ΟΙ ΑΝΑΖΗΤΗΣΕΙΣ ΜΑΣ
Ο δρόμος τους συχνά περνάει από το σπίτι
της επανάληψης. Χτυπούνε την πόρτα της
να πούνε δήθεν μια καλημέρα. «Θα φύγουμε»,
λένε, «είμαστε βιαστικές».
Αλλά με διάφορες πονηρές δικαιολογίες
δεν ξεκολλάνε από εκεί μιαν ολόκληρη ζωή.
Γριούλες συντηρητικές αναλλοίωτες στο χρόνο.
*
Κι όταν τα λευκά άλογα της Αραβίας καλπάσουν
στην έρημο της ψυχής τους
θα βρούνε πάλι την κατάλληλη δικαιολογία
για να μην τ’ ακολουθήσουν.
MAIL ΣΤΟΝ ΑΡΗ ΔΙΚΤΑΙΟ
Θυμάσαι κείνο το βράδυ που βγήκες
μια βόλτα μαζί μου
χωρίς τον αληθινό εαυτό σου
και δεν μπορούσες να μιλήσεις
σαν κανονικός άνθρωπος;
Μπερδευόσουν στις απλές κουβέντες.
Μπλεδιασμένες πετάγονταν οι φλέβες σου
από την πίεση της αμηχανίας σου
σαν τα μπαλόνια του γυρίνου
και ίδρωνες γιατί δεν άντεχες
την καθημερινή ζωή συνηθισμένος
στις εξάρσεις της ποιητικής σου αμεριμνησίας!
ΕΙΜΑΣΤΕ ΧΑΡΟΥΜΕΝΟΙ!
Το ’89 πετάξαν όλα τα πουλιά
Και γλίστρησαν από τα δάχτυλα τα νοήματα
σαν χέλια.
Η άμμος των -ισμών μετακινήθηκε
και εγένετο χάσμα μέγα!
*
Εθελοντές ποιητές να πάρουν πια τη θλίψη μας
απ’ την καρδιά μας και να τη βάλουν στο πανέρι
της πράσινης ανάπτυξης των αισθημάτων
και να το φωνάξουν σ’ όλους δυνατά
πως είμαστε χαρούμενοι.
*
Η Αλίσια φόρεσε το μενεξελί φουστάνι της
που το ‘ραψε κάποια νεράιδα του βυθού
με βότσαλα και αστερίες
κι έριξε στους ώμους της τα μακριά κατάξανθα μαλλιά της.
*
Να το φωνάξουν δυνατά οι ποιητές:
Είμαστε χαρούμενοι!
ΕΡΩΤΑΣ ΣΤΗΝ ΑΡΒΑΝΙΤΙΑ
Περπατούσαμε στην Αρβανιτιά πιασμένοι χέρι χέρι
κάτω απ’ τα βράχια με τις φραγκοσυκιές
με το τελευταίο φως του δειλινού
να ροδίζει τη θάλασσα δίπλα μας.
Το χέρι μου έτρεμε μες στο δικό σου
κι η ανάσα μου χοροπηδούσε, φοβισμένος
λαγός να γλιτώσει το κυνηγόσκυλο του Έρωτα.
Πάνω μας το επιβλητικό Παλαμήδι!
*
Σε αντίθεση με το περήφανο τοπίο
έχασα την πίστη μου, διαλύθηκα!
ΨΥΧΟΛΟΓΙΑ ΤΟΥ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΥ ΚΑΙΡΟΥ
Τα βράδια του φθινοπώρου περιμένω τις τελευταίες
σταγόνες της βροχής πάνω στην τσίγκινη τέντα
μια μια – υγρά τύμπανα μιας αδιόρατης αίσθησης.
Με πολιορκούν όλες μαζί οι τεθλασμένες γραμμές των τοίχων
τα φύλλα της κληματαριάς κινούμενα φαντάσματα
τα σπασμένα μου ρόδια ανοιχτοί λογαριασμοί με τ’ άστρα
κι η τρέλα μου που ξοδεύει το πάθος μου σα μια παλιά δραχμή
υποτιμημένη σαν τις λέξεις μου
που τυραννούν το αρνητικό πρόσωπο της νύχτας,
το λευκό χαρτί.
Τ’ ακροκέραμα στις απέναντι στέγες μοιάζουν με μπάντα
του παλιού καιρού που δε θα ξαναπαίξει
μυρίζουν τα τριαντάφυλλα, τ’ αλεξίπτωτα γιασεμιά
που αυτομόλησαν από τη διπλανή βεράντα
κι ο άγγελος χωρίς ρομφαία
χωρίς κρίνο
χωρίς φτερά.
*
Παρακολουθώ ευλαβικά τη συνεχιζόμενη ροή αίματος.
