ΟΝΕΙΡΟ
Γύρισε από το σουπερμάρκετ φορτωμένη – δυο σακούλες στο κάθε χέρι, κάνοντας στάση κάθε τόσο για ξεκούραση. Άνοιξε και μπήκε, κρύο το διαμέρισμα, φόρεσε κάτι παραπάνω και κάθισε μπρος στην τηλεόραση, α, πόσο χάρηκε, είχε επιβιώσει λοιπόν ο πρωταγωνιστής, στα προηγούμενα επεισόδια είχε κινδυνέψει, τρεις μέρες δεν το είδε κι έμεινε με την εντύπωση πως τον είχαν πυροβολήσει, όχι όμως, τι ανακούφιση.’ Άνοιξε το ψυγείο, δεν είχε όρεξη να φάει τα προχτεσινά φασολάκια για τρίτη μέρα. Το έκλεισε και ξαναγύρισε στην τηλεόραση. Για να δούμε πώς ήταν τα πράγματα στα άλλα σήριαλ, – όλοι καλά; – ώσπου νύσταξε μπροστά στις ειδήσεις – μπλόκα οι αγρότες στους δρόμους και τι ζητούσαν. Τα παιδιά της δεν είχαν τηλεφωνήσει, ένα ρίγος στην πλάτη της. Έγειρε στον καναπέ και τον πήρε για λίγο, είδε και όνειρο- Χριστούγεννα και τα παιδιά έλεγαν τα κάλαντα, να σηκωθεί να τους ανοίξει..
ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ
Ήμουν η μικρότερη, η άτακτη , και το βράδυ που θα ερχόταν εκείνος από τη δουλειά θα γινόταν το δικαστήριο για τα « εγκλήματα» της ημέρας. Το σπασμένο τζάμι αυτή τη φορά .Πες την αλήθεια, αφού εσύ ήσουν. Δεν την έλεγα , δεν ήμουν εγώ. Είχα γυρίσει από το σχολείο νωρίτερα, κανείς στο σπίτι, και πώς να μπω- έδωσες μια κι έσπασες το τζάμι.. Όχι, αρνήθηκα σθεναρά, αλλά ο αγαπημένος δικαστής, γιατί δεν το παραδέχεσαι, πόσο επέμενε- ώσπου, εντάξει, να τελειώνουμε, εγώ ήμουν. Μετά από μέρες η μεγάλη μου αδερφή, η ήσυχη, ομολόγησε διστακτικά. …Και το τζάμι εκείνο, εγώ το είχα σπάσει.
ΠΟΙΑ ΑΚΡΙΒΩΣ ΗΤΑΝ
Στο καφέ οι φίλες και οι διηγήσεις έκαναν κύκλο, όταν η Σοφία μας προειδοποίησε ότι θα μας διηγηθεί κάτι που χρόνια δεν το έχει πει σε άνθρωπο. Στην πρώτη γυμνασίου και βρέθηκε στο σινεμά με τα κορίτσια, όταν στη σκοτεινή αίθουσα, ένας άντρας ήρθε και κάθισε δίπλα της κι ενώ αυτή ήταν προσηλωμένη στη οθόνη , εκείνος άπλωσε μπροστά το αδιάβροχό του έτσι που να φτάνει ώς αυτήν και οχυρωμένος εκεί, άρχισε να προχωράει αργά προς το μέρος της, να αγγίζει, κι όλο να κερδίζει έδαφος μέχρι τον .πυρήνα της φωτιάς που έφτασε ώς αυτήν, που χαμένη και σε σύγχυση άρχισε να κινείται κατά τη φορά μιας μυστήριας δόνησης. Όταν γύρισε σπίτι, αφέθηκε να την ανακρίνει η μητέρα, να τη χαστουκίσει με λύσσα και να της πει ποια ακριβώς ήταν.
Αρχοντούλα Διαβάτη
