Παυλίνα Παμπούδη: Νυχτολόγιο ΧI
Αδειάζει το φεγγάρι, θερίζει Η ακονισμένη ημισέληνος Αρχίζει πάλι η διεύρυνση της νύχτας Σιωπηλά Να μας συμπεριλάβει Αδέλφια ορφανά, μόρια σκόνης αστρικής Σε αποστάσεις αστρικές, κοιμήσου …
Αδειάζει το φεγγάρι, θερίζει Η ακονισμένη ημισέληνος Αρχίζει πάλι η διεύρυνση της νύχτας Σιωπηλά Να μας συμπεριλάβει Αδέλφια ορφανά, μόρια σκόνης αστρικής Σε αποστάσεις αστρικές, κοιμήσου …
XXXVII Ξημέρωμα στο νου σου, στο δωμάτιο Τινάζεται απ’ τον αόριστο της μνήμης το κοτσύφι Αστράφτει μαύρα στον στιγμιαίο ενεστώτα Σκίζει με συριγμό μεταξωτό τον συνεχή- Αμέσως εμφανίζεται…
Μάτια κλειστά, κλειστό δωμάτιο, στόμα, αυτιά Φωλιάζοντας βαθιά μες στη δική του νύχτα το καθένα Όντα ημίθεα και παίζουμε Απομυζώντας μ’ εκατό βεντούζες το ’να τ’ άλλο Σε κίνηση…
Ανέβαινε ουράνιο τόξο στη συνείδηση που έπεφτε σε ύπνωση Παίρναμε σχήμα σύννεφου πολύφορου Τι ευφορία Για δευτερόλεπτα ξανά Οι άνθρωποί μας όλοι σε ανάπαυση, ψυχών συστάδα Σε γραφικό, απλό Παράδεισο…
Σα να ’χανε τα πάντα προς στιγμήν αποσυρθεί Μες στο κουτί (άραγε της Πανδώρας ή του Σρέντιγκερ;) Έμεναν μόνο ένα εσύ κι ένα εγώ, πιο τρομαγμένο Γνώριζαν Μέλλον δεν…
Δεν είχε πέρασμα, θα ήταν αδιέξοδο, μα προχωρούσα. Από τυφλό σημείο σε τυφλό σημείο άναβαν τα άστρα Αναγκασμένος ξαφνικά αυτόφωτος Απέχοντας από Θεό και άνθρωπο, μια πολυμορφική οδύνη Γραμμή έγραφα…
Είμαι πολύ καιρό εδώ; Ή μόλις ήρθα; Κρύπτη, κουτί του Στρέντιγκερ ή σώμα; Άγνωστο περιβάλλον Αδιάγνωστο, αγνώριστο Τι στρίμωγμα, μόλις χωράω, κορεσμένος χρόνος Αυτά τα μπάζα ήταν τα εφόδια μου,…
«Και, άνοιξε τώρα τα μάτια» είπε, «είναι νύχτα Ναι, ήταν νύχτα εξαρχής, θα είναι πάντα, όμως Άνοιξέ τα Δεν είδες τίποτα ακόμα, να κοιτάξεις κι άλλο Στο σκοτάδι…
Κοιμάμαι – ύλη ασταθής, πιο ασταθής Υπόνοιες διάσπασης, πού είσαι; Παλεύω τα σεντόνια Μορφή να πάρω, ποια μορφή; Εικόνες σε καλειδοσκόπιο Αποχωρίζονται, σμίγουν ξανά, αποχωρίζονται Πανσέληνος σε έξι, σε δώδεκα…
«Και να θυμάσαι» είπε, «δεν έχει σημασία τι Όμως να το θυμάσαι, οπωσδήποτε: είναι η αλήθεια Λήθη σημαίνει άγνοια, να το θυμάσαι.» Ποιος έδινε την εντολή, σε ποιον Νερό…
X Με βύζαινε ο ύπνος, λιγόστευα, αραίωνα Ήταν οδύνη, ήταν ηδονή, ήταν Αυτό που πύκνωνε έξω τον άπειρο χρόνο- Άκουγα κάτι σαν λαχάνιασμα, ποιος ανηφόριζε; Θυμήθηκα: ο ταχυδρόμος Κάθιδρως,…
Απ’ το κουβάρι των νυχτών ξετυλιγόταν μαύρος μίτος Μ’ ακολουθούσε όπου κοίταζα, κοίταζα επίμονα Παραμονεύοντάς με, ένα βήμα πιο μπροστά Μέχρι που πύκνωνε τόσο το νόημα Σε φράση αδιέξοδη Που…