You are currently viewing Τίνα Κουτσουμπού: Ψήφος με τα όλα της

Τίνα Κουτσουμπού: Ψήφος με τα όλα της

ΨΗΦΟΣ ΜΕ ΤΑ ΟΛΑ ΤΗΣ

 

ΓΕΡΝΟΥΣΕ ΚΑΛΑ, ΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΔΕΝ ΣΤΕΚΟΝΤΑΝ ΠΑΝΩ ΤΗΣ, σαν να την προσπερνούσαν, να μην την άγγιζαν. Ογδόντα επτά χρονών και έμοιαζε είκοσι χρόνια νεότερη, το κορμί ακόμη στητό, το μυαλό ακονισμένο αν και ξέχναγε κάποιες φορές ποιος ήσουν ή τι την είχες ρωτήσει .Μικρά πράγματα, ασήμαντα θα μου πεις, χωρίς ιδιαίτερη σημασία στην ηλικία της. Σάμπως κι εμείς θα έχουμε ακόμη καλή μνήμη σαν μεγαλώσουμε;

Από χρόνια χήρα η Κλειώ έμενε στην ίδια πολυκατοικία με μας, δυο ορόφους πιο πάνω. Μοναδική της συντροφιά ο εγγονός της Στέλιος, τριάντα χρόνων παλικάρι, αιώνιος φοιτητής της Νομικής. Τον αγαπούσε πολύ γιατί τον είχε μεγαλώσει από τα 15 του που χώρισαν οι γονείς του, ήταν το μοναδικό εγγόνι της κι η Κλειώ χατίρι δεν του χάλαγε. Άλλο που δεν ήθελε κι εκείνος να είναι ο χαϊδεμένος της, μέχρι που μπήκε στη σχολή τα χρόνια  της μεταπολίτευσης. Η πολιτική κατάσταση ήταν ήδη τεταμένη, τον οργάνωσαν εύκολα και γρήγορα οι  αριστερές φοιτητικές παρατάξεις και τον βάπτισαν Στελάρα. Κάτι τύπισσες της Πανσπουδαστικής, συναδέλφισσες, τον έχρησαν μάλιστα πολιτικό καθοδηγητή. Κλεινόταν τα απογεύματα στο μικρό καμαράκι της γιαγιάς του με τις καλλονές πασιονάριες και έμεναν απορροφημένοι ως τα ξημερώματα από ατέρμονες πολιτικές συζητήσεις, διακηρύξεις και υπομνήματα «Προς την  αξιότιμην Σύγκλητον» κλπ κλπ. Είχε πάρει ντοκτορά διπλωματίας σ’ αυτά ο Στέλιος, αλλά τα μαθήματα, μαθήματα. Πέρναγαν τα εξάμηνα χωρίς να δώσει κόλλα με το όνομά του. Μέχρι που αρρώστησε η γιαγιά του.

Βαριά καρδιοπάθεια διέγνωσαν οι γιατροί και της συνέστησαν: «Κομμένες οι πολλές συγκινήσεις, ήσυχη ζωή και καλή διατροφή». Στενάχωρη κατάσταση για την Κλειώ που θα έχανε τις βόλτες και τις εκδρομές με τις κολλητές της από το ΚΑΠΗ, αλλά τι να κάνει, θέλοντας και μη συμμορφώθηκε. Είχε και τον εγγονό της στήριγμα κι ελεγκτή της νέας καθημερινότητάς της. Ευκαιρία βρήκε κι αυτός να την μυήσει στα πολιτικά πιστεύω του. Να μάθει και να ανοίξει τα μάτια της, το δίκιο ήταν με το μέρος του λαού που αναζητούσε μια αχτίνα αισιοδοξίας για το μέλλον. «Δεν λέω η χούντα έφυγε, αλλά μην νομίζεις πως κι αυτοί θα είναι καλύτεροι, οι πλούσιοι όλο θα πλουτίζουν κι οι φτωχοί θα γίνονται φτωχότεροι, γιαγιά» της κοπανούσε συνέχεια προσπαθώντας να την φέρει στα νερά του. «Τι λες παιδάκι μου, εμείς τραφήκαμε και πορευτήκαμε με τη δεξιά, το ρούσικο ψωμί δεν το τρώει μήτε ο κολλήγος ». Αφορμή ζητούσε ο εγγονός να ξεσπαθώσει υπέρ δικαιοσύνης και ισότητας, πλησίαζαν κι οι εκλογές, έπρεπε να ορμηνέψει την γιαγιά του αναλόγως. Ας πίστευε από τα νεανικά της χρόνια ό,τι ήθελε. «Γιαγιά, οι καιροί άλλαξαν, πρέπει να φροντίσουμε για τις νέες γενιές, δες εμένα για παράδειγμα», της έλεγε. «Αν δεν έχεις μέσον σήμερα δεν δουλεύεις πουθενά, αυτό ονειρεύεσαι για μένα;» και μ’ αυτά και μ’ άλλα πάσχιζε να την φέρει στα μέτρα τα δικά του. Τραπέζωνε κι η γιαγιά, θέλοντας και μη, τις πασιονάριες που κουβαλιόντουσαν στο κονάκι της, μουρμουρίζοντας. »Αχ, ας όψεται η αγάπη της στον Στέλιο, αλλιώς…».

Τριάντα χρόνια γραμματέας στο δημόσιο, απόφοιτος του Γυμνασίου διορισμένη με την κουβέντα του στρατηγού νονού της, είχαν δει τα μάτια της πολλά στα γραφεία που έμπαινε. Πολιτικοποιημένη δεν ήταν αλλά δεν ήταν και χαζή. Έβλεπε τις ανάγκες που  είχε ο τόπος και πάσχιζε με αιματηρές οικονομίες να σπουδάσει δικηγόρος ο Στελάκης της. Α, όλα κι όλα, ο Καραμανλής ήταν από άλλη στόφα πολιτικού, ο τόπος είχε ήδη αρχίσει να ανασταίνεται. Με συγκίνηση είχε ακούσει την εξαγγελία των πρώτων δημοκρατικών εκλογών στην χώρα μετά την επέλαση των διαβόλων της χούντας και αναθάρρησε. «Επιτέλους φώναξε λίγος φρέσκος αέρας, κακοφορμίσαμε με την εθνικοφροσύνη τους» κι άρχισε να διαβάζει ανελλιπώς την κυριακάτικη εφημερίδα μετά το σχόλασμα της εκκλησίας. Να δώσει καλή εντύπωση στον εγγονό της πως ενημερώνεται και συμμετέχει, να πάψει να την προκαλεί. Δεν ήταν δα και αγράμματη. Είχε τη μόρφωση της ηλικίας, τη ζωή την είχε ρουφήξει ως το μεδούλι. Έφερε στο νου της τον διευθυντή της τράπεζας, χήρος κι αυτός, τρία χρόνια σχέσης και αφορμή για σχόλια δεν είχε δώσει πουθενά, μαζί σχολίαζαν την επικαιρότητα. Οργανωμένος ο κυρ Θάνος στον σύλλογο της τράπεζάς του ήξερε τα συνδικαλιστικά θέματα από πρώτο χέρι. Έτσι κι η Κλειώ άκουγε και διάβαζε τις αναλύσεις στα πολιτικά δρώμενα της εποχής, από μέσα κι έξω από τη χώρα, από τα ξένα μέσα. Ψαγμένη λοιπόν η κυρία Κλειώ, είχε τις απόψεις της. Μια ζωή χάριζε την ψήφο της, είχε μαυρίσει κι αναδείξει με το σταυρό της υπουργούς και βουλευτές, να.., με το συμπάθιο. Ελαφρό μειδίαμα χαράκωσε το πρόσωπό της, έψησε καφέ, άνοιξε την εφημερίδα, καθάρισε τα γυαλιά της και άρχισε  να διαβάζει με αφοσίωση τους τίτλους του πρωτοσέλιδου. «Εκλογές λοιπόν και γρήγορα», μονολόγησε. «Ωραία, καιρός ήταν, θα πρέπει να ψάξω και το εκλογικό μου βιβλιάριο», συμπλήρωσε τη σκέψη της και συνέχισε το αναγνωστικό της έργο. Δεν πρόλαβε να πάει παρακάτω. Ένας οξύς πόνος της πήρε την ανάσα, ο ιδρώτας κύλησε αργά στο μέτωπό της, άνοιξε την πόρτα κι έβγαλε φωνή, όση έβγαινε από το ξεραμένο της στόμα. «Φωτεινή….», η μάνα μου ανέβηκε έντρομη και την κάθισε στον καναπέ. Ήρθε σπίτι μας τα ξημερώματα με νέα για το εγκεφαλικό που χτύπησε την άτυχη γειτόνισσά μας. Αναζητήσαμε και τον Στελάρα που είχε γίνει άφαντος το τελευταίο διάστημα και περιμέναμε να περάσει η μπόρα.

«Φοβερή γυναίκα αυτή η Κλειώ, μόλις ένιωσε να συνέρχεται πέταξε και τον ορό και ζήτησε εφημερίδα, να μάθει τα νέα, μήπως έγιναν οι εκλογές και δεν τις πρόλαβε», είπε η μητέρα μου σαν επέστρεψε από το νοσοκομείο. «Αύριο θα βγει», μας είπε κι έσπευσε να συγυρίσει το μικρό διαμέρισμά της να την συντρέξει ακόμη μια φορά. Κάθε φορά που ο πατέρας μου της παραπονιόταν πως το παρακάνει εκείνη του αντιγύριζε τη λαϊκή σοφία «Ο Θεός κι ο γείτονας Περικλή μου» και απέκλειε κάθε απόπειρα για το ξέσπασμα εντός συζυγικού καβγά.

Πλησίαζε ο καιρός των εκλογών. Οι παρατάξεις ξεσπάθωναν στα κανάλια, στον δρόμο, στις γειτονιές, τα πρώτα εκλογικά κέντρα ήταν γεγονός κι οι υποψήφιοι βουλευτές παρήλαυναν κουστουμάτοι. Εξαπέλυαν μύδρους κατά της κυβερνητικής παράταξης κι είχαν άποψη επί παντός επιστητού, γέμισαν οι γειτονιές από προπαγανδιστικά προγράμματα παρατάξεων−τα έβλεπες παντού, πεταμένα στις εισόδους πολυκατοικών, να εξέχουν από τα γραμματοκιβώτια στις εισόδους σπιτιών, πολλά κατέληγαν και στους δημοτικούς κάδους απορριμμάτων. Πώς θα ήταν επομένως δυνατόν να λείπουν κι από το σπίτι της Κλειούς; Κοινωνός των θέσεων του Καραμανλικού συνδυασμού στις βουλευτικές εκλογές που ετοιμάζονταν δεν παρέλειπε να φανατίζει με αυτές τις επιστήθιες φιλενάδες. Μεταξύ αυτών κι τη μητέρα μου που διασκέδαζε με το πάθος της γειτόνισσας και το μαχητικό της πνεύμα στα ογδόντα και βάλε. «Απίθανη σου λέω η κυρά Κλειώ, την χαίρομαι που είναι τόσο σίγουρη για τα πιστεύω της, αυτό τη βοηθά να κρατά και το μυαλό της ακμαίο», μου τόνισε η μαμά, σκυμμένη πάνω από την κατσαρόλα με το φρικασέ της. Μπορεί να ήταν λίγο παράξενη στη συμπεριφορά της, άλλοτε απότομη, άλλοτε καταθλιπτική και κάποιες φορές ενθουσιώδης ή καυστική στις παρατηρήσεις για τον περίγυρο και τους φίλους, αλλά ήξερε να προσφέρει κι είχε μεγάλη καρδιά. Το είχαμε διαπιστώσει όλοι στην οικογένεια, τόσα πια χρόνια τη γνωρίζαμε. Τώρα τι θα της ξημέρωνε μετά την αρρώστια, αυτό ούτε να το σκεφτούμε δεν θέλαμε. Κι ο Στελάκης που επέστρεψε άρον άρον από τις πολιτικές συναθροίσεις του φοιτητόκοσμου της αριστεράς, ξενυχτούσε δίπλα της φρουρός.

Με μεγάλη ανακούφιση ήρθε η είδηση από τον πάνω όροφο. Την έφερε η μάνα μου τρέχοντας τις σκάλες. «Μόλις έφυγε ο γιατρός. Είπε πως πάει καλύτερα. Να τρώει, να ξεκουράζεται και θα επανέλθει και το χέρι της σιγά σιγά», μας πρόφτασε το νέο. Προς ανακούφιση του πατέρα μας γιατί έτσι θα ξανακέρδιζε τις χαμένες περιποιήσεις της γυναίκας του τις δυο εβδομάδες που ανεβοκατέβαινε η μαμά στα διαμερίσματα της παθούσας.

Άνοιξε τα μάτια παραξενεμένη η Κλειώ για να αντιληφθεί πού βρίσκεται και κάρφωσε το βλέμμα στο ημερολόγιο του τοίχου. Τα κουτάκια με τα χάπια της, κόκκινα, μπλε, λευκά και το πιεσόμετρο της θύμισαν την κατάστασή της. Είχε λοιπόν ξεφύγει τον θάνατο, ευτυχώς, μα τότε τι είχε και αισθανόταν τα μέλη μουδιασμένα κι εκείνο το χέρι της κρεμόταν σαν κουλό από τον ώμο, το δεξί της χέρι; Φώναξε τον Στέλιο με αγωνία. Έσπευσε εκείνος όλο ανησυχία. «Γιαγιά Συνήλθες;» Τον κοίταξε εκείνη με ένα επιτημητικό βλέμμα: «Άκου εγγονέ δεν το ’χω σκοπό να ψοφήσω ακόμη. Η ζωή έχει ακόμη χρέη μαζί μου». Την παρατήρησε ο Στέλιος με τρυφερότητα, ήταν η γιαγιά του μα ουσιαστικό το υποκατάστατο της μητέρας από την παιδική του ακόμη ηλικία. Την ήξερε πια από την καλή και από την ανάποδη. «Πότε είναι οι εκλογές», τον ρώτησε κι ανασηκώθηκε βιαστικά από το μαξιλάρι. «Την άλλη εβδομάδα γιαγιά, γιατί ρωτάς; Αποκρίθηκε ανίδεος για τις στροφές που θα έπαιρνε το μυαλό της παρά το εγκεφαλικό. «Γιατί το έχω σκοπό να τους τιμήσω με την ψήφο μου, του είπε χαμογελώντας με νόημα. Ο Στέλιος κεραυνοβολήθηκε και προσπάθησε να την συνετίσει. Της είπε πως είναι ακόμη κρίσιμη η κατάστασή της και πως δεν χωρά πολλές συγκινήσεις η καρδιά της, άλλωστε στην ηλικία της δεν ήταν υποχρεωτική η ψήφος….κι άλλα κι άλλα, εις μάτην και το γνώριζε. Ενδόμυχα σκεφτόταν και το Κόμμα. Όλοι είχαν μυριστεί τις απόψεις της κυρίας Κλειούς και θα τον κορόιδευαν που άφησε τη γιαγιά να πάει να χαρίσει την ψήφο στους δεξιούς, τόσο πιπίλισμα της είχε κάνει όλο το διάστημα, τι σόι καθοδηγητής ήταν πια που δεν επηρέαζε ούτε μια ηλικιωμένη γυναίκα; «Σημειωμένο, έτοιμο θα έπρεπε να το έριχνε μέσα στο φάκελο. Πού ακούστηκε η γιαγιά να είχε και γνώμη; Απόσωσαν την κουβέντα αλλάζοντας θέμα κι όλα κύλησαν ήσυχα ενώ η υγεία της γιαγιάς  βελτιωνόταν μέρα με τη μέρα.

Ξημέρωσε επιτέλους εκείνη η ευλογημένη Κυριακή. Ο κόσμος είχε αγωνία αλλά και πολλή χαρά. Θα ασκούσε επιτέλους το ύψιστο πολιτικό δικαίωμά του: Η ψήφος στο μυαλό και στις συνειδήσεις όλων ήταν υποχρέωση, δικαίωμα, τιμή. Κλεισμένος στο εκλογικό κέντρο του υποψηφίου της παράταξης ο Στέλιος κι οι λοιποί σύντροφοι  σχεδίαζαν την παράσταση νίκης, εκτιμούσαν τα ποσοστά, έκαναν τον απολογισμό της προεκλογικής εκστρατείας των συνυποψήφιων κομματικών παρατάξεων. Μέχρι πρωίας, είχαν συμφωνήσει να είναι στο πόστο τους. Η γιαγιά ήταν στα επιδέξια χέρια της μάνας μου, αν κάτι χρειαστεί. Δεν ήθελε η κυρά Κλειώ να την έχει κι όλη τη μέρα στα πόδια της. Κάτι είχε βάλει στο νου της. «Να μην ανησυχείς για μένα Φωτεινή. Θα δω τις εκλογές στην οθόνη», της είπε και την χτύπησε στον ώμο−πήγαινε τώρα σαν να της έλεγε κι έννοια σου.

Η ώρα ήταν δέκα το πρωί. Πέταξε τη νυχτικιά, ξεκρέμασε από την ντουλάπα της το καλό της φόρεμα−αυτό το επίσημο που φορούσε στους γάμους και τα βαφτίσια των συγγενών−μεγάλη φαμελιά, ζωή να’ χουν όλοι − έστρωσε το μπεζ φιλεδάκι στα κάτασπρα μαλλιά της, παρφουμαρίστηκε, κοιτάχτηκε στον καθρέφτη της εισόδου και χαμογέλασε. «Κλειώ Μαντάκου» σήμερα θα δουν όλοι πως ψηφίζουν τα τιμημένα γηρατειά», μουρμούρισε σαν να έβγαζε λόγο από τα προεκλογικά μπαλκόνια και μπήκε χαρούμενη στο ταξί που την περίμενε κρατώντας το μπαστούνι της.

Την άφησαν να ψηφίσει πρώτη μάλλον λόγω ηλικίας αν και τους είχε χαρίσει και το αυστηρό της βλέμμα, βλέμμα αυτοκυριαρχίας και σιγουριάς. Μπήκε στο παραβάν σταύρωσε, δίπλωσε, σάλιωσε στο τέλος έριξε τον φάκελο αποφασιστικά στην ψηφοδόχο, ξέροντας πως εκείνη η επιλογή της θα ήταν κι η τελευταία. Σώνονταν πια τα καντήλια της. Λαμποκοπούσε ολόκληρη την ώρα που ο λευκός φάκελος έμπαινε στην κάλπη. Οι νεαροί εκλογικοί και δικαστικοί αντιπρόσωποι την χειροκρότησαν. Τους χαιρέτησε όλους κάνοντας τον σταυρό της νίκης, βέβαιη πως με την επιλογή της αυτή επηρέαζε τις τύχες της Ελλάδος!

 

Μας τα περιέγραψε όλα ο Στελάκης που την πρόλαβε στα σκαλιά του εκλογικού κέντρου. Σαν να το είχε καταλάβει πως η γιαγιά θα την έκανε την κουτσουκέλα της, την περίμενε στην πόρτα. Αλά μπρατσέτα αποχώρησαν από το εκλογικό τμήμα. «Κερνάω καφέ βρε μπαγάσα, είσαι;», του είπε και κίνησαν για το καφέ της Πλατείας.

Αδύνατον να της αντισταθεί κανείς. Άλλωστε «ο άνθρωπος δεν είναι ον φύσει κοινωνικόν και πολιτικόν», όπως είπε ο Αριστοτέλης;

 

 

   Τίνα Κουτσουμπού

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.