Γράφω ποίηση γιατί έτσι μετατρέπω τη χρυσαλίδα σε πεταλούδα…
Κάπως έτσι, ανάμεσα σε άλλα προσωπικά του, ο Γιώργος Μαρκόπουλος, μιλάει για καύτρες, μικρές φράσεις, σε κείμενα διάσπαρτα στο χάος των περιοδικών -εντύπων και εφημερίδων- που έχουν κι αυτά όχι αμελητέα ποιητικότητα, αφού ο ποιητής πάντα, ό,τι κι αν λέει κι αν κάνει κι αν γράφει κι αν νιώθει, δεν παύει να είναι ποιητής. Μια φορά ποιητής, ποιητής για πάντα…
Έτσι μικρές, φευγαλέες ποιητικές στιγμές, αναδύονται από τα ξινόχορτα της καθημερινής ζωής, ξεφεύγουν από τις συμπληγάδες και βγαίνουν στη μαύρη θάλασσα των παθών. Ποιητικές ανάσες, γεμάτες από τα παράπονα των καθημερινών ανθρώπων…
Το βιβλίο εξελίσσεται σαν Χρονολόγιο. Αρχίζει με ένα ποίημα τον Ιανουάριο του 1968, πάει κατευθείαν πάλι με ποίημα στο 1970, 1974, δύο ποιήματα το 1975, και συνεχίζει λιτά για να φτάσει μέχρι τα κράσπεδα του τώρα, στον Ιούνιο του 2023. Δηλαδή, το βιβλίο έχει ενηλικιωθεί μαζί με τον ποιητή.
Αρχίζει και τελειώνει με τους ίδιους τέσσερις στίχους:
Πέτρο με λένε. Ίδιο το όνομα του Αποστόλου.
Εκείνος είχε παιδιά δύο.
Όμως εγώ παιδιά δεν θα κάνω.
Γιατί; Δεν ξέρω γιατί;
Το «Γιατί» ίσως βρίσκει την απάντησή του στο ότι εκείνος που αναλαμβάνει μια μεγάλη αποστολή δεν έχει προσωπική ζωή. Η προσωπική ζωή του είναι οι χαραμάδες ανάμεσα σε μια στιγμή και μια άλλη, σαν τις φευγαλέες συναντήσεις των τρένων.. .
Και δεν θεωρώ τυχαίο που ο Μαρκόπουλος επέλεξε το όνομα του Πέτρου, «του Αποστόλου», ως γνωστόν: «Συ ει Πέτρος και επί ταύτη τη πέτρα οικοδομήσω μου την Εκκλησίαν και πύλαι άδου ου κατισχύσουσιν αυτής και δώσω σοι τα κλειδιά της βασιλείας των ουρανών», του Αποστόλου, δηλαδή του επιλεγμένου για ρόλο σημαντικό στη ζωή του… Ίσως γι’ αυτό δεν έκανε παιδιά, διότι και εκείνος ο Πέτρος που έκανε χρειάστηκε να τα εγκαταλείψει γιατί δεν δύναται δυσίν κυρίοις δουλεύειν. Κι ο Πέτρος ακολούθησε τον Κύριό του, γιατί το έργο αυτό απαιτεί αφοσίωση, προσήλωση και θυσία.
Όστις θέλει οπίσω μου ελθείν, απαρνησάσθω εαυτόν, και αράτω τον σταυρόν αυτού και ακολουθείτω μοι. Τούτη την εντολή έφερε σε πέρας ο ποιητής.
Στην καταγραφή του Αυγούστου 1977, υπάρχει έκδηλη μια δυσαρέσκειά, μια θλίψη… όταν σε μια ταβέρνα βρήκε παλιούς συμφοιτητές να τραγουδούν ακόμα εκείνα τα παλιά τραγούδια, να φορούν τα ίδια ρούχα, ενώ ήδη «Το ’74 η Ιστορία χυλό έκανε τα πάντα και ο χρόνος κρυφά ξερνούσε μες στον δρόμο… Τότε πως το κίνημα έκρυβε ένα φίδι στους κόλπους του… Καθίσαμε σιωπηλά κι αρχίσαμε ένα κλάμα λιγνό σαν τη βροχή…».
Αλλά και η επόμενη καταγραφή και η μεθεπόμενη μουλιασμένη στην απελπισία για τη ματαίωση του ονείρου είναι. Διαδηλώσεις, πορείες προς την Αμερικανική Πρεσβεία, χαφιέδες ανάμεσα στους διαδηλωτές.
Τα χρόνια τρέχουν. Στα 1980-1989 τον βρίσκουμε να μιλάει με τρυφερότητα για το έργο του εικαστικού και πολύπλευρου Φαίδωνα Πατρικαλάκι, που με τα έργα του έδωσε ανάσα, υγεία και πνοή ομορφιάς, όχι πως του διέφυγε πως λάμπει «ένας καθαρός θάνατος».
Ένα μελέτημα για τον Μίλτο Σαχτούρη, θα καταλήξει στη θλιβερή συνέπεια της Ιστορίας, γιατί στο εργαστήριο των οραμάτων «εργάτες είμαστε όλοι, με ανταμοιβή μια επίπλαστη ευτυχία».
Στο πλάνο μπαίνει ο Αλέξης Τραϊανός που έβαλε τέρμα στη ζωή του πρόωρα και ο Μαρκόπουλος σημειώνει: «Άρχισε και η γενιά μας, είπα, να τροφοδοτεί αυτό αδηφάγο σαρκοβόρο δέντρο … και θυμήθηκα απουσίες- ποικιλότροπες και σημαντικές».
Δεν μπορώ να μη σταματήσω στην καταγραφή του 1985 και στην επίσκεψη στο σπίτι του Σεφέρη… στην αφιέρωση και μετά από λίγα χρόνια στα γεγονότα κατά την κηδεία του ποιητή, «στη λαοθάλασσα που τραγουδούσε και “Στο περιγιάλι το κρυφό” και ταυτόχρονα διαδήλωνε εναντίον της χούντας» στο ότι βρέθηκε να κρατά ένα στεφάνι και να ακολουθεί, ενώ οι αστυνομικοί μάζευαν ταυτότητες… Και σκέφτομαι τον ποιητή, τον μεγάλο ποιητή που το έργο του άλλαξε τη μοίρα μας, αλλά και τα νιάτα μου σκέφτομαι»…
Και άλλα κείμενα ευαίσθητα, σχόλια και παρατηρήσεις σε έργα καλλιτεχνών, ποιητών, εικαστικών, που μας φανερώνουν και τις άλλες όψεις του ποιητή, ο οποίος εκτός από πολιτικά ευαίσθητος, αποδεικνύεται και καλλιτεχνικά – αισθητικά ενήμερος, βαθιά ανθρώπινος, γιατί βλέπει τα απλά πράγματα και νιώθει τη μεταπλασμένη σε εικόνες ποίηση και φεύγει και πετάει και ξαναγίνονται οι εικόνες λόγια που τον μεταφέρουν ψηλά «στις θεσπέσιες εκείνες σφαίρες της έξαρσης», αποδεικνύοντας εκείνο που υποστήριζε ο αγαπημένος του Σεφέρης: ο άνθρωπος είναι μια σύνθεση από σάρκα και πνεύμα και ψυχή.
Με όσα κατέληξαν συνήθεια, γεννάται το ερώτημα γιατί πηγαίνει σε εκδηλώσεις ποιητικές, ενώ έχουν γίνει πια συρμός… Γιατί;;; Γιατί ελπίζει πως «θα βρεθεί εκείνος (έστω) ο ένας θετικός αναγνώστης … και θα δικαιωθεί ο κόπος». Όσο κι αν δεν φαίνεται η σχέση, εγώ θα τη σημειώσω. Ο ένας, ο Πέτρος, η πέτρα του αρχικού και τελικού ποιήματος του βιβλίου…
Τα καυστικά πολιτικά σχόλια δεν παύουν να επανέρχονται (Νοέμβριος, 1993). Η κριτική για τη συμπεριφορά της παλιάς «συντροφικής» παρέας, επίσης, κι άλλα σχόλια κατά εποχές που δείχνουν πως ο Μαρκόπουλος στα ίδια βήματα βαδίζει και πάει παραπέρα, σχολιάζει την καθημερινή ζωή, τα πολιτικά και την απογοήτευση, τα κοινωνικά, τα καλλιτεχνικά, ξαναθυμάται πάλι και πάλι στη φτωχή πατρίδα του αλλά γεμάτη από τις πρώτες εμπειρίες και τα αρώματα της ελληνικής φύσης, της μεσσηνιακής γης, εκείνης που επανέρχεται για να δείξει πως ο λώρος με τη μάνα γη δεν κόπηκε. Δεν κόβεται ποτέ.
Στο βιβλίο θα βρούμε μνήμες από ανθρώπους… που πέρασαν δίπλα του και άφησαν το άγγιγμά τους, τον ήχο της φωνής τους, το χρώμα της ζωγραφιάς τους, τον στίχο του ποιήματός τους, το άρωμα από λουλούδια φυτά και βότανα, το βλέμμα στη ζωή το αλλιώτικο και σημαίνον.
Οκτώβριος 2006, επίσκεψη στον Οδυσσέα Ελύτη, η συζήτηση με τον ποιητή, το Άξιον Εστί. Ο Τάσος Λειβαδίτης. 2010, μετάφραση στα Γαλλικά. Μια ζωή γεμάτη ονόματα, επιφανών και μη, δεν ξεχνάει κανέναν.
Ο Μαρκόπουλος, κι αν έχασε «το αγέρωχον της νεότητος», όσο κι αν οι κινήσεις του έγιναν «χειρονομίες ανθρώπου ανεπανόρθωτα πληγωμένου», όσο και αν το σώμα καταλαβαίνει ότι «και η επανάσταση ακόμα κρυώνει όταν είναι έξω από μας», δεν σταματά… παρατηρεί, σχολιάζει, κρίνει. Το βιβλίο του αυτό είναι μνήμη, κριτική ηθών και χαρακτήρων, βιβλίων και έργων τέχνης. Είναι, κυρίως, αγάπη για όλους. Στο ορίζοντά του βλέπει ότι τα «φωτάκια της απόσυρσης ανάβουν τη στιγμή αυτή στα μάτια στα μαλλιά της σαν δυο μικρά μοναστήρια αντικριστά σε πράσινο βουνό». δεν έχει σημασία ποια είναι αυτή για την οποία το έγραψε. Είναι αυτός, η Ελλά, η πατρίδα, η δημιουργία, το χρέος στη ζωή.
Ο Μαρκόπουλος, σ’ αυτό το βιβλίο το μη ποιητικό, αλλά πεζό ποιητικό βιβλίο, βγάζει στο φως την ψυχή του, ολοκληρώνοντας την εικόνα του ανθρώπου που θέλει να τα αφομοιώσει όλα. Υλικό μήτρα που θα μπορούσε να αναλυθεί ή να πυκνώσει σε πολλά ποιήματα… αν και έχει ήδη γίνει… Αναγεννησιακός και σύγχρονος, συγχρόνως.
Τα πάντα με την πατίνα μιας λάμπουσας θλίψης που οι αγώνες ούτε τώρα δεν δικαιώθηκαν… Κι όμως επειδή πρέπει να υμνολογούμε τη ζωή που μας δόθηκε, ας πούμε, πως παρά τα βάσανα της σάρκας και του πνεύματος, καλά έζησε και ζει και πειράζοντας τον στίχο του λίγο καταλήγω:
Τις μέρες του δεν τις έκαψε σαν σπίρτο που δεν είχε τσιγάρο ν’ ανάψει …
Το εξώφυλλο του Προκόπη Μαρκόπουλου είναι η σύνοψη των πάντων.
Ανθούλα Δανιήλ