκιας που είσαι!, αποκρίθηκε. Για να δούμε, άναψε άλλη μια φορά!
Άναψα άλλη μια φορά και πλησίασα τη φλόγα στα μάτια μου. Τραβώντας με από το μανίκι διέταξε:
-Γονάτισε.
Έπεσα στα γόνατα. Με το χέρι με έπιασε από τα μαλλιά, ρίχνοντας το κεφάλι μου προς τα πίσω. Έσκυψε πάνω μου προκλητικός, με νεύρο ενώ η ματσέτα κατέβαινε αργά λες και θα έκοβε τα βλέφαρά μου. Έκλεισα τα μάτια.
-Άνοιξέ τα καλά, φώναξε.
Άνοιξα τα μάτια. Η φλογίτσα μου έκαιγε τα τσίνορα. Με άφησε ξαφνικά.
-Λοιπόν δεν είναι γαλάζια, κύριος. Σπάσε.
Και εξαφανίστηκε.
Στηρίχτηκα με τους αγκώνες στον τοίχο και το κεφάλι ανάμεσα στα χέρια. Μετά από λίγο σηκώθηκα. Με χίλια βάσανα, να πέφτω και να σηκώνομαι, έτρεχα για μια ώρα σχεδόν στο έρημο χωριό. Όταν έφτασα στη πλατεία είδα τον ιδιοκτήτη της πανσιόν να κάθεται ακόμα στην πόρτα.
Μπήκα χωρίς να πω λέξη.
Την επόμενη μέρα τράπηκα σχεδόν σε φυγή από αυτό το χωριό.
[1] Δέντρο ωπωροφόρο των τροπικών και ημιτροπικών περιοχών με καρπούς σαρκώδεις και ένα ή δύο μεγάλα κουκούτσια.
[2] Ματσέτα: εργαλείο, είδος υπερμεγέθους μαχαιριού με μακριά και πλατιά κοφτερή λάμα που χρησιμοποιούν στη ζούγκλα για να κόβουν θάμνους και φυτά.
Ευμορφία Ματζαβίνου, Χολαργός, Σεπτέμβριος του 2024.
