Θα μπορούσαμε να ονομάσουμε Πανόραμα το βιβλίο Ψηφίδες Ποίησης και Ζωής, ηράκλειο άθλο, που εκπόνησε ο Ρήσος Χαραλαμπίδης, ο γιος του ποιητή, ποιητής και ο ίδιος. Πατώντας πάνω στα βήματα του πατέρα, συνεχίζοντας τη γενιά του, χωρίς ίσως να το συνειδητοποιεί, αγγίζει το χέρι του Ομήρου. Ναι. Το άγγιγμα εμπεριέχει Σοφία και Γνώση, εν πρώτοις, Αγάπη και Αφοσίωση, και μια αόρατη ηλεκτρική ενεργεία η οποία διατρέχει 25 αιώνες ποιητικής δημιουργίας για να φτάσει στην εποχή μας· σε μας. «Ερμής και χελιδονοδρόμος», όπως θα τον αποκαλούσε ο Οδυσσέας Ελύτης, είναι ο Ρήσος και το μήνυμα που κρατεί στο χέρι είναι το έργο του πατέρα του· ο ίδιος ο πατέρας του, όπως ο Αινείας κρατούσε τον δικό του πατέρα στους ώμους, αγκωνάρι γενναίο ακρογωνιαίο της ελληνικής ποίησης, κυριολεκτικά και μεταφορικά. Από τη νοτιοοανατολική άκρη της ελληνικής γης στη μια από τις τέσσερις ορθές γωνίες της Ποίησης στην παγκόσμια κοινότητα.
Το έργο του Κυριάκου Χαραλαμπίδη είναι ήδη γνωστό. Η καταγωγή του πηγάζει από τα νάματα του πρώτου διδάξαντα και συγκινήσαντα τον κόσμο, τον Όμηρο εννοώ, του οποίου κατευθείαν απόγονος είναι ο Χαραλαμπίδης. Η γη του, η Κύπρος, είναι εκείνη που κρατά γερά στα σπλάχνα της την αρχαία γλώσσα. Τα ονόματα των κατοίκων της επίσης· και δεν πρέπει καθόλου να μας παραπλανά η πολυγλωσσία του νησιού στην επιφάνεια. Πίσω από τις φανταχτερές ποικίλες γλώσσες, η αρχαία ελληνική λέξη παίζει, τραγουδά, χαίρεται, θρηνεί.
Διαβάζοντας απλά και μόνο το Χρονολόγιό του, αρχίζοντας από το 1940 και φτάνοντας στο ευτυχές σήμερα, με όλη την τεθλασμένη πορεία της Ιστορίας, απώλειες και πίκρες, βλέπουμε και τη ζωή πλήρη κεντρισμάτων που κανένα δεν έμεινε ασχολίαστο, αμεταποίητο .
Εν αρχή ο Θεός εποίησεν ένα χαμόγελο
Ιδού ο Λόγος του Δημιουργού που αποκλείεται να μην ένιωθε την ανάσα του Σεφέρη και κείνη την παραπλανητική λειτουργία του «χαμογέλιου» του:
Κι ήταν το χαμογέλιο σου σαν έτοιμο σπαθί
δίκοπο σαν την ομορφιά. Και η ζωή γεμάτη αντινομίες.
Ο Κυριάκος Χαραλαμπίδης γεννήθηκε στη μοσχοβολισμένη Άχνα, κοντά στην Αμμόχωστο. Σπούδασε στην Αθήνα Ιστορία και Αρχαιολογία στο Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο, έχει γίνει επίτιμος Διδάκτωρ των Πανεπιστημίων Αθήνας, Θεσσαλονίκης, Αιγαίου και Κύπρου, Αντεπιστέλλον Μέλος της Ακαδημίας Αθηνών, το Πανεπιστήμιο του Παλέρμο τον βράβευσε «ως εξέχουσα προσωπικότητα των Ελληνικών Γραμμάτων (1917), έχει τιμηθεί με το Διεθνές Έπαθλο Καβάφη (1988) και το Αριστείον Γραμμάτων Τεχνών και Επιστημών της Κυπριακής Δημοκρατίας (2007), είναι ιδρυτικό μέλος της Κυπριακής Ακαδημίας Επιστημών Γραμμάτων και Τεχνών(2019)… και είναι μακρύς ο κατάλογος με τα βραβεία, με τα οποία έχει τιμηθεί: από την Κυπριακή Δημοκρατία για την ποίησή του (1973, 1977, 1982), με το Βραβείο Μερόπης Οικονόμου της Ακαδημίας Αθηνών, με το Κρατικό βραβείο Ποίησης της Ελληνικής Δημοκρατίας (1996), με το Βραβείο Κώστα και Ελένης Ουράνη της Ακαδημίας Αθηνών (2003).
Πλούσιος με όσα κέρδισε στον δρόμο, σαν τον ομηρικό και καβαφικό Οδυσσέα, προσέρχεται σ’ αυτόν τον τόμο με όλα τα αστέρια στον ουρανό να ανταποδίδουν τη λάμψη του.
Ο επιβλητικός με όλες τις έννοιες τόμος που κρατάμε στα χέρια μας οφείλεται στον ευαίσθητο για Γράμματα και Τέχνες Στέλιο Γεωργαλλίδη, Γενικό Διευθυντή της Κεντρικής Ασφαλιστικής ο οποίος διαθέτει το σημαίνον βλέμμα και την καλλιτεχνική ευαισθησία, για να χρηματοδοτήσει μια τέτοια σπάνια έκδοση. Τον σχεδιασμό και την καλλιτεχνική επιμέλεια του λευκώματος ανέλαβαν ο Πέτρος και η Αγνή Παπαπέτρου. Άξιοι όλοι!
Το μυστήριον της ύπαρξης, όπως το είδε ο πατήρ Χαραλαμπίδης «υπό λοξήν γωνίαν» καταχωρισμένο στο τόμο, έφερε εις πέρας ο οτρηρός ποιητής υιός Ρήσος Χαραλαμπίδης.
Έπιασε της ιστορίας τη ραχοκοκαλιά από την αρχή και την έφτασε στο σήμερα, γεμίζοντάς την με όλα όσα ένας αιώνας χωράει.
Πατέρας και γιος κάθισαν στο παγκάκι, κάτω από εκείνο το δέντρο σαν τη γέρικη συκομουριά που σηκώνει πια το βάρος των αιώνων της και του Σεφέρη, όταν στάθηκε στον ίσκιο της. Ο Χαραλαμπίδης κάθεται στο παγκάκι και στην πλάτη του ο τεράστιος κορμός του δέντρου και από μια μεγάλη τρύπα, σαν παράθυρο ανοιχτό, ένα κλαδί κομμένο κάθετα, έργο τέχνης της φύσης, σαν υπαινιγμός ότι το κλαδί που κόπηκε από τον βασικό κορμό στα σπλάχνα της μήτρας παραμένει (σελ. 19).
Δεν πρέπει να μας διαφύγει το κείμενο του Χαραλαμπίδη στη σελ. 24-25 με τίτλο «Η Αφροδίτη του Εξορθολογισμού», όπου αναφέρονται ι οι νεκροί που έπεσαν στο Μάλεμε της Κρήτης, όπου πολέμησε και ο πατέρας τους Κώστας Χαραλαμπίδης. Στους πεσόντες Άγγλους της Κοινοπολιτείας αναφέρονται αριθμητικώς όλοι, ακόμα και ο ένας από την Ινδία, συνολικά 1527. Αλλά οι τρεις Κύπριοι, όχι, αν και ανήκουν και αυτοί στην Κοινοπολιτεία. Οι Κύπριοι, βεβαίως, προσέτρεξαν για να βοηθήσουν την Ελλάδα, ωστόσο ούτε οι Έλληνες τους αναφέρουν και όπως λέει ο ποιητής, η ολιγωρία αυτή «φανερώνει υπνώττουσα εθνική ευαισθησία από τα αρμόδια πολιτικά κέντρα Κύπρου και Ελλάδας».
Στην ενότητα «Αποσπάσματα από κριτικές», ανάμεσα στις οποίες έχω την τιμή να συγκαταλέγεται και η δική μου, θα βρούμε συγκεντρωμένη την μία και μεγάλη γνώμη –άποψη, η οποία συνοψίζεται σ’ αυτή του δασκάλου μου στη ΣΕΛΜΕ και Μέντορά μου Κώστα Μπαλάσκα που μου τον γνώρισε, όταν μου χάρισε τον Θόλο: «Τον Κυριάκο Χαραλαμπίδη τον φαντάζομαι πάντα σαν ένα παλαιού καιρού άρχοντα, ας πούμε σαν τον κόντε Σολωμό, να περπατάει στη λαϊκή αγορά… μιλώντας μια παράξενη ελληνική γλώσσα με την “αρματωσιά της -μια- φεγγοβολή” . Μαζεύονται γύρω τα παιδιά… -Μαμά, γιατί αυτός ο κύριος μιλάει έτσι;- Γιατί είναι ποιητής και “ποιεί ποιήματα”».
Στην ίδια ενότητα, ο Διονύσης Σαββόπουλος γράφει: «Η λαλιά μας είναι ασφαλώς ένα όπλο. Υπάρχει μέσα στον ψυχισμό των ανθρώπων. Η εδώ [στην Κύπρο] λαλιά είναι ζωντανότερη. Τα γράμματα και ο τέχνες ζωντανότερα. Διότι ο μεγαλύτερος σήμερα Έλληνας ποιητής, είναι Κύπριος και είναι ο Κυριάκος Χαραλαμπίδης».
Στην ενότητα «Αλληλογραφία με τον ποιητή», με επιμέλεια του Ρήσου Χαρίση, στην πρώτη και χαρακτηριστική παράγραφο βρισκόμαστε μπροστά σε μια αποφθεγματική ρήση του ποιητή:
«είναι ιδιότροπη η ποίηση, ιδιόμορφη και ιδιάζουσα. Δεν έχει αρχή και τέλος, και για τούτο είναι επικίνδυνη. Τα ρηχά νερά της μπορούν να κρύβουν κινδύνους. Η ποιητική λειτουργία ηδονίζεται από τις αντιθέσεις, τις αντιφάσεις, τα οξύμωρα, τις ετεροπροσωπίες, την πολυσημία, το ασαφές. Και τούτο οφείλεται στο ότι η Ποίηση τα συναιρεί όλα αυτά, καθώς τα περιέχει σε βαθμό που ο εξερευνητής μπορεί να τα βλέπει, ή το κυριότερο, να τα γεννά στη φαντασία του».
Ο Ρήσος Χαραλαμπίδης αφιερώνει χώρο σε μια ειδική ενότητα, όπου μιλάει για τη σημασία της αλληλογραφίας μέσα από τα ποιήματα, π.χ. «Γράμμα στον Κύριο Τάκη Παπατσώνη ποιητή», αλλά και άλλα γράμματα προς άλλα πρόσωπα, ακόμα και «Για την πόλη που ψήφισε κείνους που την φέρανε ίσαμε εδώ». Ή ακόμα το γράμμα –ποίημα «Μάρκος τω Κωΐντω χαίρειν» κα «Κόιντος τω Μάρκω χαίρειν», αλλά υπάρχουν και άλλες απλές καθημερινές όπως είναι οι επιστολές σχεδόν ή περίπου 20, μεταξύ των οποίων: του Ν.Δ. Τριανταφυλλόπουλου, Ν. Πεντζίκη, Παντελή Μηχανικού. Στο αρχείο υπάρχει και η απάντηση της φίλης Αγάθης Γεωργιάδου, Δρ Φιλολογίας, συγγραφέως και κριτικού Λογοτεχνίας, η οποία, μεταξύ άλλων γράφει: «… Μελαγχόλησα … γιατί ενώ ο ποιητής πασχίζει με όσα διαθέτει να μεταγγίσει κάτι από την προσωπική του ουσία, εμείς -οι μη ποιητές- συχνά εισπράττουμε μόνο το ψωμί και το κρασί (και όχι τον άρτον και τον οίνον)», οριοθετώντας την απόσταση ανάμεσα στην πραγματιστική και τη θεία ουσία.
Σε απόσπασμα από την επιστολή του Αλέξανδρου Ίσαρη προς τον Χαραλαμπίδη διαβάζουμε «…Πιστεύω πως συνδυάζεις με τρόπο μοναδικό δύο τελείως ετερόκλητα στοιχεία: αυτό του παραδοσιακού μεγάλου, “γεννημένου ποιητή”, όπως αυτός εμφανίστηκε ας πούμε στη Γερμανία το 18ο και 19ο αιώνα (στο μυαλό μου έχω περισσότερο τον Χέλντερλιν) και αυτό του εντελώς μοντέρνου, σύγχρονου ποιητή, με απροσδόκητα σχήματα και τις συνεχείς γλωσσικές εκπλήξεις. Και πίσω απ’ όλα αυτά, υπάρχει ένας στοχαστικός νους που φιλοσοφεί και παρατηρεί αδιάκοπα. Όλα αυτά τα χαρίσματα λείπουν απ’ τους ποιητές του καιρού μας».
Η Χρυσούλα Γιαννίκη σε μια επιστολή της και με αφορμή τη διδακτορική διατριβή που εκπονεί γράφει στο ποιητή μια φράση –στίχο του, ο οποίος της έγινε μότο ζωής, όπως λέει: «πνίγεται στα ρηχά η ψυχή και στα βαθιά βαθαίνει». Εγώ εδώ σκέφτομαι τον Γιώργο Σεφέρη: «Η σκοτεινάγρα του βυθού ξεχνιέται στον αφρό». Ε! αυτή η «σκοτεινάγρα» είναι τα βαθιά και απρόσιτα στην κατανόηση, ενώ ο αφρός είναι η επιφάνεια που μόνο αντιλαμβανόμαστε, χωρίς να βλέπουμε τι χαμός γίνεται στον βυθό.
Η ποιήτρια και ακαδημαϊκός Κική Δημουλά καταθέτει μάλλον το ωραιότερο θραύσμα Ποίησης: «Χαιρετώ την Κύπρο, που από την κόψη σου την γνωρίζω. Εις βάθος επομένως. Και θα είναι χοντρό ψέμα, ότι ξέρω να την ανακαλύψω σε άλλον θαυμάσιο κατατοπιστικό χάρτη, εκτός απ’ αυτού της ποίησής σου. Της οποίας τα μη κατεχόμενα από φιλαργυρίας ύδατα, γενναιόδωρα πότε πότε εισχωρώ και στης δικής μου ταπεινότητας τα ύδατα –τα υπ’ αυτής κατεχόμενα- και σαν θαύμα τα απελευθερώνουν…».
Ο Καθηγητής Γιώργος Μπαμπινιώτης σχολιάζει τη δοκιμιακή γλώσσα του Χαραλαμπίδη ως εξής: «και στον δοκιμιακό και λοιπό λόγο σου γίνεται αισθητή η δύναμη της σκέψης σου, η κριτική-διεισδυτική ικανότητα και η ποιητική ευαισθησία σου». Σε άλλη επιστολή, ο Μπαμπινιώτης τοποθετεί τον Χαραλαμπίδη πλάι στον Σεφέρη και τον Ελύτη, αξιοποιώντας τα λόγια του ίδιου του Χαραλαμπίδη για τη γλώσσα, από όπου αποσπώ τα ακόλουθα: «η στερεομετρική ελληνική γλώσσα προσέδιδε στις αφηρημένες έννοιες σωματική υπόσταση, κλασική διαύγεια και καθαρότητα, μια διαφάνεια που πατούσε στη γη … Τα αρχαία ελληνικά έχουν θεραπευτικό χαρακτήρα. βελονίζουν το πνεύμα, διεγείρουν και οξύνουν. Οι λέξεις … είναι πράγματα ζωντανά, που ανταποκρίνονται σε μια εξωτερική και εσωτερική αισθητική. Εκλεπτύνουν τη διάκριση, μας αξιώνουν να βλέπουμε τις “μεγάλες ουσίες” που πάλλονται μέσα τους. Συγκρίνετε ανάμεσα στις λέξεις: όπως πύλη και πόρτα, οδός και δρόμος, πυρ και φωτιά, οφθαλμός και μάτι, οίνος και κρασί, άρτος και ψωμί, υετός και βροχή, έαρ και άνοιξη. Και μόνο η αναφορά των αρχαίων λέξεων είναι φιλοκαλία του πνεύματος, φωνή λεπτής αύρας που αντιδονεί, θα έλεγες, στοιχεία υπερκόσμιας ενέργειας»· και μια και ο Καθηγητής μνημόνευσε τον Ελύτη ας το θυμηθούμε κι εμείς:
«Μια γλώσσα όπως η ελληνική όπου άλλο πράγμα είναι η αγάπη και άλλο πράγμα ο έρωτας· άλλο η επιθυμία και άλλο η λαχτάρα· άλλο η πίκρα και άλλο το μαράζι· άλλο τα σπλάχνα κι άλλο τα σωθικά…».
Ο Χαραλαμπίδης αναφέρθηκε σε συγκεκριμένες έννοιες, ο Ελύτης σε αφηρημένες· και οι δύο όμως στην υπέρβαση του προφανούς και στο ακράγγιγμα του αοράτου στόχεψαν.
Ακραγγίζοντας κι εγώ τη σκέψη του και τον υψηλό του λόγο, συλλέγω θραύσματα, όπως το ότι όσο περνούν τα χρόνια βαθαίνει στο υπαρξιακό βίωμα του ανθρώπου, ότι ο πραγματικός ποιητής «ταυτίζεται με τον βαθύτερο λόγο της βαθύτερης πραγματικότητας», ότι η ποιητική διαδικασία είναι το άγγιστρο με το οποίο συλλαμβάνει κάτι από το μυστήριο, ότι ο ποιητής «χύνει φως στα άκρα της συνείδησης». Γιατί δεν είναι ποίηση η ασχήμια, η μικρότητα, το ψεύδος, η ευτέλεια, ο θάνατος.
Φυσικά μιλάει πάλι και πάλι για τη γλώσσα, η οποία στον χώρο τον ελληνικό ταυτίστηκε με την ελευθερία. «Μήγαρις έχω τίποτες άλλο στο νου μου, πάρεξ ελευθερία και γλώσσα;», ρωτά ο Σολωμός και του αποκρίνεται ο Ελύτης: «Μονάχη έγνοια η γλώσσα μου στις αμμουδιές του Ομήρου»· «η γλώσσα είναι η καταφυγή και η σωτηρία», λέει ο Χαραλαμπίδης και θυμάται τις τόσες και τόσες επιστρώσεις πάνω της, από τον 14ο αιώνα π. Χ. «Στην Κύπρο… κρατήσαμε την ελληνική λαλιά μας», παρά τις περιπέτειες.
Η περιπέτεια είναι μια λέξη που έρχεται από την τραγωδία… κι ο ποιητής σε μεγάλο μέρος αυτού του βιβλίου ασχολείται με το μέγα ΤΡΑΥΜΑ πάντα και πολύ σοβαρά. Δεν μπορώ να μην αναφερθώ στο ποίημα
«Το μίζαρον»
Είχα, λαλεί μου η μάνα μου, έναν μίζαρον
φερμένον ’που τον ΄Αην Τάφον, μες στ’ αρμάριν.
Εθώρουν το τζι εσαίρουμουν. θα ’σ σέπαζεν
εις το θαφκειόν το σώμαν μου τζαί θα ’σεν
ρούχα της φορεσιάς της η ψυσή μου.
΄Ηταν του Μάη τριαντάφυλλα
τ’ Αούστου μήλα κότσινα,
μα ‘ρτασιν ούλλα πούκουππα
γοιόν τα στρουθθκιά επετάσαμεν
δκυό κλάτσες παραδκιάνταλες
μάγκουμου ’εν εξόρτωσα
να πιάω, επολειφτήκαμεν
την κούππαν του νερού.
Λιοβούττιν . ποτιτσίρωμαν –
εχάσαμέν τα ούλλα
τζαι το μίζαρον.
Ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης του έγραψε κάποτε: «Καλό μου παιδί, μην παίρνεις τόσο πολύ σοβαρά τον εαυτό σου!». Προεκτείνοντας αυτή τη σκέψη, ο Χαραλαμπίδης θυμήθηκε τον Αϊνστάιν που έλεγε πως αν «Αν στην αρχή μια ιδέα δεν φαντάζει τρελή, τότε δεν υπάρχει ελπίδα γι’ αυτή». Και ο Καμύ πάλι αναρωτιόταν «Ν’ αυτοκτονήσω ή να κάνω καφέ;» και φυσικά δεν αφορά τον καφέ το δίλημμα του. Αλλά και από τους τρεις –Πεντζίκη, Ανιστάιν, Καμύ- προκύπτει ένα και πολύ ουσιαστικό: ο Χαραλαμπίδης κάνει γενναία βουτιά στα άγνωστα και στα σκοτεινά για να τα γνωρίσει και να τα φωτίσει. Η αρχαία μυθολογία του δίνει την κλείδα και ξέρει πάρα πολύ καλά προς τα πού να την στρέψει, γιατί έχει πάρει σοβαρά τον ρόλο του. Γεννήθηκε μ’ αυτόν στο DNA του…
Θα ήταν ματαιοπονία να πιστέψω πως σε μια βιβλιοπαρουσίαση θα μπορούσα να αναφερθώ σε όλα όσα λέει ο ποιητής σ’ αυτή τη Βίβλο, τη Βίβλο με την κυριολεκτική σημασία της λέξης που δεν απέχει και πολύ από την άλλη με τη θρησκευτική της σημασία.
Θα κάνω αυλαία, λοιπόν, με τα συμπεράσματά μου:
Κανένας δεν γράφει σήμερα όπως ο Χαραλαμπίδης, κανένας δεν μετουσιώνει τον αρχαίο μύθο στη σύγχρονη ζωή, όπως ο Χαραλαμπίδης, κανένας δεν εκσυγχρονίζει την ομηρική γλώσσα όπως ΑΥΤΟΣ, κανένας δεν νιώθει το μαχαίρι της ιστορίας να στάζει μέσα στα έργα του, αλλά και το άρωμα της δημιουργίας επίσης. Ο κάθε «κανένας» από μας, ο κάθε ούτις οφείλει να αφεθεί για να δει τους αγγέλους στον ουρανό, να αρπάξει με τα ρουθούνια το άρωμα της Κύπριδας Αφροδίτης, να την νιώσει να αναδύεται μέσα του είτε τη λένε πατρίδα είτε τη λένε γλώσσα, μύθο, πραγματικότητα, ρανίδα αίμα που έρχεται από μακριά και οδηγεί στο μέλλον, Ποίηση· Ποίηση τη λένε.
Η Βίβλος που επιμελήθηκε με τόση αγάπη και αφοσίωση ο Ρήσος Χαραλαμπίδης, ο ποιητής, γιος του ποιητή, είναι ένας πανδέκτης, τα έχει όλα και τα υπερβαίνει. Και ανάμεσα σ’ αυτά που υπερβαίνει συνυπάρχουν ένα παραδειγματικό ποιητικό ανθολόγιο, εξώφυλλα των βιβλίων του, οι τίτλοι του από την Ακαδημία Αθηνών και τα Βραβεία του, μια επιλογή από άριστα εκτυπωμένες φωτογραφίες-πορτρέτα, υπομνηματισμένες με στίχους, αλλά και φωτογραφίες -τεκμήρια εκδηλώσεων και συναντήσεων με επιφανή πρόσωπα του πνεύματος, του πολιτικού και του καλλιτεχνικού χώρου, ένα πολυσέλιδο Χρονολόγιο στα ελληνικά και στα αγγλικά, και κυρίως αρώματα των Κήπων του, από όπου τα άνθη του μιλούν την ελληνική λαλιά και του είμαστε ευγνώμονες για όσα μας προσφέρει και ακόμα επειδή
Το γιασεμί δεν έλεγε καθόλου να σωπάσει
Ανθούλα Δανιήλ