Το δίδυμο Γάκης Κραουνάκης είναι αχτύπητο, το είδος και το ύφος αναμενόμενο. Στον ρόλο της κεντρικής ηρωίδας, της Ραραού, η Υρώ Μανέ, μια γυναίκα καρικατούρα, που ζει μεταξύ φαντασίας και πραγματικότητας τον πόλεμο, την κατοχή και την απελευθέρωση, τη δικτατορία και τη μεταπολίτευση, χωρίς στην ουσία να αλλάζει τίποτα στο χώρο. Μόνο ο Χρόνος ο οποίος δεν γιατρεύει πάντα, όπως συνηθίζουμε να λέμε, απλώς κατακαθίζει ο βούρκος, σαν το κατακάθι του ελληνικού καφέ. Αν το αναδεύσεις θα υποστείς τις συνέπειες και αυτές θα τις βρει μπροστά της η Ραραού, όταν θα κληθεί να μιλήσει για τη ζωή της… Εκείνη σηκώνει το καπάκι κι ελευθερώνει τις αναθυμιάσεις.
Ο άντρας, στον οποίο αφηγείται τη ζωή της, είναι το άλλοθι για την εξομολόγησή της για να μιλήσει για τις συνθήκες που διαμόρφωσαν τον χαρακτήρα της. Όλα συνέπεια ενός περιβάλλοντος προβληματικού, μέσα στο οποίο χάνονται τα καλά, διαστρεβλώνονται τα δρώμενα, τιμωρούνται τα αναγκαία, σαν να ξεχνάει ο ίδιος ο ανελεήμων λαός και περίγυρος πως όλη η ζωή είναι ένα δούναι και λαβείν και για να ζήσεις και να μην πεθάνεις, πρέπει να πληρώσεις.
Η Ραραού, λίγο αφελής, λίγο έξυπνη, ειλικρινής ωστόσο, με λόγο παραληρηματικό χιουμοριστικό, κάνει το κοινό να γελάει συνεχώς εκεί που κανονικά θα έπρεπε να κλαίει. Η Ραραού δεν είναι μια γυναίκα, αλλά η Ελλάδα που πάνω της ασχημονούν οι πάντες, οι ξένοι κατακτητές, οι όποιοι πατριδοκάπηλοι και τα θύματα, όπως οι αφελείς ονειροπόλοι, οι εύπιστοι, οι προσβλέποντες πάντα στο καλό. Ο Μάτεσις έπλασε τη Μητέρα του Σκύλου -σκύλος είναι η Ελλάδα που γαυγίζει για λίγη αγάπη και αναγνώριση. Μακρινός απόηχος αλλά υπαρκτός ο σεφερικός ανάλογος στο πάρκο του Α΄. Hampstead, «ένα σκυλί/ ξεχασμένο /που γαβγίζει/ μοναχό /και γυρεύει τον αφέντη του/ ή τη δευτέρα παρουσία /ή ένα κόκαλο».
Η Ραραού θέλει να γίνει θεατρίνα, έχει συμφιλιωθεί με τον θάνατο -αφού και η Μαίριλιν Μονρόε πέθανε, ποια είναι αυτή που θα γλιτώσει- και ζει με την αυταπάτη του θεάτρου, το οποίο θα δώσει μια άλλη διάσταση στην άθλια ζωή της. Εξομολογούμενη όμως τα δικά της είναι σαν να μιλάει η Ελλάδα όχι εκείνη που διαβάζουμε στα βιβλία και υπερηφανευόμαστε για την αρχαία καταγωγή μας, αλλά η άλλη, η ζητιάνα, η γελοιογραφία της αρτίστας, η κλόουν, η κακομοίρα, η εξαθλιωμένη, η κατ’ ανάγκην εκπορνευμένη, η αφελής, η σε όλα δικαιολογημένη, εκείνη που τα αντέχει όλα και τα δικαιολογεί όλα, γιατί έτσι προχωράει η ζωή και έτσι επιβάλει η Ανάγκη με την έννοια που έχει στην τραγωδία.
Ο Μάτεσις, όπως σε όλα τα έργα του, αφαιρεί το φίλτρο για να δούμε την αποκαθήλωση των καθιερωμένων αξιών όπως τις διδαχτήκαμε. Πατρίδα, θρησκεία, οικογένεια, θεσμοί, ιδέες. Όλα υπάρχουν στο έργο για να ανατραπούν. Να αποκαθηλωθούν, να αναποδογυριστούν, να δούμε την ανάποδη εκείνης που ξέραμε ως καλή. Κι όμως πίσω από κάθε τι «κακό» υπάρχει και καλό. Ο καλός Ιταλός με το αζημίωτο, η σύνταξη του λιποτάχτη πατέρα που χωρίς αυτήν δεν θα είχε επιβιώσει… Ανάγκα και θεοί πείθονται, έλεγαν οι αρχαίοι μας και πρώτοι διδάξαντες και το επαναλαμβάνει η ηρωίδα μας, κυνικά όχι από πρόθεση αλλά από ειλικρίνεια:
Έθνος τι θα πει δεν γνωρίζω, ούτε το είδα ποτέ αυτό το λεγόμενο έθνος. Αντίθετα είδε τη διαπόμπευση της μάνας της και των άλλων γυναικών που έκαναν σχέσεις με τους εχθρούς για να μην πεθάνουν τα παιδιά τους απ’ την πείνα. Μετά τον πόλεμο όμως οι εθνικόφρονες και σεμνότυφοι κούρευαν τις γυναίκες που πρόδωσαν την πατρίδα και αμάρτησαν… Ωστόσο, όπως λέει η γυναίκα, αυτό που έκανα δεν είναι αμαρτία και «δεν φοβούμαι τίποτε άνωθεν να με τιμωρήσει, διότι αν υπήρχε, πώς δε με βοήθησε στην ανάγκη μου; Μόνο δια να τιμωρεί υπάρχει αυτό το άνωθεν; και κατέληξε στο «Άρα δεν υπάρχει». Έτσι σκέφτηκε η ηρωίδα και κατάργησε το δογματικό «σκέφτομαι, άρα υπάρχω» του Kαρτέσιου. Έχει και ο κοινός λαός το δικό του cogito.
Ο συγγραφέας σχολιάζει.
Σκηνές εξόχως τραγικές: Η μάνα που στον παραλογισμό της βλέπει το παιδί της σαν σκυλί που γαυγίζει και την ζητάει…
Η μάνα που έκοψε τη σημαία να την κάνει εσώρουχα για τα παιδιά.
Το εθνικό και συνάμα ιερό σύμβολο που απομυθοποιείται, προσβάλλεται, αλλά όμως είναι σε κάτι χρήσιμο για να μην πεθάνουν τα παιδιά από το κρύο…
Η γυναίκα/οι γυναίκες που μεταφέρουν πολεμοφόδια στους αντάρτες.
Η γυναίκα που δεν πιστεύει σε κανένα θεό γιατί αν υπήρχε θα βοηθούσε.
Ο παπάς που κατανοεί, ωραία φιγούρα, σαν τον Παντελή Ζερβό στη Μανταλένα που παρεμβαίνει εκείνος στα θαύματα που δεν κάνει ο Θεός.
Ο πολιτικός, με τις υποσχέσεις στον αέρα, που μας θυμίζει τον «βουλευτή Καλοχαιρέτα».
Ο σύζυγος και πατέρας που λιποτάκτησε και δεν ξαναγύρισε, αλλά ζει αλλού με άλλη οικογένεια… Όλα είναι τραγικά, όμως δίνονται με χιούμορ και κάνουν το κοινό να γελάει γι’ αυτά που διηγώντας τα θα έπρεπε να κλαις. Σ’ αυτό άλλωστε λειτουργούν σαν ανακουφιστικά ιντερμέδια και τα χαρούμενα τραγούδια του Κραουνάκη. Αποκαθηλώνοντας, βρίζοντας, βωμολοχώντας και τραγουδώντας εκτονώνουμε τόνους θλίψης… Το μελόδραμα που θα μπορούσε να είναι το έργο -μια ασπρόμαυρη ταινία του ελληνικού κινηματογράφου- μεταμορφώθηκε σε έγχρωμη γκροτέσκα, φουριόζα και σκερτσόζα επιθεώρηση. Η παράσταση μας θυμίζει Μπρεχτ. Η πρώτη αξία είναι η ζωή και το πρώτο μέλημα η φροντίδα της. Όλα τα άλλα -αξίες και θεσμοί- έπονται. Η Γλώσσα καταπέλτης στο στόμα της Ραραούς (μήπως εμπεριέχει ένα «ράους»;) …
Η Υρώ Μανέ δίνει ρέστα στον ρόλο της. Καθηλωτική με το ακούραστο λαχάνιασμά της να πει όλη την ιστορία της Ελλάδας μονορούφι και να εξηγήσει και το καθετί. Είναι η πρωταγωνίστρια στο έργο που έχει στη μνήμη της και είναι ο θίασος της, τα πρόσωπα που αναδύονται από την αφήγησή της.
Χρηστικότατο το σκηνικό, δηλωτικά τα κοστούμια, σχολιασμένες όλες οι συμπεριφορές. Τίποτα δεν έμεινε έξω από το βλέμμα του σκηνοθέτη που βρήκε πρόσφορο έδαφος στο έργο του συγγραφέα.
Η κίνηση, ο χορός η δράση αποτελούν το ανάλογο της ζωντανής αφήγησης.
Ωραιότατη παράσταση…
Συντελεστές:
Διασκευή: Υρώ Μανέ – Κατερίνα Γιαννάκου
Σκηνοθεσία: Κώστας Γάκης
Μουσική – τραγούδια: Σταμάτης Κραουνάκης
Σκηνικά: Άση Δημητρολοπούλου
Κοστούμια: Χαρά Τσουβαλά
Επιμέλεια κίνησης – χορογραφίες: Φαίδρα Νταϊόγλου
Φωτισμοί: Περικλής Μαθιέλλης
Φωτογραφίες: Ελίνα Γιουνανλή
Video promo – Αφίσα: Θωμάς Παλυβός
Βοηθός σκηνοθέτη: Νατάσα – Φαίη Κοσμίδου
Βοηθός σκηνογράφου: Χριστίνα Οικονόμου
Βοηθός ενδυματολόγου: Εύα Κουρελιά
Πρωταγωνιστούν:
Λεωνίδας Κακούρης, Σπύρος Μπιμπίλας, Φωτεινή Ντεμίρη, Νίκος Ορφανός, Κωνσταντίνος Αρνόκουρος, Γιάννης Βασιλώτος, Νικόλ Δημητρακοπούλου, Ειρήνη Θεοδωράκη, Στεφανία Καλομοίρη, Νατάσα – Φαίη Κοσμίδου, Σύνθια Μπατσή, Γιώργης Παρταλίδης
Μουσικοί επί σκηνής: Δημήτρης Κίκλης, Γρηγόρης Λάζογλου, Γιαννής Αλαγιάννης
Προβολή – Επικοινωνία: Μαρκέλλα Καζαμία
Διαδικτυακή επικοινωνία: Κωνσταντίνος Ζουρνάς | Digital.gr
Καλλιτεχνική επιμέλεια: Υρώ Μανέ
Οργάνωση παραγωγής: Αγνή Μοίρα, Χρυσαντίνα Κούλουμπου, Χαρά Μητσοπούλου
Οργάνωση γραφείου παραγωγής: Ελένη Λίλη, Βικτώρια Λίλη, Χαρούλα Λίλη
Παραγωγή: Arise Entertainment & More – ARTINFO