You are currently viewing Αγγελική Στεφανίδου: Κλεονίκη Δρούγκα, Με δανεικό μολύβι, Μανδραγόρας

Αγγελική Στεφανίδου: Κλεονίκη Δρούγκα, Με δανεικό μολύβι, Μανδραγόρας

Η τρίτη ποιητική συλλογή της Κλεονίκης Δρούγκα που τιτλοφορείται «με δανεικό μολύβι» κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Μανδραγόρα έναν χρόνο μετά τη δεύτερη με τίτλο «ξεκάθαρο κρύο» (2023) και δύο χρόνια μετά την πρώτη με τίτλο «οκλαδόν με τον χρόνο»(2021). Η λογοτεχνική παραγωγή της Κλ. Δρούγκα απέφερε τρεις αξιολογότατες ποιητικές συλλογές μέσα σε ισάριθμα χρόνια. Και μόνο αυτό αποδεικνύει πως δεν πρόκειται για μια ποιήτρια- κομήτη, αντίθετα πρόκειται για μια ηχηρή παρουσία που πλουτίζει τον χώρο και που ήρθε για να μείνει.

Χαρακτηριστικό της τρίτης αυτής ποιητικής συλλογής είναι πως ο  ήδη ώριμος ποιητικός λόγος γίνεται βαθυστόχαστος. Είναι πλέον ολοφάνερη η κοινωνική ευαισθησία και η ευφυία της ποιήτριας. Με μεγαλύτερη σιγουριά, καθώς η σχέση με τον αναγνώστη έχει πια εδραιωθεί, η ποιήτρια συνεχίζει με αφοπλιστική ειλικρίνεια να μοιράζεται τις σκέψεις και τα  βαθύτερα συναισθήματά της.

Το ρηματικά πρόσωπα α και β εναλλάσσονται, όπως και οι αριθμοί, ενικός και πληθυντικός, έτσι οι καταστάσεις που αφηγούνται τα ποιήματα μας αφορούν όλους, μας κινητοποιούν όλους, μας προβληματίζουν, μας πληγώνουν ή μας κάνουν να χαμογελούμε. Οι ποιητικές φωνές ταυτίζονται με τις δικές μας φωνές.

Ο ποιητικός λόγος είναι πληθωρικός, πλουσιότατος σε σχήματα λόγου και στίχους πολύ δυνατούς, όπως λαλίστατες σιωπές («στο λεωφορείο), λέξεις ζαχαρωτές («φθορά), μια γουλιά μέρα («ανατομία μιας ή και περισσότερων πτώσεων»), πάρτε αγκαλιά τη βροχή («αυτοί καλά∙εμείς;»), ενέδρα στήνοντας σε λέξεις, ξερνούσαμε ανθρωπιά («ένα καλό κρασί»), τα φύκια παραμέρισαν/ καλύτερα να φαίνεται ο βυθός («αποστολή»),  τα ’τρώγαν με τον πόνο μπουκιά, μπουκιά («Πόντος ωτία και δάκρυ»,  και ευφάνταστους τίτλους όπως «Οδηγός Μπράιγ». Σε κάποιες περιπτώσεις ο λόγος γίνεται και έντονα συμβολικός φτύνεις κι άλλα κουκούτσια  κι άλλα/που έχουν σφηνώσει στον λαιμό./Μετράς απουσίες, βέβαια, μα/ καλύτερα αναπνέεις («μπροστά στο δίλημμα»). Τέλος, ο εικονοπλαστικός, κινηματογραφικός λόγος είναι και σ’ αυτή τη συλλογή παρών, με χαρακτηριστικό εντυπωσιακό παράδειγμα τις «άσπρες λινές κουρτίνες».

Ειδικότερα,  η ποιητική συλλογή χωρίζεται σε έξι ενότητες.  Καθεμία από αυτές εισάγεται με ένα εξαιρετικό πεζοποίημα, μια πρωτοτυπία που αναδεικνύει την ευελιξία με την οποία η Κλ. Δρούγκα κινείται σε πολλά και διαφορετικά είδη.

Στην πρώτη  ενότητα «μυστικά και χρήσιμα» η ποιήτρια αναμετριέται με το αντικείμενό της, εκφράζεται η  αγωνία της για τη σχέση της με την ποίηση, μια αγωνία κοινή για όλους τους δημιουργούς. Για κάποιους από αυτούς η αγωνία αυτή παραμένει προσωπική υπόθεση, κάποιοι άλλοι την συζητούν με τους ομότεχνούς τους, και κάποιοι, μεταξύ αυτών και η Κλ. Δρούγκα, την μοιράζεται με εμάς τους αναγνώστες. Αφού, λοιπόν,  ομολογείται το γνωστό σε όλους μας καθένας έχει τα δικά του μυστικά σε ομίχλη τυλιγμένα («μυστικά και χρήσιμα»), δηλώνεται η πρόθεση της ποιήτριας να κάνει φανερή τη χρησιμότητα των ποιημάτων μαζί θα πω και για τη χρησιμότητα των ποιημάτων («μυστικά και χρήσιμα») αλλά και την εσωτερική ανάγκη για σένα γράφω/για σένα, ναι/και για σένα/ και για μένα, ναι./Για μένα γράφω.(«…για σένα») και τα απλά καθημερινά η άνοιξη μπορεί να ξεγελάει, λέει ηλικιωμένος/μες στο νερό/ και οι άνθρωποι, προσθέτει ο ποιητής, και έναν στίχο γράφει («στο νερό»), που την ωθούν να γράφει με δανεικό μολύβι («…για σένα»).

Η δεύτερη ενότητα «γυναίκα» αφορά τη σύγχρονη γυναίκα με τους πολλαπλούς ασυμβίβαστους μεν  θεωρητικά,  εκπληρούμενους δε πρακτικά ρόλους.  Η γυναίκα του σήμερα φοράει ένα μαύρο φανελάκι με τον μπάτμαν («γυναίκα»). Παρακολουθούμε τη γυναίκα- κόρη που, ως ενήλικη  με τόσες αλυσίδες δεμένη («μιλώ στην κορνίζα»), νοσταλγεί την τρυφερή καταπίεση του πατέρα, τη γυναίκα- μητέρα ανοίγω κουμπότρυπες/ τη ζωή καλά να κουμπώνεσαι («παιδί μου»), τη γυναίκα αντιμέτωπη με τον χρόνο δεν πετάμε ό,τι παλιώνει («ξεστόλισμα») αλλά και τον καθρέφτη σαν περάσει ο καιρός, σκέφτομαι/βουντού πρέπει να κάνεις στους καθρέφτες («καθρέφτες»), την καταπιεσμένη γυναίκα της Ανατολής ταπεινωμένη από τη γέννηση ακόμη/νεκρή/σαβανωμένη/μέσα σ’ ένα χαλάκι προσευχής («μπούκλες») όπως και τη  γυναίκα της Δύσης που ξεπουλιέται φτηνά  αγγίξτε με όπου θέλετε/αίμα δεν βγάζω/έντερα δεν ανακουφίζω/καζανάκι δεν τραβώ («παζάρι»).

Η  τρίτη  ενότητα «έρωτας (-για πόσο; -για όσο κρατήσει)» είναι αφιερωμένη  στον «όσο κρατήσει» έρωτα, τον  παντοδύναμο που μόλις αγγίξει τα μαλλιά σου  με το μικρό σου δάχτυλο το σιδερένιο το τραπέζι μπρος πίσω πας, αριστερά δεξιά, όπου θες ( «έρωτας (-για πόσο; -για όσο κρατήσει»), τον  έρωτα που μας κάνει να πιούμε το λικέρ βασιλικό μέχρι τον πάτο τώρα θα είσαι μέσα μου/ για πάντα («λικέρ βασιλικός»).  Η αναζήτηση του έρωτα, ή έστω της ψευδαίσθησής  του, ξεκούμπωτες διατηρείς τις παραισθήσεις («παραισθήσεις»), η άρση των αναστολών,  η ακύρωση των αντιστάσεων ανατριχιαστικά κρατς έκαναν μέσα μου/οι αντιστάσεις («μια δοκιμή») και η ανώμαλη προσγείωση  διατηρώ καλή σχέση με την αποτυχία («γνωριμία»),  οδηγούν στην πικρή διαπίστωση πως  το για πάντα μοιάζει με εποχή/ τρεις μήνες έχει/ Ιούνιο, Ιούλιο, Αύγουστο./ Φθινόπωρο μετά/ μιας που μιλάμε για εποχές («φθορά»).

Η τέταρτη ενότητα «σε μένα μιλώ» είναι μια βαθιά, αφοπλιστικά ειλικρινής ενδοσκόπηση, με την οποία μας έχει εξοικειώσει η ποιήτρια ήδη από τις δυο προηγούμενες συλλογές.  Σ’ αυτή την ενότητα, κατά τη γνώμη μου, είναι που συντονίζεται περισσότερο η εσωτερική μας φωνή με την ποιητική φωνή, αφού όλοι μας οφείλουμε μια απολογία προς τον αδικημένο παραμελημένο εαυτό μας χλωμέ μου εαυτέ…/,  αφού γινόταν το κακό κατέφθανα, σ’  έβλεπα μαυρισμένο με το καλό σου φόρεμα κουρέλι («σε μένα μιλώ») και φυσικά οφείλουμε  έναν φόρο τιμής στις επιθυμίες μας άκουσα πως τα θέλω δραπετεύουν στο φως /τη μέρα που γεννιούνται («τα θέλω»). Όλοι σιωπούμε αν και θέλουμε να ακουστούμε, να πνίγει έμαθε τους ήχους της/ για τους ήχους των άλλων («ενηλικίωση»), όλοι έχουμε κουκούτσια να φτύσουμε ώστε να αναπνεύσουμε φτύνεις κι άλλα κουκούτσια  κι άλλα/που έχουν σφηνώσει στον λαιμό/μετράς απουσίες, βέβαια, μα/ καλύτερα αναπνέεις («μπροστά στο δίλημμα»), όλοι θέλουμε να δείξουμε την αλήθεια μας γυμνή στο πάτωμα πέφτουν με κρότο/ χιλιοειπωμένα τα ψέματα, τι όμορφη που είσαι γυμνή! («η ομορφιά βρίσκεται αλλού») και σίγουρα όλοι θέλουμε μετά την αναμέτρηση με τον εαυτό μας να βγούμε νικητές δεν κάνω πίσω, Εαυτέ, /είπα./Θα βρω άλλον («θέλω να χωρίσουμε»).

Η «ανατομία μιας ή και περισσότερων πτώσεων» συμβαίνει στην πέμπτη ενότητα. Την ενδοσκόπηση της προηγούμενης ενότητας ακολουθεί το τσαλάκωμα,  η αυστηρή αυτοκριτική μετά από μια θαρραλέα θεώρηση της ασχήμιας του  κόσμου που μας περιβάλλει τρύπες και ενοχές γρήγορα τις μπαζώνεις/έχεις σε πάρτι να πας∙/πατάς βιαστικά exitexit» ),  βάλτε την/ στην κατάψυξη/Για ώρα ανάγκης/χαμένη τη συνείδηση («οδηγός Μπράιγ»). Ακολουθεί  η πικρή συνειδητοποίηση της επικράτησης του κακού στο βάθος του ορίζοντα τίποτε δεν είναι όμορφο∙ («ένα μικρό καράβι»),  της δυσκολίας του να ζούμε αληθινά τι ωραία τα παραμύθια/τα λες όπως θες/Τι μπέρδεμα η ζωή! («αυτοί καλά∙εμείς;»), της δυσκολίας  να χαιρόμαστε χωρίς τύψεις τελικά, η νύχτα δεν εξαρτάται / μόνο από την ποιότητα του κρασιού («ένα καλό κρασί»).  Τελικά, ως μόνη λύση φαντάζει ο συμβιβασμός η ζωή, βλέπεις, /θέλει και ψευδαισθήσεις/για να ’ναι υποφερτή («Ψευδαισθήσεις»). Η Κλ. Δρούγκα  δεν κλείνει τα μάτια στις πτώσεις αντίθετα τις φωτίζει, ώστε να γίνουν η αφορμή να ξαναστήσουμε έναν καλύτερο κόσμο.

Στην έκτη ενότητα «το αίμα μου είναι» η Κλ. Δρούγκα μάς αποκαλύτπει τι την έκανε αυτό που είναι. Το «αίμα» μάς κάνει αυτό που είμαστε …και νιώθω πως αυτός ο κόσμος είναι ο κόσμος μου κι είναι το αίμα μου και γεμίζει ζωή τη ζωή μου («το αίμα μου είναι»). Οι εμπειρίες των δικών μας ανθρώπων, οι διηγήσεις τους μας σημαδεύουν, καταγράφονται μέσα μας σαν να είναι δικές μας, ίσως και περισσότερο από τις δικές μας, όλους τους αγαπούσαμε εμείς,  με χαιρετούσαν/ βγάζανε το καπέλο, Θες, Έλλη, να ζήσουμε στην Πόλη,/ σαν πεθάνουμε; («τότε στην Πόλη»), μας πονάνε τσούζουν οι πληγές σαν μπαίνουν στ’ αλάτι («αποστολή»), μας ακολουθούν και μας συνοδεύουν αυτός ο Πόντος με τόσο νερό δεν/φεύγει από πάνω μου («Πόντος ωτία και δάκρυ»). Δεν είναι, λοιπόν,  καθόλου τυχαίο που η ποιητική συλλογή αφιερώνεται από την ποιήτρια  Στους γονείς μου, Ζωή – Αντώνη και Έλλη – Ηλία γιατί τραγούδησαν εύθυμα λόγια μέσα μου. Θα μπορούσε κανείς να πει πως η συλλογή ξεκινά ήδη από την αφιέρωση και κλείνει με την έκτη ενότητα σε σχήμα κυκλικό.

Η εξαιρετική, λοιπόν, νέα ποιητική συλλογή, «με δανεικό μολύβι», της Κλ. Δρούγκα, από τις εκδόσεις Μανδραγόρα, μας κάνει να προσβλέπουμε με χαρά και δικαιολογημένα υψηλές προσδοκίες, στο επόμενο έργο της.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.