You are currently viewing Αναστασία Χρυσαφίδου:  Πιο πέρα από το πέρα (απόσπασμα, προδημοσίευση)

Αναστασία Χρυσαφίδου:  Πιο πέρα από το πέρα (απόσπασμα, προδημοσίευση)

Ελένη

 

 

«Γεννήθηκα στις αρχές της δεκαετίας του 1880. Δεν γνώρισα μάνα. Πέθανε πάνω στη γέννα, μόλις 15 χρονώ. Ο πατέρας μου χάθηκε λίγο μετά. Πνίγηκε στη θάλασσα της Ραιδεστού. Από εκείνα τα μέρη κατάγομαι. Με μεγάλωσε η θεία μου, αδελφή του πατέρα μου, σαν παιδί της. Δικά της δεν είχε. Ο άντρας της με θεωρούσε κακορίζικη. «Το κεφάλι κάτω, μην τρομάζεις τον κόσμο. Να μη φαίνονται τα μάτια σου» μου έλεγε πάντα. Στα δεκαέξι μου γνώρισα τον άντρα μου. Τον Δημητρό. Απ’ το χωράφι γύριζα, όταν εμφανίστηκε ξαφνικά μπροστά μου. «Δεν προσέχεις, θα σε σκότωνα με το άλογο» μου είπε. Εγώ με το κεφάλι χαμηλά, αμίλητη κοίταζα τη σκιά του. Σκιά γίγαντα ή θεού. Με πλησίασε κι άλλο. Ένιωθα την ανάσα του ζωντανού επάνω μου. Γύρισα, μια φευγαλέα ματιά, προς το μέρος του. Έναν μήνα μετά τα συμφώνησε με τον θείο μου. Με ήθελε για γυναίκα του. Ο Δημητρός, άρχοντας, μεγαλέμπορος σιτηρών από την Πόλη και τον Εύξεινο, μέχρι τη Σαλονίκη και την Ελλάδα. Στα δεκαεπτά μου έγινα για πρώτη φορά μάνα. Ο Μίμης μου κι έπειτα ο Φωτάκος, ο Θανασός και τελευταίο το Αναστασιώ. Βισάνθη* τηνε φώναζε ο πατέρας της. Κι εγώ κυρά κι αρχόντισσα στην όμορφη πολιτεία, στη Ραιδεστό.

«Θα φύγουμε» μου έλεγε συχνά ο Δημητρός. «Τα πράγματα με τους Τούρκους αγρίεψαν. Δεν είστε ασφαλείς εδώ». Εκείνος ταξίδευε πολύ. Ποτέ δεν συζητούσε για τις δουλειές του. Στον γυρισμό του από τη Σαλονίκη, αρχές του 1912, πρώτη φορά, και αφού κοίμισα τα παιδιά, μού μίλησε για αυτό που από καιρό τον ανησυχούσε. Τα πράγματα δεν ήταν καλά. Τα Βαλκάνια ήταν σε αναβρασμό. Ελλάδα, Σερβία και Βουλγαρία βρίσκονταν  σε μυστικές συμφωνίες. Τίποτε επίσημο ακόμη, αλλά μπαρούτι μύριζε.  Θα φεύγαμε για τη Σαλονίκη. Τουρκοκρατούμενη κι αυτή, αλλά πολυφυλετική. Είχε γραφεία και σπίτι εκεί. Και συνεταίρο. Τα παιδιά θα πήγαιναν σχολείο. Όσο για μένα, θα συνήθιζα. Μεγάλη πόλη, παραλιακή, όπως και η Ραιδεστός. «Θα δεις, θα σου αρέσει, Ελένη μου».

Έναν μήνα μετά φύγαμε με πλοίο, χωρίς εκείνον. Μόνο με τη Δέσποινα και τον Παναγή, που δούλευαν για μας. Αφοσιωμένοι άνθρωποι, οικογένεια. Ο Δημητρός έμεινε να τακτοποιήσει τις δουλειές του. Δεν έπρεπε να δίνουμε και στόχο. Στους θείους του στην Κωνσταντινούπολη μας έστελνε, είπε σε όσους τον ρωτήξανε. Κλείσαμε το σπίτι. Δεν ήξερα ότι το αποχαιρετούσα για πάντα. Άφησα στρωμένα τα κρεβάτια, το υφαντό τραπεζομάντηλο στο τραπέζι, τα προικιά της Αναστασιώς στις κασέλες. «Μόνο τα απαραίτητα, Ελένη».

Η Σαλονίκη μας καλοδέχτηκε. Όμορφη πόλη, πολύβουη. Άκουγες ελληνικά, εβραϊκά, τουρκικά, αρμένικα, βουλγάρικα, σέρβικα, γαλλικά, αγγλικά.  Στο λιμάνι μάς περίμενε άνθρωπος του Δημητρού. Μας πήγε με άμαξα στο σπίτι. Ένα διώροφο, λίγο πιο ψηλά, όχι μακριά  από τη θάλασσα. «Να τη βλέπεις και να σου θυμίζει τα μέρη μας» μου είχε πει ο άντρας μου. Αν και ήμουν μαθημένη να λείπει για δουλειές, ποτέ πριν δεν είχα νιώσει την απουσία του. Στο σπίτι μας στη Ραιδεστό είχα τη μυρωδιά του στο στρώμα μας, την παρουσία του στα ρούχα του, στα μικροαντικείμενα της καθημερινότητάς του.

Στη βδομάδα επάνω μάς επισκέφθηκε ο συνεργάτης του. «Πέτρος Αναγνωστόπουλος» μου συστήθηκε με ένα ελαφρύ χαμήλωμα  του κεφαλιού. Νέος πολύ, ντυμένος σχολαστικά, ανάδινε έναν αέρα διαφορετικό. «Νομικός σπουδαγμένος εις Παρισίους, Βενιζελικός και ανύπανδρος» ήταν οι συστάσεις του Δημητρού. «Και προπαντός έμπιστος!» Περάσαμε λίγα λεπτά να παρατηρούμε διακριτικά ο ένας τον άλλο. Χωριάτισσα θα του φάνηκα. Επαναλάμβανε ξανά και ξανά τα ίδια πράγματα, σαν να μιλούσε σε μικρό και άμαθο παιδί. Ο Δημητρός μάς είχε εξασφαλίσει οικονομικά. Για οτιδήποτε χρειαζόμασταν μέχρι να έρθει κοντά μας, θα απευθυνόμασταν σ’ εκείνον. Ο ίδιος θα μας έφερνε και τα νέα του Δημητρού. Ο Παναγής θα φρόντιζε για τα καθημερινά. Παρόλο που η πόλη ήταν ακόμη τουρκοκρατούμενη, συμβίωναν ειρηνικά οι διάφοροι πληθυσμοί. Καλό θα ήταν, ωστόσο, να μην κυκλοφορώ μόνη μου ούτε τα παιδιά.

Τον πρώτο καιρό ήμουν ήρεμη. Ο Αναγνωστόπουλος μάς επισκεπτόταν τακτικά. Σιγά σιγά είχε αρχίσει να σπάει και ο πάγος ανάμεσά μας. Μας έφερνε ειδήσεις από τον Δημητρό. Πολύ σύντομα θα ήταν κοντά μας. Στο μεταξύ, θα έπρεπε να φροντίσουμε για τα σχολεία των παιδιών. Έπειτα ακολούθησαν καταιγιστικές εξελίξεις. Πρώτος βαλκανικός πόλεμος, απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης. Τα νέα του άντρα μου όλο και πιο αραιά. Και μετά τίποτα. Ο Αναγνωστόπουλος με διαβεβαίωνε πως ο Δημητρός ήταν ζωντανός, αλλά κρυβόταν. Είχαν μπει οι Βούλγαροι στα μέρη μας, μεγάλο κακό και καταστροφή. Κι εγώ έμαθα να περιμένω, να μαθαίνω τις εξελίξεις και να παρατηρώ από το παράθυρο να γράφεται η ιστορία, με εκείνον μακριά μου. Δεύτερος βαλκανικός, δολοφονία Γεωργίου Α΄, εθνικός διχασμός. Τον Αύγουστο του 1917,  με τη μεγάλη πυρκαγιά, το σπίτι μας καταστράφηκε σχεδόν ολοσχερώς. Ο Αναγνωστόπουλος μας φιλοξένησε για μεγάλο διάστημα στο αρχοντικό του, στη Συνοικία των Εξοχών, μέχρι να ξαναχτιστεί το δικό μας.

«Στα μάτια σου έχεις τη θάλασσα και τη στεριά μαζί, τον ουρανό και τη νοτισμένη γη» μου έλεγε τρυφερά ο άντρας μου στην πατρίδα. «Αυτά έχω μαζί μου στα ταξίδια μου». Τον έψαξα παντού. Στις καραβιές των προσφύγων το 1922 από την Ανατολική Θράκη και τη Μικρά Ασία, στους καταυλισμούς και στις παράγκες τους στην Καλαμαριά, στην Τούμπα, στην Τριανδρία και στην Αγία Φωτεινή. Άνθρωποι που είχαν χάσει τα πάντα. Ψυχές στοιβαγμένες σε σκηνές, με τις ζωές τους σε κοινή θέα. Ο Αναγνωστόπουλος τον είχε ήδη αναζητήσει από χρόνια επίσημα, αρχικά μέσω του ελληνικού προξενείου της Ραιδεστού και αργότερα μέσω του Πατριαρχείου και της ελληνικής πρεσβείας στην Κωνσταντινούπολη. Τίποτα. Μέσα μου ήξερα. Και ο Αναγνωστόπουλος ήξερε. Ποιος κορόιδευε ποιον; Και ο καιρός περνούσε.  Ο Μίμης μου έγινε δάσκαλος. Πήγε να διδάξει σε ένα χωριό του Πηλίου. Ο Φωτάκος με τον Θανασό άνοιξαν μια βιοτεχνία υποδημάτων. Η Αναστασία μας  παντρεύτηκε κι έφυγε στην Αθήνα. Έκανα εγγόνια από τον Θανασό και την Κατίνα, την Ελενίτσα και τον Δημητράκη. Κι εγώ μεγάλωνα μαζί τους με την απουσία του άντρα μου να γιγαντώνεται μέσα μου. Είχα πάντα κοντά μου τον Παναγή και τη Δέσποινα. Και τον Αναγνωστόπουλο, που παρέμενε ανύπαντρος και  τακτικός στις εβδομαδιαίες επισκέψεις του.

Το 1941, όταν μπήκαν οι Γερμανοί στην πόλη, ήμουν σχεδόν εξήντα χρονώ. «Μάνα» μου είπε  η νύφη μου, η Κατίνα, «έλα να μείνεις μαζί μας. Θα έρθουν δύσκολες μέρες». Τίποτα δεν είναι πιο δύσκολο από το να ζεις χωρίς ελπίδα, με μιαν ανάμνηση ξεθωριασμένη. Αυτό ήταν που με πονούσε περισσότερο. Ότι σιγά σιγά χανόταν η μορφή του Δημητρού μου. Έμενε μόνο η αίσθηση της παρουσίας του, της κοινής μας ζωής. Μας έβλεπα από το παρόν που βίωνα, σαν να ήμασταν δυο άλλοι. Πρόσωπα πολύ οικεία και αγαπημένα, που έζησαν ελάχιστα μαζί και που χώρισαν βίαια, μέσα στη λαίλαπα του πολέμου και του ξεριζωμού, χάνοντας την ταυτότητά τους κάπου εκεί στα μέρη που γεννήθηκαν. Τη μέρα εκείνη το πήρα απόφαση. Έβγαλα από το μπαούλο τη θρακιώτικη φορεσιά μου,  τη φόρεσα με  προσοχή, έπλεξα τα μαλλιά μου γύρω από το κεφάλι μου, μαραμένο πυρόξανθο στεφάνι, και κατηφόρισα την Αγίας Σοφίας. Η πόλη μόλις που ξυπνούσε κι εγώ, με τον ήλιο της ανατολής κατακόκκινο στην πλάτη μου, βούτηξα στα παγωμένα νερά του Θερμαϊκού. «Είσαι η ανατολή και η δύση μαζί. Η θάλασσα και η στεριά».

Τα μάτια της γιαγιάς Ελένης δεν είχαν το ίδιο χρώμα. Το ένα καφέ της νοτισμένης γης και το άλλο γαλάζιο του ξάστερου ουρανού.

Ξύπνησε αργά η πανώρια πόλη και κοίταξε τη θάλασσα. Βαρκούλες χάρτινες χορεύαν στα νερά της. Πέρα μακριά ένας ψαράς ζύγιζε με το μάτι του τη βραδινή ψαριά του. Στην πλώρη, ακρόπρωρο αρχαίας μνήμης, δυο ασημοπτέρουγα γλαρόνια έστεκαν κι αναμετρούσαν τα χρόνια που εχάθηκαν κι αυτά που περιμένουν. Κι ύστερα πέταξαν μακριά πιο πέρα από το πέρα.

Ο Δημητρός πέθανε τον Απρίλιο του 1914, στη Ραιδεστό, κατά τη διάρκεια των διωγμών των Ελλήνων της Ανατολικής Θράκης από τους Τούρκους. Οι συνθήκες θανάτου του είναι αδιευκρίνιστες. Βαριά πληγωμένο τον βρήκε Τούρκος έμπορος, συνεργάτης του. Τον έθαψε με το όνομα Αχμέντ Εμρέ στο τούρκικο νεκροταφείο. Το 1920, με την απελευθέρωση της Ραιδεστού, πληροφόρησε τις ελληνικές αρχές για τον θάνατο του Δημητρού. Τα οστά του μεταφέρθηκαν στη Θεσσαλονίκη και, μετά την εξόδιο ακολουθία στον Άγιο Μηνά, θάφτηκαν στον οικογενειακό τάφο των Αναγνωστοπουλαίων. Ο Πέτρος δεν είπε ποτέ στην Ελένη την αλήθεια.

 

*Βισάνθη: αρχαία αποικία των Σαμιωτών, πιθανότατα στη θέση της Ραιδεστού.

 

 

Προδημοσίευση από το βιβλίο “Πιο πέρα από το πέρα” της Α. Χρυσαφίδου

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.