Μωβ ταγιέρ
Είχε περπατήσει πέντε χιλιόμετρα δρόμο, όλο το πρωί του Σαββάτου Έψαχνε κάτι που να ταιριάζει στην περίσταση. Όχι αλλά μαύρα. Εννιά μήνες έφταναν.
Δεν πήγαινε κάθε μέρα σε γάμους, κι από τότε που έχασε τον μακαρίτη, ούτε στο μπαλκόνι δεν ήθελε να κάθεται , όπως το συνήθιζαν όταν ζούσε εκείνος.
« Αχ τι μού ΄κανες Λάμπρο, αναστέναζε κάθε τόσο».
Τα ΄χε μαζέψει κιόλας όλα τα δικά του μπογαλάκια. Όλα, ρούχα της κόλλας, σχεδόν αφόρετα, αφού όταν ζούσε δεν πολυέβγαινε. Κάπου κάπου στο καφενείο για κανά ουζάκι με τον ξάδελφο από το διπλανό χωριό, όταν κάθονταν τα σαββατοκύριακα για να θυμηθούν τα παλιά. Αυτό ήταν όλο. Η Δέσπω τα μοίρασε λίγα λίγα στο σόι – σε γαμπρούς και εγγόνια, ακόμη και σε γείτονες, που πήγαιναν στο σπίτι για να συλλυπηθούν, επειδή είχαν και κάποια υποχρέωση στον μακαρίτη.
Και τώρα ένα μήνα πριν απ’ το γάμο αποφάσισε να ξεθαλαμώσει. Είχε και τις γειτόνισσες που την έσπρωχναν :«Ως πότε θα τον κλαις, πάει αυτός. Ο Θεός τον αγάπησε και τον πήρε» της έλεγαν και της ξανάλεγαν.
Μέσα στο καινούριο μωβ ταγιεράκι, μ’ ένα μεταξωτό γκρίζο φουλάρι ήταν άλλος άνθρωπος. Δεν πρόλαβαν ούτε το καρτελάκι με την τιμή να βγάλουν. Η Δέσπω μπροστά στο ιερό, δίπλα στα σκαλάκια δεν κουνιόταν, είχε σταυρωμένα τα χέρια και ούτε άκουγε, ούτε μίλαγε. Είχε ακόμη και τώρα σημάδια αρχοντιάς· ήξερε να ψωνίζει ακριβά ρούχα και καλής ποιότητας όταν ερχόταν στην πόλη. Άψογο μακιγιάζ, έτσι γίνεται τώρα . Όλοι παραξενεύτηκαν όταν την αντίκρισαν, πως ήταν μια άλλη , πως δεν της έμοιαζε ούτε τόσο δα. Αριστερά και δεξιά είχαν τοποθετήσει κάτασπρα τριαντάφυλλα και κατάλευκα σταντ με λαμπάδες στην κορυφή. Τα λουλούδια έμοιαζαν ψεύτικα, μύριζαν φορμόλη, τόσες φορές είχαν μπει και βγει στο ψυγείο.
Όσοι έφταναν στον ναό περνούσαν από μπροστά, έδιναν το χέρι στους οικείους, επαναλάμβαναν τις ίδιες λέξεις σχεδόν μουρμουριστά και κάνοντας μια διαδρομή σαν πέταλο αλόγου γύρω από το τραπέζι επέστρεφαν και στέκονταν λίγα βήματα πιο πίσω. Μερικοί κάθονταν στα στασίδια, άλλοι στα καθίσματα, γιατί τόση ώρα στο πόδι και χαρά να έχεις δεν αντέχεται. Τα παιδιά της στέκονταν στο πλάι με υγρά μάτια. Άπλωναν το χέρι και χαϊδεύαν με την παλάμη το κρύο μέτωπο. Και πιο πολύ η νύφη της του μικρότερου γιου έκλαιγε απαρηγόρητα. Κάποιοι περνώντας κοιτούσαν με γουρλωτά μάτια, έσκυβαν το κεφάλι και προσκυνούσαν -στο στήθος της ακουμπούσε μια εικόνα του Σωτήρα- οικογενειακό κειμήλιο ήταν από τη γιαγιά της.
…………………………………
Για το συχώριο μαζεύτηκαν στην πλατεία, κάτω από τα γέρικα πλατάνια, εκεί που έπαιρναν οι συγχωριανοί το αναψυκτικό και τον μεζέ με το ουζάκι, μετά την κυριακάτικη λειτουργία, όταν άνοιγε ο καιρός. Ο μεγαλύτερος γιος τους κάλεσε όλους και τους είπε ότι θα πάνε στου Μηνά στο ύψωμα, που βλέπει και θάλασσα να φάνε να συγχωρέσουν.
«Αχ ρε μάνα τι μας έκανες, φαγώθηκες να πας να τον βρεις…»
Στο τραπέζι που κάθονταν ο γιος με την αρραβωνιαστικιά και το σόι της νύφης μιλούσαν για τον γάμο, και ξέχασαν τη Δέσπω, που σκεπασμένη μέσα το γυαλιστερό της φέρετρο ήταν κιόλας δυο μέτρα κάτω από τη γη. Τώρα το μόνο που σκέφτονταν, ήταν πως δε γινόταν – θα ήταν κρίμα -να ματαιώσουν τα σχέδια τους, αφού τόσο καιρό περίμεναν αυτή τη στιγμή.
Ο γάμος την ίδια μέρα με τα σαράντα, ε αυτό κι αν είναι σημάδι, ότι δεν την ήθελε για νύφη. Όμως, τους διαβεβαίωσε κι η ίδια η παπαδιά, ότι μπορεί να γίνει ο γάμος, άλλη μέρα ενωρίτερα. Έτσι, ησύχασαν και άρχισαν να ρουφούν ρυθμικά την ψαρόσουπα που σέρβιραν τα γκαρσόνια με σχολαστική επιμέλεια.
Άννα Πετρίδου