You are currently viewing Αγάθη Γεωργιάδου: Χριστίνα Αργυροπούλου, Ομηρικά Μελετήματα ΙΙ. Η λειτουργία και η ποιητική του χώρου στα Ομηρικά Έπη. Σκηνοθεσία, Σκηνογραφία, Εικονοποιΐα, Χώροι και Ειδικές Χωρικότητες. Εκδόσεις 24 Γράμματα, 2025. ISBN13 9786182019818

Αγάθη Γεωργιάδου: Χριστίνα Αργυροπούλου, Ομηρικά Μελετήματα ΙΙ. Η λειτουργία και η ποιητική του χώρου στα Ομηρικά Έπη. Σκηνοθεσία, Σκηνογραφία, Εικονοποιΐα, Χώροι και Ειδικές Χωρικότητες. Εκδόσεις 24 Γράμματα, 2025. ISBN13 9786182019818

Το βιβλίο της Χριστίνας Αργυροπούλου, Ομηρικά μελετήματα ΙΙ. Η Λειτουργία και η Ποιητική του Χώρου στα Ομηρικά Έπη. Σκηνοθεσία, Σκηνογραφία, Εικονοποιΐα, Χώροι και Ειδικές Χωρητικότητες, συγκροτεί ένα πεδίο ανάγνωσης που κινείται ευέλικτα ανάμεσα στη φιλολογική ερμηνεία, τον θεωρητικό στοχασμό και τη διδακτική προοπτική, διαμορφώνοντας ένα έργο σύνθετο, ανοιχτό και πολυφωνικό.

Πρόκειται για ένα βιβλίο που ανοίγει ένα ζεστό και ουσιαστικό διάλογο με τον τρόπο που σκεφτόμαστε, αγαπάμε και διδάσκουμε τα ομηρικά έπη. Η συγγραφέας δεν προσεγγίζει τον Όμηρο με ψυχρή ακαδημαϊκή ματιά· αντιθέτως, τον περιβάλλει με τρυφερότητα, ευαισθησία και φιλολογική γνώση, με αγάπη για το κείμενο και με μια ειλικρινή επιθυμία να το φέρει κοντά στον σημερινό αναγνώστη, φιλόλογο και μαθητή. Μας υπενθυμίζει ότι, για να κατανοήσουμε ουσιαστικά την Ιλιάδα και την Οδύσσεια, δεν αρκεί να παρακολουθήσουμε τα γεγονότα· χρειάζεται να «περπατήσουμε» μαζί με τους ήρωες, να ακολουθήσουμε τις διαδρομές τους, να αισθανθούμε τον τόπο όπου κινούνται και να αφουγκραστούμε την επίδραση που ασκούν στην ψυχοσύνθεσή τους οι κλειστοί και ανοιχτοί χώροι.

Μας δείχνει ότι στον Όμηρο ο χώρος δεν αποτελεί απλώς σκηνικό, αλλά μεταμορφώνεται σε πεδίο τελετουργίας και ποικίλων δράσεων: άλλοι χώροι ευνοούν τον θρήνο και το πένθος, άλλοι τις ικεσίες, τη λαφυραγωγία, τους αγώνες, τους όρκους και τις συμφιλιώσεις. Έτσι, κάθε χώρος αποκτά ηθικό και συναισθηματικό βάρος, λειτουργώντας ως η σκηνή στην οποία εκδηλώνονται οι κρίσιμες πράξεις του ανθρώπινου και ηρωικού δράματος.

Με τον τρόπο αυτό, το βιβλίο ουσιαστικά μάς καλεί να ξανασκεφτούμε τη δική μας σχέση με την ομηρική ποίηση. Σε μια εποχή όπου αναζητούμε νέους τρόπους προσέγγισης των κλασικών κειμένων, η μελέτη αυτή μάς διδάσκει κάτι ουσιαστικό: ότι, για να κατανοήσουν σε βάθος οι μαθητές μας την Ιλιάδα και την Οδύσσεια, δεν αρκεί να αναδείξουμε τι συμβαίνει· πρέπει να δούμε πού, πώς και με ποιον τρόπο ο χώρος γίνεται φορέας νοήματος. Η Αργυροπούλου φωτίζει τον χώρο όχι ως ουδέτερο σκηνικό, αλλά ως «τοπογεωγραφία» και «ανθρωπογεωγραφία», ως ένα δυναμικό πεδίο όπου διασταυρώνονται πράξεις, συναισθήματα και αξίες· ως έναν ζωντανό οργανισμό της επικής αφήγησης και, ταυτόχρονα, ως δομική αρχή που συνδιαμορφώνει την ψυχολογία των ηρώων, τη ροή της πλοκής και τον αξιακό ορίζοντα του ομηρικού κόσμου.

Χαρακτηρίζοντάς τον ως «στημόνι και υφάδι» των επών, η συγγραφέας ανοίγει ένα γόνιμο διάλογο με τη σύγχρονη θεωρία της λογοτεχνίας — από τον Gaston Bachelard (1884–1962) και τη φαντασιακή ποιητική του χώρου, έως τον Joseph Frank (1918–2013) και τη χωρική μορφή, αλλά και τον Mikhail Bakhtin (1895–1975) με τον «χρονότοπο», τη βαθιά σύζευξη χρόνου και τόπου που καθορίζει τον ρυθμό και την εσωτερική λογική της αφήγησης.

Συγκεκριμένα, ο Bachelard, κομβική μορφή στη φιλοσοφία της φαντασίας και στη φαινομενολογία του χώρου —όπως την ανέπτυξε στο εμβληματικό του έργο Η Ποιητική του Χώρου— μάς διδάσκει ότι ο χώρος είναι πρωτίστως βίωμα: κάθε δωμάτιο, κάθε σπηλιά, κάθε κλειστό ή ανοιχτό καταφύγιο φέρει μια δική του ψυχική ενέργεια. Η Αργυροπούλου αξιοποιεί αυτή τη διάσταση για να δείξει πως όλοι οι χώροι, οι θάλαμοι της Πηνελόπης, οι σπηλιές της Οδύσσειας, τα στρατόπεδα, νησιά, ποταμοί, ακόμα και τα αντικείμενα, λειτουργούν ως χώροι μνήμης, εσωτερικότητας και πλούσιων συμβολισμών.

Ο Frank, με την έννοια της spatial form, μας βοηθά να δούμε τα έπη ως χωρικές ολότητες που υπερβαίνουν τη γραμμική ανάγνωση, ενώ ο Bakhtin φωτίζει την οργανική σχέση του χώρου με τον χρόνο —μια σχέση καθοριστική για την ομηρική αφήγηση. Με αυτά τα θεωρητικά εργαλεία, η συγγραφέας αναδεικνύει τον ομηρικό χώρο ως φορέα ψυχισμού και δράσης, αλλά και ως κρίσιμο άξονα που ενοποιεί τα βιώματα των ηρώων με τον κόσμο που τους περιβάλλει.

Μέσα σ’ αυτό το θεωρητικό πλέγμα, η συγγραφέας μάς οδηγεί στη συνειδητοποίηση ότι η Ιλιάδα και η Οδύσσεια είναι δύο «αρχιτεκτονικές κατασκευές», δύο ποιητικά οικοδομήματα με σαφή δομή και εσωτερική γεωμετρία. Η Ιλιάδα χτίζει την πλοκή της σε έναν συμπαγή, σχεδόν περιορισμένο χώρο —το πεδίο της Τροίας— έναν χώρο, όμως, που ο Όμηρος χειρίζεται σαν έμπειρος σκηνοθέτης: με πανοραμικά ανοίγματα, με κοντινές εστιασμένες εικόνες, με αιφνίδιες μεταβάσεις από τον δημόσιο στον ιδιωτικό χώρο, με παιχνίδια φωτός και σκιάς που διαμορφώνουν τον συναισθηματικό παλμό της αφήγησης.

Αντίθετα, η Οδύσσεια ξεδιπλώνεται ως ένας κινούμενος χάρτης στο ανοιχτό πέλαγος: νησιά, ακτές, πόλεις, κατοικίες θεών και νυμφών, είναι τόποι που ψυχογραφούν την πορεία του ήρωα. Δεν λειτουργούν μόνο ως γεωγραφικοί σταθμοί μιας μακράς περιπέτειας, αλλά και ως δοκιμασίες, καθρέφτες αυτογνωσίας, χώροι όπου ο Οδυσσέας αντιμετωπίζει  τον βαθύτερο εαυτό του και μετρά τις δυνατότητες, τις ανάγκες και τις αδυναμίες του.

Με ιδιαίτερη ευαισθησία, η συγγραφέας αναδεικνύει τις ειδικές χωρικότητες των επών: την ασπίδα του Αχιλλέα ως έναν κοσμικό χάρτη της ανθρώπινης περιπέτειας· την κασέλα του ήρωα ως μικρόκοσμο της μνήμης και της ιδιωτικής ιστορίας του· τα δώρα, τα υφαντά, τα ενδύματα ως στοιχεία πολιτισμικής ταυτότητας, ενώ οι θαλάσσιες διαδρομές της Οδύσσειας λειτουργούν ως συμβολικές τροχιές κινδύνου, γνώσης και μεταμόρφωσης˙ εδώ ο χώρος λειτουργεί ταυτόχρονα ως πραγματική γεωγραφία και ως εσωτερικό τοπίο, όπου η δράση του ανθρώπου νοηματοδοτείται και αποκτά ηθικό και συναισθηματικό βάθος.

Ένα από τα πιο ελκυστικά στοιχεία του βιβλίου είναι η έμφαση στη σκηνοθετική οπτική των επών. Η Αργυροπούλου προσεγγίζει τον Όμηρο ως έναν ποιητή με έντονη οπτικο-αφηγηματική ευαισθησία και σκηνογραφική ικανότητα. Η ικεσία του Πριάμου, ο θάλαμος της Πηνελόπης, η αγρύπνια του Αχιλλέα, οι θρήνοι στην Τροία, κάθε σκηνή καταγράφεται σαν να έχει σκηνοθετηθεί με ακρίβεια, με φωτισμό, με κίνηση, με παύσεις και εσωτερική ένταση που υποστηρίζουν το δραματικό της φορτίο.

Μία παιδαγωγικο-διδακτική διάσταση της μελέτης είναι η διακειμενική της προοπτική. Η Αργυροπούλου συνδέει τον ομηρικό χώρο με τη νεοελληνική ποιητική παράδοση: παραβάλλει τον αναγνωρισμό του Οδυσσέα με τον Γυρισμό του ξενιτεμένου του Σεφέρη και την περίτεχνη περιγραφή της ασπίδας του Αχιλλέα με το «Κέντημα του μαντηλιού» του Κρυστάλλη, το οποίο παραθέτει ολόκληρο. Με αυτή τη συγκριτική ματιά αναδεικνύεται όχι μόνο η διαχρονικότητα των μοτίβων, αλλά και η αδιάλειπτη συνέχεια της λογοτεχνικής μας παράδοσης, που βρίσκεται σε διαρκή διάλογο με το ομηρικό υπόστρωμα.

Είναι εμφανές ότι το βιβλίο δεν είναι μόνο αποτέλεσμα εργώδους και φιλόπονης φιλολογικής έρευνας· είναι γραμμένο με βαθιά παιδαγωγική πρόθεση και γνήσιο ενδιαφέρον για τον τρόπο με τον οποίο διδάσκουμε τον Όμηρο σήμερα. Η γλώσσα της συγγραφέως είναι καθαρή και προσιτή, ενώ η επεξεργασία του υλικού εμπλουτίζεται με ποικίλα παραδείγματα, στίχους και εύστοχες ερμηνευτικές επισημάνσεις που καθιστούν το κείμενο φωτεινό και διαυγές. Έτσι, το βιβλίο μετατρέπεται σε ένα πολύτιμο εργαλείο για τον εκπαιδευτικό —έναν οδηγό που μπορεί να ανοίξει νέες διδακτικές διαδρομές. Προσφέρει ακόμα ουσιαστική βοήθεια στον ευρύτερο αναγνώστη που θέλει να προσεγγίσει τον Όμηρο σε μεγαλύτερο βάθος.

Η έννοια του «χρονότοπου», για παράδειγμα, μπορεί να αξιοποιηθεί εξαιρετικά στη σχολική τάξη: βοηθά τους μαθητές να αντιληφθούν ότι οι ομηρικοί ήρωες δεν κινούνται μέσα σε ένα θολό και αόριστο περιβάλλον κάπου στον μακρινό χρόνο, αλλά μέσα σε συγκεκριμένους χώρους που επηρεάζουν τις σκέψεις, τις διαθέσεις και τις αποφάσεις τους, που καθορίζουν το μέλλον και την υπόστασή τους. Ο Οδυσσέας λ.χ. δεν είναι ο ίδιος χαρακτήρας στη σκιερή, απομονωμένη σπηλιά της Καλυψώς και στην φιλόξενη αυλή των Φαιάκων· ο Αχιλλέας δεν έχει την ίδια ψυχική στάση όταν βρίσκεται κλεισμένος στη σκηνή του και όταν στέκεται μπροστά στα τείχη της Τροίας. Αυτή η σύνδεση χώρου, χρόνου  και ψυχισμού —η κατανόηση  δηλαδή ότι ο τόπος «δουλεύει» πάνω στον χαρακτήρα— προσδίδει βάθος και ουσία στη διδασκαλία των επών.

Πέρα από τη θεμελιώδη έμφαση στη σχέση χωροχρόνου και συναισθημάτων των ηρώων, η συμβολή του βιβλίου είναι ευρύτερη: εκτείνεται σε μια σφαιρική ανάγνωση της επικής ποίησης: προσεγγίζει με ενάργεια τα μεγάλα θέματα των επών, τις πολυεπίπεδες αφηγηματικές τεχνικές τους, τα μοτίβα, τους αναγνωρισμούς και τους εκφραστικούς τρόπους που υφαίνουν τη δραματική και αισθητική τους ποιότητα.

Παράλληλα, η συγγραφέας εντάσσει στο έργο και πλήθος σύγχρονων μυθιστοριογράφων και ποιητών —Ελλήνων και ξένων— που εμπνεύστηκαν από τον Όμηρο, από τον Τζόυς έως τον Καζαντζάκη και πολλούς άλλους, αναδεικνύοντας τον τρόπο με τον οποίο ο ομηρικός μύθος συνεχίζει να μεταμορφώνει τη λογοτεχνία του 20ού και 21ου αιώνα.

Επιπλέον, η χρήση διαφορετικών μεταφράσεων (των Μαρωνίτη, Πολυλά, Καζαντζάκη–Κακριδή, Γιατρομανωλάκη) και οι παραπομπές σε ποικίλες θεωρητικές προσεγγίσεις (των Genette, Todorov, Eco, Ricoeur, Bloom, Eagleton κ.ά.) προσδίδουν στο βιβλίο πλουραλισμό, μεθοδολογική ευελιξία και ερμηνευτικό εύρος. Ταυτόχρονα, η αναφορά και αξιοποίηση σημαντικών φιλολογικών πηγών, όπως των έργων των Finley, Dodds, Edwards, Latacz, Redfield, Romilly, Vernant, Vidal-Naquet, Freely κλπ, φωτίζουν πολύπλευρα τη γεωγραφική και πολιτισμική διάσταση του ομηρικού κόσμου, ενισχύοντας το επιστημονικό κύρος της μελέτης.

Τέλος, η επιμέλεια της έκδοσης —τα χρήσιμα ευρετήρια, η εκτενής βιβλιογραφία, η τρίγλωσση περίληψη και το αισθητικό υλικό με έργα του Tishbein και του Monticelli— συμβάλλουν καθοριστικά στην αναγνωσιμότητα του βιβλίου, καθιστώντας το μια ολοκληρωμένη και προσεγμένη φιλολογική πρόταση.

Συνολικά, το ογκώδες και πλούσιο σε γνώση και πληροφόρηση πόνημα της Χριστίνας Αργυροπούλου μας προσκαλεί σε μια νέα, βαθιά ανάγνωση των επών: να δούμε την Ιλιάδα και την Οδύσσεια ως χώρους όπου συναντώνται η ιστορία και ο μύθος, η μοίρα και η επιλογή, η ανθρώπινη περιπέτεια και ο εσωτερικός στοχασμός. Και ίσως αυτό να είναι το ωραιότερο δώρο του βιβλίου: ότι μας παροτρύνει να ανοίξουμε ξανά τα ομηρικά έπη όχι μόνο με το βλέμμα του φιλολόγου, αλλά με την προσμονή εκείνου που επιστρέφει σε έναν γνώριμο χώρο και τον αντικρίζει εκ νέου, πολυπρισματικά — με τα μάτια του ταξιδευτή, του θεατή και του σύγχρονου ανθρώπου που αναζητά προσανατολισμό μέσα στον χώρο όχι μόνο της αρχαίας ποίησης, αλλά και της ίδιας της εποχής μας.

 

 

Αγάθη Γεωργιάδου

This Post Has One Comment

  1. Χριστίνα Αργυροπουλου

    Αγάθη μου είναι εξαιρετική η παρουσίασή σου, αναδεικνύει το βιβλίο ως σύνολο και με όλες τις επιμέρους χωρικοτητες με τη λειτουργία και τις φωτοσκιάσεις τους.

Γράψτε απάντηση στο Χριστίνα Αργυροπουλου Ακύρωση απάντησης

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.