You are currently viewing Γιάννης Κολοκοτρώνης: Όταν μια παιδική ανάμνηση του Πασχάλη Αγγελίδη γεννά τέχνη

Γιάννης Κολοκοτρώνης: Όταν μια παιδική ανάμνηση του Πασχάλη Αγγελίδη γεννά τέχνη

Δούρειος Ίππος

Ο Κώστας είχε ένα αλογάκι. ένα κουνιστό αλογάκι, άσπρο, με μεγάλη χαίτη, μαύρα μάτια και χρυσοκόκκινη σέλα. Είχε και χαλινάρια. Εγώ και ο Τάκης κουνούσαμε το αλογάκι με την κόκκινη σέλα. νομίζαμε ότι κάλπαζε στη μέση του ψηλοτάβανου μεγάλου δωματίου που ήτανε γεμάτο παιχνίδια: ηλεκτρικό τρένο με γέφυρες και γαλαρίες, μικρή κινηματογραφική μηχανή, πολλά αυτοκινητάκια πολύχρωμα και στρατιωτάκια παντού. Αλλά εγώ ήθελα το κουνιστό αλογάκι. ήθελα να καλπάζει και εγώ χαρούμενος, στη χρυσοκόκκινη σέλα επάνω. Μετά από αρκετά χρόνια ένας άλλος Κώστας δώρισε δύο ζωγραφιές μου, δύο αλογάκια γυναίκες, στον Γιάννη, διάσημο συγγραφέα, και μετά ζωγράφισα το κεφάλι του αλόγου από τον Παρθενώνα, και μετά άλλο άλογο με ιππέα και άλλα άλογα της Ακρόπολης. κι έτσι ανοίξανε οι πύλες και μπήκα στο κάστρο όπου συνάντησα το τίμημα του ποιητή. Και μέσα στις περιπλανήσεις στα ατελείωτα κρυφά υπόγεια του πύργου με πολλά, πάρα πολλά πολύχρωμα παιχνίδια με κλόουν, αρλεκίνους, νεράιδες και μάγισσες, νάνους, νάνους με φανταχτερές στολές και αερικά, πολλά αερικά να κάνουν παντομίμες μπροστά στους καθρέφτες, εκεί σε μια στροφή, καθώς είχε σουρουπώσει, σκόνταψα πάνω σε ένα κουνιστό αλογάκι χωρίς μεγάλη χαίτη, χωρίς χρυσοκόκκινη σέλα. αλλά σε ένα μαγικό κουνιστό αλογάκι, μαγικό, μαγικό, που άλλαζε χρώματα. Ήταν ο δικός μου πολύχρωμος Δούρειος Ίππος.

Πασχάλης Αγγελίδης

Στο αυτοαναφορικό αυτό μυθοπλαστικό κείμενο, ο Πασχάλης Αγγελίδης μεταμορφώνει την παιδική ανάμνηση του κουνιστού αλόγου σε προσωπικό μύθο για τη γέννηση της τέχνης του. Το αλογάκι της παιδικής φαντασίας, που «νομίζει πως καλπάζει» ενώ μένει ακίνητο, γίνεται το σύμβολο της μελλοντικής δημιουργικής ψευδαίσθησης, ένα όχημα φαντασίας και αυτογνωσίας. Μέσα από αυτό, ο Αγγελίδης θα κατασκευάσει τον δικό του «πολύχρωμο Δούρειο Ίππο» για να διεισδύσει στα ενδότερα της μνήμης, να αναμετρηθεί με τα μνημεία της αρχαιότητας και, πάνω απ’ όλα, να εισχωρήσει στο «κάστρο» με τα αθέατα υπόγεια της ψυχής.

Ο Πασχάλης Αγγελίδης (Αλεξανδρούπολη, 1955) συγκαταλέγεται στους ζωγράφους που κατόρθωσαν να αναπτύξουν ένα ξεχωριστό προσωπικό εικαστικό ιδίωμα, εστιάζοντας στην θεατρική εμπειρία, τη μεταφυσική ατμόσφαιρα και το φιλοσοφικό στοχασμό. Η ζωγραφική του έχει όλα τα χαρακτηριστικά της ψυχολογικής σκηνογραφίας: μιας διανοητικής θεατρικής σκηνής με τις μορφές και τα αντικείμενα να συμμετέχουν σε έναν συναισθηματικό μονόλογο (https://www.periou.gr/giannis-kolokotronis-paschalis-angelidis-o-zografos-tis-psychologikis-skinografias/)

Από τις πρώτες του σπουδές κοντά στον Κώστα Λούστα και τον Δημήτρη Σκρέτα μέχρι τις θεατρικές συνεργασίες του με τον Φαίδωνα Πατρικαλάκι, τον Νίκο Στεφάνου, τον Τάσο Ζωγράφο και άλλους σκηνογράφους, ο Αγγελίδης διαμόρφωσε το βλέμμα του ώστε να αντιλαμβάνεται τη ζωγραφική ως σκηνή δράσης των εννοιών και, κατόπιν, των μορφών. Το συνήθως χρυσό φόντο λειτουργεί ως άχρονος χρόνος, ενώ οι αιωρούμενες μορφές να δίνουν τη μάχη τους ανάμεσα στη φθορά και την ανάμνηση. Τα αντικείμενα (άλογα, προτομές, κορδέλες), άλλοτε απαλύνουν και άλλοτε εντείνουν την αγωνία αυτής της εσωτερικής πάλης.

Οι ακέφαλες μορφές, οι αιωρούμενες προτομές, οι κορδέλες που δένουν ή απελευθερώνουν τα σώματα και οι μάσκες χωρίς βλέμμα διαμορφώνουν ένα θέατρο μνήμης και φθοράς. Το άλογο, ως επαναλαμβανόμενο και εμβληματικό μοτίβο του έργου του, ιδίως στην πρόσφατη ενότητα, μεταλλάσσεται από μηχανικό σύμβολο εξαπάτησης της παιδικής αθωότητας σε οντολογικό σύμβολο μνήμης και ελευθερίας. Από τον Δούρειο Ίππο (1988) ως τον Πήγασο, τις παραλλαγές στο Κουνιστό αλογάκι και τη Μικρή Ελένη και το άλογο, το ζώο μεταμορφώνεται σε φορέα της ανθρώπινης εμπειρίας. Δεν είναι το ηρωικό άλογο της αρχαιότητας, αλλά ένα ψυχολογικό σύμβολο, ένα παιχνίδι, μια σκιά, μια αναπαράσταση του ίδιου του ανθρώπου, που μάχεται ανάμεσα στη μνήμη και τη λήθη, στην επιθυμία και την αναστολή. Συνδετικός ιστός της μνήμης και της ψυχής, η κορδέλα, ένα σταθερό εικαστικό μοτίβο της ζωγραφικής του Αγγελίδη, περιορίζει και ταυτόχρονα λυτρώνει.

Στο έργο «Παιχνίδι σβούρας», δύο αντικριστά άλογα-πιόνια πάνω στη σκακιέρα γίνονται σύμβολα του νου και του ενστίκτου, της δράσης και της αναστολής. Μέσα σε αυτό το πεδίο στρατηγικής και εσωτερικής ισορροπίας, ο Αγγελίδης συνθέτει μια αλληγορία για το παιχνίδι της ζωής, που μεταβάλλεται απρόβλεπτα με την τελική κλίση της σβούρας. Κι εδώ ο φιλοσοφικός του στοχασμός αναδεικνύεται μέσα από την επανάληψη του ξύλινου αλόγου που κινείται, αλλά παραμένει στη θέση του, σαν μεταφορά για τη συνθήκη του ανθρώπου που ζει σε αιώνια επανάληψη.

Η ζωγραφική αυτή λιτότητα δεν προδίδει αθωότητα. Υπονοεί μια λεπτή ειρωνεία απέναντι στην ιστορία και την ψευδαίσθηση της προόδου. Ταυτόχρονα κάθε εικόνα είναι μια σημειολογική συμπύκνωση του χρόνου, της μνήμης και της ύπαρξης.

Η επιφανειακή «θεατρικότητα» των έργων του Αγγελίδη, κρύβει μια ζωγραφική που δεν προσποιείται. ελκύοντας το βλέμμα του θεατή, επιδιώκει να τον οδηγήσει σε κατάσταση εσωτερικού στοχασμού. Κάτι αντίστοιχο με το «Αυτό που βλέπουμε, μας κοιτάζει» του Didi-Huberman (Ce que nous voyons, ce qui nous regarde, 1992): τα άλογα, οι μάσκες, τα θραύσματα, τα χαλιά και οι κορδέλες του Αγγελίδη δεν είναι απλές αναπαραστάσεις, αλλά καθρέπτες της μνήμης που επιστρέφουν το βλέμμα στον θεατή. Έτσι, σαν αντανάκλαση, η ζωγραφική του, προτείνει μια διαλεκτική εικονογραφία, όπου κάθε έργο αποκτά ψυχολογικό βάθος και βιωματική ένταση.

Όπως οι Kiefer, Boltanski ή Richter χειρίζονται τη μνήμη ως υλικό που φέρει το βάρος της ιστορίας, ο Πασχάλης Αγγελίδης την επαναπροσδιορίζει μέσα από τα θραύσματα της ελληνικής αρχαιότητας και το παιχνίδι. Το παιδικό αλογάκι, η σβούρα, οι κορδέλες και τα πιόνια από αναμνηστικά σύμβολα μετατρέπονται σε κινητήριους μηχανισμούς μνήμης. αντικείμενα που επαναφέρουν το βίωμα μέσω της φαντασίας. Η μνημονική αφήγηση στον Αγγελίδη δεν είναι στατικό αρχείο, αλλά μια παιγνιώδης διαδικασία ανασύνθεσης· ένα πεδίο όπου η νοσταλγία συναντά τη σκηνογραφία του στοχασμού και το τραύμα μετατρέπεται σε δημιουργική πράξη αυτογνωσίας.

Έτσι, η ζωγραφική του Πασχάλη Αγγελίδη γίνεται ζωγραφική ενδοσκόπησης και μεταμόρφωσης. Χωρίς να ερμηνεύει, σκηνογραφεί με την ποιητική αφαίρεση της ανάμνησης, εικόνες που ισορροπούν ανάμεσα στο αρχαίο και το σύγχρονο, στο παιχνίδι και το δράμα, στο όνειρο και τη σκέψη. Αυτή είναι μια σκηνογραφική ζωγραφική της ψυχής, ένας εικονοποιημένος στοχασμός στη μνήμη και τη λήθη, στη ροή του χρόνου και την ακινησία, στο όνειρο και την επίγνωση και, τελικά, στο ίδιο το παιχνίδι της ζωής.

 

 

Γιάννης Κολοκοτρώνης
Καθηγητής Ιστορίας και Θεωρίας της Τέχνης. Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών /Δ.Π.Θ.

 

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.