Το κορίτσι των κάτω
Στην καθηγήτρια Ευθυμία Πανδή-Παυλάκη
Θα είχε περάσει μια ώρα από τη στιγμή που έφτασε το καμιόνι για τις μετακομίσεις; Ίσως. Είχε έρθει πολύ νωρίς, όταν σε όλη τη νυσταλέα και μουδιασμένη πλατεΐτσα ερχόταν η καινούργια μέρα σαν παιχνιδάκι πάλι, καθαρή, ντροπαλή και διστακτική. Όταν ακουγόταν μόνο το ψιθύρισμα του σιντριβανιού και οι πρώτες καμπάνες που καλούσαν στη λειτουργία. Όταν δεν είχαν βγει ακόμα οι οδοκαθαριστές να σαρώσουν με τις τεράστιες, δυσκίνητες, σκούπες τους που έσερναν αποτσίγαρα, σπασμένες χτένες, κομματάκια από γράμματα σκισμένα με οργή, κουμπιά που είχαν κοπεί, ακαθαρσίες σκύλων, χαρτάκια από καραμέλες με ζωγραφισμένο ένα φραγκοστάφυλο, ανεμόμυλους, παιχνίδια με λευκά ελαφριά πανάκια που γυρνούσαν, όταν κάποιος τα κουνούσε και όταν ξέφευγαν, απάγκιαζαν στις μαρκίζες και στα ανοίγματα των υπονόμων. Χιλιάδες μικροπράγματα που ανακατεύονταν για να χαθούν όλα μαζί και αδειάζονταν σωρός στα καρότσια.
Νυσταγμένοι, με τις τσίμπλες ακόμα οι οδοκαθαριστές, που οι φωνές τους ακούγονταν σαν μέσα από σπηλιά, ήταν οι επιφορτισμένοι να ξεκινήσουν την ημέρα, να δώσουν κίνηση και την πρώτη μπουκιά στο τρυφερό, ανέγγιχτο πρωινό. Μετά έφευγαν βιαστικά κρύβοντας τα πρόσωπά τους που σχεδόν κανείς δεν πρόφταινε να δει. Ακούγοντας τις σκούπες να γδέρνουν την άσφαλτο, «Έχει πια ξημερώσει» ψιθύριζαν από το κρεβάτι τους οι άρρωστοι, οι άυπνοι, όσοι ξαγρύπνησαν από κάποια έγνοια, όσοι φοβούνταν μήπως ο θάνατος τους έβρισκε ξαφνικά στα σκοτεινά. «Έχει πια κόσμο στους δρόμους. Έτσι αν έβαζα μια φωνή θα με άκουγαν από το ανοιχτό παράθυρο. Να, ανεβαίνει ό ήλιος. Δεν είμαι πια μόνος.» Και κοιμούνταν στο τέλος σαν έγκλειστοι, νιώθοντας τη μέρα που ξημέρωνε στις γυρισμένες πλάτες τους.
Το μεγάλο φορτηγό είχε ρεμιζάρει στο πεζοδρόμιο κάνοντας όπισθεν και φρενάροντας σιγά σιγά. Ένας μικρόσωμος άντρας ντυμένος με μπλε φόρμα πήδησε κάτω και έκανε νοήματα με το χέρι του σ’ αυτόν που καθόταν στο τιμόνι.
-Έλα!…Λίγο πιο πίσω, λιγάκι ακόμα. ΄Ωπα!!… Ωραίος!
Κατόπιν το φορτηγό έμεινε σταματημένο κάτω από τα μπαλκόνια και κατέβηκαν επίσης και άλλοι άντρες, άνοιξαν τις πίσω πόρτες, έβγαλαν τα σχοινιά και τα καλάθια, τους ιστούς για το γερανό. Τότε ακόμα δεν φαινόταν ότι επρόκειτο να γίνει κάτι σπουδαίο. Οι άντρες κοιτάζονταν, μιλούσαν για λίγο μεταξύ τους και τελείωναν με αργές ρουφηξιές τα τσιγάρα τους πριν πιάσουν δουλειά. Μετά όμως όλα έγιναν πολύ γρήγορα. Ίσως να μην είχε περάσει ούτε καν μια ώρα και μισή. Όταν έφτασαν, χτυπούσαν οι καμπάνες για την λειτουργία στην εκκλησία απέναντι, μια εκκλησία πολύ μεγάλη και κρύα, όπου όταν έμπαινε κανείς τον έπιανε δέος, γιατί έχει τους αγίους ανεβασμένους σε μια βάση σαν από μαντολάτο. Ήταν από τις πρώτες λειτουργίες πιθανόν αυτή των εφτά και μισή. Μετά χτύπησαν πάλι για την επόμενη. Και ξανά σε λίγο περισσότερο από μια ώρα. Το σπουδαίο ήταν ότι εκείνοι οι άντρες δούλευαν πολύ γρήγορα.
«Αν με πάρει ο ύπνος», σκεφτόταν η Πάκα. «Στο πρωτοΰπνι δεν καταλαβαίνει κανείς τίποτα. Θα τα έχουν φορτώσει όλα, χωρίς να τη δω για τελευταία φορά». Φυσικά πώς θα μπορούσε να κοιμηθεί αυτή που πάντα ξυπνούσε νωρίς και, αν όχι, την ξυπνούσαν. Και όμως είχε ξαγρυπνήσει όλη τη νύχτα με αυτήν την έννοια κοιτώντας ψηλά, λέγοντας το πατερημών, όπως όταν πέθανε ο Εουσέμπιο, το αδελφάκι της και έκαναν αγρυπνία. Τρεις φορές σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της για να μην την καταλάβει η μητέρα της, βγήκε ξυπόλυτη στην αυλή και κοίταξε τον ουρανό. Αλλά τα αστέρια δεν είχαν ακόμα σβήσει, πλανιώνταν ακόμα, διαρκώς στη μακρινή γιορτή τους, απρόσιτα έκαναν ματιές, γκριμάτσες και σινιάλα, πετούσαν καμιά φορά μικρές σπίθες που τρεμόπαιζαν, αναλαμπές που αντανακλούσαν σαν σε μικροσκοπικούς καθρέφτες.
Η Σεσίλια έλεγε πως στα άστρα ζουν οι νεράιδες που δεν γερνάνε ποτέ. Πως τα άστρα είναι μικροί κόσμοι, έχουν μέγεθος λίγο πολύ όσο το ένα τέταρτο μιας ντουλάπας και έχουν περίπου το σχήμα μιας άμαξας. Κάθε νεράιδα οδηγεί το δικό της αστέρι κρατώντας τα ινία και καλπάζει συνεχώς στον ουρανό που είναι ένα απέραντο μπλε λιβάδι. Οι νεράιδες είναι καθισμένες αναπαυτικά στην καρότσα τους, μέσα σε λουλούδια που λαμποκοπούν από ασημόσκονη, ανάμεσα σε κομφετί και ασημένιες σερπαντίνες και καμιά δεν ζηλεύει τις άλλες. Μιλούν μεταξύ τους και, όταν κουβεντιάζουν ή τραγουδούν τα τραγούδια τους, βγαίνει από το στόμα τους ένας ασημόχρυσος αχνός που απλώνεται σαν δίχτυ πάνω από όλα τα αστέρια σαν μια ψιχαλιστή βροχή από ζάχαρη και φαίνεται ακόμα και στη γη τις νύχτες με ξαστεριά. Καμιά φορά, αν κοιτάξεις ένα αστέρι σταθερά ζητώντας του κάτι, το αστέρι πέφτει και είναι γιατί η νεράιδα έρχεται στη γη να μας βοηθήσει. Όταν οι νεράιδες κατεβαίνουν στη γη, παίρνουν μορφή γριούλας, γιατί αν οι άνθρωποι τις κοιτούσαν για ώρα θα νόμιζαν ότι είναι από το τσίρκο.
Η Σεσίλια διηγιόταν κάποια πράγματα πολύ ωραία. Κάποια τα ονειρευόταν άλλα τα φανταζόταν άλλα τα διάβαζε σε βιβλία. Η Πάκα σκεφτόταν ότι οι νεράιδες θα έπρεπε να έχουν χέρια ίδια με της Σεσίλιας, με δέρμα ολόλευκο και ροδαλό, νύχια οβάλ σαν αδράχτια και δάχτυλα τόσο λεπτά, χαριτωμένα που καμιά φορά έμεναν στον αέρα σαν να χόρευαν. Η Πάκα που είχε συνηθίσει να σκέπτεται θαυμαστά πράγματα, πίστευε ότι από τα χέρια της Σεσίλιας έφευγαν πουλιά όταν μιλούσε, κάτι παράξενα και μακροφτέρουγα πουλιά που γέμιζαν τον αέρα. Μια μέρα της το είπε και αυτή ρώτησε:
-Ναι; Αλήθεια; Και γέλασε με εκείνο το δικό της χαμόγελο, το συγκαταβατικό και ματαιόδοξο. Η Πάκα και η Σεσίλια ήταν φίλες, μοιράζονταν τις ιστορίες τους και τα όνειρά τους, τις απόψεις τους για το κάθε τι. Ό,τι τους φαινόταν σημαντικό η Σεσίλια το σημείωνε σε ένα χοντρό τετράδιο με πλαστικό εξώφυλλο που φυλασσόταν πολύ μυστικά σε ένα συρτάρι με ζωγραφιστά ινδιανάκια. Η Πάκα συνήθως ονειρευόταν μελαγχολικά πράγματα, πεθαμένα προβατάκια, αδιάβατους γκρεμούς, σπίτια ερμητικά[1] κλειστά , τραίνα που περνούσαν χωρίς να την πάρουν. Προσπαθούσε να επινοήσει μια ιστορία που να τελειώνει ωραία αλλά οι αφηγήσεις της ήταν μονότονες και βαρετές, οι λέξεις της έβγαιναν σαν μέσα από σκοτεινό τούνελ.
-Όμως…, καλά και μετά; Τι έγινε; Την έκοβε η Σεσίλια κυνηγώντας την με την αφ’υψηλού, γαλάζια και ανυπόμονη ματιά της.
-Τίποτα. Δεν έγινε τίποτα… Πες εσύ τη δική σου. Η δική σου ιστορία είναι πολύ πιο ωραία.
Την Πάκα δεν την ένοιαζε να βγει νικημένη, αφήνοντας να πάει χαμένη η δική της ιστορία, μπερδεμένη να έχει κολλήσει. Αυτό που της άρεσε περισσότερο από όλα, ήταν να ακούει τη φίλη της. Ακόμα και όταν σιωπούσε, και τότε ακόμα τότε της φαινόταν ότι την άκουγε, γιατί πάντα περίμενε ότι θα άρχιζε να πει κάτι καινούργιο. Την άκουγε με ορθάνοιχτα μάτια για ώρες ολόκληρες. Για χρόνια, αιώνες, δεν ήξερε. Ο χρόνος ήταν διαφορετικός, κυλούσε με άλλον ρυθμό όταν οι δυο τους ήταν μαζί, αφού μπορούσαν να περάσουν σχεδόν ολόκληρο απόγευμα σιωπηλές, η Σεσίλια να ζωγραφίζει ή να κάνει τα μαθήματά της και αυτή να μη βαριέται ποτέ.
-Μαμά, αν δεν ανεβεί η Πάκα δεν μπορώ να διαβάσω.
-Μη λες κουταμάρες. Θα σε κάνει να ξεχαστείς.
-Όχι, όχι! Όλα τα κάνω καλύτερα όταν είναι μαζί μου. Ποτέ δεν με ενοχλεί. Άσε να ανέβει, μαμά. Την φώναζαν από το παράθυρο της εσωτερικής αυλής.
-Πάκα, Πάκα!… Κυρία Ενγκράθια!…, μπορεί να ανέβει για λίγο η Πάκα;
Εκείνη μετά έπρεπε να αφήσει ότι έκανε εκείνη τη στιγμή και να πάρει τις σκάλες προς τα επάνω.
-Στάσου μια στιγμή, κόρη μου. Τελείωνε τα πιάτα. Να περιμένουν. Δεν είμαστε υπηρέτριές τους, έλεγε η μητέρα. Παραπονιόταν ολοένα η μητέρα. Δεν ήθελε να ανεβαίνει η Πάκα τόσο συχνά στο σπίτι τους.
-Να μην ανεβαίνεις παρά μόνο όταν σε φωνάζουν. Ακούς; Να μην πουν μετά ότι ανακατεύτηκες σε κάτι που δεν ανακατεύτηκες. Αμ τους ξέρω εγώ, έχω πείρα από κάτι τέτοιους κυρίους. Τίποτα περισσότερο, παρά μόνο όταν σε φωνάζουν. Κατάλαβες;
-Ναι, μητέρα, ναι!
Η κυρία Ενγκράθια ήταν αδύνατη και πολύ χλωμή στην όψη, σαν το γάλα που έχει κόψει, με μια κρεατοελιά στη μύτη που φαινόταν σαν σαπουνόφουσκα έτοιμη να σκάσει. Έραβε για ξένους όταν είχε ελεύθερο χρόνο. Έφτιαχνε κεντήματα, παντελονάκια και πουκαμίσες. Η Πάκα είχε κληρονομήσει τα επιδέξια χέρια της για κάθε δουλειά και το σιωπηλό και υπομονετικό τρόπο της.
Όσο η Σεσίλια ζωγράφιζε ή έκανε τα μαθήματα της γραμματικής ή των γαλλικών, εκείνη της έραβε κουστουμάκια για τις κούκλες της, της έκοβε ανθρωπάκια από χαρτί, έπλενε τα κουζινικά, τακτοποιούσε τα ράφια και τα βιβλία. Υπολόγιζε τις εβδομάδες από το χρόνο της που είχε περάσει με την Σεσίλια και της φαινόταν πως ήταν είτε πιο μεγάλες είτε πιο μικρές. Ο άλλος καιρός, αυτός της δουλειάς με τη μητέρα της, αυτός που στεκόταν στο θυρωρείο όταν εκείνη έλειπε, αυτός που έπλενε, καθάριζε και μαγείρευε, αυτός που πήγαινε για θελήματα, ήταν που τον κατάπινε χωρίς καν να τον μασήσει. Ούτε καν να τον υπομείνει, γιατί της φαινόταν ότι δεν ήταν χρόνος δικός της. Ζούσε δυο διαφορετικές ζωές, μια αυτή της καθημερινότητας πάντα ίδια, αυτή που όλοι έβλεπαν, αυτή που θα μπορούσε να διηγηθεί σε κάθε γείτονα , σε οποιονδήποτε γνωστό στην πλατεΐτσα με κάθε λεπτομέρεια χωρίς να κάνει σχεδόν κανένα λάθος. Και την άλλη, την εντελώς δική της, την αληθινή, τη μοναδική που άξιζε. Kαι έτσι όταν η μητέρα της την μάλωνε ή κάποια δουλειά τής έπεφτε βαριά, την παρηγορούσε η σκέψη ότι στην πραγματικότητα δεν ήταν αυτή που υπέμενε εκείνες τις δυσκολίες αλλά η άλλη Πάκα, η ψεύτικη, αυτή που έπαιρνε τη μορφή της εξωτερικά σαν μια μάσκα. Μια μέρα η μαμά της Σεσίλια είπε στον άντρα της το βράδυ:
-Η μικρή με ανησυχεί Εδουάρδο. Είναι πια έντεκα χρονών και ακόμη βρίσκεται σε πρωτόγονη κατάσταση. Σε λίγο θα είναι μια δεσποινίδα, μια γυναίκα. Και πια δες, δεν την διασκεδάζει τίποτε άλλο από το να ασχολείται όλη μέρα με την κόρη της θυρωρού. Είναι τρομερό αυτό. Καλά είναι να ανεβαίνει πότε πότε αλλά πρόσεξε, τι φιλία είναι αυτή για τη Σεσίλια, τι πράγματα θα μάθει.
Ο πατέρας της Σεσίλια νύσταζε και γύρισε από το άλλο πλευρό.
-Γυναίκα, εμένα μου φαίνεται ένα κορίτσι πολύ καλό, είπε με τα μάτια κλειστά. Για δες πώς την φρόντισε όταν πέρασε τύφο.
Η μητέρα της Σεσίλιας ανακάθησε:
-Όμως, Εδουάρδο, σαν ψέματα μου φαίνεται να είσαι τόσο αδιάφορος! Άλλο το ένα, άλλο το άλλο! Με μέτρο το κάθε τι. Μέχρι τώρα έτσι νόμιζα και εγώ, όμως η Σεσίλια είναι έντεκα χρονών, κατάλαβέ το. Μην καμώνεσαι πως, όταν κάνει το ντεμπούτο της στον κόσμο, δεν θα πηγαίνει στους χορούς με την Πάκα, την παρακατιανή.
-Ναι, ναι φυσικά. Εντάξει, ό,τι πεις. Ας έρθουν άλλα κορίτσια να παίξουν μαζί της. Αυτά της εξαδέλφης σου, αυτά του γιατρού που μένει στο δεύτερο…
-Εγώ αυτούς δεν τους ξέρω.
-Ξέρω τον πατέρα. Θα του το πω.
Στην αρχή η Σεσίλια δεν ήθελε. Οι εξαδέλφες της ήταν κουτές και στις κόρες του γιατρού δεν είχε εμπιστοσύνη. Ούτε οι μεν ούτε οι δε καταλάβαιναν από τίποτα. Δεν ήξερε να παίζει μαζί τους. Το είπε στη μητέρα της κλαίγοντας.
-Καλά, κόρη μου, καλά. Θα ανεβαίνει και η Πάκα. Μη βιάζεσαι.
Οι νέες φιλεναδίτσες της Σεσίλια έρχονταν πολλά απογεύματα για τσάι και άλλες φορές πήγαινε εκείνη στο σπίτι τους. Πάντοτε ήθελαν να παίξουν αλλά δεν έβρισκαν κάτι καινούργιο. Τις τέσσερις γωνίες, τα σπιτάκια, το κρυφτό, το κυνηγητό τα έπαιζαν με τη σειρά, μετά βαριόνταν και αναρωτιόνταν . «Τώρα, τι κάνουμε;». Άλλες φορές μιλούσαν για τα αγόρια που άρεσαν στην καθεμιά και που τα περισσότερα τα είχαν γνωρίσει στις διακοπές. Άλλο παιγνίδι ήταν να γράφουν διάφορα χόμπυ και ανδρικά επαγγέλματα σε μια μεγάλη κόλλα χαρτί, να την κάνουν ρολό να δουν τι θα τύχαινε στην κάθε μια, όταν τραβούσαν μια άκρη του. Σε κάποιες τύχαινε καπετάνιος, σε άλλες μηχανικός που θα παντρεύονταν. Η Πάκα όταν ήταν μαζί τους ποτέ δεν ήθελε να παίξει σ’ αυτό το παιγνίδι.
Μια μέρα μια από τις ξαδέλφες είπε στη Σεσίλια:
-Δεν καταλαβαίνω πώς είσαι τόσο φίλη με αυτή την παρακατιανή, έτσι ξινή που είναι. Όταν έρχεται μοιάζει πάντα να ενοχλείται.
-Δεν ενοχλείται, είπε η Σεσίλια. Και δεν είναι ξινή, είναι καλή.
-Έλα, κορίτσι μου! Καλή μπορεί να είναι, όμως είναι αντιπαθητική περισσότερο …
Μια άλλη μέρα ο δον Ελίας, ο καθηγητής, της έβαλε μια άσκηση γραπτού λόγου με θέμα ένα γράμμα σε μια φίλη από την παραλία που θα της διηγείται πώς τα περνάει και να ρωτάει τι κάνει εκείνη και να στέλνει χαιρετισμούς στους γονείς της. Η Σεσίλια δεν δίστασε. Έγραψε: ‘’Σενιορίτα Φρανθίσκα Φερνάντεθ’’ και άρχισε ένα γράμμα σαν να απευθυνόταν στην Πάκα. Καθώς έγραφε, ένιωθε δυσάρεστα χωρίς να ξέρει γιατί και μετά, όταν της διηγιόταν ότι η θάλασσα ήταν πολύ μεγάλη και ωραία και ότι έκανε εκδρομές με ιστιοφόρο, φτάνοντας σε εκείνο το ‘’και σύ; Πώς τα περνάς εκεί;’’ Όταν πια έπρεπε να την χαιρετήσει και να γράψει εκείνο για τους χαιρετισμούς, θυμήθηκε την κυρία Ενγκράθια και ένιωσε μεγάλη ντροπή. Της φαινόταν ότι κορόιδευε. Έσκισε το φύλλο από το τετράδιο και αντέγραψε ένα ίδιο γράμμα που απευθυνόταν όμως στη Μανολίτα, αυτή από το δεύτερο.
Αφότου έρχονταν τα άλλα κορίτσια, η Πάκα ανέβαινε αργότερα, όταν ανέβαινε, γιατί κάποιες φορές ξεχνούσαν να την φωνάξουν. Έπαιζαν στο πίσω δωμάτιο που είχε έναν πράσινο καναπέ, έναν πίνακα, δυο ντουλάπια με βιβλία και πολλές εταζέρες με κούκλες και μπιχλιμπίδια. Έβγαιναν και στους διαδρόμους. Το σπίτι είχε τρείς διαδρόμους, δύο παράλληλους και έναν πιο μικρό που επικοινωνούσαν, σχημάτιζαν έτσι ένα Η. Στον μπροστινό πήγαιναν καμιά φορά μόνο για να κρυφτούν πίσω από το σεντούκι πατώντας στα νύχια. Που όμως ποτέ δεν άξιζε γιατί από αυτή την πλευρά ήταν τα υπνοδωμάτια των μεγάλων και ήταν αδύνατον να κάνουν φασαρία. Αυτός ο διάδρομος χώριζε από τους άλλους δύο με μια βελούδινη κουρτίνα με φραμπαλάδες. Γύρω στις εννιά έρχονταν να πάρουν τις ξαδέλφες και αυτές του δευτέρου. Η υπηρέτρια τους φορούσε τα πανωφόρια και τους έστρωνε τα μαλλιά. Η Σεσίλια πήγαινε μαζί τους και έμπαιναν στο σαλονάκι για να χαιρετίσουν τους γονείς. Η Πάκα έμενε μόνη πίσω από την κουρτίνα κοιτάζοντας την κοκκινωπή λάμψη που έβγαινε από τη γερτή πόρτα. Κάθονταν εκεί οι μεγάλοι, διαβάζοντας , καπνίζοντας, μιλώντας για ταξίδια. Ακούγονταν τα γέλια των κοριτσιών, τα φιλιά που τους έδιναν. Πολλές φορές, πριν γυρίσουν για να φύγουν, αυτή σαν μια σκιά κατέβαινε τρέχοντας στο θυρωρείο χωρίς να πει αντίο σε κανέναν.
Άρχισε να παρακαλάει να φτιάξει ο καιρός για να βγει να παίξει στο δρόμο. Στην πλατεΐτσα είχε περισσότερες ευκαιρίες να παίξει με τη Σεσίλια, χωρίς να χρειάζεται να ανεβεί στο σπίτι της και τα παιγνίδια στο δρόμο ήταν πιο ελεύθερα, πιο χαρούμενα όπως το τσιλίκι, η τυφλόμυγα, το κρυφτό, το σχοινάκι, το κουτσό, τα παιγνίδια με τραγούδια, ποιος θα βγει πρώτος στο τρέξιμο, στα πηδήματα χωρίς να έχουν φόβο μην σπάσουν κάτι. Μπορούσαν οι δυο τους να το σκάσουν από τα άλλα κορίτσια. Πιάνονταν από το χέρι και πήγαιναν να κρυφτούν μαζί. Η Πάκα ήξερε ένα πολύ καλό μέρος που ποτέ δεν το μαρτυρούσαν. Ήταν το μαγαζάκι ενός τσαγκάρη. Κρύβονταν πίσω από την καρέκλα του Αδόλφο, του κάλφα που ήταν γνωστός της Πάκα. Εκείνος τις έκρυβε και κοίταζε προς την πόρτα και τους έλεγε πότε μπορούσαν να βγουν χωρίς να τις δουν ή αφού είχαν πιάσει κάποιο άλλο κορίτσι. Έτσι ποτέ δεν τις έβρισκαν και είχαν αρκετή ώρα για να τα πουν οι δυο τους.
Εκείνη τη νύχτα κοιτώντας τα αστέρια, όπου ζουν οι νεράιδες που ποτέ δεν γερνάνε, η Πάκα θυμόνταν τη Σεσίλια και έκλαιγε. Είχε μετακομίσει σε άλλο σπίτι, σε άλλη πόλη. Γίνονται αυτά τα πράγματα σ’ αυτόν τον κόσμο. Και εκείνη; Τι θα έκανε τώρα; Δεν είχε καν μπορέσει να την αποχαιρετήσει την τελευταία στιγμή. Η Σεσίλια είχε φύγει απρόοπτα ένα πρωί δυο μέρες πριν, με ευκαιρία το αυτοκίνητο του θείου της, ενώ εκείνη έκανε ένα θέλημα. Καθυστέρησε αρκετά αλλά και η Σεσίλια θα μπορούσε να περιμένει για να της πει αντίο. Ή πιθανόν να μη μπορούσε, πιθανόν ο θείος της να βιαζόταν, ποιος ξέρει.
Χαιρέτησέ μου την Πάκα και θα της γράψω, είχε πει στην κυρία Ενγκράθια φεύγοντας. Όταν γύρισε η Πάκα επέμενε, παρακαλούσε τη μητέρα της με μάτια όλο αγωνία:
-Σε παρακαλώ, θυμήσου τι σου είπε για μένα. Πες μου ακριβώς.
-Ότι θα σου γράψει, δεν είπε κάτι άλλο.
Η κυρία έμεινε όλη την επόμενη μέρα να μαζεύει τα πράγματα στο διαμέρισμα. Μετά έφυγε και αυτή. Εκείνη δεν τόλμησε να ανεβεί.
Κοιτώντας τα αστέρια η Πάκα ένιωθε μια απέραντη λύπη. Τι θα μπορούσε να ζητήσει από τις νεράιδες; Μήπως αφού έφυγε η Σεσίλια δεν υπήρχαν ούτε νεράιδες; Ή κι αν υπήρχαν, πιθανόν να μην καταλάβαιναν αυτό που θα ήθελε να τους ζητήσει, χωρίς να τους το εξηγήσει η Σεσίλια πρώτα. Ήταν πράγματα τόσο μπερδεμένα αυτά που ήθελε. Θυμόταν ένα σκιτσάκι που είχε δει σε ένα παραμύθι με ένα κοριτσάκι που έκλαιγε γιατί είχε χάσει τα κόκκινα παπουτσάκια της. Και αυτή, τι είχε χάσει; Πώς θα μπορούσε να το εξηγήσει; Ένιωθε να κρυώνουν τα πόδια της. Έκλεισε τα μάτια της και την πονούσαν μέσα της τα αστέρια. Όσο τα κοίταζε τόσο αυτά, σαν χούφτες από άμμο, μπερδεύονταν εκεί ψηλά και έτσουζαν τα μάτια της.
Όταν γύρισε στο κρεβάτι της, μετά την τρίτη φορά που είχε βγει έξω, κοιμήθηκε για λίγο με το κεφάλι χωμένο στα σεντόνια. Ονειρεύτηκε ότι η Σεσίλια και εκείνη ζούσαν στη μέση ενός δάσους σε ένα απομακρυσμένο σπίτι σαν θερμοκήπιο. Ήταν ντυμένες με γαλάζια τούλια και μπορούσαν να κάνουν θαύματα. Μετά όμως εκείνη έχανε το ραβδάκι της και έμενε ξερή, ξερή σαν πηλός. Και γινόταν μια μικρή πήλινη φιγούρα. Η Σεσίλια της έλεγε: «Δεν χρειάζεσαι πια» και την πετούσε στο ποτάμι. Και εκείνη επέπλεε ανάσκελα όπως κυλούσε το ποτάμι, με τα πόδια λυγισμένα και ανοιχτά γιατί ήταν ο μάγος Γκασπάρ, ο ένας από τους τρεις μάγους της Φάτνης του Χριστού.
Η μητέρα της σηκώθηκε για να πάει στα περίχωρα όπως κάθε Τρίτη και της είπε:
-Πάκα φεύγω, άκουσες; Σήκω για να τους δώσεις το κλειδί όταν έρθουν αυτοί για τη μετακόμιση. Ε; Το αφήνω κρεμασμένο όπως πάντα.
Η Πάκα σηκώθηκε τουρτουρίζοντας από το κρύο, με ένα δυνατό πόνο στο στηθάκι της, με κακή όψη και με μια θηλιά να της σφίγγει το λαιμό. Ήταν μια θηλιά από μια άγρια, γερή τριχιά που έπιανε εσωτερικά όλες της τις αρθρώσεις αφήνοντάς τις τρομερά άκαμπτες. Ένιωθε στο σώμα της μια ακαμψία σαν κολλαρισμένο πανί, σαν σόλα παπουτσιού σαν σύρμα για τα πιάτα: Να δεις που γίνομαι, σκέφτηκε, αλήθεια μια φιγούρα από πηλό σαν εκείνες της Φάτνης και θα έχω σύρμα αντί για κόκκαλα και σε λίγο δεν θα πονάω στο σώμα μου ούτε όταν με χτυπούν ούτε όταν με τσιμπούν. Μακάρι να ήταν αλήθεια, μακάρι να ήταν αλήθεια. Ο Μάγος Γκασπάρ, η Θεία Χίλα που γνέθει τη ρόκα της, ο ταβερνιάρης που έχει μόνο το μισό του κορμί γιατί είναι γερτός στο παράθυρο, οι πάντες ακόμα και οι χαζοί βοσκοί που γελούν τρώγοντας σούπα κάτω από το αγγελάκι που είναι κρεμασμένο στο δέντρο, αυτό με το σπασμένο ποδαράκι αν και έξω.Τι την ένοιαζε εκείνη.Μέχρι τώρα είχε χρόνο να ασχοληθεί με το να αμπαλάρει το χάρτινο γαλάζιο κουτί με τα λουλουδάκια, γύρω στα Χριστούγεννα θα έρχονταν να το πάρουν στο καινούργιο σπίτι και εκείνη θα γελούσε και θα κουνούσε τα χέρια της για να την καταλάβει η Σεσίλια. Εκείνη τη νύχτα θα είχε το θείο δώρο να μιλήσει γιατί γεννήθηκε ο μικρός Χριστός και οι δυο τους θα περνούσαν όλη τη νύχτα μιλώντας στα κρυφά, όταν όλοι θα είχαν κοιμηθεί. Η Σεσίλια θα άπλωνε τα δίχτυα της πάνω στα λιβάδια από βρύα, πάνω στα ποτάμια από ασημόχαρτο και θα πλησίαζε να ακούσει από τα χειλάκια της φίλης από πηλό. Πόσα πράγματα, τόσο μα τόσο θαυμαστά δεν θα μπορούσε να της διηγηθεί η Πάκα εκείνη τη νύχτα, από εκείνο το μικρό χιονισμένο με αλεύρι μονοπάτι, που διασταυρωνόταν με δρομάκια από άμμο, από όπου όλοι οι γείτονες από τα χαρτονένια σπιτάκια πήγαιναν προς το κόκκινο φως της φάτνης, να γιορτάσουν με καλάθια και αρνάκια; Δεν την ένοιαζε εκείνη που έπρεπε να βρίσκεται όλη τη χρονιά μέσα στο γαλάζιο κουτί περιμένοντας τη Νύχτα των Χριστουγέννων.’’
Τέτοια πράγματα σκεφτόταν όταν άκουσε το θόρυβο του φορτηγού που ερχόταν. Οι άντρες ήταν πέντε. Είχαν τοποθετήσει ένα γερανό στο μπαλκόνι όπου βρισκόταν το σαλόνι υποδοχής και από εκεί κατέβαζαν τα πιο βαριά πράγματα. Άλλα πιο μικρά ή πιο εύθραυστα τα κατέβαζαν με τα χέρια. Κάποιος από τους άντρες, ο πιο χοντρός, εκείνος που οδηγούσε, στεκόταν κάτω για να παραλαμβάνει τα έπιπλα και να τα τοποθετεί στο εσωτερικό της καρότσας που περίμενε με τις πόρτες ανοιχτές σαν μια πελώρια πεινασμένη φάλαινα. Kάποιος έκανε το ένα, κάποιος το άλλο. Σχεδόν δεν προλάβαινε να τα δει όλα. Η Πάκα δεν τολμούσε ούτε να κουνηθεί. Στην αρχή ανέβηκε δυο φορές στο διαμέρισμα και ρώτησε αν χρειάζονταν κάτι. Την πρώτη φορά δεν την πρόσεξαν καν, την δεύτερη της είπαν όχι.
Προτίμησε να μην ξανανέβει, της ήταν ανυπόφορο να βλέπει με τι σκληρότητα και αδιαφορία άρπαζαν τα έπιπλα από τη θέση τους και τα έβγαζαν να τα κατεβάσουν από τη μπαλκονόπορτα ή τη σκάλα. Μερικά άφηναν τα σημάδια τους στον τοίχο όταν τα τραβούσαν, μια ωχρή σκιά σαν τους κύκλους των ματιών, υγρή σαν μια ζεστή λίμνη.
Ήταν απίστευτο, μοναδικό, με τι βιασύνη δούλευαν εκείνοι οι πέντε άντρες. Φαινόταν πράγμα μαγικό που μπορούσαν να διαλύσουν με τόση σιγουριά σε χρόνο μετρημένο και με ακρίβεια ένα νοικοκυριό σαν εκείνο, που ήταν ολόκληρο μια χώρα με ιστορία, γεμάτη με δρομάκια και θησαυρούς, που μπορούσαν να το καταστρέψουν, να το κατακτήσουν με τόση επιδεξιότητα χωρίς πόνο ούτε δισταγμό, σχεδόν χωρίς προσπάθεια, χωρίς να σταματήσουν να κοιτάξουν την ομορφιά των πραγμάτων που μεταφέρονταν, χωρίς κάποιο να τους πέσει στο πάτωμα. Και το λούτρινο αρκουδάκι; Σε ποιο μπόγο από εκείνους θα έμπαινε το λούτρινο αρκουδάκι; Και εκείνο το κουτί όπου φύλαγε η γιαγιά της Σεσίλια τα παλιά πορτραίτα και τις μεταξωτές κορδέλες; Και οι πολλοί πίνακες. Και τα βιβλία με τα παραμύθια… Θα μπορούσαν να χωρέσουν όλα τα βιβλία με τα παραμύθια; Πήτερ Παν και Γουέντυ, η Αλίκη στη χώρα των θαυμάτων, τα παραμύθια του Άντερσεν, του Γκριμ, των Ιπποτών της Στρογγυλής Τράπεζας, οι ιστορίες του Πινόκιο. Πάντα κάποιο θα υπήρχε πεταμένο στο πάτωμα, κρυμμένο στις πιο απίθανες γωνίες. Κάτι θα είχαν αφήσει ξεχασμένο, ήταν αδύνατον να θυμήθηκαν να τα μαζέψουν όλα, τελείως όλα. Τέτοια ώρα τέτοια λόγια, Θεέ μου, όπως κάποιος που δεν κάνει τίποτα, με τέτοια σκληρότητα. Θα είχαν μείνει λίγα πια.
Ο χοντρός άντρας άναψε τσιγάρο, έβαλε τα χέρια στη μέση και έμεινε να κοιτάζει εκείνο το κορίτσι με το βαμβακερό φουστανάκι που έμοιαζε με βρεγμένο πουλί, που στεκόταν εκεί από την αρχή μελανιασμένο από το κρύο και τα κοίταζε σαν σε όνειρο όλα, όσα έβγαζαν, με σαστισμένα και θλιμμένα μάτια. Μετά αφηρημένος έριξε μια ματιά στην πλατεία. Ήταν μια μικρή πλατεία της επαρχίας με δρόμους που έβγαζαν σε κάθε της γωνία, με το σιντριβάνι της στη μέση, όπως χιλιάδες μικρές πλατείες που εκείνος ο χοντρός άντρας είχε δει. Δεν πρόσεξε αν είχε κάτι διαφορετικό, για παράδειγμα, επιφάνεια υπερυψωμένη σε σχέση με το οδόστρωμα ή με παρτέρια στο κέντρο. Εκεί, στα ρείθρα του δρόμου με την πλατεία, τις μέρες που έβρεχε σχηματιζόταν μια μικρή λακκούβα όπου, με το που σχολούσαν από το σχολείο τα παιδιά, έρχονταν και καθυστερούσαν βάζοντας τις γαλότσες τους στο νερό περιμένοντας να δουν ποιανού από αυτά θα μούσκευε η σόλα πρώτα. Ούτε πρόσεξε ότι είχαν πέσει σοβάδες από την πρόσοψη της γωνίας, που είχε μορφή σαν κεφάλι γάτας ούτε τις χρυσαφένιες σφαίρες στις οποίες κατέληγαν τα ψηλά κάγκελα στο σπίτι του δον Αντριάν, αυτό που ξεχώριζε από όλα τα άλλα για το πόσο πλούσιο ήταν και που στον ιδιαίτερο κήπο του έμπαιναν οι ηλιανθίνες για να χορέψουν μόνο για αυτόν στις γιορτές του Σεπτεμβρίου. Ούτε το πορτοκαλί κιόσκι, κλειστό ακόμα εκείνη την ώρα, με μια επιγραφή επάνω που έγραφε ‘’ Η Φήμη’’ όπου πουλούσαν λαστιχένιες μπαλίτσες, αραπάκια και εικονογραφημένες ιστορίες ούτε στο σήμα απαγορεύται της οδικής κυκλοφορίας, στραβωμένο και πετροβολημένο από την πιτσιρικαρία.
Προχωρούσε ασθενικό, μουντό και ψυχρό χωρίς ήλιο το χειμωνιάτικο πρωινό. Ο άντρας άρχισε να νιώθει παγωμένα τα χέρια του. Τα χουχούλιασε, η ανάσα του βγήκε ζωογόνος από καπνό και αλκοόλ, και έτριψε το ένα με το άλλο για να ζεσταθούν.
Σήμερα δεν πρόκειται να φύγει η συννεφιά όλη μέρα, σκέφτηκε, για να δούμε, αν θα καταφέρουν να τελειώσουν γρήγορα αυτοί, και κολατσίζουμε στο δρόμο.
Και μια νευρική ανυπομονησία τον έπιασε με το που σκέφτηκε τα σάντουιτς με λαρδί και τα ποτηράκια με το βαρελίσιο κρασί.
Την ίδια στιγμή βγήκαν από την είσοδο δυο από τους άντρες με κάποιους μπόγους και καλάθια, έπεσαν πάνω στο κορίτσι με το βαμβακερό φουστανάκι.
-Α μα πια, τι θέλεις επιτέλους και φυτρώνεις μες τη μέση;
Εκείνη τους κοίταξε λοξά, σχεδόν με μίσος και τους γύρισε την πλάτη.
-Είναι πολλά; ρώτησε ο χοντρός άντρας
-Ένας καναπές απομένει μόνο. Τώρα τον στέλνει ο Φελίππε και κλείνουμε πια.
Κατέβαινε με το γερανό ο πράσινος καναπές, εκείνος από το δωμάτιο του παιγνιδιού που του είχαν βγει κάποιες σούστες. Κατέβαινε πιο αργά από τα άλλα έπιπλα, με το ζόρι και με τα χίλια βάσανα, στητός και σεβάσμιος σαν να έκλεινε την πομπή από μια περιφορά. Όταν έφτασε στο πεζοδρόμιο, η Πάκα πλησίασε ντροπαλά και του χάιδεψε το δεξί μπράτσο αυτό που βρισκόταν πιο κοντά στο σπιτάκι με τις κούκλες, στην από εδώ πλευρά όπως έμπαινες, τριμμένος και ξεθωριασμένος τώρα στο φως της ημέρας και που είχε καθίσει στα μαξιλάρια του τόσες φορές. Τράβηξε το χέρι της με ντροπή, όπως όταν πάμε να χαιρετήσουμε ένα φίλο στο δρόμο και δεν έχουμε αντιληφθεί ότι τον έχουμε μπερδέψει με κάποιον άλλο κύριο.
Φαινόταν σαν νεκρός. Θεούλη μου, έμοιαζε με πεθαμένο άνθρωπο, ήταν το τελευταίο που σκέφτηκε η Πάκα. Και απόμεινε να φέρνει βόλτες εκεί κοντά, σαν χαζή, με μόνο αυτή τη σκέψη και να την επαναλαμβάνει ξανά και ξανά σαν τραγουδάκι, να στέκεται για πολύ ώρα ακόμα στο δρόμο, χωρίς να παίρνει τα μάτια της από εκείνη τη μαύρη κουκίδα από ορυκτέλαιο που είχε αφήσει το φορτηγό φεύγοντας.
Δεν έφτασε το γράμμα της Σεσίλιας, ήρθε όμως τουλάχιστον η άνοιξη.
Εκείνη τη χρονιά η Πάκα είχε πιστέψει ότι ο χειμώνας δεν επρόκειτο να τελειώσει ποτέ, υπολόγιζε πια τη ζωή της αποκλεισμένη για πάντα στο χειμώνα, σαν μέσα στο βάθος ενός στενού σάκου, και σήκωνε τους ώμους με αδιαφορία.. Όλες οι εφημερίδες είχαν πηχυαίους τίτλους που έγραφαν για θυελλώδεις ανέμους και χιονοπτώσεις, για παγωμένα ποτάμια, για ανθρώπους που πέθαναν από το κρύο . Η μητέρα κάποιες νύχτες διάβαζε εκείνες τις ειδήσεις στη ζεστασιά της φτωχής σομπίτσας και έλεγε ψιθυριστά: ‘’ Όπως θέλει ο Θεός’’. Διάβαζε συλλαβιστά, αλλάζοντας τη θέση των τόνων και των κομμάτων, τονίζοντας δυνατά σαν μαθήτρια της πρώτης τάξης. Την Πάκα την πονούσε το κεφάλι της, ένιωθε ένα ασήκωτο βάρος στα μάτια της, σχεδόν δεν μπορούσε να τα ανοίξει.
-Μητέρα αυτή η σόμπα καπνίζει.
-Τι να κάνουμε, αν έχει χαλάσει… Και σήμερα πονάει το κεφάλι σου; Εσύ δεν είσαι καλά.
Άρχισε να κάνει πυρετούς, να είναι συνέχεια χλωμή, τα δέκατα την κατέτρωγαν χωρίς όμως να την εμποδίζουν να κάνει δουλειές. Τίποτα σπουδαίο, πυρετός χωρίς αξία, σαν σκουλήκι, υπόγειος, πυρετός για φτωχούς.
Μια μέρα πήγαν με τη μητέρα της στο γιατρό του ΙΚΑ.
-Κοιτάξτε, το κορίτσι δεν έχει όρεξη, την πονάει το κεφάλι της συνέχεια, είναι πάντα θλιμμένη…
-Πόσο χρονών είναι;
-Πάει στα δεκατέσσερα.
-Για να δούμε, βγάλε τα ρούχα σου.
Η Πάκα έβγαλε τα ρούχα της κοιτάζοντας από την άλλη μεριά. Έτρεμαν τα ρουθούνια της. Ο γιατρός την ακροάστηκε, κοίταξε το ασπράδι των ματιών της, της χτύπησε τα γόνατα, της έψαξε την κοιλιά. Μετά ρώτησε δυο τρία πράγματα. Τίποτε δεν είναι, μερικές ενέσεις δυναμωτικές, δεν έχει τίποτα. Είναι που μεγαλώνει, ανάπτυξη που καθυστερεί. Βρίσκεται σε πολύ δύσκολη ηλικία. Αν κάνει λίγο πυρετό, να ξαπλώνει νωρίς το βράδυ. Όταν ο καιρός καλοσυνέψει, θα νιώσει καλύτερα. Να περάσει ο επόμενος!
Κάθε πρωί, όταν έβγαινε στο θυρωρείο η Πάκα, κοίταζε με απλανές βλέμμα, τους ξερακιανούς, γυμνούς, ερημωμένους κορμούς των δέντρων της πλατεΐτσας, που ανάμεσα στα, σαν μαύρα κέρατα, κλαδιά τους γατζώνονταν η ομίχλη σε λεπτές λουρίδες, στριφογύριζε, σκιζόταν και αφηνόταν να κυματίζει σαν ένα κασκόλ σκισμένο. Και ένιωθε την καρδιά της να χτυπάει δυνατά. Έμοιαζαν τα δέντρα σαν τηλεγραφόξυλα, σαν σκιάχτρα. Ξύλα νεκρά χωρίς πνοή που έπεφταν στο χώμα.
Αν ερχόταν η άνοιξη, θα ήμουν καλύτερα, σκεφτόταν η Πάκα. Αλλά πότε θα έρθει. Θα ήταν σαν θαύμα.
Ποτέ μέχρι τώρα δεν είχε ξανακάνει τέτοιο χειμώνα, έμοιαζε σαν ο πρώτος στη γη και ότι θα κρατούσε για πάντα, σαν μια τιμωρία. Δεν θα ερχόταν η άνοιξη όπως άλλες φορές. Ναι, εκείνη την χρονιά ήταν αδύνατον. Θα έπρεπε να γίνει ένα θαύμα.
Εάν τα δέντρα αναστηθούν, έλεγε η Πάκα σαν να έδινε μια μεγάλη υπόσχεση, θα αναστηθώ και εγώ.
Και ένα πρωί είδε ότι στη διάρκεια της νύχτας, τα κλαδιά είχαν γεμίσει από πράσινα ματάκια και άλλο πρωί, μέσα από τα σεντόνια ακόμα, άκουσε να περνάει φύρδην μίγδην ανακατεμένο και αξημέρωτο ένα σμήνος από χελιδόνια, χτυπώντας ελαφρά στο γείσο της εσωτερικής αυλής και ένα άλλο πρωί δεν αισθάνθηκε κούραση ούτε ρίγη όταν σηκωνόταν και άλλο πρωί να πεινάει πολύ. Βγήκε σαν να είχε κουφαθεί, εξαντλημένη και σε ανάρρωση που αργούσε, όπου όλοι οι θόρυβοι ακούγονταν σαν μέσα από μια καμπάνα από φελλό. Είχε ψηλώσει τουλάχιστον τέσσερα δάχτυλα. Της ήταν κοντό το φουστανάκι και έπρεπε να ρίξει το στρίφωμα. Ενώ το ξήλωνε, θυμόταν τη Σεσίλια . Αν ήταν εκεί θα μπορούσαν να μετρηθούν να δουν πια από τις δυο ήταν ψηλότερη. Σχεδόν κάθε χρόνο εκείνη την εποχή μετριόνταν. Τη Σεσίλια την ενοχλούσε γιατί ήθελε να έχει ψηλώσει περισσότερο και άρπαζε την Πάκα από τα ξυπόλυτα πόδια της τα κολλούσε στον τοίχο. ‘’Δεν πρέπει να κάνεις πονηριές, στέκεσαι στις μύτες των ποδιών’’ . Σημείωναν τα μέτρα στον πίσω διάδρομο, σε μια προεξοχή του τοίχου πλάι σε μια εντοιχισμένη ντουλάπα. Έγραφαν τα αρχικά τους, την ημερομηνία και καμιά φορά το μολύβι γρατσούνιζε και ξέφτιζε λίγο ο ασβέστης. Τώρα είχαν ρίξει εκείνον τον τοίχο και προχωρούσαν για να τα αλλάξουν όλα. Ο όροφος είχε γεμίσει χτίστες και μπογιατζήδες γιατί τον Ιούνιο θα έρχονταν οι καινούργιοι ένοικοι.
Η άνοιξη ήρθε μαγική. Από το βάθος της αυλής, από πολύ νωρίς ένα φωτεινό παραλληλόγραμμο , έντονο, δυνατό και ωραίο φώτιζε το θυρωρείο. Στην Πάκα άρεσε να κάθεται εκεί, μέσα σε αυτό το φως, ήσυχη, με τα μάτια κλειστά σαν κάτω από ένα ζεστό ντους. Σε εκείνη την περιοχή κυκλοφορούσαν και διασταυρώνονταν τα σωματίδια της σκόνης, προχωρούσαν σε δέσμες μέχρι τη σκιά, γλιστρούσαν, κολυμπούσαν, έπεφταν σιωπηλά στους ώμους της Πάκα, προσγειώνονταν στο κεφάλι της σαν λεπτούτσικη πιτυρίδα. Μερικές φορές , τις μέρες που εκείνη αργούσε λιγάκι παραπάνω να ξυπνήσει, μια ηλιαχτίδα πήγαινε να τη βρει μέσα στο κρεβάτι της και της άφηνε δυο χρυσά νομίσματα στα βλέφαρά της που την έβγαζαν από τον ύπνο. Η Πάκα σηκωνόταν με μάτια όλο χαρά. Όλη την ημέρα ενώ έκανε δουλειές στη σκιά, στέκονταν μπροστά της χορεύοντας σαν μια βροχή από σπίθες τα ψαράκια που ιρίδιζαν και ζούσαν στην ηλιαχτίδα.
Το θυρωρείο ήταν ένα διαμερισματάκι στο βάθος, είχε την κουζίνα σε μια γωνιά και δυο μικρά δωμάτια με κουρτίνες από κρετόν να κρύβουν αδέξια το εσωτερικό τους. Με το που έμπαινε κάποιος, στριμωχνόταν σε ένα μικρό σκοτεινό διάδρομο που στο βάθος είχε μια πόρτα που έβγαζε στην αυλή, από εκεί έμπαινε φως. Το πάτωμα είχε χρωματιστά πλακάκια που σχεδόν όλα ήταν σπασμένα και κουνιόνταν. Υπήρχε μια ντουλάπα στο διαμερισματάκι με τη φωτογραφία ενός στρατιωτικού βαλμένη στη γωνία του καθρέφτη, τέσσερες καρέκλες, η βάση για το μαγκάλι, οι πιατοθήκες πάνω από την εστία και η ραπτομηχανή που βρισκόταν δίπλα στην πόρτα της αυλής και ήταν εκεί που έμπαινε το πρώτο φως, αφού πρώτα είχε φωτίσει το ασημί ημερολόγιο με την ξανθιά που τρώει κεράσια.
Όταν η Πάκα ήταν πολύ μικρή και δεν ήξερε ακόμα να ράβει στη μηχανή, κοίταζε με ζήλεια την επιδεξιότητα με την οποία η μητέρα της έβαζε με τα πόδια της σε κίνηση τη μηχανή. Πατούσε πάνω σε εκείνη τη σιδερένια σχάρα με φόρα μια μπρος μια πίσω, σαν να κάλπαζε. Εκείνο το μαραφέτι που ακουγόταν σαν ένα τραίνο και που φαινόταν σαν καμπούρικο ψωράλογο, ελεεινό ήταν για αρκετό καιρό το μοναδικό της παιγνίδι στο θυρωρείο. Tώρα ξανακοίταζε όλα αυτά τα φτωχά και κακόγουστα πραγματάκια στο φως εκείνης της φλούδας του ήλιου που τα επισκεπτόταν καθημερινά για να τα ζεστάνει.
Τα απογεύματα η κυρία Ενγκράθια έβγαζε μια καρέκλα στην πόρτα του σπιτιού και καθόταν εκεί για να ράψει παρέα με άλλες γυναίκες. Και η Πάκα καθόταν συνήθως μαζί τους. Τις άκουγε να μιλούν χωρίς να σκέφτεται τίποτα, χωρίς να καταλαβαίνει για το τι μιλούσαν. Στεκόταν εκεί στη γωνία γιατί της άρεσε να ακούει τις φωνές των παιδιών που έπαιζαν στη μέση του δρόμου και στους κήπους του κέντρου. Πηδούσαν με τις μύτες των ποδιών, κυνηγιόνταν, πετώντας τους πολύχρωμους χαρταετούς τους που τους άφηναν ελεύθερους στον αέρα και εκείνοι γατζώνονταν στα δέντρα και στα κάγκελα των μπαλκονιών. Σαν μερμήγκια με ζήλο για δουλειά έτρεχαν πότε εδώ, πότε εκεί και δεν τους έφτανε για παιχνίδι ποτέ το απόγευμα. Ο χρόνος ήταν για αυτά σαν ένα τρύπιο πιθάρι που δεν γέμιζε ποτέ.
Όταν ο ουρανός συννέφιαζε, οι μεγάλοι τα φώναζαν με τα ονόματά τους για να έρθουν στο σπίτι, τους ζητούσαν ‘’για το Θεό’’ να μη ξεφωνίζουν πια, να μην πηδούν άλλο, είναι ώρα για ύπνο. Αλλά πάντα ήταν νωρίς ακόμα και η πλατεία άρχιζε να γίνεται μεγάλη και μαγική ακριβώς τότε, όταν νύχτωνε και ο ουρανός γέμιζε φαναράκια, όταν φαίνονταν κάφτρες από τσιγάρο και κάποιο διέτρεχε κίνδυνο να χαθεί, και ότι θα ερχόταν ο αράπης με το σάκο στην πλάτη. Εκείνες τις ώρες πριν το δείπνο κάποια φτωχά κορίτσια από τη γειτονιά, η Αουρόρα, η Τσάτι, η Ενκάρνα, έβγαιναν να πηδήσουν σχοινάκι δυο –δυο. Έλεγαν στην Πάκα ‘’ Θέλεις να παίξουμε;’’ Αλλά αυτή ποτέ δεν ήθελε, έλεγε πως ήταν κουρασμένη: ‘’ Είμαι πια αρκετά μεγάλη να πηδάω σχοινάκι’’ δικαιολογιόταν στη μητέρα της.
Μια μέρα ήρθε ο μεσημβρινός ταχυδρόμος και έφερε μια ωραία κάρτα με τη φωτογραφία μιας βασίλισσας στην άμαξά της που την έσερναν λιοντάρια. Η Πάκα, που πήρε την αλληλογραφία όπως κάθε μέρα, την γύρισε και είδε πως ήταν από τη Σεσίλια για τα κορίτσια του δευτέρου. Κάθισε στο πρώτο σκαλοπάτι της σκάλας και διάβασε αυτά που έγραφε η φίλη της. Πήγαινε τώρα σε ένα ακριβό σχολείο, είχε κόψει τις κοτσίδες της, μάθαινε πατινάζ και έκανε ιππασία. Είχε πολλά να τους διηγηθεί και περίμενε να τις δει το καλοκαίρι. Στη συνέχεια με κάτι μικρά γραμματάκια στριμωγμένα σε μια γωνία, μια και δεν υπήρχε χώρος, έγραφε αυτά τα λόγια:’’ Χαιρετισμούς στην Πάκα, αυτή από κάτω.’’
Η Πάκα ένιωσε σαν να την μαστίγωσαν σε όλο της το σώμα. Στις άκρες των ματιών της τα δάκρυα ανέβαιναν ποτάμι, καυτά που έμοιαζαν με λάβα ή με μπαρούτι που έσκαγε και χυνόταν ανεμπόδιστα, να πετάγονται όπως ο εμετός. Σε λίγο σκούπισε τα δάκρυά της με τις παλάμες της και σήκωσε ψηλά τα μάτια της, καθαρά με αποφασιστικότητα και γενναία. Όλα είχαν περάσει σε λιγότερο από δύο λεπτά. Μπήκε στο θυρωρείο, άνοιξε το ντουλάπι, έψαξε να βρει ένα τενεκεδένιο κουτί που ήταν από γλυκό κυδώνι, το άνοιξε και έβγαλε από τον πάτο, κάτω από κάποιες κουβαρίστρες, ένα πορτραίτο της Σεσίλια ντυμένης με την παραδοσιακή στολή της Σαλαμάνκα και κάποιες σελίδες γραμμένες από εκείνη, βγαλμένες από εκείνο το χοντρό τετράδιο με τα πλαστικά εξώφυλλα. Όλα μαζί τα έσκισε σε μικρά κομμάτια, μετά σε ακόμα μικρότερα και κάθε ένα σε ακόμα μικρότερα. Δεν κουραζόταν να σκίζει και να σκίζει, ευχαριστιόταν να το κάνει, έτρεμε από μανία και οργή. Μάζεψε τα χαρτάκια στη χούφτα της και τα έσφιγγε στη γροθιά της μέχρι να τα τσαλακώσει τελείως. Μετά τα πέταξε σε έναν κουβά που ήταν γεμάτος πατατόφλουδες. Ένιωσε καλά και ανανεωμένη, σαν να πατούσε σε έδαφος δικό της για πρώτη φορά, σαν να είχε αλλάξει δέρμα, τα μάτια της έλαμπαν προκλητικά. Η Πάκα, αυτή από κάτω, μάλιστα κύριε. Η Πάκα η παρακατιανή, η κόρη της θυρωρίνας. Και λοιπόν; Έγινε κάτι; Ζούσε από κάτω, αλλά δεν ήταν κάτω από κανένα. Είχε τα επώνυμά της, λεγόταν Φρανθίσκα Φερνάντεθ Μπαρμπέρο, είχε τη μητέρα της και το σπίτι της με μια φέτα ήλιου τα πρωινά. Είχε τις δουλειές της και τη ζωή της, δεν είχε χρέη, ούτε δωρεές από κανέναν. Δεν είχε ανάγκη κανέναν. Εάν ανέβαινε στα σπίτια των άλλων, ήταν γιατί είχε αυτή την υποχρέωση. Όπως τώρα, να φέρει την μεσημεριάτικη αλληλογραφία.
Βγήκε στο κατώφλι με την κάρτα και πήρε να ανεβαίνει τη σκάλα. Στην πρώτη σκάλα συναντήθηκε με τον Αδόλφο, το παιδί από το τσαγκάρικο που κατέβαινε με κάποιες μπότες στο χέρι.
-Γεια σου Πάκα, χαίρομαι που σε βλέπω. Με τι ασχολείσαι τώρα;
Εκείνη πολύ αναστατωμένη, δεν καταλάβαινε.
-Γιατί λες ‘’ τώρα’’;
Γιατί δεν σε βλέπω ποτέ. Πριν ερχόσουν πολύ συχνά να κρυφτείς στο εργαστήριο με τα άλλα κορίτσια όταν παίζατε κρυφτό…
Η Πάκα τον κοίταξε με βουρκωμένα μάτια που όμως έλαμπαν και τράβηξε το βλέμμα της, σαν να είχε κλέψει φρούτα.
-Αχ ναι!… Λες για πριν, όταν ήμουν μικρή.
-Αλήθεια, είπε ο Αδόλφο και την κοιτούσε. Έγινες γυναίκα! Τι όμορφη που είσαι! Την κοιτούσε και χαμογελούσε. Είχε πολύ λευκά δόντια και ένα μαύρο χνουδάκι στο επάνω χείλι. Η Πάκα ντράπηκε.
-Καλά, ανεβαίνω να δώσω την αλληλογραφία.
Ο νεαρός την έπιασε από τον καρπό
-Μη φεύγεις ακόμα, περίμενε. Να βλεπόμαστε. Θέλεις; Να σε βλέπω καμιά φορά. Σε θυμάμαι πολύ συχνά, όταν ακούω τα κορίτσια να παίζουν στην πλατεία και νομίζω πως θα έρθεις να κρυφτείς πίσω από την καρέκλα μου. Πες μου πότε θα σε δω.
Τα μάγουλα της Πάκα έκαιγαν.
-Δεν ξέρω, θα με δεις. Άσε με, είμαι βιαστική. Θα με δεις. Αντίο.
Και ξέφυγε ανεβαίνοντας τις σκάλες.
Έφτασε στο δεύτερο, έριξε την κάρτα της Σεσίλια κάτω από την πόρτα, δεν θυμόταν καν τι έγραφε, συνέχισε να ανεβαίνει. Ήθελε να ανέβει πάνω στην ταράτσα, όπου υπήρχαν τα πλυσταριά και να σκύψει να κοιτάξει τις στέγες που τις έλουζε ο ήλιος, τα πρασινισμένα δέντρα, τα ανθρωπάκια που περπατούσαν κουνώντας τα χέρια με τη σκιά τους κολλημένη πίσω τους να τους ακολουθεί. Πέρασε ανάμεσα από τα σχοινιά με τα απλωμένα σεντόνια. Είδε τον Αδόλφο που έβγαινε από την είσοδο και διέσχιζε την πλατεία με το κεφάλι λίγο σκυφτό και τις μπότες στο χέρι. Τόσο όμορφος ,τόσο συμπαθητικός. Ίσως και να βάδιζε θλιμμένος. Πήγε να του φωνάξει για να του πει αντίο. Καλύτερα δυνατά. Ένα… δύο… τρία. ‘’Αδόλφοοοο!’’, εκείνη τη στιγμή όμως άρχισαν να χτυπούν οι καμπάνες της εκκλησίας που ήταν απέναντι και η φωνή της δεν ακούστηκε ανάμεσά τους. Ο νεαρός τρύπωσε στην πορτούλα του σαν μέσα σε λαγούμι. Ίσως να την σκεπτόταν. Ίσως και να τον μάλωναν γιατί είχε αργήσει.
Χτυπούσαν ξανά και ξανά οι καμπάνες, σηκώνοντας ένα χαρούμενο ανεμοστρόβιλο. Αυτές από το καμπαναριό της εκκλησίας απέναντι απαντούσαν τώρα στις καμπάνες από άλλα καμπαναριά. Οι κωδωνοκρουσίες ξέφευγαν, συγκρούονταν βίαια. Η Πάκα τις ένιωθε να αντηχούν στο σώμα της, να εξαπολύονται χαρούμενες σε όλη την πόλη και να κουτουλούν χωρίς σεβασμό πάνω σε όλες τις γωνιές. ‘’Ντιν-νταν, ντιν-νταν…’’.
Της είχε πει πως ήταν όμορφη, ότι ήθελε να την βλέπει. Είχε πει: ‘’Πότε θα έρθεις να κρυφτείς με τα άλλα κορίτσια’’ ούτε καν είχε προσέξει ότι ερχόταν πάντα με την ίδια, την πιο όμορφη από όλες. Εκείνος χωμένος στο λαγούμι του έβλεπε μόνο αυτή, την Πάκα «αυτή από κάτω», ήταν εκείνη που του έλειπε, τουλάχιστον. ‘’Να σε βλέπω καμιά φορά ντιν-νταν, ντιν-νταν, να σε βλέπω καμιά φορά…’’.
Μια χαρμόσυνη, γεμάτη από ήχους κωδωνοκρουσία όλο και δυνάμωνε και πλημμύριζε το δρόμο, τις στέγες και έμπαινε από όλα τα παράθυρα. Όλο και πιο πολύ. Πλημμύριζε τα πάντα, κορυφωνόταν στην πλατεία. Και άλλα ακόμα περισσότερα ντιν-νταν, ντιν-νταν, χτυπούσαν όλες μαζί οι καμπάνες, δεν σταματούσαν ποτέ, έριχναν τα τείχη, έφταναν ως κάτω στα θεμέλια των σπιτιών και ο κόσμος έπρεπε να φύγει ανεβασμένος σε βαρκούλες από χαρτί και θα σώζονταν μόνο όσοι μπορούσαν να βάλουν όλα τους τα πλούτη σε ένα μικρό σακίδιο, και δεν θα έμενε πέτρα πάνω στην πέτρα. Χτυπούσαν οι καμπάνες, χτυπούσαν σαν τρελές: ’’Ντιντάν, ντιν-νταν, ντιν-νταν…’’.