You are currently viewing Βάλτερ Πούχνερ: Η ποίηση ως σκηνοθεσία. Μερικές σκέψεις

Βάλτερ Πούχνερ: Η ποίηση ως σκηνοθεσία. Μερικές σκέψεις

Η ποίηση είναι, μεταξύ άλλων πολλών (οι ορισμοί της ποίησης είναι άπειροι και σχεδόν όλοι έχουν κάποιο δίκαιο ή έστω δικαιολογημένη λειτουργία ύπαρξης) και ένα είδος σκηνοθεσίας: η σελίδα μια σκηνή με σκηνογραφία, ηθοποιούς, ρόλους και ένα έργο· και ο αναγνώστης είναι θεατής που αντιδρά ή μένει αδιάφορος, συναρπάζεται ή βαριέται. Ρουφάει τις σελίδες απνευστί ή κλείνει το βιβλίο και το βάζει στο ράφι. Η ανάγνωση ως μια παράσταση από την πλευρά της πρόσληψης, η οποία πραγματοποιείται στον εγκέφαλο του αναγνώστη. Αυτή η επικοινωνία μπορεί, ενδεχομένως, να αναλυθεί και με θεατρικούς όρους. Ακόμα και από τη μεριά του ποιητή, ο οποίος σκηνοθετεί το έργο του για κάποιον υποτιθέμενο ή φανταστικό αναγνώστη, δικό του, και του μιλά· ή για κάποια ομάδα αναγνωστών με ορισμένο ορίζοντα προσδοκίων, ή ένα λογοτεχνικό ρεύμα ή κάποιον εκδότη. Ή απλώς για τον εαυτό του και τη δική του ευχαρίστηση.

Ο αναγνώστης ως θεατής

 

Αυτή η παράσταση όμως δεν πραγματοποιείται μόνο στο κεφάλι του αναγνώστη, αλλά την επηρεάζει, ή τουλάχιστον προσπαθεί να την επηρεάσει, ο ποιητής αλλά και ο εκδότης, o επιμελητής και το τυπογραφείο. Η επικοινωνία της αναγνωστικής πρόσληψης δεν κινείται μόνο στο επίπεδο των σημασιών (ή των σημαινόντων) αλλά και στο εμπράγματο επίπεδο του «σερβιρίσματος»: πώς παρουσιάζεται στο σκηνικό της σελίδας. Πώς είναι οι στίχοι (κεντραρισμένοι ή με τον παραδοσιακό τρόπο, τι έκταση έχουν, πού κόβονται κτλ.), πώς κυλάει η αλληλουχία τους· υπάρχουν στοιχεία «οπτικής  ποίησης» ή όχι, ποια απόσταση έχουν οι στίχοι μεταξύ τους, πού τοποθετούνται μέσα στη σελίδα, ποια απόσταση έχουν από τους τίτλους, ποια η διαφορά στη γραμματοσειρά, bold ή όχι, πλάγια ή όχι; Το layout της σελίδας επηρεάζει, υποσυνείδητα ή ενσυνείδητα, την όλη εικόνα του ποιήματος και από την πλευρά της παραγωγής και από την πλευρά της πρόσληψης· πάλι υποσυνείδητα ή όχι. Η σελίδα ως πίνακας. Η οπτική εμφάνιση ως αισθητική απόλαυση.

 

Αυτή η «σκηνική» αντίληψη δεν αφορά μόνο τη μεμονωμένη σελίδα αλλά και την αλληλουχία των σελίδων: πού είναι οι λευκές σελίδες, η αφιέρωση, οι τίτλοι κεφαλαίων και οι επικεφαλίδες· υπάρχει συνεχής ροή ποιημάτων και κόβονται στην τύχη, υπάρχει σε κάθε σελίδα νέο ποίημα (ή και δύο), ποιήματα σε έκταση πάνω από μια σελίδα μπαίνουν σε «σαλόνι» ή χρειάζεται να γυρίζεις σελίδα; Εξώφυλλο, οπισθόφυλλο, αφτιά, δέση, είδος και πάχος χαρτιού, χρώμα· η αφή του βιβλίου στο χέρι, το βάρος, πώς γυρίζουν οι σελίδες κτλ.κτλ.

Το θέαμα

 

Αν εκλαμβάνουμε την κάθε σελίδα ως θέαμα και το βιβλίο ως παράσταση, σε κάποια αναλογία με την ποίηση ως γεύση και γεύμα στον T. S. Eliot: προσεκτική ή όχι σκηνοθεσία, μελετημένα ή όχι σκηνικά, στις λεπτομέρειες φροντισμένη παράσταση, τυπογραφική περιποίηση· η όλη ατμόσφαιρα στο ξεφύλλισμα. Ο όγκος, η εμφάνιση, η τιμή. Η σκηνοθεσία της σελίδας χρησιμοποιεί μόνιμες στρατηγικές εμφάνισης ή πρόσκαιρες κατά περίπτωση και σε επιλογή. Κεντραρισμένο κέιμνεο ή κανονικό; Μεγάλη απόσταση του τίτλου (με κεφαλαία γράμματα ή όχι, μεγαλύτερα στοιχεία ή όχι) από το κείμενο του ποιήματος ή μικρή; Ο στίχος αρχίζει με πρώτο γράμμα πολύ μεγαλύτερο και στοιχεία bold ή όχι; Η τυπογραφική σκηνοθεσία χρησιμοποιεί όμως και άλλα οπτικά στοιχεία διαφοροποίησης, πέρα από τις συμβατικές στροφές με διπλή απόσταση των στίχων. Δεν χρειάζεται να τα αναλύσω. Το αποτέλεσμα τέτοιων τεχνικών παρουσίασης είναι ένα ευχάριστο ολοσέλιδο σκηνικό, μέσα στο οποίο εκτυλίσσεται το δράμα της γλώσσας, με τους ήχους, τους ρυθμούς, τη μουσική και τον χορό των σημασιών, και ταυτόχρονα ιεραρχούνται τα νοήματα, απομονώνοντας τα σημαντικά από την συμβατική ροή των στίχων, επικεντρώνοντας την προσοχή του αναγνώστη σε ορισμένα σημεία.

 

Συνειρμικότητα και παρηχήσεις (συνήχηση, ομοηχίες)

 

Μιλήσαμε εώς τώρα για την εξωτερική σκηνοθεσία, θα στρέψουμε τώρα την προσοχή και στην εσωτερική σκηνοθεσία,. Εδώ ενδιαφέρει η ηχητική σκηνοθεσία και οι συνειρμικότητα, το παιχνίδι των σημασιών, η αινιγματικότητα και η πολυσημία, από την πλευρά του αναγνώστη το κυνήγι των υπαινιγμών και οι ιχνηλασίες, οι υπαρξιακές σκηνές, η σκηνοθεσία του άγνωστου και το παιχνίδι της φιλοσοφίας.

 

Για τις διαβαθμίσεις και τις μορφές και ποιότητες της συνειρμικότητας στην ελληνική ποίηση δεν υπάρχει, μου φαίνεται, σημαντική βιβλιογραφία και με συγκριτικές μελέτες. Για τα περιθώρια δηλ. μεταξύ μιας ορθολογικής αιτιοκρατίας και σαφούς συσχετικότητας σε προσλήψιμες λεκτικές ή φραστικές διατυπώσεις, και μιας πολύ προχωρημένης συνειρμικότητας ονειρικού τύπου στα όρια του τυχαίου και άσχετου (collage, pastiche, Dada), όπου η δικτύωση των σημασιών εξοβελίζεται τελείως και το σύνθεμα περιορίζεται στο ακρόαμα της μελωδίας φωνηέντων και το θρόισμα συμφώνων (καθαρή μουσικότητα, ηχητική σύνθεση). Το ποίημα προορίζεται από τη φύση του για τον προφορικό λόγο, όπου μόνο εκεί θα αναπτύξει την πολλαπλότητα της ηχητικής του ποιότητας, τη μουσική του· αυτό είναι το διάβασμα: βουβή απαγγελία.

 

Κομβικής σημασίας είναι ο βαθμός και το είδος της συνειρμικότητας. Αυτό είναι μέρος μιας ενδογλωσσικής εσωτερικής σκηνοθεσίας, που δεν αφορά πια το τυπογραφείο, αλλά κινείται στα επίπεδα των σημασιών (τη φαινομενικά άσχετη σύζευξη εννοιών), ομοηχιών, το κυνήγι των υπαινιγμών εκ μέρους του αναγνώστη, το παιχνίδι των παρηχήσεων κτλ.

Στο σκηνικό αυτό συναντώνται πολλά παιχνίδια με ποιητικές τεχνικές, χαρακτηριστικές για την ποιητική τέχνη: οι επαναλαμβανόμενες παρηχήσεις, αγαπητό «στολίδι» όπως οι εσωτερικές ρίμες και η ομοιοκαταληξία, που βρίσκουμε ήδη καθ’ υπερβολήν στις παιδικές ρίμες (αλλά και στις παροιμίες), και άλλες μορφές συνηχήσεων που προκαλούν ακουστική ευχαρίστηση, καθώς και οι ομοηχίες, όπου ηχητικά ίδιες λέξεις αλλά με διαφορετική ορθογραφία (ίμερος/ήμερος) και τελείως διαφορετικές σημασίες δημιουργούν μια παιγνιώδη σύγχυση, την οποίο λύνει η δημιουργική φαντασία του αναγνώστη, η οποία αποκαλύπτει (και ευχαριστιέται) το διπλό παιχνίδι: βλ. τον τίτλο Άγριος ίμερος (Φωστιέρης), όπου η διατύπωση είναι σωστή, αλλά το κοινότυπο «ήμερος» παρασέρνει το μυαλό σε lapsus linguae και μια σημασιολογική αντίθεση, η οποία τελικά δεν υπάρχει. Είπαμε: ο αρχικός προορισμός της γραπτής ποίησης είναι η απαγγελία.

Το παιχνίδι των σημασιών

Τέτοια παραδείγματα μας οδηγούν και στο παιχνίδι των σημασιών. Αυτός είναι ο μεγάλος παιδότοπος της ποίησης, όπου δοκιμάζεται η συνειρμική ικανότητα κι εμβέλεια της φαντασίας εκείνου του αναγνώστη, που δεν στέκεται στην ερώτηση: τι θέλει να πει ο ποιητής, αλλά ευχαριστιέται το παιχνίδι της σχέσης/μη σχέσης. Η ευχαρίστηση αυτή έχει και μια φιλοσοφική και γνωσιολογική διάσταση: την αποκάλυψη της ενότητας των πάντων, πώς όλα σχετίζονται με όλα· γνώση και βεβαιότητα που έχει κάθε παιδί, επίγνωση της ιατρικής για τη λειτουργία των οργανισμών, θεώρημα της αστροφυσικής, ένα «θεολόγημα» βιωματικό, που μερικώς είναι πλέον και αποδείξιμο. Η σημασιολογία είναι και η πιο ρευστή, «δημιουργική» πλευρά της γλωσσολογίας· το ξέρει ο καθένας όταν ανοίγει ένα λεξικό ή πρoσπαθεί να κάνει μια μετάφραση.

 

Υπαινιγμοί και ιχνηλασίες

 

Στο βάθος της ποίησης βρίσκεται συχνά μια μελέτη για την  οντολογική υπόσταση του έλλογου όρθιου δίποδου, ως κοινού οργανισμού της έμβιας ύπαρξης και ως σκεπτόμενου υποκειμένου, που διαθέτει συνείδηση και στοχασμό και αναστοχασμό (Β. Πούχνερ, Δοκίμια για τον ουρανό, 2016). Αυτές οι διαγνώσεις έχουν συνήθως διπλή οπτική: από τη μεριά του γράφοντος, κι από τη μεριά του αναγνώστη. Ο ποιητής δεν ξεχνά ότι ο ίδιος είναι η μία πλευρά μόνο της γνωσιολογικής διαδικασίας, και χωρίς την πρόσληψη του οφθαλμού που διαβάζει, είναι ουσιαστικά ανύπαρκτος. Το ποίημα ανολοκλήρωτο χωρίς το βίωμα του αναγνώστη. Και προκύπτει το εξής παράδοξο, που τελικά δεν είναι παράδοξο: ενώ υπολογίζει τον αναγνώστη και παίζει μαζί του, ταυτόχρονα τον αγνοεί και παίζει μόνο με τον εαυτό του. Κι όχι μόνο στη συνειδητή του πλευρά: άλλα και την άλλη, την ανώνυμη. Η ανώνυμη γλώσσα τον πηγαίνει σε περιοχές, που δεν τις ορίζει πια και δεν τις ξέρει. Στο άγνωστο. Με πολύ παραστατικό τρόπο το έχει εκφράσει η Παυλίνα Παμπούδη σε ένα motto που διατρέχει όλο το έργο της: Υπονοώ περισσότερα απ’ όσα μπορώ / να φανταστώ· γράφω. (Τιμαλφή 2007, 85,  για περισσότερα βλ. Β. Πούχνερ, Η Λεπτουργός. Επιστήμη και μύηση στο ποιητικό έργο της Παυλίνας Παμπούδη 2021, 65 εξ.).

 

Αυτό που είναι για τον ποιητή υπαινιγμός για κάτι που τον ξεπερνά, είναι για τον αναγνώστη μια διαδικασία ιχνηλασίας, αν θέλει να ακολουθήσει τον γράφοντα. Μια διαδικασία επίσης δημιουργική, γιατί η ποίηση, στην ουσία της ανοιχτή για διάφορες ερμηνείες, – το σύνθεμα ως ζων καλλιτεχνικός οργανισμός -, διαθέτει πολυσημία. Στην αισθητική δικτύωση αυτή οι λέξεις δεν είναι πια οι ίδιες, οι συνυποδηλώσεις μπορεί να υπερβαίνουν τις συμβατικές σημασίες ή να δημιουργούνται και έννοιες τελείως νέες· το πόνημα είναι από μόνο του ένα ρευστό διακύβευμα. Η «μύηση» μπορεί να είναι διαφορετική για τον καθένα, το «δίδαγμα» έχει πολλές παραμέτρους. Μοιάζει λίγο με την κβαντική φυσική: στο πείραμα το παρατηρούμενο εξαρτάται άμεσα από τον παρατηρητή.

Υπαρξιακές σκηνές

 

Οι ποιήσεις είναι από μια άποψη απανωτές δοκιμές να αποσπαστούν κάποια τμήματα από το άγνωστο, που στο σύνολό του δεν το ορίζουμε. Μόνο κάποια κομμάτια. Όλη η συνειδητοποίηση της υπαρξιακής συνθήκης, η φιλοσοφία, θεολογία, γνωσιολογία, επιστήμη κτλ. ξεκινούν από τον θάνατο. Ενώ είναι η κοινή μοίρα όλων των ζωντανών οργανισμών, μόνο ο εγκέφαλος προβληματίζεται για το δεδομένο αυτό και βρίσκει «λύσεις» να παρατείνει τη ζωή του: μεταφυσική, φαντασιακά. Και να διατηρεί το εγώ: μετεμψύχωση, μετενσάρκωση. Πάντα σε πρώτο πρόσωπο. Ο αγνωστικισμός του σύγχρονου σκεπτόμενου ανθρώπου απομυθοποιεί τα νοητικά δεκανίκια και παραδέχεται τα όρια του προσιτού επιστητού: με τα συμπαντικά δεδομένα δεν μπορείς να κάνεις διάλογο. Το θαυμαστό όργανο του εγκεφάλου, ίσως το πιο περίπλοκο πράγμα όλου του σύμπαντος, που συντηρείται και αυτό με αίμα, οξυγόνο και τροφή, δεν μπορεί να εξηγήσει τον εαυτό του και τον κόσμο, όσο και η τεχνολογία έχει διευρύνει τις αισθήσεις του οργανισμού κι άνοιξε πολύ το πεδίο του αντιληπτού. Το άγνωστο μοιάζει πάντα πιο μεγάλο από το γνωστό, επειδή με κάθε νέο στοιχείο προκύπτουν και μια σειρά από άλλες αναπάντητες ερωτήσεις.

 

Η σκηνοθεσία του άγνωστου

 

Το δέος του ερωτώντος στοχαστή μπροστά στη φύση των πραγμάτων βρίσκει ποιητική έκφραση, γιατί οι θεωρίες της μικρο- και μακροφυσικής, της οργανικής χημείας, της νευροφυσικής και της ιατρικής, της ψυχολογίας και της ψυχανάλυσης στις διάφορες σχολές της, μας ξεπερνούν σε τέτοιο βαθμό, που ο θαυμασμός για το έργο της φύσης (που μέρος της είμαστε κι εμείς οι ίδιοι) αναζητεί κάποια υπερβατική έκφραση, εκεί που η λογική και η αιτιοκρατία, τα τόσο χρήσιμα κι απαραίτητα εργαλεία στην οργάνωση μιας ζωής και μιας κοινωνίας, σταματούν. Όπως και η ανάταση: είμαστε τόσο περίπλοκοι οργανισμοί, με έναν εγκέφαλο που ξεπερνά σε συνθετότητα κάθε τι γνωστό στον κόσμο· όπως και η απελπισία: αν παρατηρούμε τι χρήση κάνουμε αυτού του θαυμαστού οργάνου, που γίνεται εντέλει εργαλείο της καταστροφής.

Το παιχνίδι της φιλοσοφίας

 

Οι Ελεάτες, οι Προσωκρατικοί, οι Υλοζωιστές· στην αρχή της ανθρώπινης σκέψης τα πιο βασικά από αυτά τα προβλήματα ήταν ήδη παρόντα. Με ελάχιστα τεχνολογικά μέσα. Μόνο με την παρατηρητικότητα και τον στοχασμό. Και δημιουργήθηκαν οι όροι και τα όρια της φιλοσοφίας, χωρίς τα οποία η ποίηση δεν ζει. Η ίδια η γλώσσα, μιας που έχει διαμορφωθεί, βοηθάει τη σκέψη και την οδηγεί πιο πέρα. Χωρίς γλώσσα δεν σκεφτόμαστε. Δεν σκεφτόμαστε τα μεγάλα θέματα. Και μερικά θέματα είναι και πέραν της γλώσσας. Όπως τα συναισθήματα, προγλωσσικά. Το δέος του κόσμου. Εκεί η αυτόνομη υπόσταση και λειτουργία της γλώσσας, απαλλαγμένης από τη χρηστική της πλευρά ως επικοινωνιακό μέσο και εργαλείο συνεννόησης, το ανώνυμο θησαυροφυλάκιο του διαχρονικού ανθρώπινου στοχασμού, βρίσκει λύσεις και τρόπους να υπαινίσσεται το άρρητο, το άφατο και το άγνωστο. Όπως και η φιλοσοφία που προσπαθεί να πει αυτά που δεν έχουν λεχθεί, αυτά που δεν έχουν γραφεί, αυτά που κανείς δεν τα έχει σκεφτεί. Τα παιχνίδια της ποίησης και τα παιχνίδια της φιλοσοφίας είναι γλωσσικά και ιερά. Και συχνά κινούνται στα όρια της εκφρασιμότητας. Δεν είναι τυχαίο που μερικά αποσπάσματα του Νίτσε είναι καθαρή λογοτεχνία και φράσεις του Heidegger είναι τόσο κρυπτικές όπως οι  χρησμοί και επιτρέπουν διάφορες ερμηνείες. Ίσως κατά βάθος η ποίηση είναι δοκίμια φιλοσοφίας, με μουσική και ρυθμούς, με χορό κι ευχαρίστηση, με στίχους και στροφές, με εορταστικό και υπερλογικό τρόπο. Ίσως μόνο με μια δόση συνειρμικότητας ερμηνεύεται ο κόσμος κι αντέχεται η ζωή.

 

 

Βάλτερ Πούχνερ

Ο Βάλτερ Πούχνερ γεννήθηκε και σπούδασε στη Βιέννη, αλλά τα περισσότερα χρόνια της ζωής του τα έχει ζήσει στην Ελλάδα. Είναι επίτιµος και οµότιµος καθηγητής Θεατρολογίας στο ΕΚΠΑ (ιδρυτής του Τµήµατος Θεατρικών Σπουδών µαζί µε τον Σ. Α. Ευαγγελάτο) και παρασηµοφορηµένο µέλος της Ακαδηµίας Επιστηµών της Αυστρίας. Επίσης, έχει διδάξει πολλά χρόνια στο Πανεπιστήµιο της Βιέννης, καθώς και σε πολλά ευρωπαϊκά και αµερικανικά Πανεπιστήµια.

Έγραψε πάνω από 120 βιβλία στα ελληνικά, αγγλικά και γερµανικά και δηµοσίευσε περί τα 500 µελετήµατα και περισσότερες από 1.000 βιβλιοκρισίες, για θέµατα της ιστορίας του ελληνικού και του βαλκανικού θεάτρου, καθώς και περί ελληνικής και συγκριτικής λαογραφίας και νεοελληνικών σπουδών και περί της θεωρίας του θεάτρου και του δράµατος. Από πολύ νέος γράφει ποίηση (κυρίως στα ελληνικά) αλλά µόνο πρόσφατα άρχισε να δηµοσιοποιεί τα έργα του.

Μέχρι στιγμής έχουν κυκλοφορήσει περισσότερες από 20 ποιητικές συλλογές. (Ολοκάρπωση, Τελευταίες ειδήσεις, Αστροδρόμια, Η ηλικία της πλάνης, Ο κηπουρός της ερήμου, Οι θησαυροί της σκόνης, Κοντσέρτο για στιγμές και διάρκεια, Δώδεκα πεύκα κι ένας ευκάλυπτος, Μηνολόγιο του άγνωστου αιώνα, Πεντάδες, Το αναπάντεχο, Συνομιλίες στη χλόη, Το χώμα των λέξεων, Τα σημάδια του περάσματος, Τα δώρα, Ο κάλυκας του κρόκου, Υπνογραφίες, Αλάτι στον άνεμο, Η επιφάνεια του μυστηρίου, ο φωτεινός ίσκιος, κ.ά.)

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.