You are currently viewing Ανθούλα Δανιήλ: Το τρένο στο Ρουφ, μια ιδέα της Τατιάνας Λύγαρη  

Ανθούλα Δανιήλ: Το τρένο στο Ρουφ, μια ιδέα της Τατιάνας Λύγαρη  

Στη θεατρική Σκηνή του Τρένου στο Ρουφ, η Τατιάνα Λύγαρη, που είχε και την ιδέα και χρόνια τώρα την υπηρετεί πιστά και με επιτυχία, μας παρουσίασε μέσα σε έξι έργα  την οδύνη της απουσίας αγαπημένων προσώπων, τις ανθρώπινες σχέσεις και τη μοναξιά, τα αδιέξοδα και τις εμμονές των ηρώων που δεν είναι παρά απλοί καθημερινοί άνθρωποι, δέσμιοι αυτού του «τρένου» στο οποίο βρέθηκαν επιβάτες, χωρίς οι ίδιοι να το έχουν επιλέξει. Η, μάλλον, η  τύχη έχει επιλέξει γι’ αυτούς. Πρόκειται με άλλα λόγια για το τρένο της ζωής που περνά και φεύγει, αφήνοντας πίσω της ανεπούλωτες  πληγές και τραύματα.

Στην αρχή, η Αμάντα Μιχαλοπούλου στο έργο της Αν δεις νεκρό… προσπάθησε να ερευνήσει την πανάρχαια επιθυμία του ανθρώπου να επικοινωνήσει με τους αγαπημένους του νεκρούς. Από τον Όμηρο, που πρώτος το επιχείρησε με τον Ουδυσσέα και όσα εκείνος έφερε στον πάνω κόσμο, και από τους άλλους που ανά τους αιώνες τον μιμήθηκαν,  προκύπτει ένα: η ζωή είναι μία και μόνη και επί της γης.

Η ηρωίδα του έργου, λοιπόν, βλέπει τον νεκρό αδελφό της και εναγωνίως τον ρωτά:  «θυμάσαι;». Εκείνος ψυχρός, όχι από πρόθεση, αλλά από κατάσταση, έχοντας πια περάσει το ποταμι της λήθης, δεν θυμάται τίποτα. Ούτε τη γιαγιά, ούτε τον κήπο, ούτε τις ατάκες του Τόμας Μαν από το Μαγικό βουνό που είχαν αποστηθίσει… Αν δεις νεκρό να σου μιλάει σημαίνει πως δεν υπάρχει… Είναι οι ζωντανοί, λοιπόν, που δεν μπορούν να ξεχάσουν!

 

Η Φωτεινή Τσαλίκογλου με τον Γυάλινο απόγονο επαναφέρει στο φως την ανακάλυψη του αγάλματος της γυμνόστηθης θεάς μόνο που τώρα ο  ο απόγονος του τότε αγρότη βρίσκεται μακριά, στην Ελβετία. Είναι ο   Θεόδωρος Κεντρωτάς, ο νέοτερος. Μαζί του και η  Αλίσια και το άγαλμα. Ο ήρωας έχει ερωτευθεί το άγαλμα, όπως ο Πυγμαλίων την Γαλάτεια. Και το όμορφο νησί του τον γέννησε που είναι σαν πέταλο με ξεμυαλιστικές μυρωδιές δεν βγαίνει από το μυαλό του. Σαν πλατωνική έρχεται στο νου μας η αντίληψη ότι ο χώρος είναι η απαραίτητη συνθήκη για να γεννηθεί ο έρωτας. Ο ήρωας, όπως και κάθε καλλιτέχνης δεν μπορεί παρά να ερωτευτεί μέχρι τρέλας το εύρημα ή το δημιούργημα, οπότε η σάρκα και το μάρμαρο ταυτίζονται, όπως συμβαίνει και στην ποίηση του Γ. Σεφέρη.

Ο Μάκης Τσίτας θα μας προσγειώσει στα καθημερινά με την Εκδήλωση. Δυο γυναίκες μόνες σε μια παρουσίαση βιβλίου που τελικά δεν την πρόλαβαν, πιάνουν κουβέντα. Η μία διαμαρτύρεται για την έλλειψη ενημέρωσης, η άλλη ξέρει τα πάντα για ότ,ι είδε. Για τον επιφανή τεθενώτα, που δεν θυμάται το όνομά του, για τη χήρα και τα παιδιά και θυμάται όμως με λεπτομέρειες τι περιείχε ο πλούσιος μπουφές.  Πηγαίνοντας από τη μία παρουσίαση βιβλίου στην άλλη και οι δύο, δυστυχώς δεν συγκρατούν ονόματα,  ποιος είναι ο λογοτέχνης, ποιος μίλησε, για ποιο πράγμα μιλούσε το βιβλίο, τι κατάλαβαν –δεν κατάλαβαν-  σαν ο ομιλών να απευθυνόταν  μόνο στον εαυτό του.

Η ζωή  των δύο γυναικών είναι μία συνεχής τρεχάλα από τον Ιανό στο Επί λέξει και από εκεί σε κάποιον άλλο χώρο, όπου γίνεται παρουσίαση. Είναι καλά ενημερωμένες για το πού. Για το τι όμως…

Ο Τσίτας κάνει βαθιά τομή για να μας δείξει το αθέατο∙ ρίχνει λοξή ματιά και σχολιάζει τη μεγάλη κινητικότητα του είδους, την οποία κανείς  δεν προλαβαίνει να παρακολουθήσει, στον ναρκισισμό των ομιλητών, στους σπεύδοντες, έτσι για να τους δουν ότι  πήγαν ή για να σπάσουν τη μονοτονία της ζωής τους και, επί τη ευκαιρία, να μιλήσουν, όπως οι δυο κυρίες, που σκοτώνουν τη μοναξιά τους  ανώνυμες μέσα σε ένα άγνωστο πλήθος,  όχι από ενδιαφέρον για τη λογοτεχνία αλλά για μια πνευματικότητα χωρίς αντίκρισμα. Και ενώ νομίζουμε ότι τελικά θα γίνουν φίλες, όχι, δεν θα γίνουν, γιατί η  καθεμιά  θα πάρει διαφορετικό δρόμο, για διαφορετική εκδήλωση, σαν να συμμετέχουν σε μια σκυταλοδρομία χωρίς τέλος. Όμως ο διάλογος  που για λίγο ανέπτυξαν είναι τόσο αληθινός, τόσο πειστικός, τόσο αποκαθηλωτικός, τόσο απομυθοποιητικός.

Στο Ε, και; του Σάκη Σερέφα, δύο ήρωες ενός θεατρικού έργου, έχουν ένα διάλειμμα δεκαπέντε λεπτών και σ’ αυτό το δεκαπεντάλεπτο προλαβαίνουν να βγουν από την περίσταση και να κάνουν ό,τι τους αρέσει, επιτέλους. Κι ενώ νομίζουμε πως άλλο θα κάνουν, τελικά κάνουν ό,τι κάνουν όλοι και όλες. Έτσι, και επί τροχάδην, σε ένα δεκαπεντάλεπτο, θα συμπτύξουν μια ολόκληρη ζωή: Γέννηση, ανάπτυξη, σπουδές, γάμο, εργασία, παιδιά, γεράματα, όλα στα γρήγορα γιατί το ρολόι δεν έχει έλεος.   Και τα πρόλαβαν. Κι εδώ έρχεται εκείνο το «Ε, και;» που μας θυμίζει, κατά κάποιον τρόπο, την παραβολή του άφρονος πλουσίου που έφτιαχνε καινούριες αποθήκες για να αποθηκεύσει τα πολλά του αγαθά, αλλά δεν πρόλαβε  να σκεφτεί τον άνθρωπο μέσα του. Έτσι η ζωή μας σήμερα δεν είναι τίποτα άλλο από μια τρεχάλα να τα προλάβουμε όλα… Ε, και; Ο Επίκουρος έχει δώσει την απάντηση αναδρομικά και ο Σερέφας, πιστεύω, τον βλέπει στο βάθος του χρόνου να του κλείνει το μάτι με νόημα.

 

 

Ο Ανδρέας Στάικος  μας πηγαίνει Μια εκδρομή στην Αρχαία Ολυμπία .

Δυο παλιές συμμαθήτριες  συναντώνται μετά από πολλά χρόνια και ξαναθυμούνται την αυστηρή καθηγήτριά τους κι εκείνη την εκδρομή στην Αρχαία Ολυμπία.

Η μία σπούδασε αρχαιολογία αλλά δεν εξάσκησε το επάγγελμα. Είναι ωραία, μοντέρνα, τολμηρή  και έχει χρήμα. Η άλλη σεμνή και καταπιεσμένη, συντηρητική και κακομοιρούλα. Εχει σύζυγο που κρατάει γερά τα ηνία. Ουδείς λόγος για τον ωραίο Ερμή του Πραξιτέλη, τη Δηιδάμεια, τον Κένταυρο και του Λάπιθες, τον Σεφέρη και τον Γιώργη Παυλόπουλο… Το τώρα είναι που μετράει.

Μια παλιά φωτογραφία όμως την οποία τράβηξε κρυφά η καθηγήτρια θα μας δημιουργήσει έντονο προβληματισμό. Γιατί τις παρακολουθούσε; Μήπως ο μύθος της Δηιδάμειας μας δίνει αφορμή για περαιτέρω προβληματισμό; Μήπως η καθηγήτρια ήταν μια κενταυρίνα που κρυβόταν  κάτω από την αυστηρή της συμπεριφορά;  Κι αυτές οι δυο έφηβες  που η ζωή τις χώρισε  και τις επανένωσε τώρα, αυτό που θα γίνουν το ήθελαν από τότε; Οι αγαπημένες φιλενάδες άραγε πάντα παραπέμπουν σε λεσβιακή σχέση και τα πολλά χρήματα είναι πάντα πορνικής προέλευσης; Ή πάλι ο συγγραφέας μας λέει πως ό,τι δεν τολμήσαμε να κάνουμε στην εφηβεία  μας ας μη το αφήσουμε ανεκμετάλλευτο πριν χάσουμε τελείως τα νιάτα μας;  Ή, λέω ή, η κανονική ζωή είναι ο προθάλαμος για την άλλη και αφού «το ποτήρι του γάμου άδειασε» είναι η στιγμή να αξιοποιήσουμε ό,τι μας προσφέρεται. Περί ορέξεως ουδείς λόγος. Άλλωστε, όπως λέει και η μία εκ των δύο  «Για μια ξεφτίλα ζούμε».

 

Τέλος, στο Ψ της Μιράντας Βατικιώτη μπαίνει στη σκηνή ένα πολύ σοβαρό θέμα, αυτό που αναπτύσσεται ανάμεσα στον ασθενή και στον γιατρό και, στη συγκεκριμένη περίπτωση,  στον ψυχαναλυτή με την ψυχαναλυομένη. Η σχέση φαίνεται επαγγελματική, αλλά μάλλον μοιάζει σαν προπέτασμα καπνού για τον «Ψ»,  αφού η άλλη ωρύεται ότι τον πληρώνει για να της κάνει έρωτα. Είναι κι αυτός ένας τρόπος θεραπείας∙ «νοιώθεται» θα έλεγε ο Καβάφης, θα συμφωνούσε και ο Φρόιντ. Σιγά σιγά ο «Ψ» θα αποδειχτεί και αυτός γνήσιος απόγονος της παλιάς πατριαρχίας, της ανδροκρατίας που θέλει να έχει πάντα τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο και, αν δει πως δεν τον έχει, φτάνει στο έγκλημα. Θέλει και αυτός τον «Ψ» του. Οπότε οι ρόλοι εν μέρει αντιστρέφονται. Εν τω μεταξύ το τρένο τρέχει και η γυναίκα θέλει να κατεβεί αλλά αυτό δεν σταματά. Είναι μεγάλο το ταξίδι∙ με άλλα λόγια απαιτείται δύναμη θηρηριώδης  για την αλλαγή νοοτροπίας και συμπεριφοράς που είναι εγγεγραμμένη στο DNA του κάθε άντρα εξουσιαστή και της κάθε «άτολμης» γυναίκας. Θα την σκοτώσει, στην πραγματικότητα ή μέσα στο όνειρο; Οι υπερρεαλιστές και ο Φρόιντ είχαν δώσει μεγάλη σημασία στο όνειρο. Οι εξελίξεις θα δείξουν.

 

Τα Έξι στα Δώδεκα, β΄ Κύκλος, άγγιξαν με τον τρόπο τους μια βαθιά πληγή… Μας έδειξαν πως η ζωή είναι απλή και περίπλοκη συγχρόνως, μικρή και βιαστική, απαιτητική και αδιάφορη. Εξαρτάται από τον κάθε επιβάτη του τρένου το πώς θα αξιοποιήσει το ταξίδι και από την Τατιάνα Λύγαρη πώς θα χειριστεί τον φακό της για να μας αποκαλύψει σκοτεινές ή θολές γωνίες της ανθρώπινης ψυχής. Τα έργα ανοίγουν γόνιμο διάλογο με τον θεατή. Εύγε, σε όλους τους συντελεστές.

 

 

Σκηνοθεσία, Τατιάνα Λύγαρη,
Κινηματογράφιση, Πάτροκλος Σκαφίδας,
διεύθυνση φωτογραφίας,  Σάκης Μπιρμπίλης,
πρωτότυπη  μουσική,  Φώτης Μυλωνάς, Άλκηστις Ραυτοπούλου και Γιώργος Στεφανακίδης
 ηχοληψία,  Πάνος Γασπαράτος
βοηθός σκηνοθέτη, Ευθύμης Χρήστου
ηλεκτρολόγος, Παναγιώτης Πλασκασοβίτης
φωτογραφίες, Υπατία Κορνάρου, Πάτροκλος Σκαφίδας
προβολή – επικοινωνία ArtsPR.
Τους ρόλους ερμηνεύουν (σε αλφαβητική σειρά) οι: Εβελίνα Αραπίδη, Νικόλ Δημητρακοπούλου, Μάνος Ζαχαράκος, Εμμανουέλα Κοντογιώργου, Νέστωρ Κοψιδάς, Μαριλένα Λιακοπούλου, Τατιάνα Λύγαρη, Πηνελόπη Μαρκοπούλου, Ζωή Ρηγοπούλου.

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.