You are currently viewing Ανθούλα Δανιήλ: Γιώργος Αλισάνογλου, Ποιήματα μιας Γοτθικής βραδιάς. Σαιξπηρικόν, 2024

Ανθούλα Δανιήλ: Γιώργος Αλισάνογλου, Ποιήματα μιας Γοτθικής βραδιάς. Σαιξπηρικόν, 2024

Στα αρχαία χρόνια ο ποιητής έπρεπε να επικαλεστεί τη Μούσα για να καταφέρει να πει τα φτερωτά του λόγια. Σήμερα η Μούσα απομυθοποιήθηκε και η επίκλησή της δεν είναι πια της μόδας. Παρόλα αυτά, κάτι έπρεπε να  βρεθεί για να γεμίσει το κενό και κάποια άλλη δύναμη να πάρει τη θέση της. Οι νεότεροι ποιητές είπαν τα ποιήματα τους, μερικά, κυρίως εκείνα που η ροή είναι ατίθαση, «δοσμένα». Δοσμένα από ποιον; Η απάντηση στο βάθος επιμένει σε έναν θεό. Για να συμβεί όμως  αυτό απαιτούνται ειδικές συνθήκες.

Ο 19ος αιώνας είχε ερείπια και κάστρα, την χλομή ηρωίδα, τον γενναίο   άντρα που αγωνίζεται και βασανίζεται γι’ αυτήν, τις περιπέτειες και τις υπερφυσικές αντιξοότητες. Κυρίως απαιτείται η νύχτα, το  μυστήριο και ένας ποιητής που θα είναι έτοιμος ακόμα και να πεθάνει για την αγάπη  του. Χωρίς αγάπη –αγάπης αγώνας άγονος–  και το ξέρουμε όλοι…

Τα Ποιήματα μιας Γοτθικής βραδιάς του Γιώργου Αλισάνογλου τα έχουν όλα και η νύχτα είναι απαιτητική και προκλητική. Μότο της συλλογής, είναι  ο πρώτος στίχος  από το «Raven» (Το Κοράκι) του Έντγαρ Άλαν Ποε: Once upon a midnight dreary…. Έτσι αρχίζουν όλα, σαν παραμύθι, Once upon a time, ή σαν κομμένος σαιξπηρικός τίτλος Α Midnight summer dream ας μην ξεχνάμε και τον τίτλο του εκδοτικού Οίκου: Σαιξπηρικόν.

Ο Γιώργος Αλισάνογλου ίσως για να περάσει την ώρα του,  ίσως για να διασκεδάσει τη βαρεμάρα του, ίσως για να κρυφτεί από τους έχοντες εύκολη την κριτική, ίσως για να πει πράγματα πολύ σοβαρά που η εποχή μας δεν αντέχει, επέλεξε να παίξει ζάρια με τη βαριά ατμόσφαιρα μια γοτθικής νύχτας και να μπει στην παρέα των δαιμονισμένων ή των κακών παιδιών του 19ο αιώνα, και σαν τον  Μπάιρον, τον Σέλλεϋ, τη Μαίρη και τους άλλους της παρέας της Γενεύης, οι οποίοι τις άγριες νύχτες έπαιζαν με τα νεύρα τα δικά τους και των άλλων, ζητώντας την έμπευση στις  φαντασιώσεις της νύχτας, εκείνοι με τα τέρατά τους και ο Αλισάνογλου με τα Ποιήματά του∙ από κοντά και ο Έντγκαρ Άλαν Πόε να πιέζει κι εκείνος που επίσης βαριόταν μια νύχτα και συνομίλησε με το κοράκι του. Ο Έλληνας ποιητής  επιλέγει  να αγωνιστεί για Εκείνην. Ποια; Μα είναι τόσες ή είναι μία και έχει πολλά πρόσωπα, και πρώτα πρώτα έχει τη μορφή του «Γοτθικού ρομαντικού τριαντάφυλλου», το οποίο καλεί να κατεβεί από το άστρο, να βρει τον δρόμο και να φτάσει στη Γη, στον κόσμο….

Ο καιρός ξεκινάει από τις «χίλιες και μία νύχτες», τόσες πολλές είναι αυτές που το παρακαλεί κι αυτό δεν έρχεται, μα εκείνος επιμένει, γιατί τώρα πια πιστεύει πως «Ήρθε η στιγμή», πιστεύει ακόμα πως είναι «ο πρώτος των συμμοριτών» πως πεθαίνει και το ζητά: «έλα». Αυτό το «έλα» έχει πολλές φορές ειπωθεί, τόσες πολλές, που νομίζει κανείς πως είναι το αντίστοιχο εκείνου της  Μούσας  που έχει χαθεί.

Ο Οδυσσέας Ελύτης συχνά και από παλιά το επικαλούνταν «έλα μαζί να ιδρύσουμε τα όνειρα» (Προσανατολισμοί) ή αλλιώς ήταν απλώς «εκείνο τον έρχου» που σε ώρες μεγάλης αϋπνίας ονειρεύτηκε (στη Μαρία Νεφέλη). Στον Ελύτη, ο οποίος «εκφράζει έναν λυρισμό υψηλών ταχυτήτων», όπως είπε πρόσφατα ο Δημήτρης Καλοκύρης (δες Φράκταλ, 24/06/2025, Συνέντευξη στην Ασημίνα Ξηρογιάννη), προσφεύγει συχνά ο Αλισάνογλου. Ίσως είναι ο μέγας λυρικός, ο τελευταίος των μεγάλων λυρικών, εκείνος που αναμετρήθηκε με τα μεγάλα μεγέθη.

Επανέρχομαι, λοιπόν, στη Γοτθική βραδιά του Αλισάνογλου, η οποία έχει κάποιον χρονολογικό δείκτη -Οκτώβρη του 2023- όταν «βουβό περνάει το κοράκι»,  και κάποιους τoπικούς –την Επανομή, τη λίμνη Βόλβη, το Παρίσι, το Berlin, το Σέιχ Σου στην ομίχλη- (όλα φέρουν κάτι από τη βαριά ατμόσφαιρα θανάτου, φαντασμάτων, γοτιθικών εκκλησιών, ανεξιχνίαστων εγκλημάτων, ωστόσο αυτοί οι δείκτες δεν είναι παρά οι πραγματολογικές άκρες ενός φάσματος που κινείται διαρκώς μεταμορφούμενο παντού και κυρίως μέσα στα όνειρα του ποιητή∙ πάντα ελκυστικό, όμορφο, παράξενο και επιθυμητό έως θάνατου. Κι αυτός ο θάνατος –ο μαύρος θάνατος–  έρχεται και επανέρχεται, σαν μοτίβο υπενθυμιστικό- κι ο ποιητής είναι μόνος κι αυτή είναι άλλη μια έννοια που επανέρχεται.

Το τραύμα του πάχοντος προσώπου φαίνεται μεγάλο,  η βλάβη ανήκεστη και ο θρήνος έχει κάτι από την ανάμνηση όση μπορεί να υπάρχει από το τώρα και πίσω και πιο πίσω.

Τα ποιήματα –ένα ποίημα στην ουσία- είναι μια εξομολόγηση ψυχής σε μια άλλη ψυχή που έφυγε και πια δεν είναι εκεί, δεν είναι εδώ, ή δεν υπήρξε παρά μόνο στα όνειρα του ερώντος ποιητή, στη φαντασία μιας νύχτας που τελικά αποδείχτηκε πως δεν ήταν βαρετή, αντιθέτως ιδιαιτέρως ενδιαφέρουα γιατί του έδωσε την ευκαιρία να ξετυλίξει μια πλούσια γκάμα συναισθημάτων, ένα πάθος για κάτι οριστικά χαμένο ή επαπειλούμενο, μια ανάμνηση ολοζώντανη.  Γιατί, εκεί όπου κυκλοφορούσε «Εκείνη», τώρα υπάρχει ένα τεράστιο κενό, γεμάτο από αναμνήσεις. Μια αντίφαση που ωστόσο ισχύει και στον λογικό κόμσο :

 

«Λυγίζεις μες στη λευκή παπαρούνα», «ο έρωτάς μας σήμαινε πολλά», «σκιάχτρα στο φθινοπωρινό μας τοπίο έρχεται ο κούκος», «Ζώντας με την αίσθηση ότι ανήκουμε στην αγάπη», «φτιάξαμε λεξιλόγιο αστραπής και λαμπρότητα βροντής/ κώδικα δικής μας φυσικής», «φιλιόμαστε την αυγή στα σκοτεινά –σαν περήφανοι λύκοι», αλλά ξεπροβάλλει πάλι και πάλι ο «ο μαύρος θάνατος»,  «Το καλοκαίρι φεύγει κι ο έρωτάς σου μαζί».

 

Εκεί που κάποτε κατοικούσε η αγάπη εκεί τριγυρίζει ο ποιητής. Ο ποιητής εκφράζει λατρεία, δεν δίνει χαρακτηριστικά, δεν ξέρουμε αν απευθύνεται σε άνθρωπο ή σε ιδέα. Θυμίζει θα λέγαμε κάτι από Άσμα Ασμάτων, αλλά κυρίως  το Μονόγραμμα, τη Μαρία Νεφέλη του Ελύτη  και όλον τον Ελύτη,  σε μια διάχυτη ατμόσφαιρα όπου «Εκείνη» είναι μια διάφανη παρουσία από εικόνες αμαδρυάδας, εξαίσιου πλάσματος, ξωτικού, γυναίκας σε ώρα ερωτικής διέγερσης… «τα μάτια σου είναι πράσινο-πιτσιλωτά/ Σαν ένα ζευγάρι πρόσχαρα δαλματικά σκυλιά», «πράσινα μάτια σβόλοι», «κέδροι ερυθροί τα ζουμερά σου χείλη», «Τα κόκκαλά σου θαμμένα, καλάμια που φυσάνε πνοές των νεκρών», «βουβό περνάει το κοράκι μέχρι τέλους».

Και θα επανέλθω στις αναφορές στον Οδυσσέα Ελύτη, με αφορμή  το ποίημα της σελίδα 25 με τίτλο, αν μπορούμε να πούμε πως είναι τίτλος η εντός αγκύλης πρόταση: «Το κενό είναι ο τελικός σκοπός αυτών των λέξεων», από όπου απομονώνω τους ακόλουθους στίχους:

Χάραμα στο ξωκλήσι της Βόλβης, ο Αλισάνογλου. Πρωί στο Ναό της Μοσχοφόρου, ο Ελύτης.

Είπα να γίνει επιτέλους αληθινή σαν κύκνος η ωραία Ζωή,  ο Αλισάνογλου. Λέω να γίνει αληθινή /σαν δέντρο η ωραία Μυρτώ, ο Ελύτης.

Φωτίζοντας ίσια στα μάτια τον δολοφόνο μου/να στραφεί στο κενό/ Έστω για λίγο, να υπάρξουμε πάνω απ’τους ατμούς και το θειάφι που αχνίζει στο νερό» ο Αλισάνογλου.  Κοιτάζοντας. ο Ελύτης και στη συνέχεια

τους ατμούς που ανεβάζει το θειάφι της θάλασσας (Από τη συλλογή Εφτά Μέρες για την αιωνιότητα).

Κι ακόμα ένα ποίημα σε μικρή απόκλιση από ποίημα του Ελύτη, στη σελίδα 29, όπου ο ποιητής δηλώνει εντός αγκύλης [απόγευμα με τον Οδυσσέα Ελύτη] και αλλάζει μερικές μόνο λέξεις ή προσθέτει κάποιες… στο ποίημα «Μ. Σάββατο, 25β» από το Ημερολόγιο ενός αθέατου Απριλίου.

Παραθέτω το ποίημα του Αλισάνογλου και τονίζω τις «πειραγμένες» λέξεις και υπογραμμίζω αυτές που προσθέτει

Αλισανογλου:

Πάλι με στην κοιλιά του ονείρου  η Ζωή

Το λευκό εκείνο σύννεφο που ανεβάζει κάπνες

Όπως μορφές επάνω σε ναυάγιο

Χαμένοι αυτοί που πιάνονται από τ’ άπιαστα, τα άστρα

Όπως εγώ κάποτε τ’ Άη Γιώργη ανήμερα

που πήγα να παραβγώ μ’ αλόγατα όρθια

Και θωρακοφόρους, και μου χύθηκε όλη, όξω απ’ τη γη,

Η ερωτοπαθής ψυχή μου, η ζωή.

 

*

Ελύτης:

Πάλι μες στην κοιλιά της θάλασσας το μαύρο εκείνο σύννεφο

που ανεβάζει κάπνες

όπως φωνές επάνω από ναυάγιο

Χαμένοι αυτοί που πιάνονται από τ’ Άπιαστα

Όπως εγώ προχθές του αγίου Γεωργίου ανήμερα

που πήγα να παραβγώ μ’ αλόγατα όρθια και θωρακοφόρους

και μου χύθηκε όλη, όξω απ’ τη γης, η ερωτοπαθής ψυχή μου.

 

Ο Αλισάνογλου έπαιξε τις δικές του παραλλαγές πάνω στο ποίημα του Ελύτη, φωτίζοντας λίγο αλλιώς το δικό του όραμα, το οποίο όμως κινείται πάνω στην ίδια ιδέα, διάθεση και λυρική τόλμη. Θα έλεγα πως μοιάζει με ένα σκάκι, όπου ο κάθε ποιητής παίζει με τα δικά του παραπλήσια πιόνια ή (μια τρελή ιδέα που μου έρχεται) το πράγμα μοιάζει με το σκάκι που παίζει ο ιππότης με τον θάνατο στην ταινία του Μπέργκμαν. Δεν έχει σημασία ποιος θα νικήσει – ο ανίκητος θα νικήσει-  αλλά η αναμέτρηση είναι που μετράει…. Σαν να έχω μπροστά του το ποίημα του Ελύτη «Σολωμού συντριβή και δέος», όπου διεξάγεται μια άλλη τελείως άτυπη μονομαχία … κι εκεί πάλι νικάει ο παλαιότερος. Ή ο Σολωμός στέςκει με δέος μπροστά  στη σκιά του  Όμηρου… και η ζωή χάνεται μέσα σε κάπνες ή ατμούς ή σύννεφα και η ημέρα είναι σημαδιακή, του Αγίου Γεωργίου του Τροπαιοφόρου ανήμερα, εκείνου που σκοτώνει τον δράκοντα και λυτρώνει την πριγκίπισσα ή αντιμάχεται υπέρτερες δυνάμεις και χάνει… ας μην παραβλέψουμε πως ο ποιητής είναι Γιώργος και γιορτάζει και … προχωρώ με προβληματισμούς, απορίες και ερωτήματα που απάντηση δεν έχουν, όπως ποιος είναι ο αποδέκτης των τρυφερών αναμνήσεών του, εκτός από τον αναγνώστη που διαβάζει; Τι συμβαίνει με την ποικιλομορφία των τίτλων; Την μορφική ποικιλία των ποιημάτων; Μικρά μεγάλα μέγιστα, ελάχιστα, χάικου, π.χ.;

Το τελευταίο ποίημα, μια ακόμα επιβεβαίωση για την αγάπη του προς Εκείνην, καταλήγει στη λέξη Still_ (κάτω παύλα), επόμενη σελίδα λευκή και στο τέλος της σελίδας ευθεία γραμμή  à la bien aimée Zoé  (στην πολυαγαπημένη Ζωή).

 

Στη σελίδα 16 ο στίχος: [Without you I am nothing.. strange infatuation…] από το ομώνυμο τραγούδι του  David Bowie. (χωρίς εσένα είμαι τίποτα, μια έμμονη ιδέα). Στη σελίδα 17: ο στίχος από το «Raven»  (Το Κοράκι) And the Raven never fliting, still sitting(και το κοράκι ποτέ δεν πετάει, στεκεται ακόμα). Στο τέλος του βιβλίου μια σελίδα με δεκαπέντε soundtrack για ψαγμένους ακροατές.

Συμπεραίνω, εν πλήρει συγχύσει, πως δεν μας δίνει όλα αυτά τα στοιχεία ο ποιητής έτσι χωρίς λόγο, επειδή μια νύχτα βαριόταν και ο ύπνος του έπαιζε περιφρονητικός – Και όλα τα τεχνάσματα… Άρα τεχνάσματα ήταν όλα για να κάτσει και να  γράψει μερικά ποιήματα για κάτι άπιαστο, που υπήρξε ή δεν υπήρξε, και συνομίλησε με μεγέθη μεγάλα, πολέμησε με εχθρικές δυνάμεις, αλλά ακόμα παραμένει εδώ. Και η πολυμορφία της ποιητικής γραφής, μάλλον αποτέλεσμα μεγάλης ψυχικής ταραχής είναι, κι εκείνο το Still_  αλλά και το τελικό à la bien aimée Zoé  και τέλος και το κοράκι που περιμένει ακόμα ακίνητο και δεν φεύγει, όλα δείχνουν με τον τρόπο τους μάλλον πως οι δυνάμεις της ζωής αποφάσισαν να κάνουν ανακωχή και η bien aimée Zoé  είναι μέγα αγαθό και πρώτο, όπως μας είπε ο Σολωμός.

Ο Αλισάνογλου –η ιδέα μου είναι- πως σκηνοθέτησε μια γοτθική νύχτα για να μιλήσει με όρους παρελθόντος για κάτι που απαξιώνεται σήμερα αλλά εξακολουθεί να είναι για το όμορφο ρόδο και δεν μπορώ παρά και πάλι να θυμηθώ ένα στίχο του Ελύτη από τα Ελεγεία:

Από μικρό το θαύμα είναι λουλούδι και άμα μεγαλώσει θάνατος

Το γοτθικό ρόδο είναι θάνατος, είναι το ρόδο της μοίρας του Γιώργου Σεφέρη που και εκείνο γύρευε να μας πληγώσει… Είναι ίσως  όλα όσα ο νους του αναγνώστη βάζει και όλα εκείνα που ο ποιητής έχει μέσα του κρυμμένα και δεν τα βλέπουμε. Όμως την ατμόσφαιρα πολύ καλά τη σκηνοθέτησε…η γοτθική του νύχτα υπήρξε παραγωγική και ο αγώνας της αγάπης του γόνιμος.

Και κάτι ακόμα∙ η συλλογή έχει λευκό εξώφυλλο με κεφαλαία  μαύρα γράμματα, σαν τις ταφόπλακες. Από μέσα όμως, αυτό το ίδιο εξώφυλλο,  κρύβει μαύρες υψικόρυφες απολήξεις των γοτθικών ναών της Δύσης… γι’ αυτό τα ποιήματα της συλλογής μόνο μέσα στο περιτύγλιγμα  μιας γοτθικής νύχτας θα μπορούσαν να γραφτούν… και εντέλει, μήπως ό,τι έχουμε, λόγω μόδας, απορρίψει, είναι καλά κρυμμένο μέσα μας και ζητάει να βγεί στο φως;;;

 

 

 

   Ανθούλα Δανιήλ

 

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.