Μπήκε και βγήκε στη φθινοπωρινή θάλασσα του νησιού, πολλές φορές, ασθμαίνοντας. Πατώντας στα ρηχά, κάθε φορά έβγαζε, με κόπο, ένα πολύ μεγάλο βότσαλο, το καμάρωνε και το ακουμπούσε με τρυφερότητα στην πετσέτα.
-«Για σένα. Να τα βάλεις στον πέτρινο φράχτη του σπιτιού σου. Τώρα τον χτίζετε, έτσι δεν είπες; Οι φράχτες δεν γκρεμίζονται εύκολα. Μη βάλεις μόνο τις σιδερόπετρες του τόπου, πες στους τεχνίτες να προσθέσουν και τα δικά μου βότσαλα. Έχουν τόσο ωραία χρώματα. Όταν βγαίνεις στην αυλή, θα τα βλέπεις και, έτσι, θα είμαι σίγουρος πως με θυμάσαι».
Εκείνη ψέλλισε μια ευγενική κοινοτοπία, «μα και χωρίς τα βότσαλα σε θυμόμαστε», ή κάτι ανάλογο, χαμογέλασε στον αρχαιότερο συνάδελφο που, συχνά, της φερόταν σαν να ήταν μαθήτριά του και είπε πως βρίσκει ωραία τη χειρονομία του. Επιστράτευσε όμως και το σεφερικό, «βουλιάζει όποιος σηκώνει τις μεγάλες πέτρες», για να υπαινιχθεί, απλώς, πόσο δύσκολη θα ήταν η μεταφορά τους. Κατά βάθος, αιφνιδιάστηκε δυσάρεστα. Μα ήταν δυνατόν να πιστεύει ο άνθρωπος πως αυτή θα κουβαλούσε τέτοιες ασήκωτες κοτρώνες σε ολόκληρο ταξίδι; Έπρεπε να μπει σε δυο αεροπλάνα, μέχρι να φτάσει στη μικρή πόλη με το επαρχιακό πανεπιστήμιο, όπου δίδασκε και κατοικούσε.
Σκεφτόταν πως οι άνθρωποι αλλάζουν με τα χρόνια, μερικοί όμως, στο επάγγελμά τους, μάλλον οι πιο χαρισματικοί, κάποτε κι ευνοημένοι, διατηρούν ως το τέλος τον εγωκεντρισμό του παραχαϊδεμένου παιδιού, μαζί με κάποια αφέλεια. Τέλος πάντων, θα μπορούσε, ίσως, να κρατήσει μια πέτρα, την μικρότερη, εκείνη την υπογάλαζη και ιριδίζουσα, που ήδη την είχε ξεχωρίσει. Ωστόσο, το επόμενο πρωί της αναχώρησης, την ξέχασε.
Όταν ο ηλικιωμένος καθηγητής ήρθε στο σπίτι τους να τους επισκεφτεί, ο φράχτης είχε πια γεράσει λίγο, όπως και η ίδια. Από τη μεριά της εισόδου, τον μισοσκέπαζε μια πυκνή αναρριχητική «πρωινή χαρά» με μεγάλα μπλε λουλούδια. Εκείνος δεν τον κοίταξε καθόλου, ούτε φαινόταν, βέβαια, να θυμάται τίποτα. Όταν όμως έφευγε, κοντοστάθηκε στην αυλόπορτα, έδειξε με το δάχτυλο το φυτό και ψιθύρισε βραχνά: -«Κρύβει τις πέτρες μου και πώς θα με θυμάσαι»;
-«Με ζεστασιά και με αγάπη, δάσκαλε», μουρμούρισε συγκινημένη και τον αγκάλιασε θερμά, ενώ αυτός ετοιμαζόταν για την τελετουργική αποχαιρετιστήρια χειραψία. «Με ζεστασιά και με αγάπη», επανέλαβε, ενώ αυτός έμπαινε στο ταξί για το αεροδρόμιο. Είχε την αίσθηση πως τον έβλεπε για τελευταία φορά.
Και πράγματι, δεν ξανασυναντήθηκαν. Μα τον θυμάται, πάντα, με ζεστασιά και με αγάπη.
Αλεξάνδρα Ζερβού

Πολύ προσωπικό: Αναγνωρίζω τους τόπους, τους χρόνους, τα πρόσωπα του διηγήματος, αγαπημένη μου Αλεξάνδρα! Αν η ύλη είναι πιο κοντινή στην αφή, η θύμηση των προσώπων μένει πάντα, ανέπαφη από τη φθορά της λήθης. Χαίρομαι για την ανθρωπιά της γραφής σου και δακρύζω, γιατί είμαι σίγουρη πως ο τίτλος “Με ζεστασιά και αγάπη” συμπυκνώνει όση συμπάθεια είχατε εσύ και ο Στέλιος για τον Νίκο μας, τον Νίκο μας τον Σουρή! Τον έχασα πριν είκοσι μέρες!