You are currently viewing BAΛΤΕΡ ΠΟΥΧΝΕΡ: Διαδόσεις και σχολιασμοί. Στους δρόμους της ανεπίσημης ενημέρωσης  (ήτοι  πώς διαμορφώνεται η κοινή γνώμη)   

BAΛΤΕΡ ΠΟΥΧΝΕΡ: Διαδόσεις και σχολιασμοί. Στους δρόμους της ανεπίσημης ενημέρωσης (ήτοι πώς διαμορφώνεται η κοινή γνώμη)  

O Kωστής Παλαμάς, στο περίφημο ηθογραφικό διήγημα Θάνατος παλληκαριού, αναφέρεται ήδη στον πρόλογο στη “Φήμη τη διαλαλήτρα”[1], η οποία παίζει καθοριστικό ρόλο σε όλο το διήγημα: οι “Θαλασσοχωρήτες” είναι μια παραδοσιακή κοινότητα, όπου δεν υπάρχουν μυστικά, και κάθε είδηση μεταδίδεται αστραπιαία σε αγωγούς της ανεπίσημης επικοινωνίας. Το πάθημα του Μήτρου του Ρουμελιώτη, που πατάει μια λεμονόφλουδα και πέφτει τραυματίζοντας άσχημα το πόδι του, διαδίδεται αμέσως και σε μια στιγμή η εκκλησία είχε αδειάσει από τις γυναίκες, που αφήνουν τη λειτουργία της Μεγάλης Παρασκευής, για να ικανοποιήσουν την περιέργειά τους[2]. Κι όταν ακούγεται το μοιρολόγι της μητέρας του Δήμαινας, πάλι τη Μεγάλη Παρασκευή ένα χρόνο αργότερα, η είδηση για το θάνατο του Μήτρου του Ρουμελιώτη μεταδίδεται με ταχύτητα φωτός και ο κόσμος τρέχει στο σπίτι του και διαπιστώνει με έκπληξη και φρίκη, πως ακόμα δεν έχει πεθάνει και η μητέρα του τον μοιρολογεί ζωντανό[3]. Αυτό ασφαλώς αποτελεί μια ποιητική υπέρβαση της ηθογραφικής σύμβασης, η οποία συνήθως επιμένει στην αυθεντικότητα της απόδοσης των εθίμων[4]. Αλλά οι μηχανισμοί της μετάδοσης των νέων στον προφορικό πολιτισμό μιας παραδοσιακής κοινότητας επισημαίνεται και περιγράφεται με έξοχο τρόπο από τον Παλαμά.

 

Θα κόντευε μεσημέρι. Γύριζαν οι Θαλασσοχωρήτες απ’ την εκκλησιάν. Άντρες, γυναίκες, παιδιά, κρατούσαν άνθη στο χέρι, τ’ άνθη του επιταφίου. Όταν άξαφνα φτάνει στ’ αυτιά των ανθρώπων όλων εκείνων, που έβγαιναν απ’ τον Άη Νικόλα, κι όλων εκείνων που περνούσαν από κει – κ’ είταν αδιάκοπο το διάβα κατά την ώραν εκείνη, – φτάνει ένας ήχος αργός, βραχνός, λυπητερός· λυπητερός που σήκωνε τις τρίχες και σε σπάραζεν, ήχος βγαλμένος σαν από ζωντόβολο, σαν από άνθρωπον· ήχος που κατέβαινε και υψώνονταν, κ’ επνίγονταν, και χύνονταν και δέρνονταν· ήχος που είταν και μίλημα, και ούρλιασμα, και θρήνος, και παράπονο, και κλάψιμο, και γέλιο, και βρισιά, και τραγούδι· τραγούδι τρομασμένης, ξετρελαμένης απελπισμένης ψυχής. Κ’ οι διαβάτες άκουγαν, στέκονταν, ανατρίχιαζαν, αυτιάζονταν, ένιωθαν, κουνούσαν τα κεφάλαια κ’ έλεγα ο ένας του άλλου:

               “Μοιρολόϊ! ποιος να πέθανε;”

               Κάποιος έδειξε τότε το σπίτι της Δήμαινας, κ’ έκραξε:

               “Δεν το ξέρετε; από το σπίτι της Δήμαινας βγαίνει το μοιρολόγϊ. Πέθανε ο Αφεντομήτρος!”

               Πέθανε ο Μήτρος! ο Μήτρος ο λεβέντης, που βασανίζονταν ένα χρόνο στο στρώμα. Ο Μήτρος ο χτυπημένος, ο ζηλοφτονεμένος, ο μαγμένος, ο αδικοσκοτωμένος! Σα χαλάζι έπεσε το μαντάτο στο Θαλασσοχώρι. Κι όσοι τ’ άκουγαν, αναστέναζαν, έσμιγαν με βία τις απαλάμες κ’ οι γυναίκες τραβούσαν τα μάγουλα σα να μη το περίμεναν από τόσους μήνες. Δεν μπορούσαν να το χωνέψουν. Όταν πεθαίνει παλληκάρι σαν το Μήτρο, πεθαίνει ολόκληρη ζωή, σβυέται ο ήλιος! Και τότε στάθηκεν ένα πράμα, που δε θυμούνται οι γεροντότεροι να ξαναστάθηκε κι άλλη φορά στο Θαλασσοχώρι. Καθένας που άκουγε το νέο, το έλεγε του άλλου και αμέσως, όπως είταν κι όπου βρίσκονταν, τραβούσε γοργά κατά το σπίτι του Μήτρου. Πού μαζεύτηκεν όλος εκείνος ο κόσμος; γυναίκες ομορφοσυγυρισένες με τα μαύρα φακιόλια· γυναίκες ανάλλαγες, όπως βρισκόντανε στα σπίτια τους· κάθε λογής άντρες, νοικοκυραίοι, δουλευτάδες της θάλασσας και της στεριάς· παιδάκια που τα κρατούσαν απ’ το χέρι και παιδάκια στο βυζί της μάννας· όλοι από την εκκλησιά τραβούσαν ίσια εκεί. Έλεγες πως μέσα στο σπίτι εκείνο γίνονταν τα Πάθη του Χριστού, κ’ έχει στηθή ένας άλλος επιτάφιος. Και πολλοί κρατούσαν ακόμα στα χέρια τους άνθη, άνθη από τον επιτάφιο, κ’ έλεγες πως πήγαιναν να τα ρίξουν απάνω στο στρώμα του πεθαμένου, μ’ αυτά να του ευωδιάσουν τον τελευταίο ύπνο, να τον αγιάσουν το νεκρό.

               Το σπίτι επρόβαλε μ’ ανοιχτά παραθύρια, με πόρτα ολάνοιχτη. Τόλουζεν ο ήλιος του μεσημεριού. Να μην ήξερε κανείς τίποτε, να μη γρικούσε τον ήχο, θα στοχάζονταν, όχι πως διάβαινεν ο Χάρος από κει, μα πως είχε στηθή μεγάλο πανηγύρι. Κανείς δεν τον κρατούσε τον κόσμο εκείνον. Όσοι έτρεξαν πρώτοι, δρασκέλησαν το κατώφλι, ανέβηκαν, τράβηξαν ίσα μέσα, σκορπίσανε σ’ όλα του σπιτιού τα χωρίσματα. Οι άλλοι καρτερούσαν απ’ όξω. Κι όλο έρχονταν. Κι όλο κατέβαιναν, κι όλο άραζαν άνθρωποι μπροστά στο σπίτι. Κ’ έξαφνα πάλι όσοι πρόφτασαν και πρωτανεβήκανε στο σπίτι, προβάλανε στα παράθυρα, κατέβηκαν πάλι, λαχανιασμένοι, αποσωμένοι, κίτρινοι και έφεραν νέο μαντάτο: “Δεν πέθανεν ακόμα, δεν πέθανε. Ψυχομαχάει· κ ‘ έβαλε να τον μοιρολογήσουν ζωντανό! Μωρέ, ακούς; δεν ξαναστάθηκε τέτοιο πράμα!”

               Κι αλήθεια είταν· όσοι μπαίνανε μέσα στο σπίτι μαρμάρωναν. Εκεί που περίμεναν να τον ιδούν πεθαμένο και να τον νεκροφιλήσουν, τον αντίκρυζαν ανακαθισμένο στο στρώμ’ απάνου, μ’ οργισμένη όψη, με γουρλωμένα μάτια, με τεντωμένα αυτιά, σαν άτι ανυπόμονο να τρέξη στον κάμπο, σαν παλληκάρι που καρτερούσε να το φορέσουν τ’ άρματα για να χυθή. Και σε μια γωνιά μαζωχτή η γριά Δήμαινα και ασάλευτη με λείψανο κορμιού μονάχα, με δίχως ψυχή, με δίχως δάκρυα· όλη της η ζωή είχε γίνει φωνή, μα όχι φωνή γυναίκας, η φωνή της ίδιας της απελπισίας.

               […]

Κι από τα χείλη της μάννας το μοιρολογι ξεφύτρωσε στα χείλη των γυναικών των άλλων, καθώς τα δάκρυα φέρνουν δάκρυα και τα γέλια γέλια, καθώς το κερί ανάφτει από άλλο κερί, καθώς απλώνονται κάποτε κ’ η πλημμύρα του γιαλού και σκέπαζε το Θαλασσοχώρι. Και μέσα στις γυναίκες που μοιρολογούσαν, άλλες γυναίκες πρόβαλαν μ’ ανθοστέφανα και με χλωρά μπουκέτα, κι άλλες παραπέρα στ’ άλλα χωρίσματα, κασσέλλες άνοιγαν κ’ ετοιμάζαν ρούχα· για το νεκρό που ακόμ’ ανάσαινε, κι ολοένα κόσμος, κόσμος ατέλειωτος ανέβαινε και κατέβαινε[5].

              

Α΄

 

Δε θα σταθώ στην ερμηνεία των συμβολισμών, που συνδέει το παλικάρι με τον Διγενή Ακρίτα και τον Χριστό, το θάνατό του με τον επιτάφιο κτλ.[6] ούτε στην παλίνδρομη κίνηση της περιγραφής από το ειδικό στο γενικό και πάλι στο ειδικό, στις ειρωνείες και το παιχνίδι του αφηγητή με τον αναγνώστη του, αλλά μόνο στο ρόλο της διάδοσης ειδήσεων από στόμα σε στόμα και στη διαμόρφωση μιας κοινής γνώμης. Στις παραδοσιακές κλειστές κοινότητες οι ανεπίσημες επικοινωνίες είναι και οι κυρίαρχες και πιο συχνές και στο “χρηματιστήριο” του κουτσομπολιού οι μετοχές του καθενός, η εκτίμηση και η κοινωνική του θέση, ανεβοκατεβαίνουν συνεχώς. Βέβαια αυτές οι μορφές της κρυφής συνεννόησης και του κοινωνικού σχολιασμού έχουν κυρίως υποτιμητική τάση και αρνητικό χαρακτήρα, αλλά – αντίθετα με την εντύπωση της στιγμής – δεν δημιουργούν σταθερές συμμαχίες, γιατί κανείς που συμμετέχει σε τέτοιες διαδικασίες δεν είναι σίγουρος ότι δε θα γίνει αντικείμενο παρόμοιου σχολιασμού μόλις φύγει, με άλλο παρτνέρ του κουτσομπολιού[7]. Άλλωστε, όπως έχει παρατηρήσει ήδη η du Boulay στο ευβοϊκό ορεινό χωριό που μελέτησε, πως, ενώ το κουτσομπολιό θεωρείται μια αναπόφευκτη πραγματικότητα, ο υπερβολικός κουτσομπόλης δεν χαίρει καθόλου κοινωνικής εκτίμησης[8]· επίσης υπάρχει και η περίπτωση μιας υποσυνείδητης συμμετοχής σ’ αυτή τη δραστηριότητα, ή και από επιπολαιότητα, την οποία μετανιώνει κανείς εκ των υστέρων (“μου ξέφυγε”)[9]. Παρά τους συχνά αρνητικούς σχολιασμούς οι επικοινωνίες αυτές έχουν και μια θετική λειτουργικότητα και δυναμική στο να προστατεύουν και να κρατούν ζωντανές τις αξίες και τα πρότυπα συμπεριφοράς μιας ομάδας ανθρώπων ή και μιας ολόκληρης κοινωνίας[10]· επίσης, με τον τρόπο αυτό αποφεύγεται η ανοιχτή προσβολή και η δημόσια σύγκρουση[11].

Στις σύνθετες και πιο ανοιχτές κοινωνίες των σημερινών μεγαλουπόλεων η διαμόρφωση της κοινής γνώμης γίνεται με πιο σύνθετο και μαζικό τρόπο, αν και οι φήμες και διαδόσεις, εκτιμήσεις και απόψεις που μεταδίδονται από στόμα σε στόμα και διαμορφώνονται μέσα σε ζωντανές επικοινωνίες δεν έχουν καθόλου εκλείψει. Αλλά εδώ σημαντικός είναι πλέον ο ρόλος των ΜΜΕ, των τεχνολογικά μεταδιδόμενων πληροφοριών. Ωστόσο και αυτή η μορφή διάδοσης είναι μια επικοινωνία, έστω μονομερής· και έχει κα τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα μιας επικοινωνίας, πως η πληροφορία κατά την πρόσληψή της μπορεί να υφίσταται τη βάσανο του ελέγχου, της δυσπιστίας, της (παρ)ερμηνείας, της σκόπιμης παραμόρφωσης και της χρήσης για άλλους σκοπούς. Η “κοινή γνώμη”, την οποία τόσο συχνά επικαλούνται οι δημοσιογράφοι, είναι μια φαντασιακή και ρευστή παράμετρος, η οποία δύσκολα μετριέται και συχνά χρησιμοποιείται σε επιχειρηματολογικές στρατηγικές για την δημιουργία κάποιων εντυπώσεων και την επίτευξη κάποιων σκοπών. Οι δημοσκοπήσεις, από τα gallops και τα exit balls ώς τις στατιστικές ακροαματικότητας[12], διακρίνονται από μια αξιοπρόσεκτη διαλεκτική: αυτό που υποτίθεται πως είναι η καταγραφή της πραγματικότητας, – αν οι στατιστικές μέθοδοι εφαρμόζονται σωστά (και όχι με τυχαίο δείγμα, random sample, με το οποίο γίνονται οι περισσότερες μετρήσεις σήμερα, με αποτέλεσμα πως είναι άγνωστο το μαθηματικό “σφάλμα” και επομένως η βασιμότητα των αποτελεσμάτων), – επηρεάζει άμεσα την υπαρκτή πραγματικότητα και ενισχύει και “δημιουργεί” εκείνη την τάση, στην οποία κινούνταν τα αποτελέσματα. Αυτό είναι εκείνο το στοιχείο που κάνει όλες τις πολιτικές σφυγμομετρήσεις κατ’ αρχήν και εκ των προτέρων ύποπτες. Ο φαύλος κύκλος της αναξιοπιστίας, που εμποδίζει κάθε εξέλιξη και κάθε ποιοτική βελτίωση, είναι φανερός στην περίπτωση της τηλεόρασης: οι δείκτες ακροαματικότητας καθοδηγούν το προφίλ του προγράμματος και των καναλιών, και ταυτόχρονα η προσήλωση στις καταγραφόμενες “συνταγές της επιτυχίας” ενισχύει ακόμα περισσότερο την τάση αυτή, γιατί ο κόσμος μπορεί να κρίνει μόνο αυτό που βλέπει· με μια αντίθετη λογική, του ποιοτικού πειράματος, θα μπορούσε όμως να εθιστεί σ’ ένα ποιοτικά καλύτερο πρόγραμμα, το οποίο θα είχε εξίσου υψηλή ακροαματικότητα (αμέσως ή συν τω χρόνω), αν το έβλεπε ο κόσμος, αλλά με αυτή τη λογική της καθαρά ποσοτικής προσέγγισης δε θα το δει ποτέ. Οι ποσοτικές μετρήσεις υποσκάπτουν την προοπτική της ποιοτικής εξέλιξης, όπως και αντίθετα οι μαθηματικά ακριβείς αριθμοί μιας στατιστικής έχουν ερμηνεύσιμο νόημα μόνο στο ποιοτικό πλαίσιο, μέσα στο οποίο έγινε η στατιστική.

Έτσι τα συστήματα της επίσημης και ανεπίσημης ενημέρωσης συνυπάρχουν ταυτόχρονα και μαζί διαμορφώνουν αυτό που λέμε “κοινή γνώμη”, που είναι εν τέλει μια αρκετά άπιαστη οντότητα η οποία ερμηνεύεται και χρησιμοποιείται κατά το δοκούν. Οι δημοσιογράφοι την καταγράφουν αλλά ταυτόχρονα τη διαμορφώνουν. Η διαλεκτική σχέση της τεχνολογικά υποστηριζόμενης επικοινωνίας και της ζωντανής συνομιλίας στην καθημερινή face-to-face-situation, που δημιουργεί σύνθετες διαδικασίες διαμόρφωσης της κοινής γνώμης (η οποία ποτέ πραγματικά ενιαία δεν μπορεί να είναι και σχεδόν πάντα έχει αντιφατικές μεταξύ τους τάσεις), μπορεί να διαφωτιστεί π. χ. με τη διαδικασία, με την οποία δημιουργείται και μεταδίδεται η φήμη που έχει αποκτήσει μια κινηματογραφική ταινία ή μια θεατρική παράσταση: υπάρχουν δημοσιευμένες  οι γνώμες των κριτικών στις εφημερίδες ή τα ΜΜΕ (που μπορεί και να μη συμφωνήσουν μεταξύ τους), αλλά υπάρχουν και οι προφορικές απόψεις και κρίσεις του κόσμου, οι οποίες κυκλοφορούν από στόμα σε στόμα· μεγάλες επιτυχίες του παρελθόντος και του παρόντος έχουν δημιουργηθεί κατ’ αυτόν τον τρόπο[13].

Στις προφορικές επικοινωνίες πρέπει να συνυπολογιστεί και το ηλεκτρονικό ταχυδρομείο και τα SMS του κινητού, τα οποία, παρά την γραπτή τους μορφή, ανήκουν περισσότερο στον προφορικό πολιτισμό (βλ. και το επόμενο κεφάλαιο). Με τον τρόπο αυτό είχε διαδοθεί μέσα σε μισή ώρα ο βίαιος θάνατος του νεαρού Αλέξη Γρηγορόπουλου τον Δεκέμβριο του 2008 σε όλες τις ελληνικές πόλεις, που οδήγησε παντού σε ελάχιστο χρόνο σε μαζικά βίαια επεισόδια. Στα SMS και το διαδίκτυο κυκλοφόρησαν σ’ όλη την υφήλιο μακάβρια αστεία και ανέκδοτα για τους δίδυμος πύργους τον Σεπτέμβριο του 2001[14], και το 2007 λαϊκές μαντινάδες για τον πολιτικό “ευπατρίδη”, υψηλό στέλεχος πολιτικού κόμματος στην Ελλάδα, που σκοτώθηκε από τον άντρα της ερωμένης του γραμματέα, έξω από το διαμέρισμα του ζεύγους μετά από ερωτική συνεύρεση των δύο στελεχών υπουργείου[15]. Το ερωτικό έγκλημα πάντα κινεί την περιέργεια του κόσμου, θέμα που εκμεταλλεύθηκαν συχνά και οι Κύπριοι ποιητάρηδες[16].

Έτσι οι ζυμώσεις που οδηγούν το δυναμικό πλέγμα απόψεων και εκτιμήσεων στο διαφοροποιημένο φαινόμενο που βαφτίστηκε “κοινή γνώμη”, υπονοώντας μια δομημένη συγκρότηση, ενώ στην πραγματικότητα πρόκειται για μια συνάθροιση πολλών και διαφορετικών τάσεων, στηρίζονται σε δίκτυα “επίσημης” και “ανεπίσημης ενημέρωσης”· όπως θα δούμε στη συνέχεια οι όροι χρησιμοποιούνται καλύτερα σε εισαγωγικά, γιατί δεν κυριολεκτούν. Οι διαδόσεις, φημολογίες και σπερματολογίες σήμερα χρησιμοποιούν τεχνολογικούς αγωγούς, όμως δεν εξαφάνισαν και την προφορική ανταλλαγή απόψεων σε κομμωτήρια, περίπτερα, καφενεία, εισόδους πολυκατοικιών, πάρκα, τηλέφωνα κτλ.· το αντίθετο μάλιστα: η πληθώρα των πληροφοριών τροφοδοτεί τον σχολιασμό και τις αντιδράσεις, στις τηλεοπτικές ειδήσεις, παλαιότερα στο τι γράφει η εφημερίδα στο καφενείο, στις διαψεύσεις μιας “φήμης” και το περίφημο “παρερμηνεύτηκαν τα λόγια μου” (“όπου υπάρχει καπνός υπάρχει και φωτιά”), στους χαρακτηρισμούς της δυσφήμισης, της συκοφαντίας, της λασπολογίας κτλ. Η κακή ερμηνεία βρίσκει πάντα πιο ευπρόσδεκτα αφτιά και το καλό όνομα εύκολα χάνεται και δύσκολα αποκτιέται. Σε κάθε περίπτωση ο προφορικός σχολιασμός των ειδήσεων είναι μια ενεργός αντίδραση, σημαίνει επικοινωνία με τα γεγονότα, είναι μια διέξοδος για το πάθος με την πολιτική, από το οποίο ζουν τόσα κανάλια, τόσες στρογγυλές τράπεζες, τόσα “παράθυρα” και ατέρμονες συζητήσεις, που δεν στοιχίζουν και έχουν πάντα μεγάλη ακροαματικότητα.

Σε μια “επίσημη” ενημέρωση θα μπορούσαμε να συγκαταλέξουμε δοκιμαστικά την εφημερίδα κυβερνήσεως, ανακοινώσεις υπουργείων, τα κρατικά κανάλια, που έχουν υποκαταστήσει τον παραδοσιακό ντελάλη του χωριού. Στην “ανεπίσημη” ενημέρωση θα μπορούσαμε να συνυπολογίσουμε δοκιμαστικά την ιδιωτική τηλεόραση (εδώ χωρούν λογής διαβαθμίσεις), όπου υπάρχουν ενδεχομένως και σκοπιμότητες της ερμηνευτικής και ακόμα και της παραπληροφόρησης (το ίδιο, με άλλη στρατηγική και στοχοθεσία υπάρχει βέβαια και στην κρατική τηλεόραση), τις πάσης φύσεως εφημερίδες και έντυπα κτλ. Είναι φανερό ότι αυτός ο διαχωρισμός δεν είναι λειτουργικός, γιατί και στους δύο τομείς υπάρχουν περίπου οι ίδιοι προβληματισμοί: ο βαθμός της εγκυρότητας των πληροφοριών και της σοβαρότητας της πηγής, οι συνέπειες μιας ασύστατης φημολογίας π. χ. στο χρηματιστήριο[17], οι διαδόσεις ως στραγητική επίτευξης κάποιων στόχων, η δήλωση ως απλή δημιουργία εντυπώσεων, και μέσα στο κλίμα του γενικευμένου πολιτικού πάθους και η φιλοσοφική ερώτηση, τι είναι η αλήθεια και ποιον ενδιαφέρει, σε μια κοινωνία όπου υπερέχει η χειραγώγηση και χρήση των πληροφοριών. Το ενδιαφέρον της κοινής γνώμης μοιάζει εφήμερο, ή τουλάχιστον έτσι έχει συνηθίσει: υπάρχουν τόσες και τόσες υποθέσεις που δεν διαλευκαίνονται ποτέ από δημοσιογραφική άποψη, αλλά δεν έχουν πια ενδιαφέρον γιατί δεν πουλάν· ωστόσο είναι ολέθριες οι συνέπειες της λατρείας της εφήμερης επικαιρότητας και του κυνηγιού της ακροαματικότητας, γιατί οδηγούν σε φαινόμενα όπως την προσποιητή αντικειμενικότητα (“το reportage μου λέει”, όχι ο ίδιος ο δημοσιογράφος ερμηνεύει), τη δραματοποίηση των ειδήσεων (οι ειδήσεις μετατρέπονται σε ένα είδος θεατρικού έργου με θεαματικές συγκρούσεις και δυνατές συγκινήσεις), κτλ.

Αλλά δεν είναι εδώ ο τόπος για την ανάλυση της παθολογικής συμπτωματολογίας και παθογένεσης της ειδησεογραφίας. Το θέμα άλλωστε εντάσσεται σ’ ένα πολύ ευρύτερο και μάλλον παραδοσιακό θέμα: κοινή γνώμη και αντικειμενικότητα[18]. Τα νέα συνδυάζονταν πάντα με την εντυπωσιακή αφήγηση, και τα όρια μεταξύ είδησης και φημολογίας ήταν πάντα ρευστά. Το εντυπωσιακό γίνεται πολύ πιο εύκολα πιστευτό[19]. Έτσι π. χ. διαδόθηκε το 1666 σε όλη την Ευρώπη, πως ο νέος “μεσσίας” των Εβραίων, Sabbatai Zwi, υπέστη μαρτυρικό θάνατο στην Κωνσταντινούπολη από τον Σουλτάνο, ενώ στην πραγματικότητα, όταν πήγε στο Βόσπορο να ζητήσει από τον Σουλτάνο να τον αναγνωρίσει ως βασιλιά των Εβραίων, απλώς φυλακίστηκε, αναγκάστηκε να γίνει μουσουλμάνος και στάλθηκε αργότερα σε εξορία[20].

Η διάδοση είναι από τη φύση της ψευδής, υπερβολική, παραμορφωτική, μονομερής κτλ., όχι πάντως αντικειμενική, όπως οφείλει να είναι η είδηση[21]. Η διόρθωση των διαδόσεων και η αποκατάσταση της αλήθειας είναι έργο και ηθική υποχρέωση του δημοσιογράφου (όπως ο επιστήμονας υπηρετεί την αλήθεια, αλλά μέσα στην επικαιρότητα), ωστόσο και η αντικειμενική ενημέρωση είναι συνυφασμένη με στρατηγικές επιρροής της κοινής γνώμης· δεν υπάρχει η ουδέτερη αφήγηση. Παραδείγματα: ο προεκλογικός αγώνας, η ενημέρωση που κάνει ο τοπικός βουλευτής στην εκλογική του βάση στην επαρχία, οι υποσχέσεις, το πελατειακό κράτος κτλ.[22].

Ενώ η επίσημη ενημέρωση φαίνεται και αυτή διαβρωμένη από σκοπιμότητες, η ανεπίσημη εξ αρχής δεν έχει το βαθμό απαίτησης για αντικειμενική πληροφόρηση, αλλά είναι συνυφασμένη με το κουτσομπολιό, τον εντυπωσιασμό και τη διασκέδαση[23]. Δεν είναι πάντα προφορική, γιατί υπάρχουν και λαϊκά έντυπα, εικονογραφημένα περιοδικά, σατιρικές εφημερίδες κτλ. που υπηρετούν αυτό το σκοπό. Το βασίλειο βέβαια της ανεπίσημης πληροφόρησης είναι χώροι κοινωνικών συναναστροφών όπως ο δρόμος, το καφενείο, η γειτονιά, η σατιρική θεατρική επιθεώρηση, η λαϊκή αγορά, τα ψώνια γενικότερα, ο εργασιακός χώρος, η στάση του λεωφορείου, πάσης φύσεως συγκεντρώσεις κτλ. Είναι ακριβώς αυτός ο υψηλός βαθμός προφορικότητας που έχει οδηγήσει και την έρευνα της λαϊκής αφηγηματολογίας να ασχολείται κάπως συστηματικότερα με τις διαδόσεις.

Β΄

 

Αλλά ας εξετάσουμε πρώτα τις έννοιες και κατηγορίες της ανεπίσημης ενημέρωσης στο φυσικό της περιβάλλον, που είναι η προφορική επικοινωνία. Το πλέγμα των ανεπιβεβαίωτων σύντομων ιστοριών με ενημερωτικό χαρακτήρα, που φτάνει από το άμoρφο κουτσομπολιό, τις διαδόσεις, φημολογίες και σπερμολογίες έως συγκροτημένες και δομημένες ιστορίες για ανήκουστα γεγονότα, ανήκει σε μια κατηγορία του λαϊκού λόγου, που ονόμασε ο Hermann Bausinger “καθημερινές αφηγήσεις”[24]. Αυτή η πολύ ανοιχτή κατηγορία της λαϊκής αφήγησης και της προφορικής επικοινωνίας έμεινε για πολύ καιρό εκτός του ενδιαφέροντος της λαογραφικής αφηγηματολογίας, ακριβώς επειδή έχει ρευστά χαρακτηριστικά και χαλαρά οργανωμένη μορφή, περισσότερο εξαρτάται και χαρακτηρίζεται από το είδος και την κατάσταση της επικοινωνίας παρά να αποτελεί μια ιστορία, που μπορεί να απομονωθεί και να εξεταστεί ανεξάρτητα από τη διαδικασία της performance της[25]. To γεγονός της μορφολογικής αστάθειας οδήγησε και στο γεγονός, πως έχουν διαμορφωθεί κυρίως θεωρίες, που δεν ξεκινούν από το περιεχόμενο και τη μορφή, αλλά που είναι 1) λειτουργικές, 2) στρατηγικές και 3) συγκειμενικές. Οι πρώτες εστιάζουν στη διατήρηση συλλογικών αξιών: εξαιτίας του πάντα εκ νέου προσδιορισμού των ορίων της κοινωνικής νόρμας οι αφηγήσεις αυτές συσφύγγουν την εσωτερική ιδεολογία και τη συνείδηση του εμείς μιας ομάδας ανθρώπων και, όπως και το κουτσομπολιό, ελέγχουν και κατακρίνουν της αποκλίνουσες συμπεριφορές μεμονωμένων ατόμων[26]. Αυτό γίνεται χωρίς τη συνειδητή συμβολή του αφηγητή· σε αντίθεση με μια τέτοια κοινωνιολογική προσέγγιση, οι “στρατηγικές” θεωρίες ξεκινούν από την προσωπικότητα του αφηγητή και τις ενδεχόμενες προθέσεις του, που θέλει να επηρεάσει με τέτοιες ιστορίες τον κύκλο του ή και την κοινή γνώμη, να παρουσιάσει τον εαυτό του σε θετικό φως, να προωθήσει τις δικές του απόψεις, να περιμένει ανταμοιβή για την παροχή πληροφοριών κτλ.[27].  H τρίτη κατηγορία θεωριών ξεκινάει από τον κλασικό ορισμό της διάδοσης/φημολογίας (rumor) των  G. Allport και L. Postman: “a specific (or topical) proposition for belief, passed along from person to person, usually by word of mouth, without secure standards of evidence being present”[28], και εστιάζει στη σημασία της είδησης και το βαθμό δυσπιστίας που αντιμετωπίζει στο ακροατήριο[29]. Κατά την αντίληψη αυτή διαδόσεις/φημολογίες δημιουργούνται συσσωρευτικά τότε, όταν οι κανονικοί αγωγοί της ενημέρωσης δεν υπάρχουν και οι άνθρωποι προσπαθούν να καταλάβουν τι συμβαίνει, π. χ. σε καταστάσεις οριακές όπως προσφυγιά, αιχμαλωσία πολέμου, στο τέλος του πολέμου κτλ.[30].

Αν θέλουμε να καθορίσουμε εμπειρικά κάποια ταξινόμηση ως προς το περιεχόμενο και το κίνητρο της αφήγησης, τότε αντιμετωπίζουμε τη δυσκολία της πολιτισμικής διαφορετικότητας και της ιστορικής συγκυρίας. Στην Αμερική π. χ. κατά το Δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο κυκλοφορούσαν α) ιστορίες τρόμου και αγωνίας (bogie rumors, π. χ. για τις ανθρώπινες απώλειες στον πόλεμο), β) ιστορίες ευσεβών πόθων (pipe-dream rumors, π. χ. η νίκη στο πόλεμο, ο εχθρός ζητά συνθηκολόγηση άνευ όρων) και γ) αποσχιστικές και αποσυνθετικές ιστορίες (wedge-driving rumors, π. χ. τα μέλη κάποιας εθνοτικής ομάδας αρνούνται να καταταγούν), που ήταν και οι περισσότερες· σχεδόν όλες οι φήμες ήταν δυσφημιστικές[31]. Σ’ αυτήν την κατηγοριοποίηση πρόσθεσε ένας νιγηριανός μελετητής και μια άλλη μεικτή κατηγορία, την οποία ονόμασε “neo-pipe-dream rumor”[32]. Όπως είναι φανερό, οι ιστορίες αυτές βρίσκονται πολύ κοντά σε (ή αποτελούνται από) παραδοσιακά μοτίβα συμβατικών θρύλων. Έχει επισημανθεί από τη σχετική έρευνα, πως ιστορίες όπως ο τηγανισμένος αρουραίος που σερβίρεται ως κοτόπουλο, μπορούν να αναλυθούν ως φημολογία ή και ως urban legend, μοντέρνο αστικό θρύλο[33]. O προβληματισμός της ελαττωματικής κατηγοριοποίησης υπάρχει και σε άλλες τέτοιες ιστορίες της “καθημερινής αφήγησης”, όπως είναι οι ιστορίες απίστευτων προσωπικών βιωμάτων και περιπετειών[34].

Αλλά τέτοιες ιστορίες δεν περιορίζονται πια στην προφορική αφήγηση, αντίθετα έχουν κατακλύσει τα ΜΜΕ (εφημερίδες, περιοδικά, ραδιόφωνο, τηλεόραση, κινηματογράφο, ακουστικά CD, βιβλίο τσέπης κτλ.) ή μεταδίδονται με τεχνητούς αγωγούς από άτομο σε άτομο (τηλέφωνο, Fax, κινητό, το διαδίκτυο με e-mail, face book, chat room κτλ.)[35]. Ο Helge Gerndt προσπάθησε, με την ευκαιρία της ανάλυσης μιας διάδοσης σε συγκεκριμένη γερμανική εφημερίδα, για τις απόπειρες μετάδοσης της νόσου του άνθρακα (σπληνάνθρακα) το φθινόπωρο του 2001 (πρώτα στην Ηνωμένες Πολιτείες και ύστερα στη Γερμανία) με ταχυδρομημένα γράμματα ή πακέτα να οριοθετήσει σ’ ένα τυπολογικό σχήμα τις διαδόσεις/φημολογίες (“θρύλοι”, legends) ανάμεσα σε ιστορία, βιωματική εξιστόρηση και είδηση: στο επίπεδο της αλήθειας και πραγματικότητας υπάρχει από τη μια πλευρά η βιωματική ιστορία και από την άλλη η είδηση, στο επίπεδο της αμφίβολης βασιμότητας η urban legend και η διάδοση, και στο επίπεδο της επινόησης από τη μια το παραμύθι ως ολοκληρωμένη ιστορία και από την άλλη, χωρίς καμιά αφηγηματολογική διαμόρφωση, η λανθασμένη είδηση. Στη μετάβαση από την βιωματική ιστορία προς το παραμύθι και από την είδηση προς την λανθασμένη πληροφορία, όπου κάπου ανάμεσα βρίσκεται ο σύγχρονος αστικός θρύλος και η φημολογία, παρατηρείται μια ελλάτωση του πραγματολογικού στοιχείου του περιεχομένου και μια αύξηση της κριτικής αντιμετώπισης της αφήγησης εκ μέρους των ακροατών, ενώ στη μετάβαση από την ιστορία προς την βιωματική εξιστόρηση και την είδηση μια χαλάρωση της μορφολογικής δόμησης του αφηγήματος, αλλά μια εντατικοποίηση της προσοχής και του ενδιαφέροντος[36]. Στη μετάδοση τέτοιων ιστοριών δεν έπαιξε κανένα ρόλο ο τρόπος μετάδοσης, τεχνητή ή ζωντανή επικοινωνία[37]. Η φημολογία για τον άνθρακα και την απειλή μέσω του ταχυδρομείου κράτησε περίπου τρεις μήνες, ύστερα εξαφανίστηκε. Urban legends, όπως η κότα με το ένα πόδι στο γύψο ή το ποντίκι στο Jumbo-Jet είναι πιο ανθεκτικές μέσα στο χρόνο[38]. Όλες οι ιστορίες αυτές ανήκουν στο μικτό αλλά νόμιμο είδος που κινείται κάπου ανάμεσα στην εξιστόρηση μιας ιστορίας ή την πληροφόρηση μιας πραγματολογικής είδησης· το θέμα της αλήθειας παραμένει χαρακτηριστικά ανοιχτό, και κάθε ανάλυση πρέπει να λάβει υπόψη της και την ιδιαιτερότητα της επικοινωνίας, μέσα στην οποία εμφανίζεται και εκδηλώνεται· οι εφήμερες αυτές ιστορίες δεν μπορούν να απομονωθούν από την επικαιρότητα, την ίδια τη διαδικασία της αφήγησης (ή το μέσο όπου εμφανίζεται και με ποιον τρόπο), δεν έχουν αισθητική δόμηση και αφηγηματική συγκρότηση, είναι περισσότερο προϊόντα της στιγμής και της διάθεσης με αμφισβητήσιμο περιεχόμενο, συμπτώματα μιας πολιτισμικής ιδιοπροσωπίας, τα οποία αιτιολογούνται από μια σειρά από προσωπικούς και κοινωνικούς παράγοντες. Χαρακτηρίζονται από τη ρευστότητα της μεταμοντέρνας εποχής αλλά διατηρούν παρά ταύτα συμβατικά μοτίβα της παραδοσιακής λαϊκής αφηγηματολογίας, εφόσον ριζώνουν στην παραδοσιακότητα του ψυχικού βίου, στις αγωνίες και φόβους ή την ανάγκη διασκέδασης και τέρψης· και τροφοδοτούνται από την ανθρώπινη περιέργεια.

Γ΄

Η φήμη (λατ. fama) υπήρχε στην αρχαιότητα και ως προσωποποιημένη αλληγορία: στον Βιργίλιο (Αινειάδα 4, 173 εξ.) είναι ένα φτερωτό πλάσμα με πολλά μάτια, γλώσσες και αφτιά, το οποίο, τρέχοντας εδώ κι εκεί, ολοένα μεγαλώνει. Αυτή η αυξητική τάση προς την υπερβολή είναι μάλιστα από τα βασικά χαρακτηριστικά γνωρίσματα των διαδόσεων, το οποίο προκαλεί την εξαρχής δυσπιστία.

Ο όρος διάδοση εστιάζει στον τρόπο μετάδοσης κι εξάπλωσης, όπως και η σπερμολογία, ενώ η φημολογία ή φήμη στέκεται περισσότερο στο περιεχόμενο. Σε πιο μικρή εμβέλεια φαίνεται πως κινείται το κουτσομπολιό, που συχνά εστιάζει σ’ ένα γνωστό πρόσωπο και το ελέγχει για τις πράξεις του. Ο βαθμός αβεβαιότητας των λεχθέντων είναι εξίσου δεδομένος, όπως και η τάση για υπερβολή στις συνήθως αρνητικές διαπιστώσεις. Θεωρείται πως είναι η μεγάλη αδυναμία των γυναικών[39], αν και μοιάζει εξίσου διαδομένο στον κόσμο των ανδρών[40]. Ο πιο μικρός, σχεδόν ιδιωτικός κύκλος, μέσα στον οποίο κινείται η εμπιστευτική κουβέντα για κάποιον γνωστό, επιτρέπει και στρατηγικές εξουδετέρωσης των αρνητικών διαδόσεων, πρόσκαιρες συμμαχίες με άλλους ή αντεπίθεση[41]. Το κουτσομπολιό δεν έχει την καταλυτική δύναμη της φήμης. Οι επιπτώσεις της δραστηριότητας αυτής είναι κοινωνιολογικά και ψυχολογικά αμφιλεγόμενες: από τη μια τέτοια κοινά μυστικά συσφίγγουν μια ομάδα ανθρώπων[42], από την άλλη τέτοιες αποκαλύψεις και αλληλοκατηγορίες που σπέρνουν τη διχόνοια μπορούν να οδηγήσουν και στη διάλυση μιας ομάδας[43]. Και οι δύο εκδοχές ανήκουν στο δίκτυο των ανεπίσημων επικοινωνιών, που είναι θεμελιακές για τη συγκρότηση και λειτουργία μιας ανθρώπινης ομάδας[44].

Ενώ και οι δύο μορφές έχουν κοινά σημεία, όπως η ευκαιριακή φύση και η εμπιστευτική ιδιαιτερότητα της επικοινωνίας (να περάσει η ώρα), και συχνά συμμερίζονται τα ίδια μοτίβα (μοιχείες, ατυχίες και ατυχήματα, φανταστικές και φαντασιακές εμφανίσεις και σωτηρίες, σκάνδαλα, περίεργα γεγονότα κτλ.), και οπωσδήποτε βασίζονται στην ίδια διάθεση και τροφοδοτούνται από την περιέργεια, εντούτοις το κουτσομπολιό είναι πιο εφήμερο από τη φήμη και πιο άμορφο ως αφήγημα, αφορά συνήθως μικρές ομάδες, ενώ οι φήμες μεγαλύτερες[45], αν και αυτό είναι μια κάπως γενικευτική διαπίστωση· φήμες διαδίδονται σήμερα συχνά από τα ΜΜΕ. Άλλοι μελετητές αποφαίνονται πως το κουτσoμπολιό γίνεται μεταξύ γνωστών, ενώ η φήμη φτάει σε πολύ ευρύτερο κύκλο[46]· αλλά και το κριτήριο της διάδοσης είναι σχετικό: βλ. π. χ. το κουτσομπολιό στις εφημερίδες (κοινωνικές στήλες). Άλλωστε το κουτσομπολιό μπορεί εύκολα να γίνει φήμη, στην περίπτωση δημοσίων ανδρών, π. χ. στην περίπτωση του Bill Clinton και της Monica Lewinsky το 1998, ή και δημοσίων γυναικών, όπως στην περίπτωση της Lady Diana και του Dody al-Fayed ακόμα και μετά το θάνατό τους. Η φήμη είναι μια περισσότερο δομημένη ιστορία, γι’ αυτό ασχολήθηκε η προφορική αφηγηματολογία περισσότερο μ’ αυτήν, ενώ το κουτσομπολιό είναι άμορφο· αφορά πάντα τρίτα πρόσωπα, όχι τον αφηγητή. Ίσως μπορούμε να πούμε πως το κουτσομπολιό αφορά ως έννοια περισσότερο τον τρόπο της διάδοσης παρά το περιεχόμενο.

Η φήμη συνορεύει από τη μια με το άμορφο και ακανόνιστο κουτσομπολιό, και από την άλλη με δομημένες ιστορίες που λέγονται urban ή contemporary legends (legend εδώ δεν σημαίνει τη θρησκευτική παράδοση αλλά μια φανταστική ιστορία, της οποίας η αλήθεια παραμένει αμφισβητούμενη), σύγχρονοι “θρύλοι” δηλαδή, που εξιστορούν απίστευτα γεγονότα και βιώματα με την απαίτηση να γίνουν πιστευτά. Η τελική αβεβαιότητα για τη facticity των αφηγουμένων είναι η ίδια όπως στη φημολογία[47] και δεν είναι εύκολο να τραβήξει κανείς διαχωριστικές γραμμές. Και ως προς το περιεχόμενο δεν υπάρχουν καθαρά διαφοροποιά κριτήρια: η ιστορία πως τα Στρουμφάκια βρέθηκαν τελικά σε απομονωμένη περιοχή του Μεξικού μπορεί να εκληφθεί τόσο ως απλή φήμη όσο και ως απίστευτη ιστορία (urban legend), εξαρτάται απλώς από το πώς το αφηγείται κανείς[48]. Η σημερινή λαογραφία μιλάει για μη-ειδολογική αφήγηση της καθημερινότητας, η οποία ξεφεύγει από κάθε κατηγοριοποίηση[49]. Πάντως, σε αντίθεση με το κουτσομπολιό, εδώ ο αφηγητής είναι περισσότερο εμπλεκόμενος και εκτεθειμένος, είτε επειδή πρέπει να πείσει για τη σοβαρότητα της πηγής του (ή μπορεί να πάρει και αποστάσεις) είτε η ιστορία αφορά τον ίδιο. Στην περίπτωση αυτή η αυτοβιογραφική διάσταση εξαναγκάζει τον αφηγητή να αναλάβει ο ίδιος τη στρατηγική της πειστικότητας, ότι πράγματι έζησε ή είδε αυτό το απίστευτο γεγονός που αφηγείται. Αυτές οι ιστορίες αφορούν συχνά περιπέτειες σε ταξίδια ή διακοπές σε εξωτικές χώρες[50], περίεργα φαινόμενα της φύσης, αποκρουστικές ή επικίνδυνες μορφές της πανίδας ή χλωρίδας (π. χ. αράχνες, κρεατοφάγα φυτά κτλ.)[51]. Τέτοιες ιστορίες, ακόμα και σε μορφή συλλογών και βιβλίων, είναι εξαιρετικά δημοφιλείς[52].

Σε όλες αυτές τις μορφές του καθημερινού αφηγηματικού λόγου και της ανεπίσημης επικοινωνίας, – ίσως εκτός του άμορφου κουτσομπολιού, όπου η αρνητική υπερβολή είναι από όλους αναμενόμενη και η απαίτηση για απόδειξη και επαλήθευση των λεγομένων εκ των προτέρων μειωμένη -, ο αφηγητής υφίσταται την πίεση της αποδεικτικής διαβεβαίωσης, ότι πράγματι έτσι έγιναν τα πράγματα, και αντιμετωπίζει την δυνητική δυσπιστία του ακροατηρίου του. Τέτοιες στρατηγικές της πειθούς για την αλήθεια της ιστορίας υπάρχουν ακόμα και σε παραδοσιακά είδη του λαϊκού λόγου που είναι σαφώς επινοημένα, όπως το παραμύθι[53], που είναι per definitionem μια fabula incredibilis[54], αλλά και σε παραδόσεις, ιστορίες και ανέκδοτα[55], εντούτοις για φήμες και διαδόσεις, ιστορίες προσωπικών βιωμάτων και urban legends το θέμα να γίνουν πιστευτές έχει κομβική σημασία, γιατί διακυβεύεται η σοβαρότητα και κοινωνική υπόσταση του αφηγητή[56]. Ο γραπτός πολιτισμός έχει ανεβάσει πολύ τις απαιτήσεις για τη βασιμότητα των πληροφοριών και ένα σημερινό κοινό, εθισμένο στην αξία της αντικειμενικότητας των ειδήσεων, είναι εξ αρχή πολύ πιο κριτικό και δύσπιστο απ’ ό,τι το αναλφάβητο ακροατήριο  σ’ ένα μεσαιωνικό χωριό. Ως ανεπίσημη ενημέρωση όμως το περιεχόμενο δεν μπορεί να διαψευστεί ή επαληθευθεί, οπότε το θέμα της βασιμότητας μετατίθεται στην εμπιστοσύνη ή δυσπιστία που έχουν οι ακροατές στον αφηγητή, ο οποίος πρέπει να αναπτύξει ειδικές στρατηγικές για την προφύλαξη της υπόληψής του[57].

Μολοντούτο το θέμα πόσο πιστευτός είναι ο αφηγητής, δεν είναι μόνο προσωπικό και δεν αφορά μόνο την προσωπικότητά του σε σχέση με κάθε ακροατή του· σχετίζεται και με το γεγονός, τι είδους ιστορία είναι αυτή που διηγείται και αν αποστασιοποιείται εξ αρχής από αυτό που άκουσε και μεταδίδει. Υπάρχουν ορισμένα κριτήρια που ρυθμίζουν το ζήτημα της πειστικότητας του αφηγητή και της εμπιστοσύνης του ακροατή· π. χ. με το κριτήριο, πόσο κοντά βρίσκεται ο αφηγητής στα πράγματα που αφηγείται, γίνεται μια εκτίμηση της βασιμότητας των λεγομένων του· ένα άλλο κριτήριο είναι, σε ποια περιοχή της ανθρώπινης γνώσης κινείται το αφηγούμενο γεγονός (π. χ. ιστορίες για UFO, θαύματα, προφητείες κτλ. εκλαμβάνονται εκ των προτέρων από μερικούς ανθρώπους με δυσπιστία)· επίσης πρέπει να υπολογισθεί οι εκτιμήσεις και υποψίες του ακροατή για τα πιθανά κίνητρα του αφηγητή. Καθοριστικής σημασίας είναι όμως τα συμφραζόμενα της αφήγησης και το κοινωνικό πλαίσιο της κατάστασης της επικοινωνίας (conversation, cocktail-party, εξομολόγηση)· π. χ. μετά από μια καταστροφή οι φήμες γίνονται πιο πειστικές. Άλλες σημαντικές παράμετροι είναι η σημαντικότητα της αφήγησης, τo ύφος του αφηγητή και ο τρόπος της εξιστόρησης. Άμεσα απειλητικές ιστορίες, όπως για τη μετάδοση του aids ή φυλλάδες για το μοίρασμα αυτοκόλλητων με LSD σε παιδικές χαρές (στην Αμερική από το 1980, στην Ευρώπη από το 1988)[58] αντιμετωπίζονται με μεγάλη προσοχή, γίνονται εύκολα πιστευτές και σπέρνουν τον πανικό, γιατί  προσποιούνται πως είναι αληθινές ή μεταδίδονται ως τέτοιες[59]. Ενώ αντίθετα η είδηση στο e-mail του διαδικτύου για μια κλήρωση όπου έχει κερδίσει κανείς εκατομμύρια, δεν αναστατώνει κανέναν ιδιαίτερα γιατί είναι πλέον γνωστή ως εγκληματική απόπειρα κατάκτησης προσωπικών δεδομένων (τον αριθμό τραπεζικού λογαριασμού)· παρόμοιες είναι οι συγκινητικές εμπιστευτικές αφηγήσεις για την πρόθεση μετακίνησης τεράστιων ποσών, που θέλει να κάνει κάποιος συνήθως από τον Τρίτο Κόσμο, στον τραπεζικό μας λογαριασμό με διάφορες φανταστικές αιτιολογίες και ιστορίες[60].

Άλλες ιστορίες πάλι είναι τελείως ακίνδυνες, και αντιμετωπίζονται με νηφαλιότητα, ψυχραιμία ή και συμπάθεια, γνωρίζοντας ότι τα πράγματα δεν είναι ακριβώς έτσι όπως περιγράφονται. Σ’ αυτήν την κατηγορία ανήκουν π. χ. οι ιστορίες για τον παλαιό καλό καιρό[61], για το χωριό από το οποίο κατάγεται κανείς[62], για το πατρικό σπίτι και την ευτυχισμένη παιδική ηλικία[63]. Συχνά οι εξωραϊσμένες εισαγωγές τέτοιων αυτοβιογραφικών αφηγήσεων στηρίζονται σε ένα αντιστάθμισμα και μια υποσυνείδητη σύγκριση με ένα δύσκολο παρόν[64]. Σε κάθε περίπτωση όμως η αυτοβιογραφική αφήγηση δεν είναι απλώς πληροφορία αλλά και αποκάλυψη του εαυτού[65], δικαιολόγηση πράξεων και στάσεων του αφηγητή[66], όπου η σύγκριση με το παρόν μπορεί να είναι ο άξονας της δόμησης της όλης ιστορίας[67]. Η αυτοβιογραφική διήγηση είναι η αφηγηματική εκδοχή του προσωπικού μύθου, στον οποίο βασίζει ο καθένας τη συνειδητή του ύπαρξη[68].

Μολοντούτο η αβεβαιότητα της φημολογίας (και η φρίκη) ελλοχεύει και σε πολιτισμικά φαινόμενα, όπου κατ’ εξοχήν δε θα έπρεπε να υπάρχει, π. χ. στην επιστημονική δημοσιογραφία, το scientific transfer και τις ιατρικές ειδήσεις. Ειδικά τα πειράματα της βιογενετικής και η κλωνοποίηση έχουν δημιουργήσει ένα ολόκληρο κύμα προφητικών έργων για το μέλλον της ανθρωπότητας, που βασίζεται σ’ έναν αρχέτυπο της φρίκης: τον τεχνητό άνθρωπο[69].

Θα μπορούσε να διακινδυνεύσει κανείς την απόφανση, πως η ακαταμάχητη γοητεία της φημολογίας και των urban legends έγκειται στο μείγμα περιέργειας,  περίεργου και φρικτού. Ειδικά το τελευταίο είνα η βάση όλης της δαιμονολογίας, αλλά και πολλών παραλογών και ιστοριών για τέρατα και δράκοντες. Η φρίκη των παραδοσιακών παραδόσεων επιβιώνει στις σύγχρονες ιστορίες, αλλά και στα media: στον κινηματογράφο π. χ. το horror film ήταν από την αρχή μια από τις πιο δημοφιλείς κατηγορίες ταινιών, όπου το ζεύγος: τεχνητός άνθρωπος (Frankenstein)[70] μαζί με τον ιδιοφυή αλλά τρελό και επικίνδυνο επιστήμονα, ήταν από τα πιο αγαπητά μοτίβα[71]. Η ανάμειξη του factum με το fictum, της γνώσης με το συναίσθημα, είναι ένα από τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της φιλμικής αφήγησης[72]. Ωστόσο την ίδια ανάμειξη παρατηρεί κανείς και στην επιστημονική ενημέρωση της δημοσιογραφίας για το ευρύτρο κοινό. Αυτή η επικίνδυνη εξέλιξη έχει πάρει και ένα μεικτό όνομα, που απαρτίζεται από information και entertainment: infotainment[73]. Το scientific transfer δεν εστιάζει πια τόσο στην ακρίβεια της ενημέρωσης, αλλά την αναμειγνύει με τέρψη και διασκέδαση, διαβρώνει την διαδικασία της κατανόησης με ανεξέλεγκτες συναισθηματικές διακυμάνσεις. Το ίδιο παρατηρείται άλλωστε και στις ειδήσεις: η αντικειμενικότητα της παρουσίασης της επικαιρότητας διανθίζεται με μια δραματοποίηση και σκηνοθεσία των γεγονότων, που αποβλεπει στον αισθηματισμό και τη συναισθηματική μέθεξη των θεατών, αντί να καλλιεργείται η κριτική θεώρηση στη διαμόρφωση της κοινής γνώμης. Αν ανοίξει κανείς στο διαδίκτυο τα medical news, που έρχονται κάθε μέρα, βλέπει με ποια επιπολαιότητα μεταφέρονται τυχαία αποτελέσματα από ιατρικές μελέτες, χωρίς να τοποθετούνται σε ευρύτερα πλαίσια και να διασταυρώνονται με σύγχρονη και παλαιότερη βιβλιογραφία, ώστε να έχουν μια βάσιμη εφαρμοσιμότητα. Ως γυμνή είδηση εντείνουν απλώς τη σύγχυση.

Απ’ ό,τι φαίνεται η αβεβαιότητα των διαδόσεων δεν έχει εισχωρήσει για τα καλά μόνο στη δημοσιογραφία αλλά και στην επιστημονική δημοσιογραφία. Ένα μέρος τουλάχιστον των σημερινών συστημάτων πληροφόρησης αντιμετωπίζει μια παρόμοια αβεβαιότητα με αυτή των φημολογιών και των urban legends. Ωστόσο οι ιστορίες αυτές, στην όποια μορφή οργάνωσης ενός δομημένου ή όχι περιεχομένου, εστιάζουν πάντα σε ένα εξαιρετικό γεγονός, κάτι περίεργο, ασυνήθιστο, απρόοπτο, συχνά και απεχθές, φρικτό ή τερατώδες. Η συνάντηση με το διαφορετικό οριοθετεί το Εγώ μας, η συνάντηση με το τελείως άγνωστο (“θείο”) αφορά όμως τον Εαυτό μας· είναι ένα συγκλονιστικό βίωμα που δεν ξεχνά κανείς σε όλη του τη ζωή. Ένα τέτοιο γεγονός δεν κρίνεται πια με τα μέτρα της πιθανότητας να έχει συμβεί πραγματικά, της πειστικότητας του αφηγητή, αλλά αναπτύσσει στον ψυχισμό των ανθρώπων μια τελείως ανεξάρτητη δυναμική, τόσο μεγάλη που συγκλονίζει μόνο με την αναφορά και περιγραφή του, και ας μην είναι αλήθεια. Αυτό το στοιχείο υπήρχε στις παραδοσιακές παραδόσεις αλλά ενυπάρχει μερικές φορές και στις σύγχρονες. Αυτή η σταδιακή αποκάλυψη της απόλυτης φρίκης μέσα στην πορεία της αφήγησης συναντιέται βέβαια και στη λογοτεχνία· σκέφτομαι π. χ. το συγκλονιστικό θεατρικό έργο Suddenly last summer (Ξαφνικά πέρσι το καλοκαίρι) του Tennessee Williams.

Δ΄

Η συνάντηση με το τελείως άγνωστο (“ιεροφάνεια” κατά τον Ρουμάνο θρησκειολόγο Mircea Eliade), το υπερφυσικό και το υπερλογικό, που δεν χωράει στο νου του ανθρώπου, το απίστευτο και το ανεξήγητο, που βρίσκεται στον κεντρικό θεματικό πυρήνα πολλών παλαιών και νέων παραδόσεων, και η τρομακτική έλξη που ασκεί στον ψυχισμό του ανθρώπου, που απαιτεί πλέον ψυχαναλυτικές μεθόδους ανάλυσης[74], ονομάστηκε από τον προτεστάντη θεολόγο Rudolf Otto (1869-1937) “numinosum” και είναι ένα φαινόμενο, με το οποίο έχει ασχοληθεί η λαογραφική αφηγηματολογία και παλαιότερα και πρόσφατα[75]. Στο βιβλίο του “Το ιερό. Για το υπερλογικό στην ιδεά του θείου και τη σχέση του με το ορθολογικό” (1917) διατύπωσε τον ορισμό του numinosum (από λατ. numen, το θείο) ως εξής: “το θείο δίχως το ηθικό στοιχείο και χωρίς το ορθολογικό στοιχείο”[76]. H εμφάνισή του βιώνεται ως ολέθρια και εντυπωσιακή, υπέρμετρη και περίεργη, ασυνήθιστη και θαυμαστή, προκαλώντας φρίκη και γοητεία, είναι θεία και δαιμονική, εκπέμπει μια  ασύλληπτη ενεργητικότητα. Το βίωμα του τελείως διαφορετικού και άγνωστου (alienum) συνεπαίρνει τον άνθρωπο (fascinans) και τον τρομάζει (tremendum)[77]· το απόλυτα ξένο ξενίζει και εκπλήσσει, βρίσκεται στον αντίποδα του γνωστού, κατανοητού και οικείου. Και στις σύγχρονες αυτές ιστορίες το απρόοπτο και απίστευτο αποδομεί προς στιγμή τον γνωστό κόσμο και τις λογικές του και προκαλεί φόβο αλλά και ηδονή (“Angstlust”)[78].

Αυτό το μείγμα ισχυρών αντιθετικών συναισθημάτων πρέπει να είναι αντικείμενο μιας ψυχαναλυτικής προσέγγισης. Ο Freud ασχολήθηκε με το φαινόμενο στο γνωστό δοκίμιό του “Das Unheimliche” (1919) (“Το ανοίκειο”)[79], όπου ο βιεννέζος ιδρυτής της ψυχανάλυσης μεταφέρει τη συζήτηση σ’ ένα ετυμολογικό και σημασιολογικό επίπεδο: το θετικό επίθετο heimlich (οικείο, από το Heim, οίκος, σπίτι, Heimat – πατρίδα) περιέχει ήδη δύο αντιθετικές σημασίες: heimelig (cosy, άνετο, γνωστό, οικείο) και verheimlichend (αποκρύπτοντας, στα κρυφά)[80]. Τέτοιες διπλές αντιθετικές σημασίες ανακαλύπτει σε μια σειρά από αρχετυπικές λέξεις: altus που σημαίνει και ψηλά και χαμηλά, sacer που σημαίνει ιερό και καταραμένο, το γερμανικό stumm, βουβός, προέρχεται ετυμολογικά από τη Stimme, τη φωνή κτλ.[81]. Στο άγνωστο της φρίκης του unheimlich φανερώνεται και κάτι πολύ γνωστό, που τοποθετεί ο Freud στο υποσυνείδητο, κάτι έχει απλώς απωθηθεί· το “οικείο” είναι ταυτόχρονα και (απο)κρυπτικό, όποιος μένει στο σπίτι κρύβεται.

Ένα πολύ σύνθετο παράδειγμα για την coincidentia oppositorum των σημασιών και των αισθημάτων που προκαλούν είναι το σπήλαιο, που εμφανίζεται σε τόσους παραδοσιακούς θρύλους[82]. Σε πολλές μυθολογίες και λαϊκές παραδόσεις είναι η κατοικία άγριων ζώων ή τεράτων, δρακόντων και δράκων ή άλλων επικίνδυνων όντων (νάνων, γιγάντων, νεράιδων) ή εκεί φυλακίζονται μαγεμένοι άνθρωποι, που μπορεί κανείς να απελευθερώσει με κίνδυνο ζωής. Ταυτόχρονα όμως τα σπήλαια ήταν πάντα και καταφύγια για κατατρεγμένους και φυγάδες, σε εποχή πολέμου μάλιστα για πολύ κόσμο, τους κατοίκους ολόκληρων χωριών. Και μάλιστα τους προστατεύει μια τεράστια αράχνη, που υφαίνει ένα αδιαπέραστο δίκτυο στην είσοδο της σπηλιάς πριν φτάσουν οι διώκτες[83]. Στο ψυχαναλυτικό λεξιλόγιο η σκηνή αυτή εξηγείται σε μητρικά συμφραζόμενα: η σπηλιά ως μήτρα και η αράχνη ως σύμβολο της μητριαρχίας. Αλλά το οικείο της μητρικής προστασίας γίνεται unheimlich, αν στο σπήλαιο κατοικούν επικίνδυνα όντα· ο οίκος αυτός είναι ταυτόχρονα και επικίνδυνος. Ο Freud ερμηνεύει τη σημασιολογική διαλεκτική με το οιδιπόδειο θεώρημα, το φόβο του νευρωτικού άνδρα μπροστά στον κόλπο της γυναίκας και στην ερωτική ένωση (ο κίνδυνος να χάσει το γεννητικό του όργανο), ενώ η μήτρα της ήταν η πρωταρχική του οικία ως έμβρυου. Το unheimlich είναι τελικά το κάποτε πρωταρχικά γνωστό· και η φρίκη δημιουργείται από την απώθηση της επιθυμίας. Ο ανδρικός έρως είναι ο νόστος της επιστροφής στη μήτρα. Σε άλλο σημείο των γραπτών του ο Freud, σχετικά με τη θεωρία των ονείρων, είναι ακόμα πιο σαφής και επιγραμματικός: ο καλός άνθρωπος ονειρεύεται αυτό που ο κακός κάνει στην πραγματικότητα, επικαλούμενος μάλιστα τον Πλάτωνα[84]. Ο ίδιος μηχανισμός της απώθησης των κοινωνικά ανεπιθύμνητων ορέξεων και πόθων βρίσκεται στη βάση της πίστης στη βασκανία· επειδή εμποδίζεται από τις κοινωνικές νόρμες να πράξει ό,τι κρυφά επιθυμεί, και μόνο το βλέμμα του ανθρώπου έχει τη δύναμη να βλάψει[85].

Μια άλλη παράμετρος της συνάντησης με το numinosum υπογραμμίζει η ατομική ψυχολογία του Alfred Adler, την υπερβολική δύναμη που έχει η ιεροφάνεια, η οποία στην κυριολεξία εκμηδενίζει τον άνθρωπο[86]. O Αdler ανάγει τέτοια βιώματα και αφηγήματα στο σύμπλεγμα κατωτερότητας, που είναι το βασικό βίωμα κάθε παιδιού για τουλάχιστον 15 χρόνια. H βίωση της αδυναμίας οδηγεί σε στρατηγικές εξασφάλισης, που συνοδεύουν ως τάση ακόμα και τον ενήλικο άνθρωπο[87]. Στις ιστορίες αυτές η εξασφάλιση γίνεται συνήθως με την επίκληση προστασίας από υπερφυσικές δυνάμεις με το σταυρό ή κάνοντας το σχήμα του σταυρού ή και με άλλο σύμβολο της χριστιανικής θρησκείας.

Αντίθετα στην αναλυτική ψυχολογία του C. G. Jung το numinosum συγκαταλέγεται στους τρόπους εμφάνισης των αρχέτυπων, όπως animus, anima, η σκιά κτλ.[88]. Στο δοκίμιο “Οι ψυχολογικές πτυχές του μητρικού αρχέτυπου” ο Ελβετός ψυχαναλυτής και μελετητής των συμβόλων και μυθολογιών υπογραμμίζει την αμφίσημη δραστηριότητα της Μεγάλης Μητέρας, που γαλουχεί, τρέφει, μεγαλώνει και προστατεύει τα παιδιά της (τους ανθρώπους) στη θετική της εκδοχή, αλλά έχει και μια καταστροφική, όπου καταβροχθίζει, αποπλανά και δηλητηριάζει τα τέκνα της[89]. Κατά τις ερμηνείες αυτές ο Οιδίποδας είναι μόνο μισός μυθικός ήρωας: σκοτώνει μεν τη σφίγγα (τη Μεγάλη Μητέρα στην καταστροφική της εκδοχή), παντρεύεται τη μητέρα του, αποκτώντας το ανώτερο αγαθό στον κόσμο τούτο, αλλά χωρίς τη θέλησή του· και μόλις τα ανακαλύψει τυφλώνεται (χάνει το φως / τη συνείδησή του, αυτοευνουχίζεται), και γέρος πλέον, χάνεται σε μια μυστηριακή ρωγμή της γης στον Κολωνό (επιστροφή στη μήτρα της Μεγάλης Μητέρας)[90]. Σε άλλο σημείο o Jung σημειώνει πως η εμφάνιση των αρχέτυπων έχει τον χαρακτήρα του numinosum: ο αρχέτυπος είναι θεραπευτικός ή καταστροφικός, δεν είναι ποτέ ουδέτερος και αδιάφορος[91]. Ορισμένοι μελετητές της λαϊκής αφηγηματολογίας έχουν εφαρμόσει το θεώρημα των αρχέτυπων στους προφορικούς θρύλους, π. χ. στην κεντροευρωπαϊκή ιστορία για την κούκλα των βοσκών στα βουνά: για διασκέδαση φτιάχνουν οι βοσκοί στα βουνά το καλοκαίρι ένα θηλυκό σκιάχτρο, το οποίο ταΐζουν και παίζουν μαζί του σαν να είναι ζωντανός άνθρωπος· στο τέλος του καλοκαιριού η κούκλα ζωντανεύει πραγματικά και σκοτώνει τον αρχιβοσκό, τον γδέρνει και τεντώνει το δέρμα του πάνω στη σκεπή του καταλύματος· κατά τον G. Isler εδώ θεριεύει το ασυνείδητο και εισβάλλει καταστροφικά στον κόσμο της συνείδησης[92]. Αυθόρμητα μας έρχεται στο νου ο μύθος του Πυγμαλίωνα, ο οποίος στη δραματοποίηση του Σπ. Βασιλειάδη (Γαλάτεια 1872) έχει τις ίδιες καταστρεπτικές συνέπειες, γιατί συνδυάζεται με το δημοτικό τραγούδι της “Άπιστης γυναίκας”, και το ζωντανεμένο άγαλμα προδίδει τον δημιουργό του και παραλίγο να τον σκοτώσει πριν σκοτωθεί[93].

Ο Jung επανέρχεται στο φαινόμενο του ανεξήγητου και σε άλλα συμφραζόμενα, όπως π. χ. στη “συγχρονικότητα” δύο γεγονότων που δεν έχουν καμιά αιτιολογική ή άλλη σχέση μεταξύ τους[94]. Αυτή ειναι η περίπτωση οιωνών ή προφητικών σημαδιών, όπου η εμφάνισή τους φαινομενικά δεν συσχετίζεται με το γεγονός που θα συμβεί· στις ιστορίες αυτές ραγίζουν καθρέφτες, ρολόγια σταματούν, χτυπήματα ακούγονται κτλ. Η συσχέτιση των άσχετων γεγονότων βασίζεται σε μια μαγική κοσμοθεωρία, όπου όλα συνδέονται με όλα[95]. Τέτοιες ά-λογες και μη αιτιολογικές συνδέσεις σώζονται ακόμα στα όνειρά μας και μ’ αυτά ασχολείται συνήθως η παραψυχολογία. Χρησιμοποιούνται όμως συχνά στην τέχνη, π. χ. στους Συμβολιστές, στα μονόπρακτα του Maurice Maeterlinck, όπου οι τυφλοί ακούουν τα βήματα του θανάτου που έρχεται κτλ.[96].

Το ίδιο φαινόμενο της υπερλογικής συσχέτισης φαινομένων και γεγονότων αναλύει και ένας άλλος Ελβετός ψυχολόγος (της εξελικτικής ψυχολογίας), ο Jean Piaget, στο θεώρημα του “επιστημολογικού εγωκεντρισμού”[97]: στην παιδική ψυχολογία τα πάντα γίνονται, στην αντίληψη του παιδιού, για το ίδιο ή σε αιτιολογική σχέση με αυτό (εγωκεντρισμός χωρίς την εγωιστική σημασία), επειδή κάτι έκανε ή δεν έκανε, είπε ή δεν είπε, σκέφτηκε ή ξέχασε κτλ.· η καταιγίδα ή κάθε άλλο απρόοπτο συμβάν, τα πάντα είναι σημεία για μας, μας μιλούν, μας προειδοποιούν, μας τιμωρούν. Το φαινόμενο είναι γνωστό από το λαϊκό πολιτισμό: οι Τούρκοι είναι μια τιμωρία του θεού για τις αμαρτίες που διαπράττουν οι Χριστιανοί[98], όπως και οι φυσικές καταστροφές, πλημμύρες, σεισμοί, επιδημίες και κακές σοδειές. Το σύνολο των μαγικών πρακτικών βασίζεται στην πίστη πως τα γεγονότα μπορεί να επηρεαστούν, επειδή συνδέονται κρυφά μεταξύ τους. Έχει παρατηρηθεί πως σε εποχές κρίσης, προσωπικής ή συλλογικής, ή όταν η έκβαση ενός εγχειρήματος είναι τελείως άγνωστη και ανοιχτή, ακόμα και οι σημερινοί άνθρωποι καταφεύγουν σε προλήψεις και δεισιδαιμονίες ή και ενεργητικά σε μαγικές πρακτικές (φοιτητές σε εξετάσεις, αθλητές, χαρτοπαίκτες κτλ.)[99]. Η εμφάνιση του numinosum είναι σημείο, σήμα, σημάδι, που πρέπει να ερμηνευτεί στη σημασία του· και αυτή η σημασία απευθύνεται πάντα σε μας. Η μαγική κοσμοαντίληψη τοποθετεί πάντα στο κέντρο τον άνθρωπο.

*

Με τη συζήτηση για το numinosum η εξέταση των διαδόσεων, φημολογιών και σπερμολογιών ξεφεύγει πλέον από την κοινωνιολογική λειτουργικότητα· αλλά η τρομολαγνεία και το ηδονικό ρίγος του άγνωστου και φρικιαστικού απαιτεί ψυχολογικά ή ψυχαναλυτικά μοντέλα εξήγησης. Ωστόσο φαίνεται, πως η πρόκληση δυνατών συναισθηματικών συγκινήσεων, που εκλύουν οι ιστορίες για υπερλογικά φαινόμενα και φρικτά βιώματα, είναι ένα συστατικό στοιχείο της αναπαραγωγής των urban legends, που κατά την πρόβλεψη του Rolf Wilhelm Brednich, που έχει συλλέξει  και τις περισσότερες ιστορίες, θα οδηγήσει και στο μέλλον στη νέα παραγωγή τέτοιων ιστοριών[100]. Η ηδονή και φρίκη του ανεξήγητου numinosum είναι ο ένας πόλος του καθημερινού αφηγηματικού λόγου, ο άλλος είναι η κοινή κακολογία, οι προσωπικοί σχολιασμοί, το κουτσομπολιό, για να περάσει “ευχάριστα” η ώρα, χωρίς συγκεκριμένη μορφή και σύνθεση, δομή και αλληλουχία σκηνών, χωρίς αφηγηματολογική δόμηση και τελείως εξαρτώμενο από την κατάσταση και ροή της συγκεκριμένης επικοινωνίας. Οι ιστορίες που βρίσκονται ανάμεσα στους δύο πόλους της καθημερινής αφήγησης, γύρω από τις φήμες και διαδόσεις, δύσκολα ομαδοποιούνται και ξεφεύγουν ουσιαστικά από κάθε εννοιολογική οριοθέτηση. Δύσκολα κατηγοριοποιείται η δόση πραγματικού ή επινοημένου περιεχομένου, η αβεβαιότητα της επαλήθευσής του παραμένει ένα χαρακτηριστικό τους γνώρισμα.

Αυτό διαχωρίζει και την “ανεπίσημη” από την “επίσημη” ενημέρωση, αν και στη δεύτερη έχουν παρεισφρήσει οι υπερβολές, η χαλάρωση στην ακριβή απόδοση των δεδομένων, οι εκπτώσεις στην αντικειμενικότητα και οι σειρήνες της δραματοποίησης και της πάσης φύσεως χειραγώγησης του πληροφοριακού υλικού για την αύξηση της ακροαματικότητας ή για άλλους σκοπούς. Οι τεχνητοί αγωγοί της επικοινωνίας δεν αλλοιώνουν κατ’ αρχήν και ουσιαστικά το περιεχόμενο και τη δομή των λεχθέντων, και δεν είναι διαφορετικοί από τους φυσικούς αγωγούς της προφορικού διαλόγου της face-to-face-situation, απλώς η επικοινωνία είναι μονομερής· τρόποι απάντησης και σχολιασμού υπάρχουν μόνο ετεροχρονισμά, με τηλεφώνημα ή SMS. Η προφορικότητα έχει περάσει από καιρό στον κόσμο του γραπτού λόγου (βλ. το επόμενο κεφάλαιο), όπως μετά από τον Gutenberg ο γραπτός λόγος έχει επηρεάσει και περιθωριοποιήσει τον προφορικό. Στην Ελλάδα, με έναν κατεξοχήν εξωστρεφή μεσογειακό πολιτισμό η κατάσταση εμφανίζεται πιο εξισορροπημένη, και η συμμετοχή της προφορικότητας σε θέματα διαμορφώσης της κοινής γνώμης εξακολουθεί να είναι σημαντική και ενεργητική, πράγμα που κάνει την ανάλυση της διαδικασίας, πώς διαμορφώνεται μια ομαδική βούληση και έκφραση, υπόθεση εξαιρετικά σύνθετη· στη διαμόρφωση μιας άποψης για ένα συγκεκριμένο θέμα δεν συμμετέχει μόνο η τηλεόραση, το ραδιόφωνο και η εφημερίδα, αλλά και ο γείτονας, οι πελάτες στο κομμωτήριο, οι θαμώνες του καφενείου, οι επιβάτες στο λεωφορείο και ταξί, οι συζητήσεις στη λαϊκή αγορά και στο περίπτερο, οι άπειρες ανεπίσημες επικοινωνίες της γειτονιάς, οι συνομιλίες στο τηλέφωνο και το κινητό, οι συγκεντρώσεις και οι πορείες. Είναι ένα γοητευτικό θέμα για τη λαογραφία των πόλεων, το πώς διαμορφώνεται μια δημόσια άποψη για κάποιο θέμα (λαογραφία των εκλογών, λαογραφία της κρίσης κτλ.).

Και στην ανώνυμη και απρόσωπη μαζική κουλτούρα των μεγαλουπόλεων οι ανεπίσημες επικοινωνίες παραμένουν ο συνδετικός ιστός της κοινωνικής συνοχής και συνεννόησης. Όταν οι άνθρωποι σταματούν να μιλούν, τότε η κοινωνία κινδυνεύει από αποσύνθεση, κι ας εξακολουθούν να υπάρχουν και να λειτουργούν οι θεσμοί. Αλλά στην Ελλάδα, έτσι κι αλλιώς, μάλλον το αντίθετο συμβαίνει.

 

(από το βιβλίο Δοκίμια για τη λαογραφική θεωρία και τη φιλοσοφία του πολιτισμού, Αθήνα 2014).

 

[1] “Αυτή την ιστορία την αφιερώνω σ’ εσέν’, απλή και αγράμματη γυναίκα, σ’ εσέ, καημένη Χρυσαυγή. Την άκουσ’ από το στόμα σου, και κοίταξα να την κρατήσω, κι όσο πιστά μπορούσα, για να είμαι αντίλαλος δικός σου. Γιατί, όταν μιλάς εσύ, ένας λαός ολόκληρος τα λόγια σου στα ψιθυρίζει. Κάθε σου ιστορία, χωρίς να το καταλαβαίνης, του γένους είναι ποίημα. Δεν είσαι γυναίκα, είσαι η Φήμη η διαλαλήτα· δεν έχεις τίποτε σαρκικό, είσαι ψυχή μονάτη· τα μάτια σου ποτέ δεν ησυχαζουν, ποτέ δε σκοτιδιάζουν….” (Κ. Παλαμάς, Άπαντα, τόμ. 4, σ. 9). Το ότι το αφήγημα είναι ιστορία που άκουσε, αποτελεί μια μάλλον ειρωνική αναφορά στις αισθητικές προδιαγραφές του ηθογραφικού κινήματος για την αυθεντικότητα της προφορικής παράδοσης (βλ. Β. Πούχνερ, “Παλαμικά: Α΄ Θάνατος παλληκαριού”, Φιλολογικά και θεατρολογικά ανάλεκτα, Αθήνα 1995, σσ. 77-195, ιδίως σσ. 101 εξ.).
[2] Eιδοποιούν τη μητέρα του μέσα την εκκλησία. “Ξεπετάχτηκεν η γριά, σούσουρο γίνηκε τριγύρω της , άρχισαν οι γυναίκες τα ψιθυρίσματα. ‘Σιωπή, γυναίκες’, έκραζαν οι επίτροποι. Αλλά πού να σωπάσουν; Κάτι έτρεξε· τι στραγγούλισμα είταν αυτό; Στη στιγμή μαθεύτηκε το πράμα· στη στιγμή η μισή εκκλησία είχεν αδειάσει! Πού να κρατηθή ο κοσμάκης; Την εκκλησιά του τη βρίσκει πάλι, μα τέτοια, θεός να μας γλυτώνη, δεν γίνονται κάθε μέρα” (ό. π., σ. 15, για σχολιασμό Πούχνερ, ό. π., σσ. 111 εξ. με παραπομπή στην ανθρωπολογική μελέτη της J. Du Boulay, “Gossip, friendship and quarrels” στη μονογραφία Portrait of Greek Mountain Village, Oxford 1974, σσ. 201-229).
[3] Παλαμάς, ό. π., σσ. 35 εξ.
[4] Πούχνερ, ό. π., σσ. 173 εξ.
[5] Παλαμάς, ό. π., σσ. 35-37.
[6] Βλ. επίσης Β. Πούχνερ, “Η κάθαρση του αναγνώστη. Αφηγηματική δραματουργία στο διήγημα ‘Θάνατος παλληκαριού’ του Κωστή Παλαμά”, Κωστής Παλαμάς. Εξήντα χρόνια από τον θάνατό του (1943-2003). Β΄Διεθνές Συνέδριο: Γραμματολογικά – Εκδοτικά – Κριτικά – Ερμηνευτικά Ζητήματα, Πρακτικά, τόμ.Β΄, Αθήνα 2006, σσ. 705-713 και “Λαογραφικά στοιχεία και λογοτεχνικές χρήσεις στον Παλαμά. Η περίπτωση του πεζογραφήματος Θάνατος πάλληκαριού”, Πρακτικά Επιστημονικού Συνεδρίου “Ο Κωστής Παλαμάς σήμερα, 150 χρόνια από τη γέννησή του”, Αθήνα 2010, σσ.  225-230.
[7] Η δικτύωση του κουτσομπολιού και των προσωπικών αλληλοχαρακτηρισμών εξουδετερώνει τις προσωπικές επιθέσεις και τις διασπείρει, γιατί και ο κουτσομπόλης ελέγχεται κριτικά και γίνεται και ο ίδιος στόχος τέτοιων διαδόσεων (βλ. π. χ. N. J. Smelser, Theorie des kollektiven Verhaltens, Köln 1972, G. Allport / L. Postman, The Psychology of Rumor, New York 1947).
[8] Στο χωριό αυτό διακρίνουν το κουτσομπολιό από την γενική “κουβέντα” και από την πιο ειδική “κατηγόρια” (Du Boulay, Portrait of a Greek Mountain Village, ό. π., σσ. 201 εξ.). Ο υπερβολικός κουτσομπόλης θεωρείται γελοίος και δεν παίρνεται στα σοβαρά· οι στρατηγικές απόκρουσης των διαδόσεων είναι συνήθως ο ανοιχτός καυγάς με την πηγή των πληροφοριών αυτών ή η μεσολάβηση κάποιου έμπιστου προσώπου, το οποίο εξηγεί τα ανομολόγητα κίνητρα της φημολογίας αυτής (du Bulay, ό. π., σσ. 209 εξ.).
[9] Η Du Boulay, ό. π., σσ. 205 εξ. αντικρούει την άποψη πως το κουτσομπολιό είναι “purposive behaviour”· στο χωριό είναι ένας τρόπος ζωής, μια διασκέδαση, μια εκδοχή της διανθρώπινης επικοινωνίας χωρίς σαφή όρια: κάθε συζήτηση μπορεί άνα πάσα στιγμή να μετατραπεί σε τέτοιους σχολιασμούς (για την “προθεσιακή συμπεριφορά” της κακολογίας και συκοφαντίας βλ. R. Paine, “What is Gossip About? An Alternative Hypothesis”, Man II/2, 1967, σσ. 278-285).
[10] Μ. Gluckman, “Gossip and Scandal”, Current Anthropology 4 (1963), σσ. 307-315.
[11] H DuBoulay έχει δύο διαφωτιστικές παραγράφους για τη λειτουργική διάσταση του κουτσομπολιού στο χωριό: “There is, however, a functional aspect of gossip which goes entirely unnoticed by the villagers but which is a significant element in keeping alive the sense of community and of preserving its highest values; for although gossip springs from the competition and hostility which exist between the different groups in the village, it relies for its expession on the common values and the shared history of the total community. These can be analysed under four heads. First there is the effect of gossip to disseminate information about others, to judge them by appeal to and identification with the highest values of society, and to punish by ridicule those who deviate from these values. Secondly, while to evaluate and criticize people to their face is often insulting and results in a quarrel, the processes of gossip make such evaluation possible without open insult to the person concerned. Thirdly, the constant juggling with reputations and with the merits and demerits of other people’s lives keeps the relative status of one person to another in continual flux and maintains the principle of equality. And finally, the act of gossip relies on a knowledge of past history, a common body of tradition, and a shard experience of life, and therefore unites in a positive relationship, even if only temporarily, those who gossip and mock with reference to these experiences and values. Groups of women who are thus gossiping are, in the act of division against others, reaffirming and re-creating the solidarity of the particular relationship which they hold with others in the group. For the duration of the gossip, the hostility which normally underlies relationships outside the family and circle of close kin is kept at bay, and friendship momentarily asserted by common identification with the ideal values of the community” (ό. π., σσ. 210 εξ.).
[12] Για το θέμα της ακροαματικότητας στο ραδιόφωνο βλ. Β. Πούχνερ, “Στόχοι και μέθοδοι της διερεύνησης του ραδιοφωνικού ακροατηρίου. Η στατιστική της ακροαματικότητας του θεατρικού έργου στο ραδιόφωνο”, Ευρωπαϊκή Θεατρολογία, Αθήνα 1984, σσ. 333-373.
[13] Σκέφτομαι π. χ.  την τεράστια επιτυχία που είχε το Παραμύθι χωρίς όνομα του Καμπανέλλη το 1959 και τα επόμενα χρόνια, ιδίως στη νεολαία, ενώ οι θεατρικοί κριτικοί τσακώνονταν, αν το έργο είναι φιλοβασιλικό ή γελοιοποιεί το θεσμό της μοναρχίας (Β. Πούχνερ, Τοπία ψυχής και μύθοι πολιτείας. Το θεατρικό σύμπαν του Ιάκωβου Καμπανέλλη, Αθήνα 2010, σσ. 385 εξ.). Σε αριθμό παραστάσεων στα ελληνικά σχολεία το έργο είναι το πιο πολυπαιγμένο του Καμπανέλλη και ξεπερνά με 99 παραστάσεις στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα ακόμα και την δημοφιλή Αυλή των θαυμάτων, που ανέρχεται σε 85 παραστάσεις (βλ. Μ. Κακουδάκη, “Οι παραστάσεις των έργων του Ιάκωβου Καμπανέλλη στο ελληνικό σχολείο από το 1956 ώς το 2004”, Πρακτικά Πανελλήνιου Συνεδρίου προς τιμήν του Ιάκωβου Καμπανέλλη, Πάτρα 2006, σσ. 183 εξ.).
[14] S. Kalapoš, “The Culture of Laughter, the Culture of Tears: September 11th Events Echoed on the Internet”, Narodna Umjetnost 30/1 (2002), σσ. 97 εξ. (και την παρουσίασή μου στη Λαογραφία 40, 2004-06, σσ. 925 εξ.).
[15] Υπάρχουν πολλές τέτοιες περιπτώσεις, όπου το σκωπτικό σχόλιο του κόσμου χρησιμοποιεί, παρά το άκρως τεχνολογικό μέσο, τελείως παραδοσιακές μορφές έκφρασης. Για τέτοιες περιπτώσεις παραδοσιακής έκφρασης με τεχνολογικά μέσα διάδοσης βλ. και Μ. Α. Αλεξιάδης, Έντυπα μέσα επικοινωνίας και λαϊκός πολιτισμός. Νεωτερικά Λαογραφικά, Αθήνα 2011.
[16] Βλ. Κ. Γ. Γιαγκουλλή, Corpus Κυπριακών Διαλεκτικών Ποιητικών Κειμένων, τόμος τέταρτος: Φονικά (1891-1978), Λευκωσία 2001 (Δημοσιεύματα του Κέντρου Επιστημονικών Ερευνών ΧΧΧΙΙΙ).
[17] F. Koenig, Rumor in the Marketplace. The Social Psychology of Commercial Hearsay, Dover, Mass./ London 1985, A. M. Rose, “Rumor in the Stock Market”, Public Opinion Quarterly 15 (1951), σσ. 461-486, R. J. Lazar, “Stock Market Price Movements as Collective Behavior”, International Journal of Contemporary Sociology 10 (1973), σσ. 133-147.
[18] W. Α. Peterson / N. P. Gist, “Rumor and Public Opinion”, The American Journal of Sociology 57 (1951), σσ. 159-167.
[19] R. L. Rosnow / G. A. Fine, Rumor and Gossip: The Social Psychology of Hearsay, New York 1976, R. L. Rosnow, “Psychology of Rumor Reconsidered”, Psychological Bulletin 87 (1980), σσ. 578-591.
[20] Βλ. Β. Πούχνερ, “Η παραστατική δίκη και καταδίκη του ψευδομεσσία Sabbatai Zwi κατά το καρναβάλι του 1666 στη Ζάκυνθο. Θέατρο και δικαστήριο στον παραδοσιακό λαϊκό πολιτισμό της Βενετοκρατίας και Τουρκοκρατίας στην Ελλάδα”, Θησαυρίσματα  36 (2006), σσ. 309-344. Βλ. τώρα και Γ. Κουτζακιώτης, Αναμένοντας το τέλος του κόσμου τον 17ο αιώνα. Ο εβραίος μεσσίας και ο μέγας διερμηνέας, Αθήνα, ΙΝΕ/ΕΙΕ 2011.
[21] G. Α. Fine / J. S. Severance, “Gerücht”, Enzklopädie des Märchens, τόμ. 5 (1987), στ. 1102-1109.
[22] Βλ. ενδεικτικά Β. Πούχνερ, “Παραδοσιακή κοινωνική δικτύωση και πελατειακό πολιτικό σύστημα”, Θεωρητική Λαογραφία. Έννοιες – μέθοδοι – θεματικές, Αθήνα 2009 (Λαογραφία 1), σσ. 592-606.
[23] Α. Chorus, “The Basic Law of Rumor”, The Journal of Abnormal and Social Psychology 48 (1953), σσ. 313 εξ., T. Shibutani, Improvised News: A Sociological Study of Rumor, Indianapolis 1966, M. E. Jaeger / S. Anthony / R. L. Rosnow, “Who Hears What from Whom and with What Affect: A Study of Rumor”, Personality and Social Psychology Bulletin 6 (1980), σσ. 473-478.
[24] H. Bausinger, “Alltägliches Erzählen”, Enzyklopädie des Märchens 1 (1977), στ. 323-330, του ίδιου, “Strukturen des alltäglichen Erzählens”, Fabula 1 (1958), σσ. 239-254. Συνήθως πρόκειται για βιώματα και γεγονότα από το χώρο της δουλειάς, από τον πόλεμο ή τη στρατιωτική θητεία, ιστορίες για αρρώστιες, ενθυμίσεις από την οικογενειακή ζωή, ή άλλες tranches de vie της πραγματικότητας που ωστόσο συνορεύουν με το στοιχείο της υπερβολής και του επινοημένου (Α. Jolles, Εinfache Formen, Tübingen 51972, σ. 203). Βλ. σε επιλογή: S. Neumann, “Arbeitserinnerungen als Erzählinhalt”, Deutsches Jahrbuch für Volkskunde 12 (1966), σσ. 177-190, του ίδιου, “Lebendiges Erzählen in der Gegenwart. Befunde und Probleme”, W. Jacobeit / P. Nedo (eds.), Probleme und Methoden volkskundlicher Gegenwartsforschung, Berlin 1969, σσ. 157-167, W. Woeller, “Einige Beobachtungen zum Erzählen in der Gegenwart”, Lětopis C/11-12 (1968/69), σσ. 306-313, G. R. Schroubek, “‘Das kann ich nicht vergessen’. Der Erinnerungsbericht als volkskundliche Quelle und als Art der Volksprosa”, Jahrbuch für ostdeutschen Volkskunde 17 (1974), σσ. 27-50 κτλ.
[25] Υπάρχει πλούσια βιβλιογραφία για την παραστατική/τελεστική πλευρά της αφήγησης. Βλ. σε επιλογή: L. Dégh, Märchen, Erzähler und Erzählgemeinschaft, Berlin 1962, D. Hymes, Breakthrought into Performance, Urbino 1973, D. Ben-Amos / K. Goldstein (eds.), Folklore. Performance and Communication, Den Haag 1975, C. W. Joyner, “A Model for the Analysis of Folklore Performance in Historical Context”, Journal of American Folklore 88 (1975), σσ. 254-265, R. D. Αbrahams, “Towards an Enactment-Centered Theory of Folklore”, W. R. Bascom (ed.), Frontiers of Folklore, Boulder 1977, σσ. 79-120, Β. Τoelken, “Zum Begriff der Performanz im dynamischen Kontext der Volksüberlieferungen”, Zeitschrift für Volkskunde 77 (1981), σσ. 37-50, R. Bauman, Story, Performance, and Event, New York 1986, B. Stoeltje / R. Bauman, “The Semiotics of Folklore Performance”, T. A. Sebeok / J. Umiker-Sebeok (eds.), The Semiotic Web, Amsterdam 1987, σσ. 585-599, R. Bendix, Amerikanische Folkloristik, Berlin 1995, σσ. 47-69, L. Dégh, Narrative in Society. A Performer-Centered Study of Narration, Helsinki 1995 (FFC 255), D. Braid, “Performanz”, Enzyklopädie des Märchens 10 (2001), στ. 730-743 κτλ.
[26] E. Morin, La Rumeur d’Orléans, Paris 1969, H. Schuh, Das Gerücht: Psychologie des Gerüchts im Krieg, München 1981, C. Riverie, “Rumeur de métamorphose”, Ethnopsychologie 33 (1978), σσ. 55-80.
[27] Paine, ό. π., Rosnow, ό. π., Rose, ό. π., Lazar, ό. π., Koenig, ό. π.
[28] G. Allport / L. Postman, The Psychology of Rumor, New York 1947, σ. ΙΧ, βλ. επίσης P. Mullen, “Modern Legend and Rumor Theory”, Journal of Folklore Institute 9 (1972), σσ. 95-109, D. A. Bird, Rumor as Folklore: An Interpretation and Inventory, Diss. Bloomington 1979.
[29] Βλ. σημ. 23.
[30] Shibutani, ό. π., F. Dröge, Der zerredete Widerstand. Zur Soziologie und Publizistik des Gerüchts im Zweiten Weltkrieg, Düsseldorf 1970, K. H. Mistele, “Kriegsgerüchte”, Lebendige Volkskultur. Festschrift für E. Roth, Bamberg 1980, σσ. 145-153, A. Lehmann, “Erzählen im Gefangenenlager. Über Formen und Funktionen des Erzählens in einer extremen Lebenssituation”, Fabula 25 (1984), σσ. 1-17. Για τη σημασία και ψυχολογία της αφήγησης στα στρατόπεδα συγκεντρώσεως μπορεί να διαβάσει κανείς στο Μαουτχάουζεν (Αθήνα 1965, 1981, 1995 κτλ.) του Ιακ. Καμπανέλλη (βλ. Πούχνερ, Τοπία ψηχής και μύθοι πολιτείας, ό. π., σσ. 49-69).
[31] R. H. Knapp, “A Psychology of Rumor”, Public Opinion Quarterly 8 (1944), σσ. 22-37.
[32] N. K. U. Nkpa, “Rumors of Mass Poisoning in Biafra”, Public Opinion Quartery 41 (1977), σσ. 332-346.
[33] G. Fine, “The Kentucky Fried Rat”, Journal of Folklore Institute 17 (1980), σσ. 222-243.
[34] S. K. D. Stahl, “The Oral Personal Narrative in Its Generic Context”, Fabula 18 (1977), σσ. 18-39.
[35] H. Gerndt, Kulturwissenschaft im Zeitalter der Globalisierung. Volkskundliche Markierungen, Münster etc. 2002, σσ. 29-46.
[36] H. Gerndt, “Milzbrand-Geschichten. Thesen zur Sagenforschung in der globalisierten Welt”, Österreichische Zeitschrift für Volkskunde LVI/105 (2002), σσ. 279-295.
[37] I. Schneider, “Erzählen im Internet. Aspekte kommmunikativer Kultur im Zeitalter des Computers”, Fabula 37 (1996), σσ. 8-27.
[38] L. Dégh, Legend and Belief. Dialectics of a Folklore Genre, Bloomington 2001, R. W. Brednich, Sagenhafte Geschichten von heute, München 1994.
[39] Η γερμανική απόδοση του αγγλικού rumor είναι Klatsch, μια ηχοποιητική λέξη από το πλύσιμο του ρούχων, τα οποία οι πλύστρες χτυπούσαν πάνω σε πέτρες, δημιουργώντας τον χαρακτηριστικό ήχο· στη Γερμανία του 16ου αιώνα το ρήμα klatschen σημαίνει “πλένω”, τα “πλυμένα” (Gewäsch) σημαίνουν σήμερα ακόμα φαφλαταρία, ασύστατες φήμες, λόγια χωρίς αξία (J.& W. Grimm, Deutsches Wörterbuch 11, München 1991 (1873), σσ. 1009-16). Βλ. και B. Althans, Der Klatsch der Frauen und das Sprechen bei der Arbeit, Frankfurt/New York 2001. Στα ελληνικά ισχύει το αντίθετο: τα “άπλυτα” είναι κρυφές επιλήψιμες πράξεις.
[40] Απλώς δεν λέγεται έτσι. Βλ. C. Bernard / C. Schlaffer, “Männerdiskurs und Frauentratsch. Zum Doppelstandard in der Soziologie”, Soziale Welt 32 (1981), σσ. 119-132, J. R. Bergmann, Klatsch. Zur Sozialform der diskreten Indiskretion, Berlin/New York 1987, σσ. 80-86.
[41] S. Hose, “Angriff und Verteidigung. Strategien sorbischer Klatschgeschichten”, U. Marzolph (ed.), Strategien des populären Erzählens. Kongressakten der Bursfelder Tagung der Kommission Erzählforschung in der Deutschen Gesellschaft für Volkskunde, Münster 2010, σσ. 65-86.
[42] Ο Μ. Gluckmann, με παράδειγμα την αγγλική επαρχιακή αριστοκρατία του 19ου αιώνα αποφαίνεται πως η σπερμολογία συσφίγγει τη συνοχή μιας ανθρώπινης ομάδας (“Gossip and Scandal”, Current Anthropology 4 (1963), σσ. 307-316).
[43] Bergmann, ό. π., σσ. 198-202, W. Niehüser, “Klatsch”, Εnzyklopädie des Märchens 7 (1993), στ. 1414.
[44] M. Bruhn / W. Wunderlich (eds.), Medium Gerücht. Studien zu Theorie und Praxis einer kollektiven Kommunikationsform, Bern/Stuttgart/Wien 2004.
[45] Enzyklopädie des Märchens 5 (1987), στ. 1107.
[46] Α. Lehmann, Reden über Erfahrung. Kulturwissenschaftliche Bewusstseinsanalyse des Erzählens, Berlin 2007, σ. 101.
[47] E. Tschernokoshewa, “Der sanfte Terror der Gerüchte”, Kuckuck. Notizen zur Alltagskultur (1993) τεύχ. 1, σσ. 15-19, C. Shojaei Kawan, “Horrormahlzeit, Höllentrunk. Gerichte und Geschichte vom Essen und Tinken”, Bruhn/Wunderlich, Medium Gerücht, ό. π., σσ. 323-353, B. Rieken, “Drohende Dornfinger, wilde Waller. Gerüchte und Sagenhaftes aus dem Tierreich”, Kuckuck 2006/2, σσ. 48-51, I. Schneider, “9/11 – fünf Jahre darnach. Über Voraussetzungen und Folgen des Erzählens von Gerüchten und gegenwärtigen Sagen”, Kuckuck 2006/2, σ. 41.
[48] Μ. Ζirres, Mündliche Kulturen und ihre Wechselbeziehungen zu schriftlichen und audiovisuellen Kulturen. Das Gerücht über die Schlümpfe in Mexiko, Frankfurt/M. 1997.
[49] Niehüser, ό. π., Bergmann, ό. π., σσ. 45 εξ., D. Sedlaczek, “Von der Erzählerpersönlichkeit zum Alltäglichen Erzähler. Stationen der volkskundlichen Erzählforschung”, Fabula 38, 1997, σσ. 82-100, Bausinger, “Strukturen des alltäglichen Erzählens”, ό. π., S. Neumann, “Lebendiges Erzählen in der Gegenwart. Befunde und Probleme”, W. Jacobeit / P. Nedo (eds.), Probleme und Methoden volkskundlicher Gegenwartsforschung, Berlin 1969, σσ. 156-167, W. Wöllner, “Einige Beobachtungen zum Erzählen der Gegenwart”, Lětopis C 11/12 (1968/69), σσ. 306-313.
[50] T. Wittich, Reisegefahren und Urlaubsängste. Die touristische Erfahrung von Bedrohung und Unsicherheit als Gegenstand narrativer Darstellungen, München/Berlin 2004.
[51] B. Rieken, Arachne und ihre Schwestern. Eine Motivgeschichte der Spinne von den “Naturvölkermärchen” bis zu den “Urban legends”, München 2003.
[52] Bλ. την επιτυχία που είχαν οι σχετικές συλλογές του R. W. Brednich: Die Spinne in der Yucca-Palme. Sagenhafte Geschichten von heute, München 1990, Die Maus im Jumbo-Jet. Neue sagenhafte Geschichten von heute, München 1991, Das Huhn mit dem Gipsbein. Neueste sagenhafte Geschichten von heute, München 1993, Die Ratte am Strohhalm. Allerneueste sagenhafte Geschichten von heute, München 1996, Pinguine in Rückenlage. Brandneue sagenhafte Geschichten von heute, München 2004, Erzählkultur. Beiträge zur kulturwissenschaftlichen Erzählforschung, Berlin 2009.
[53] G. Hubrich-Messow, “Fiktive Beteuerungen der Glaubwürdigkeit in schleswig-holsteinischen Volksmärchen”, U. Marzolph (ed.), Strategien des populären Erzählens. Kongressakten der Bursfelder Tagung der Kommission Erzählforschung in der Deutschen Gesellschaft für Volkskunde, Münster 2010, σσ. 87-106.
[54] K. Ranke, Kleine Schriften, Bern/München 1971, σσ. 189-203.
[55] L. Röhrich, “Glaubwürdigkeit”, Enzyklopädie des Märchens 5 (1987), στ. 1280-85.
[56] I. Schneider, “Strategien zur Erlangung von Glaubwürdigkeit und Plausibilität in gegenwärtigen Sagen und Gerüchten”, U. Marzolph (ed.), Strategien des populären Erzählens. Kongressakten der Bursfelder Tagung der Kommission Erzählforschung in der Deutschen Gesellschaft für Volkskunde, Münster 2010, σσ. 141-164.
[57] G. A. Fine, “Accounting for Rumour. The Creaction of Credibility in Folk Knowledge”, R. Bendix / R. L. Zumwalt (eds.), Folklore Interpreted. Essays in Honοr of Alan Dundes, New York/London 1995, σσ. 123-136, G. A. Fine / I. Khawaja, “Celebrating Arabs and Grateful Terrorists. Rumor and the Politics of Plausibility”, G. A. Fine / V. Campion-Vincent / C. Heath (eds.), Rumor Mills. The Social Impact of Rumor and Legend, New Brunswick/London 2005, σσ. 189-206.
[58] J. H. Brunvand, The Choking Doberman and Other “Νew” Urban Legends, New York/London 1984, σσ. 162-169, J.-B. Renard, “Les Décalcomanies au LSD: un cas limite de rumeur de contamination”, V. Campion-Vincent / J.-B. Renard (eds.), Rumeurs et légendes contemporaines, Seuil 1990, σσ. 11-50).
[59] H. P. Neureuter, “Faktizität”, Enzyklopädie des Märchens 4 (1984), σσ. 602-608.
[60] K. Roth, “‘Sie mögen überrascht sein, diesen Brief von mir zu erhalten’, Phantastische E-Mail-Geschichten mit krimineller Absicht”, G. Hengartner / B. Schmidt-Lauter (eds.), Leben – Erzählen. Beiträge zur Erzähl- und Biographieforschung. Festschrift für Albrecht Lehmann, Berlin/Hamburg 2005, σσ. 391-407), I. Schneider, “Erzählen und Erzählforschung im Internet. Tendenzen und Perspektiven”, C. Schmidt (ed.), Erzählkulturen und Medienwandel, Münster/New York/München/Berlin 2008, σσ. 225-244, ιδίως σ. 235.
[61] B. Rieken, “Die ‘Gute-Alte-Zeit-Geschichte’ – kausale und intentionale Zugänge”, U. Marzolph (ed.), Strategien des populären Erzählens. Kongressakten der Bursfelder Tagung der Kommission Erzählforschung in der Deutschen Gesellschaft für Volkskunde, Münster 2010, σσ. 127-139.
[62] B. Rieken, Wie die Schwaben nach Szulok kamen. Erzählforschung in einem ungarndeutschen Dorf, Frankfurt/New York 2000.
[63] Z. Profantová, “Daheim, das sind Hände, über denen Du weinen darfst. Zu anthropologischen Aspekten des Studiums des Hauses und Heims”, Österreichische Zeitschrift für Volkskunde 62 (2008), σσ. 105-123, M. Hirsch, Das Haus. Symbol für Leben und Tod, Freiheit und Unabhängigkeit, Gießen 2006.
[64] B. Rieken, “Die Individualpsychologie Alfred Adlers und ihre Bedeutung für die Erzählforschung”, Fabula 45 (2004), σσ. 1-32.
[65] F. Schulz von Thun, Miteinander reden 1. Störungen und Klärungen. Allgemeine Psychologie der Kommunikation, Reinbek 1996, σσ. 26 εξ., Α. Lehmann, “Bewusstseinsanalyse”, S. Götsch / A. Lehmann (eds.), Methoden der Volkskunde. Pοsitionen, Quellen, Arbeitsweisen der Europäischen Ethnologie, Berlin 2001, σσ. 233-249.
[66] Α. Lehmann, “Rechtfertigungsgeschichten. Über die Funktion des Erzählens eigener Erlebnisse im Alltag”, Fabula 21 (1980), σσ. 56-69.
[67] Α. Lehmann, Erzählstruktur und Lebenslauf. Autobiographische Untersuchungen, Frankfurt/New York 1983, σσ. 72-87, του ίδιου, Reden über Erfahrung, ό. π., σσ. 180-200.
[68] Βλ. τώρα με πολύ πλούσια βιβλιογραφία τη μονογραφία της Ρέας Κακάμπουρα, Αφηγήσεις Ζωής. Η βιογραφική προσέγγιση στη σύγχρονη λαογραφική έρευνα, Αθήνα 2008.
[69] R. Drux, “Das Menschlein aus der Retorte – Bemerkungen über eine literarische Gestalt, ihre technikgeschichtlichen Konturen und publizistische Karriere”, K. R. Kegler / M. Kerner (eds.), Der künstliche Mensch. Körper und Intelligenz im Zeitalter ihrer technischen Reproduzierbarkeit, Köln/Weimar/Wien 2002, σσ. 217-238, Ι. Τomkowiak, “Was hat Gilgamesch mit Genforschung zu tun? Narrative Strategien im Wissenschaftsjournalismus”, U. Marzolph (ed.), Strategien des populären Erzählens. Kongressakten der Bursfelder Tagung der Kommission Erzählforschung in der Deutschen Gesellschaft für Volkskunde, Münster 2010, σσ. 127-139.
[70] J. C. L. König, Herstellung des Grauens. Wirkungsästhetik und emotional-kognitive Rezeption von Schauerfilm und -literatur, Frankfurt/M. etc. 2005, L. H. Eisner, Dämonische Leinwand. Die Blütezeit des deutschen Films, Wiebaden/Biebrich 1955, H. D. Bauman, Horror. Die Lust am Grauen, Weinheim/Basel 1989, C. Ruthner, “Vampirische Schattenspiele. Friedrich Wilhelm Murnaus “Νosferatu – eine Symphonie des Grauens” (1922)”, S. Keppler / M. Will (eds.), Der Vampirfilm. Klassiker des Genres in Einzelinterpretationen, Würzburg 2006, σσ. 29-54, H. R. Brittnacher, Ästethik des Horrors. Gespenster, Vampire, Monster, Teufel und künstliche Menschen in der phantastischen Literatur, Frankfurt/M. 1994, Ε. Στεφανή, “Το φροϋδικό ‘unheimlich’ στο έργο του Αlfred Hitchcock”, Παράβασις 8 (2008),  σσ. 505-512, της ίδιας, “Σιωπηλός μάρτυς του Άλφρεντ Χίτσκοκ: μια τηλεοπτική ανάγνωση”, Στέφανος. Τιμητική Προσφορά στον Βάλτερ Πούχνερ, Αθήνα 2007, σσ. 1199-1207.
[71] T. Junge / D. Olhoff, Wahnsinnig genial – Der Mad Scientist Reader, Aschaffenburg 2004, C. Frayling, Mad, Bad and Dangerous? The Scientist and the Cinema, London 2005, R. D. Haynes, From Faust to Strangelove. Representations of the Scientist in Western Literature, Baltimore/London 1994.
[72] T. Grodal, “Emotions, Cognitions, and Narrative Patterns in Film”, C. R. Plantinga / G. M. Smith (eds.), Passionate Views: Film, Cognition, and Emotion, Baltimore 1999, σσ. 127-145, του ίδιου, Moving Pictures. A New Theory of Film Genres, Feelings, and Cognition, Oxford 1997.
[73] Bλ. σε επιλογή: J.-U. Nieland, “Infotainment”, H.-O. Hügel (ed.), Handbuch Populäre Kultur, Stuttgart/Weimar 2003, σσ. 262-266, L. Bosshart, “Infotainment im Spannungfeld von Information und Unterhaltung”, Medienwissenschaft Schweiz 2 (1991), σσ. 1-4, B. M. Schultheiss / S. A. Jenzowsky, “Infotainment: Der Enfluss emotionalisierend-affektionierter Darstellung auf die Glaubwürdigkeit”, Medien- und Kommunikationswissenschaft 48/1 (2000), σσ. 63-84, W. Göpfert (ed.), Wissenschaftsjournalismus. Ein Handbuch für Ausbildung und Praxis, Berlin 52006, G. Kienzlen, / J. Lublinski / V. Stollorz (eds.), Fakt, Fiktion, Fälschung. Trends im Wissenschaftsjournalismus, Konstanz 2007, R. Renger, Populärer Journalismus. Nachrichten zwischen Fakten und Fiktion, Innsbruck/Wien/ München 2000, Β. Blöbaum / R. Renger / A. Scholl, Journalismus und Unterhaltung. Theoretische Ansätze und empirische Befunde, Wiesbaden 2007, M. Kohring, Wissenschaftsjournalismus. Forschungsüberblick und Theorieentwurf, Konstanz 2005, W. Göpfert / R. Bader, Risikoberichterstattung und Wissenschaftsjournalismus, Stuttgart 1998.
[74] Βλ. τις εργασίες του B. Rieken, “Tiefen- und entwicklungspsychologische Zugänge zum Verständnis des Numinosen, dargestellt am Bespiel der dämonologischen Sage”, Österreichische Zeitschrift für Volkskunde 114/ LXV (2011), σσ. 3-24, του ίδιου, “Tiefenpsychologie”, Enzyklopädie des Märchens 13 (2010), στ. 535-539, του ίδιου, “Unbewusstes”, αυτόθι στ. 1154-58, του ίδιου, “‘Nordsee ist Mordsee’. Sturmfluten und ihre Bedeutung für die Mentalitätsgeschichte der Friesen, Münster etc. 2005, σσ. 26-55, του ίδιου, “Volkskunde und Psychologie. Gemeinsamkeiten und Unterschiede”, Curare. Zeitschrift für Medizinethnologie 32/1-2 (2009), σσ. 18-22.
[75] M. Lüthi, Das europäische Volksmärchen, Tübingen 91992, σσ. 8-10, U. Jeggle, “Inseln hinter dem Winde. Studien zum ‘Unbewussten’ in der volkskundlichen Kulturwissenschaft”, K. Maase / B. J. Warneken (eds.), Unterwelten der Kultur. Themen und Theorien der volkskundlichen Kulturwissenschaft, Köln 2003, σσ. 25-44, M. Scharfe, “Bagatellen. Zu einer Pathognomik der Kultur”, Zeitschrift für Volkskunde 91 (1995), σσ. 1-26, Ε. Timm / Ε. Κatschnig-Fasch (eds.), Kulturanalyse, Psychoanalyse, Sozialforschung. Positionen, Verbindungen und Perspektiven, Wien 2007 (Österreichische Zeitschrift für Volkskunde LΧI/110, 2007, σσ. 101-329 πρακτικά συνεδρίου).
[76] “Das Heilige minus seines sittlichen Momentes und […] minus seines rationalen Momentes” (Das Heilige. Über das Irrationale in der Idee des Göttlichen und sein Verhältnis zum Rationalen, München 2004, σ. 6).
[77] Οtto, ό. π., σσ. 14-22, 42-52.
[78] “Selbst der mit allen irdischen gütern Gesegnete […] fühlt sich insgeheim von der magischen Welt angezogen, in der die rationalen Gesetzmäßigkeiten ausgeschaltet sind und das Unbegreifliche, Furcht Einflößende und Unberechenbare herrscht. Im Alltäglichen, Durchrationalisierten verbirgt sich immer noch das Andere, das Gefährliche, das wie die berühmte haarige Hand des Anhalters jederzeit in die Alltagsrealität eingreifen und sie auf den Kopf stellen kann. Von da erklärt sich die eigenartige Faszination, die von den modernen Sagen auf Erzähler und Hörer ausgeht. Die Angstlust gegenüber dem Fremden und Bedrohlichen scheint eine Konstante menschlicher Kultur zu sein, und deshalb ist damit zu rechnen, dass die zugehörigen Horror-Geschichte auch in Zukunft weiterleben und dass nach den traditionellen Mustern immer neue Erzählinhalte entstehen werden” (Brednich, Die Spinne in der Yucca-Palme, ό. π, σσ. 16 εξ.). Παρόμοια ανάμεικτα αισθήματα προκαλούν μερικά από τα θεατρικά έργα και η πεζογραφία του Παύλου Μάτεσι (βλ. Β. Πούχνερ, Ο μαγικός κόσμος του υπερλογικού στα θεατρικά έργα του Παύλου Μάτεσι. Ερμηνευτικό δοκίμιο, Αθήνα 2003). Bλ. επίσης Η. Gerndt, “Numinoses”, Εnzyklopädie des Märchens 10 (2002), στ. 154-159, ιδίως στ. 157 εξ., Bausinger, “Strukturen des alltäglichen Erzählens”, ό. π., σ. 248.
[79] Ουσιαστικά το επίθετο αυτό δεν μεταφράζεται, βλ. και Στεφανή, “Το φροϋδικό ‘unheimlich’ στο έργο του Αlfred Hitchcock”, ό. π. Στα ελληνικά λεξικά βρίσκονται περιγραφικές αποδόσεις όπως “μη άνετος”, “μη αναπαυτικός” “ανησυχητικός”, “σκοτεινός”, και στα αγγλικά λεξικά τόσο διαφορετικές εκδοχές όπως uncanny, sinister, uncomfortable, uneasy, glοomy, dismal, weird, κτλ.
[80] S. Freud, “Das Unheimliche” (1919), Studienausgabe vol. 2: Psychologische Schriften, Frankfurt/M. 1970, σσ. 241-274.
[81] S. Freud, “Über den Gegensinn der Urworte” (1910), αυτόθι, σσ. 227-234
[82] Βλ. το υλικό που συγκέντρωση η Regina Bendix στο λήμμα “Höhle” στην Enzyklopädie des Märchens 6 (1990), στ. 1168-73.
[83] Rieken, Arachne, ό. π., σ. 169.
[84] S. Freud, “Vorlesungen zur Einführung in die Psychoanalyse (1916 εξ.)”, Studienausgabe, τόμ.1, Frankfurt/M. 1969, σσ. 34-445, ιδίως σ. 157.
[85] Freud, “Das Unheimliche”, ό. π., σ. 262. Βλ. τα πολλά ξένα μελετήματα για το μάτιασμα και ξεμάτιασμα στον ελληνικό λαϊκό πολιτισμό (Greek Folk Culture. A Bibliography of Literature in English, French, German, and Italian on Greek Folk Culture in Greece, Cyprus, Asia Minor (before 1922) and the Diaspora (up to 2000). Compiled and edited by W. Puchner with the collaboration of M. Varvounis, Athens 2011, σσ. 200 εξ., αρ. 2488-2505).
[86] A. Adler, “Menschenkenntnis” (1927), Studienausgabe 5, Göttingen 2007, σσ. 71-87.
[87] R. F. Antoch, “Sicherungstendenz/Streben nach Sicherheit”, R. Brunner / M. Titze (eds.), Wörterbuch der Individualpsychologie, München/Basel 21995, σσ. 457-459).
[88] G. Isler, “Archetypus (Psychologie)”, Enzyklopädie des Märchens 1 (1977), στ. 743-748.
[89] C. G. Jung, “Die psychologischen Aspekte des Mutterarchetypus”, Gesammelte Werke, Bd. 9/I: Die Archetypen und das kollektive Unbewusste, Zürich/Düsseldorf 91996, σσ. 89-123, ιδίως σσ. 95 εξ.
[90] Για τις ερμηνείες του μαθητή του Jung, Erich Neumann (Die Ursprungsgeschichte des Bewußtseins, Zürich 1949) βλ. Β. Πούχνερ, “Οιδίπους – ο σύγχρονός μας. Θεωρία και θέατρο στο 19ο και 20ό αιώνα”, Ευρωπαϊκή Θεατρολογία, Αθήνα 1984, σσ. 275-315.
[91]  C. G. Jung, “Theoretische Überlegungen zum Wesen des Psychischen”, Gesammelte Werke, Bd. 8: Die Dynamik des Unbewussten”, Solothurn/Düsseldorf 71995, σσ. 183-261, ιδίως σ. 232).
[92] G. Isler, Die Sennenpuppe. Eine Untersuchung über die religiöse Funktion einiger Alpensagen, Basel/Bonn 1971, του ίδιου, “Die Sage von der Sennenpuppe”, Lumen naturae. Zum religiösen Sinn von Alpensagen, Küsnacht 2000, σσ. 55-63.
[93] Β. Πούχνερ, “Γαλάτεια και Τρισεύγενη. Η εξαιρετική γυναίκα στα όρια της ανθρώπινης κοινωνίας” Ράμπα και παλκοσένικο. Δέκα θεατρολογικά μελετήματα, Αθήνα 2004, σσ. 403-437.
[94] Jung, “Über Synchronizität”, αυτόθι σσ. 555-566.
[95] Βλ. Β. Πούχνερ, Θεωρητική Λαογραφία. Έννοιες – μέθοδοι – θεματικές, Αθήνα 2009 (Λαογραφία 1), σσ. 342-394.
[96] Ο Παλαμάς έχει αφήσει μερικές σαγηνευτικές περιγραφές των δραματικών μονοπράκτων του Βέλγου δραματουργού, όπου η αόρατη δράση του numinosum είναι το κύριο θέμα (Β. Πούχνερ, Ο Παλαμάς και το θέατρο, Αθήνα 1995, σσ. 773-784).
[97] J. Piaget, Das Weltbild des Kindes, Frankfurt/Berlin/Wien 1980, K. E. Müller, Das magische Universum der Identität. Elementarformen sozialen Verhaltens. Ein ethnologischer Grundriss, Frankfurt/New York 1987.
[98] Η αντίληψη αυτή δεν ήταν μόνο ελληνική, αλλά στα μεταμεσαιωνικά χρόνια σχεδόν πανευρωπαϊκή (C. Goellner, Turcica. Die europäischen Türkendrucke des XVI. Jahrhunderts. I. (1500-1550), Berlin/Bukarest 1961).
[99] St. A. Vyse, Die Psychologie des Aberglaubens. Schwarze Kater und Maskottchen, Basel/Boston/ Berlin 1999, σσ. 36-49.
[100] Βλ. παραπάνω.

Βάλτερ Πούχνερ

Ο Βάλτερ Πούχνερ γεννήθηκε και σπούδασε στη Βιέννη, αλλά τα περισσότερα χρόνια της ζωής του τα έχει ζήσει στην Ελλάδα. Είναι επίτιµος και οµότιµος καθηγητής Θεατρολογίας στο ΕΚΠΑ (ιδρυτής του Τµήµατος Θεατρικών Σπουδών µαζί µε τον Σ. Α. Ευαγγελάτο) και παρασηµοφορηµένο µέλος της Ακαδηµίας Επιστηµών της Αυστρίας. Επίσης, έχει διδάξει πολλά χρόνια στο Πανεπιστήµιο της Βιέννης, καθώς και σε πολλά ευρωπαϊκά και αµερικανικά Πανεπιστήµια.

Έγραψε πάνω από 120 βιβλία στα ελληνικά, αγγλικά και γερµανικά και δηµοσίευσε περί τα 500 µελετήµατα και περισσότερες από 1.000 βιβλιοκρισίες, για θέµατα της ιστορίας του ελληνικού και του βαλκανικού θεάτρου, καθώς και περί ελληνικής και συγκριτικής λαογραφίας και νεοελληνικών σπουδών και περί της θεωρίας του θεάτρου και του δράµατος. Από πολύ νέος γράφει ποίηση (κυρίως στα ελληνικά) αλλά µόνο πρόσφατα άρχισε να δηµοσιοποιεί τα έργα του.

Μέχρι στιγμής έχουν κυκλοφορήσει περισσότερες από 20 ποιητικές συλλογές. (Ολοκάρπωση, Τελευταίες ειδήσεις, Αστροδρόμια, Η ηλικία της πλάνης, Ο κηπουρός της ερήμου, Οι θησαυροί της σκόνης, Κοντσέρτο για στιγμές και διάρκεια, Δώδεκα πεύκα κι ένας ευκάλυπτος, Μηνολόγιο του άγνωστου αιώνα, Πεντάδες, Το αναπάντεχο, Συνομιλίες στη χλόη, Το χώμα των λέξεων, Τα σημάδια του περάσματος, Τα δώρα, Ο κάλυκας του κρόκου, Υπνογραφίες, Αλάτι στον άνεμο, Η επιφάνεια του μυστηρίου, ο φωτεινός ίσκιος, κ.ά.)

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.