Συναντάει παλιές συμμαθήτριες από το Δημοτικό στη Λαϊκή. Δυσκολεύεται να τις αναγνωρίσει αλλαγμένες και σοβαρές μπροστά στους πάγκους με τα ετερόκλητα προϊόντα, κουνουπίδια και μπρόκολα, κρεμμύδια, φράουλες ψάρια και λουλούδια, μπλούζες και σουτιέν, μέσα στις ιαχές- κράχτες των «πωλητών κατευθείαν απ’ τον παραγωγό», ανάμεσα σε γέλια, μικροκαβγάδες πειράγματα και ευχές . Γυναίκες μεσήλικες και ηλικιωμένες, κάθε σωματότυπου, άσπρα μαλλιά ατημελησία, απλότητα ή προχειρότητα που σπρώχνουν καροτσάκια μισογεμάτα και μισοάδεια, τρακάροντας ενίοτε καθώς στέκονται για να χαιρετήσουν μια γνωστή. Τις εντοπίζει ξαφνικά και μισοκλείνοντας τα μάτια για να ρετουσάρει την τωρινή εικόνα, γεια σου Όλγα, γεια σου συμμαθήτρια, γεια σου Βασιλειάδου, ξαφνιάζονται αυτές να τις αποκαλούν με το αρχαίο τους επίθετο ή το παλιό τους όνομα. Τρομάζουν κι αυτές να τη γνωρίσουν και μετά χαμόγελα, επιτόπου πηγαδάκια, κινητά που βγαίνουν και υποσχέσεις, τα λέμε.
( Είναι ο χρόνος που προδοτικά σκάβει ρυτίδες στα απαλά μέτωπα, προσθέτει κιλά ή στραγγίζει τα αφράτα σώματα, αφήνοντας στη θέση της παλιάς φιγούρας έναν άνθρωπο με δύσπιστο χαμόγελο και κουρασμένο σώμα όμως με γνώση και μέθοδο που τρέχει να προλάβει.)