Το υποκειμενικό στοιχείο είναι αδύνατον ν’ απουσιάζει από ένα μυθιστόρημα. Στην περίπτωση αυτή θα ήταν σαν να μην το είχε γράψει κάποιος ανθρώπινος τύπος που φέρει τη συγγραφική ιδιότητα και λέγεται Σταντάλ, Μπαλζάκ ή Φλωμπέρ, αλλά η Τεχνητή Νοημοσύνη που τείνει να υποκαταστήσει το πρόσωπο που λέγεται συγγραφέας αφαιρώντας το προσωπικό ύφος, ουδετεροποιώντας το ή ενοποιώντας διαφορετικά στυλ, δημιουργώντας μια λογοτεχνία άνευρη και απρόσωπη.
Ο ρεαλισμός βασίζεται στην παρατήρηση και την καθημερινή εμπειρία, αλλά εξαρτάται από την οπτική του δημιουργού. Παρουσιάζει τύπους καθημερινούς τους οποίους δεν διακρίνει κανενός είδους ηρωισμός πέραν του ηρωισμού που είναι απαραίτητος για την επιβίωσή τους.
Ερμηνεύει την ψυχολογία του ήρωα από το αποτέλεσμα των πράξεών του και φυσικά από την συμπεριφορά του.
Παρουσιάζει εκτενείς περιγραφές της πραγματικότητας εντός της οποίας κινείται ο ήρωας και το περιβάλλον του. Οι περιγραφές αυτές είναι κατά κύριο λόγο ακριβείς και τις χαρακτηρίζει αληθοφάνεια.
Ωστόσο, όσο κι αν η ρεαλιστική τεχνοτροπία ακολούθησε, αντικατέστησε και διαφοροποιήθηκε, σε σημαντικό βαθμό, από τον ρομαντισμό, ο οποίος με τη σειρά του αποτέλεσε αντίδραση στον κλασικισμό, και δημιούργησε έναν πραγματικό σεισμό, δανείστηκε από τον ρομαντισμό στοιχεία και δεν είναι τόσο απόλυτος σε όλα του τα σημεία, όσο παρουσιάζεται σ’ έναν ορισμό, που εκ των πραγμάτων οφείλει να είναι αυστηρά οριοθετημένος.
Εννοείται πως στον ρομαντισμό το υποκειμενικό στοιχείο είναι υπερτονισμένο και εν πολλοίς εξιδανικευμένο.
Ο ρεαλισμός έχει συχνά κριτική διάθεση και προβαίνει σε κοινωνικό σχολιασμό απέναντι σε θέματα κοινωνικά και πολιτικά.
Τα μυθιστορήματα που έχουν ρεαλιστική βάση θυμίζουν ένα πολυπρισματικό καλειδοσκόπιο με ιστορικές και φιλοσοφικές αναφορές.
Ο ρεαλισμός έχει διττή χρήση: «Σαν καλλιτεχνικό ρεύμα που ολοκληρώθηκε σε μια πορεία από το δεύτερο μισό του 19ου αιώνα έως τις αρχές του 20ου αιώνα», γράφει ο Γιάννης Ν. Μπασκόζος στο αφιέρωμα του περιοδικού Διαβάζω, « και σαν καλλιτεχνική μέθοδος που υποδηλώνει το εργαλείο που χρησιμοποιεί ο δημιουργός για την καλλιτεχνική ανάγνωση της πραγματικότητας».
Ο ρεαλισμός έδωσε σαφές προβάδισμα στην πραγματικότητα έναντι της φαντασίας και της ουτοπίας.
Υπήρξε αντίθετος στα οράματα, τις φαντασιώσεις, τη μόδα του εξωτισμού, τη μανία της φυγής καθώς και την επικέντρωση στο παρελθόν. Ενώ παρακολούθησε, από κοντά το θρίαμβο της επιστήμης, του θετικισμού, την επιθυμία της κατάκτησης του κοινωνικού χώρου.
«Ο ρεαλισμός έχει υπόσταση σαν κριτικός όρος μονάχα επειδή υιοθετήθηκε από τη φιλοσοφία: μας έρχεται εξασθενημένος από προηγούμενες μάχες όπου έχασε πολύ αίμα κι είναι απαραίτητο να μπορέσει κανείς να ξεχωρίσει τις αντίπαλες παρατάξεις, για να αποφασίσει ποιος απειλείται και ποιος προχωρεί προς τη νίκη», λέει ο Ντάμιαν Γκραντ στη μονογραφία του για τον ρεαλισμό, «ούτε κι αυτό είναι εύκολο γιατί ο ‘ρεαλισμός’ μπερδεύτηκε υπηρετώντας πολλούς φιλοσοφικούς αφέντες και δεν κράτησε απόλυτη αφοσίωση σε κανέναν απ’ αυτούς».
Τον καιρό που διαδόθηκε και κυριάρχησε κατόπιν, υπηρέτησε τον ιδεαλισμό. «Ο ρεαλισμός που ταλαντεύεται ανάμεσα στον ιδεαλισμό και τον ματεριαλισμό, φαίνεται να έχει παραμελήσει το καθήκον του προς την πραγματικότητα», λέει πάλι ο Γκραντ και συνεχίζει λέγοντας πως : «ο Βλαντίμιρ Ναμπόκοφ παίρνει τις ίδιες προφυλάξεις από τον όρο ‘πραγματικότητα’ που κι ο Ορτέγκα υ Γκασέτ παίρνει απέναντι στον όρο ‘ρεαλισμός’: στο υστερόγραφο της Λολίτας λέει πως η λέξη «’πραγματικότητα’ είναι μία από τις σπάνιες λέξεις που δεν σημαίνουν τίποτα χωρίς εισαγωγικά».
Ο Τ.Σ. Έλιοτ στα Τέσσερα Κουαρτέτα λέει: «οι άνθρωποι δεν μπορούν να σηκώσουν πολλή πραγματικότητα», πράγμα στο οποίο συμφωνεί κι ο Κ.Γ. Καρυωτάκης που αναφωνεί πως «δεν αντέχει πολλή πραγματικότητα».
Κάποιοι συγγραφείς κατευθύνονται προς μια σταθεροποίηση της ιδέας της πραγματικότητας, ενώ άλλοι φεύγουν μακριά της. Ο Έλιοτ ήταν λόγω της χριστιανικής του πίστης προσκολλημένος στην πραγματικότητα. Κι αυτό φαίνεται στα θεατρικά του έργα όπως Το φονικό στην Εκκλησιά ή στην Οικογενειακή Συγκέντρωση, όπου ο ήρωας μόλο που φοβάται την πραγματικότητα την επιδιώκει με πείσμα: «Αυτό που αποκαλείτε φυσιολογικό δεν είναι παρά το ανυπόστατο και το ασήμαντο». Εκείνο όμως που πραγματικά τον βασανίζει είναι το τρομακτικό αίσθημα ενοχής που γι αυτόν «είναι τόσο πραγματικό που δεν μπορεί να αλλάξει με τα λόγια σας», λέει απευθυνόμενος στην οικογένειά του που επιχειρεί να τον προστατεύσει και να τον καθησυχάσει. Μια άλλη ηρωίδα του έργου υποστηρίζει πως «εκείνο που δεν έγινε είναι το ίδιο αληθινό μ’ εκείνο που έγινε». Γιατί εντέλει όσο κι «αν ψάχνεις να βρεις την πραγματικότητα, όσο κι αν ψάχνεις να φτάσεις στο βάθος της, δεν ψάχνεις παρά να φτάσεις στο βάθος του ίδιου του εαυτού σου».
Από την άλλη μεριά στο Πορτραίτο του Καλλιτέχνη του Τζόυς παρακολουθούμε τον ήρωά του, τον Στήβεν Δαίδαλο, στα διάφορα στάδια της εξελικτικής συνειδητοποίησης της πραγματικότητας όπως είναι πρώτα η αισθησιακή πραγματικότητα των εντυπώσεων του παιδιού, ως την απελευθερωμένη πραγματικότητα της αδέσμευτης φαντασίας. Γι αυτόν υπάρχει πάντα μια αλήθεια που θα τον οδηγήσει στο κέντρο του συνειδητού που γι αυτόν είναι η βάση της πραγματικότητας. Ο Στήβεν άλλωστε είναι αποφασισμένος να παρακάμψει τα προσωπικά θρησκευτικά ή εθνικά δίχτυα της που θα τον περιόριζαν στην εξερεύνηση της πραγματικότητας.
Ωστόσο η πραγματικότητα τρέχει πιο γρήγορα από τη νόηση κι ας μη γελιόμαστε η αφτιασίδωτη, η αληθινή, η πραγματική πραγματικότητα θα ήταν αφελές να πούμε πως μπορεί ν’ αποδοθεί γυμνή από τον ρεαλισμό, δηλαδή μια τεχνοτροπία. Επομένως από μια μυθοπλαστική τέχνη όπως η λογοτεχνία.
Προς επίρρωση αυτού ιδού τι ισχυρίζεται ο Damian Grant:
«Ο απλοϊκός ρεαλιστής φαντάζεται ότι μπορεί να γίνει η ανα-παράσταση του κόσμου με λέξεις, ή με κάποιο άλλο μέσον, κι ότι μπορεί να επιτύχει την ανα-παράσταση αυτή δηλώνοντας ότι το κάνει, κι υποσχόμενος να εργαστεί με απλότητα κι ειλικρίνεια. […] Μα είναι εύκολο να αποδειχτεί πως η αναπαράσταση αυτή είναι ακατόρθωτη τόσο τεχνικά όσο και φιλοσοφικά· στην πιο ευνοϊκή περίπτωση, είναι μια «μεταφορά» χωρίς ακρίβεια (όπως κι η έκφραση), και στη χειρότερη, είναι μια πηγή σύγχυσης για τη σκέψη» [1].
«Ο όρος ρεαλισμός προέρχεται από τη φιλοσοφία και, παραδόξως, χρησιμοποιείται από τους Γερμανούς ρομαντικούς χωρίς όμως να δηλώνει μία συγκεκριμένη λογοτεχνική σχολή. Στη Γαλλία, εμφανίζεται για πρώτη φορά το 1826 στο Mercure Français για να χαρακτηρίσει τη λογοτεχνία του πραγματικού, αυτή που, κατά τη γνώμη του συντάκτη, θα αποτελούσε τη λογοτεχνία του 19ου αιώνα. Στην ίδια χώρα, τη δεκαετία του 1830, εμφανίζονται οι πρόδρομοι του ρεαλισμού: ο Stendhal, ο οποίος όριζε το μυθιστόρημα ως καθρέφτη, και ο Honoré de Balzac, που απέβλεπε σε μια «μελέτη ηθών» (étude de moeurs) χρησιμοποιώντας την ακρίβεια του ζωολόγου επιστήμονα. Στην αποκρυστάλλωσή του, όμως, σε συνειδητό λογοτεχνικό κίνημα, που έμελλε να επηρεάσει αποφασιστικά την εξέλιξη της λογοτεχνίας, συνέβαλαν οι ιστορικές συνθήκες, καθώς και το καλλιτεχνικό και το πνευματικό κλίμα της εποχής: η επανάσταση του 1848 η οποία επανέφερε στο προσκήνιο τη λαϊκή βούληση και τη δύναμη των μαζών· η ανακάλυψη της φωτογραφίας το 1839 που άλλαξε τον τρόπο με τον οποίο οι άνθρωποι έβλεπαν τον κόσμο· η ζωγραφική του Courbet ο οποίος ήταν αντίθετος στην εξιδανίκευση της τέχνης· το επιστημονικό κριτικό πνεύμα του Sainte-Beuve· ο θετικισμός του A. Comte και η μεταφορά του στην ιστορία της λογοτεχνίας από τον H. Taine. Η νέα πίστη που έδινε το στίγμα της στο δεύτερο μισό του 19ου ήταν ο επιστημονισμός» [2].
«Το μεγάλο βήμα έχει γίνει», επισημαίνει ο Παν. Μουλλάς [ωστόσο], «τοποθετώντας στη θέση της φαντασίας την παρατήρηση […], ο συγγραφέας δεν έχει παρά να εμπιστεύεται πριν απ’ όλα τις αισθήσεις του, κυρίως την όρασή του, μολονότι ο κίνδυνος μιας ουδέτερης και απρόσωπης θεώρησης των πραγμάτων ελλοχεύει […]» [3].
Ο ρεαλισμός μπορεί να πάρει πολλές επιμέρους μορφές, ανάλογα με το συγκεκριμένο τομέα στον οποίο ρίχνει το βάρος της αναπαράστασής του ο συγγραφέας. Για παράδειγμα, με συγγραφείς όπως ο Ντοστογιέφσκι, έχουμε το λεγόμενο ψυχολογικό ρεαλισμό, με τον οποίο απεικονίζεται και την ίδια στιγμή διερευνάται ο ψυχικός κόσμος του ανθρώπου, ακόμη και στις πιο ακραίες εκδηλώσεις του. Από την άλλη πλευρά, όταν ο συγγραφέας επιμένει κυρίως στην απεικόνιση των κοινωνικών σχέσεων και προβλημάτων και αντιμετωπίζει κριτικά την ίδια την κοινωνία, γεννιέται ο λεγόμενος κοινωνικός ρεαλισμός, μέσα από τον οποίο θα προκύψει τελικά ο νατουραλισμός. Ένα κίνημα που πολλοί συνδέουν με τον ρεαλισμό. Μόνο που έχει περισσότερες διαφορές με τον ρεαλισμό παρά ομοιότητες:
«Ο νατουραλισμός προέρχεται από τη φυσική φιλοσοφία ή επιστήμη, και περιγράφει τη μέθοδο που θα μας οδηγήσει στην επίτευξη της πραγματικότητας», κατά τον Ντάμιαν Γκραντ. Αντίθετα προς τον ρεαλισμό που «προέρχεται από τη φιλοσοφία κι έχει ένα αντικειμενικό σκοπό: να φτάσει την πραγματικότητα». «Ο νατουραλισμός είναι δυνατό να ερμηνευτεί με περισσότερη ακρίβεια, κι η βασική αιτία γι’ αυτό είναι ότι περιγράφει μια μέθοδο. Ο ρεαλισμός σκόνταψε στο δρόμο […] — ή, τουλάχιστο, μπορούμε να πούμε πως δεν εξελίχτηκε ποτέ. Δεν του έμεινε τίποτε για να μπορέσει να συνεχίσει την επίθεση ενάντια στο ρομαντισμό [4].
Όπως διατείνεται ο γνωστός καθηγητής του Κέμπριτζ Ραίημοντ Γουίλιαμς [1921-1988]: «Ο παλιός, αφελής ρεαλισμός, είναι ούτως ή άλλως νεκρός, διότι στηριζόταν σε μια θεωρία φυσικής παρατήρησης που είναι αδύνατη σήμερα. […] Τώρα δημιουργούμε τον κόσμο που βλέπουμε, και ότι αυτή η ανθρώπινη δημιουργία […] είναι δυναμική και ενεργητική. Ο παλαιός στατικός ρεαλισμός του παθητικού παρατηρητή αποτελεί μια ξεπερασμένη αρχή. […] Ένας νέος ρεαλισμός είναι απαραίτητος, εάν επιθυμούμε να παραμείνουμε δημιουργικοί» [5].
Αν και ανεξέλικτος ο ρεαλισμός καθιερώθηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα στη λογοτεχνία [και τη ζωγραφική κυρίως] και έπαιξε καταλυτικό ρόλο στο μυθιστόρημα του 18ου, του 19ου και του 20ου αιώνα, αν και βρισκόταν πάντα ανάμεσα στον ρομαντισμό που προηγήθηκε και τον νατουραλισμό που ακολούθησε.
Παραπομπές:
[1] Damian Grant, Ρεαλισμός, Ερμής, Αθήνα 1988, σελ. 91-92 σειρά, Η γλώσσα της Κριτικής, 1.
[2] Αντώνης Δεσποτίδης, Λεξικό της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας. Πρόσωπα. Έργα. Ρεύματα. Όροι, Εκδόσεις Πατάκη, Αθήνα 2007, σελ. 1913.
[3] Παναγιώτης Μουλλάς, «Εισαγωγή». Η παλαιότερη πεζογραφία μας. Από τις αρχές της ως τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο, τ. Α΄, Εκδόσεις Σοκόλη, Αθήνα 1998, σελ. 190-192.
[4] Damian Grant, ό.π., σελ. 52-53.
[5] μτφρ. Αλεξάνδρα Χαΐνη. Από το αφιέρωμα του περιοδικού Διαβάζω, τχ. 250, 14/11/1990 στις σελ. 14-77, που επιμελήθηκε ο Γιάννης Ν. Μπασκόζος.











