Ανθούλα Δανιήλ: Δεκαπενταύγουστος ’25

Όπως έχω πει κι άλλη φορά το χωριό είναι πολύ ήσυχο… Πάααρα πολύ ήσυχο. Η καμπάνα, αργή και αναπαιστική, κάθε μέρα σχεδόν, σαν να παίζει το πένθιμο εμβατήριο, ειδοποιεί ότι όλο και κάποια φωνή  σίγησε, η οποία έτσι κι αλλιώς είχε σιγήσει από καιρό, αλλά τώρα έλαβε και την επικύρωση, αυξάνοντας τυπικώς  το ποσοστό της σιωπής.

«Kαι μια καμπάνα μακρινή βάφει τον ουρανό με λουλάκι», λέει ο Νίκος Γκάτσος, ενώ ο Λευτέρης Παπαδόπουλος μιλάει για την «Καμπάνα του εσπερινού / Του δειλινού καμπάνα» που και αυτή θλιβερή είναι. Όμως και λόγω Εσπερινού και λόγω Δεκαπανταύγουστου, με αλλαγή βηματισμού,  κάθε απόγευμα, η καμπάνα καλεί το εκκλησίασμα, όσο απέμεινε -απέμεινε ο παπάς, ο ψάλτης και ο νεωκόρος∙ γριούλες δεν υπάρχουν πια και οι νέοι έχουν από χρόνια εξαφανιστεί- χτυπά, λοιπόν η καμπάνα για τα νενομισμένα της Παναγίας Εγκώμια, Ύμνους και Κανόνα Παρακλητικό Μεγάλο και Μικρό.  Ο αέρας φέρνει προς τα εδώ τη μεγεθυμένη από τα μεγάφωνα φωνή του ιερέα που συνεχίζει ερήμην της ερημίας  τη ιερουργία του.

Λίγο πιο κάτω, όμως, είναι η παραλία. Άλλος κόσμος, άλλη διάθεση και ήχοι δυνατοί, μουσικές περίπλοκες, μοντέρνες σαν τους καφέδες και σαν αντίστιξη στην άνω ηρεμία και τον ελληνικό σε χοντρό φλυτζάνι… Αυτοκίνητα, ομπρέλες, μαγιό και κοπέλες, μεγάλες και μικρές. Ωστόσο, τις ημέρες του φετινού Δεκαπενταύγουστου, ο δυνατός αέρας φούντωσε τις φωτιές, σήκωσε τη θάλασσα όρθια και κράτησε το  θαλασσινό εκκλησίασμα μακριά από την παραλία. Εγώ, παιδί φανατικό για θάλασσα, πήγαινα και τραγουδούσα: ας με παίρνανε τα κύματα, οι άνεμοι τα σύννεφα… πάντως τίποτα δεν με πήρε, μου πήρε όμως ο άνεμος την ομπρέλα που έτρεχα να την προλάβω, μου ανασκέλωσε την καρέκλα  και τραβολογούσε πέρα την πετσέτα… Εν πάση περιπτώσει, αφού τα συμμάζεψα και τα ασφάλισα όλα, κόντρα στον καιρό, στα προγνωστικά και στον κοινό φόβο -μη μπεις! …θα πνιγείς!- μπήκα εκεί που τα νερά είναι κατσαρά, εκεί που οι πηγές τρέχουν καθαρές και ενώνονται με τη θάλασσα, εκεί που το κύμα σηκωνόταν σαν βουνό και χτύπαγε στα βράχια, εκεί πήγα και πιάστηκα σαν την Ανδρομέδα, χωρίς βεβαίως να περιμένω κανέναν Περσέα να με σώσει και να με πάρει -να με πάρει, εμένα, το κορίτσι-  και να μου κάνει πολλές περσίδες και περσάκια.

Κι ενώ καθόμουν κόντρα στον άνεμο και το μανιασμένο κύμα με χτυπούσε σαν χταπόδι – στα ΣΠΑ αυτό το λένε τζακούζι και το πληρώνουν ακριβά, εγώ το έκανα τζάμπα- τότε μέσα σ’αυτόν τον χαλασμό,  είδα από μακριά να διασχίζει τη λίμνη  μια ωραία οικογένεια. Όλοι κρατούσαν κάτι στα χέρια -ομπρέλα, καρέκλες, τσάντες, ψυγειάκι- και κατασκήνωσαν. Ο μπαμπάς έστησε την ομπρέλα και τη στερέωσε με ένα βουνό μεγάλες πέτρες, η μαμά άνοιξε τις καρέκλες, τα παιδιά πέταξαν τις σαγιονάρες -μία εδώ κι η άλλη πέντε μέτρα ππάρα πέρα πέρα- και άρχισαν να κλωτσάνε τα νερά, αρχικά στη λίμνη, όπου είναι και καθαρά και ρηχά και ήρεμα, έχουν όμως  ροή δυνατή προς τη θάλασσα.   Σιγά σιγά ξεθάρρεψαν κι αφέθηκαν στη ροή κι αυτή τα έφερνε ολοταχώς μπροστά μου να περνούν  ανάσκελα πάνω στα νερά, σαν εκείνα τα μοντέλα του προραφαηλικού Ντάντε Γκαμπριέλ  Ροσέτι, κι αφού έφταναν στο ανάχωμα και τέρμα της διαδρομής, πιο πέρα γίνεται επικίνδυνο- άρχιζαν να τραβολογιούνται από το ελάχιστο μαγιό τους, να ξεκαρδίζονται στα γέλια, να σηκώνονταν και να ξαναρχίσουν το ίδιο, πάλι και πάλι. Κι έπειτα μπήκαν κανονικά στη θάλασσα την πλατιά, σαν να έκαναν σερφ, με το κεφάλι μέσα στα κύματα και τα κύματα να τους δίνουν μια και να τα πετούν στα βότσαλα. Εκείνα ξανάμπαιναν στη θάλασσα, τα λιγνά κορμάκια τους  έπλεαν,  δεν λογάριαζαν τίποτα κι ο Ηράκλειτος από μακριά τα έβλεπε κι έγραφε τα ρητά του: αιών εστί παιδίσκες και παις παίζοντας πάνω στου κυμάτου τον αφρό, τζουμ τριαλαριλαρό…

Α! ζωή, ωραία που είσαι, Α! ζωή…

Το βράδυ η Σελήνη ανέβηκε σαν χρυσό πεντόλιρο, είχε πει ο Γιώργος Σεφέρης, αν και ο Αναξαγόρας επέμενε πως όλα τα ουράνια δεν είναι παρά κομμάτια  βράχου που περιέρχονται στον ουρανό σαν πέτρες σε μια περιστρεφόμενη γαβάθα! Οποία απομυθοποίηση. Και στα ’λεγα, να πεις πως δε σου τα ’λεγα, μην πλησιάζεις πολύ, μην καταργείς τη μαγεία της απόστασης, μην πας ν’ αγγίξεις, θα καείς… Ο Ίκαρος κάηκε όμως  αφ’ υψηλά έπεσε και επνίγη θαλασσωμένος,   θα μου πεις. Τα πολλά τα λόγια και τα μύρια φιλιά, θα σ’ αγαπώ για πάντα, δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα και άλλα παρόμοια είναι απλώς λόγια που τα παίρνει ο άνεμος και έτσι από πτερόεντα, φτερωτά, ποιητικά, γίνονται λόγια του αέρα gone with the windΑερόλιθοι που αν ξεφύγουν από τη γαβάθα θα σου έρθουν στο κεφάλι και θα λες με πετροβολάει ο ουρανός, μ’ αυτά που σκέφτομαι. Κι ενώ εγώ σκέφτομαι, ένας αέρας  γυμνώνει την επιθυμία μου ως το κόκαλο, ριγώνοντας μ’ αφρό τη θύμηση…  Ελυτικά απωθημένα της ψυχής που μεταποιούνται σε τέχνη για να απαλύνουν τον πόνο, αν απαλύνεται με κάτι τέτοια…

Κι όμως ο ποιητής  επιμένει πως «Πριν χιλιάδες χρόνους η Σαπφώ κρυφά/ Σ’ έφερε μες στον κήπο του παλιού σπιτιού μας/ Κρούοντας βότσαλα μες στο νερό ν’ ακούσω/ Πως σε λένε Σελάνα»   και να καταλήξει πως είναι «Τόσο οι άνθρωποι μαύροι και μικροί»… Ε! αυτό το μαύροι, μελαμβαθείς, κνέφας μέγα σκεπάζει τον νου τους και  πάνε ο ένας πίσω από τον άλλο. Έτσι κάνουν όλοι και όλες, ο Μότσαρτ είναι και παθός και μαθός και πρόωρα απελθός από τον κόσμο τούτο…

Κρούοντας, λοιπόν, βότσαλα η Σελάνα  ή σαν να με πετροβολάει ο ουρανός, έρχονται διοπετή τα μηνύματα, έλεγε ένας φίλος μου και σκεφτόταν τους φίλους του και τα παιδιά τους και τα παιδιά των παιδιών τους… Και μένω για λίγο άφωνη, διότι ό,τι άκουσα ου φωνητόν… Γιατί, όσο κι αν είμαι προετοιμασμένη και όσο κι αν λέω πως είμαι άνετη και μοντέρνα και ανοιχτή σε νέες προκλήσεις, όχι δεν είμαι και δεν αντέχω αυτό που βλέπω ούτε τη συγκεκριμένη

«σημαία σ’ ένα μπαλκόνι (που) αλλάζει χρώματα και με σκοτώνει…»

Μην κρίνετε την αρετή των ανθρώπων σαν ένορκοι στα δικαστήρια…  φωνάζει από το απώτερο παρελθόν ο Σωκράτης, νομίζω, αλλά πώς να μην κρίνω;;; Έχασα το μέτρο, την αίσθηση και το χιούμορ… Το ολίγον που μου απέμεινε δεν μπορώ να το ξοδέψω σε συμβιβασμούς. Αποσύρομαι και ό,τι θέλει ας γίνει, αφού ούτως ή άλλως θα γίνει χωρίς να με ρωτήσει… Η πείρα μου έδειξε πως εκείνο που προσευχόμουν στους θεούς να  γίνει, δεν  έγινε και οι θεοί μου έκαναν έκπληξη με εκείνο που δεν τους ζήτησα, παραπονιέται και ο Ευριπίδης. Και λέμε για θεούς∙ για να ’χουμε καλό ρώτημα ποιους θεούς; Εκείνους που κάθονται στον ουρανό σαν φωτεινά αστέρια και βλέπουν από ψηλά ή  οι βράχοι που κάθονται ασυγκίνητοι  στον Όλυμπο ή  οι μαρμάρινοι στα Μουσεία με τα χαμόγελα που δεν προχωρούν ή εκείνος ο ζωγραφιστός μέσα στην εκκλησία … Πώς το λέει ο Ρίτσος; Εκείνος που «κάθεται ακαμάτης, καθημερινή και σκόλη, πάνου στο ταβάνι της εκκλησιάς» και όλο τα συγκενολόι στα πόδια του ή  οι ιδέες στα παραμύθια ή εκείνοι που έρχονται πάντα πρώτοι στο μυαλό μου και λένε τα δικά τους;…

Και για να επαναλάβουμε το γνωστό ερώτημα: αν υπάρχουν θεοί, γιατί δε βάζουν το χεράκι τους να σβήσει τις φωτιές, να σταματήσει τις πλημμύρες, την κλιματική αλλαγή, τους πολέμους και  να επικρατήσει επί γης ειρήνη, να παχύνουν οι αγελάδες, να πάψουν οι μετακινήσεις των εξαθλιωμένων, να ψηλώσει το κριθάρι, να κελαηδήσουν τα ωραία μου πουλάκια και να θρηνήσει η αηδόνα τον Ίτυ, κατά Μάνο Χατζιδάκι – Α, α,α,α,α,α,α,α,α,α,α,α,α,α,α,α-  (τα πουλιά δεν λένε λέξεις, μόνο «α») να καλημερίσω τον ήλιο; Γιατί; Ρωτάς γιατί; Για να ανακαλύψω την αλοιφή για το κάψιμο πρέπει πρώτα να καώ κι εσύ κι εγώ. Εν ολίγοις, το αποτέλεσμα είναι ουραγός του αιτίου. Όλα τα δεινά πρέπει να γίνουν για να θεραπευτούν μετά. Όλα τα δεινά θα τα υποστείς για να μπορείς να γράφεις για την αδικία στον κόσμο τούτο, για τη σωτηρία στον άλλο, για τη δικαίωση που μπορεί να αργήσει αλλά δεν θα λησμονήσει… και ζήσε μαύρε μου να φας τριφύλλι. Κοίτα λοιπόν τον εαυτό σου. Εστίασε σε σένα κι ας τους άλλους να κουρεύονται ή να καρηκομόουν με  βλέμμα, σκοτεινό, ερεβώδες, δυσερμήνευτο… Πίσω έχει η αχλάδα την ουρά και τα πάντα ισχύουν για τους πάντες…

«Υπομονή, θα γεράσουν κι αυτοί», είπαν οι κακεντρεχείς Πατρίκιοι, όταν είδαν τους νέους να συμπαρίστανται στον πένθος του Καλιγούλα για την αγαπημένη του Δρουσίλα, δηλαδή, έχω εμπιστοσύνη στον Αλμπέρ Καμύ. Άλλωστε από την ώρα που γεννιούνται οι άνθρωποι ακμάζουν φθειρόμενοι, μακραίνουν τη ζωή τους λιγοστεύοντάς την, και γρήγορα μαραίνονται και κακοφορμίζουν, κακομουτσουνιάζουν, στραβοκοιμούνται και πάσχουν  από δεινά, άτινα, τα άτιμα εννοούνται και δεν χρήζουν ειδικής μνείας. Οι γιατροί, πάντως, στα εξωτερικά χαρακτηριστικά συμπεριλαμβάνουν τα κιλά , τα μαλλιά και τα δόντια… Αν αυτά τα τρία τα έχεις καλά είσαι απ’ έξω κούκλα, από μέσα όμως, μήπως πανούκλα; Και ποιας ποικιλίας; της σωματικής ή της ψυχολογικής;

Και να σου πω και κάτι, όλα να τα ’χεις πάντα κάτι λείπει. Και ο έξυπνος και ο πλούσιος και ο σπουδαίος και προοιωνιζόμενος επιτυχημένος θα την πατήσει, δεν μπορεί να τ’ αποφύγει∙ θα την πατήσει…

Για σκέψου εκείνο το ομορφόπαιδο, τον Αλκιβιάδη, το πολλά υποσχόμενο,  το μoντέλο ομορφιάς, κομψότητας, χάριτος,  εξυπνάδας -οι γυναίκες απιστούσαν στους συζύγους και οι σύζυγοι στις γυναίκες τους για χάρη του –  που λόγω πολιτικών και κοινωνικών συγκυριών κατέληξε σε …

Ο ωραίος Μπάιρον; πόσο γρήγορα έδυσε το άστρο του! Ευτυχώς πρόλαβε και τα έκανε όλα…

Και ο Ναπολέων Βοναπάρτης, ο πρώτος τη τάξει, ο νικητής που έκανε τον κόσμο άνω κάτω και κατέληξε στην Αγία Ελένη, χωρίς Ελένη…  Ο Αρθούρος Ρεμπώ που ξεκίνησε κοινωνικός αμφισβητίας, συνέχισε έμπορος όπλων και δεν λέω τι άλλο, κατέληξε σωματικό ερείπιο σε ένα άθλιο θάνατου κρεβάτι…

Κόπασε ο άγριος άνεμος… Τη γλιτώσαμε για την ώρα… πάμε για μπάνιο∙ και να τα παιδιά, να οι γονείς , να οι γιαγιάδες και οι παππούδες να ’μαι κι εγώ… Να, Λόλα, ένα μήλο!

Τελευταίες μέρες του Αυγούστου. Οι καύσωνες πέρασαν, οι άνεμοι έπαυσαν, η Ελλάδα κάηκε, η θάλασσα ηρέμησε και όλα ακολουθούν την πορεία του Ήλιου… και ο δίσκος γυρίζει και οι μήνες φεύγουν και τα καλοκαίρια λιγοστεύουν…. κι εγώ ελπίζω σαν τον ποιητή να μας ξανάβρει ο Αύγουστος πάλι του χρόνου στον βράχο να φιλιόμαστε, με ή χωρίς αστροφεγγιά…ας είναι και χωρίς φιλιά!

 

 

Ανθούλα Δανιήλ

 

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.