You are currently viewing Χρ. Δ. Αντωνίου: ΑΝΘΟΥΛΑ ΔΑΝΙΗΛ, Δεκαετίες τερματίζουν όλες μαζί στο νήμα, Εκδ. Βακχικόν, 2020.

Χρ. Δ. Αντωνίου: ΑΝΘΟΥΛΑ ΔΑΝΙΗΛ, Δεκαετίες τερματίζουν όλες μαζί στο νήμα, Εκδ. Βακχικόν, 2020.

Αισθάνομαι τώρα που αρχίζω αυτό το σημείωμα για το βιβλίο της Ανθούλας Δανιήλ Δεκαετίες τερματίζουν όλες μαζί στο νήμα (Εκδόσεις Βακχικόν) πως η θεματολογία του σε πολλές περιπτώσεις με ξεπερνά και μου χρειάζεται κάθε τόσο να σταματάω, να σκέφτομαι και να αναζητώ πληροφορίες για να κατανοώ, όσα η Δανιήλ γράφει με απλό και αυθόρμητο τρόπο. Τον πρόλογο του βιβλίου τον έχει γράψει ο γνωστός ποιητής Γιώργος Βέης.

Περί τίνος πρόκειται; Η ίδια γράφει ότι: «Θα μπορούσα να ονομάσω το βιβλίο Προσωπική μυθολογία, όμως προτίμησα τον τίτλο Δεκαετίες…, επειδή ο χρόνος υπακούει σε ένα συνεχές φλας μπακ για να φέρει στο παρόν ό,τι ανήκει στο παρελθόν. Εκ των πραγμάτων η αφήγηση ακολουθεί τεθλασμένη πορεία, εκκινώντας από ένα επεισόδιο της παιδικής ηλικίας ή της μετέπειτα νεανικής ή της τωρινής, που ετεροχρονισμένα επαναξιολογείται και επανεκτιμάται κάτω από άλλο φως».

Ποια είναι όμως τα επεισόδια από τα οποία ξεκινά η γραφή της, τα οποία συμπληρώνει και εναπαξιολογεί μέχρι λίγο πριν τα δοκίμια αυτά δοθούν προς έκδοση; Λοιπόν, μπορεί να αφορούν ένα ιστορικό απόσπασμα, ένα πίνακα ζωγραφικής, ένα γλυπτό, μια μουσική σύνθεση, ένα κινηματογραφικό έργο, ένα θεατρικό. Και επειδή τη συγγραφέα τη γοητεύει «η σύμπλεξη των τεχνών, βιβλίων, έργων τέχνης και ανθρώπων-δημιουργών» μπορεί ξεκινώντας π.χ. από ένα ποίημα του Μαλαρμέ να αναζητήσει την πορεία ώσπου να γίνει μουσική σύνθεση από τον Ντεμπισί, μπαλέτο ύστερα που χορεύει ο Νιζίνσκι και τέλος ποίημα που γράφει ο Γιώργος Σεφέρης. Αναζητά δηλαδή κάθε φορά τα «καλλιτεχνικά ανάλογα» με τη βοήθεια των πολύ πλούσιων συνειρμών της και της ασυνήθιστα ισχυρής μνήμης της.

Χαρακτηριστικό κείμενο αυτής της συνειρμικής μεθόδου το δοκίμιο με τίτλο: Ο Πικάσο, οι γέφυρες, ο Καίσαρας. Θαυμάζει κανείς εδώ την πορεία των συνειρμών της συγγραφέως: το τραγούδι «Πάνω στη γέφυρα της Αβινιόν» και, θεωρώντας το πέρασμα γέφυρας ως «ύβριν», αναφέρεται στον Ξέρξη, που γεφύρωσε τον Ελλήσποντο για να περάσει και να επιτεθεί στην Ευρώπη, και στο “Alea jacta est” του Καίσαρα, που σήμαινε πόλεμο ενάντια στη Ρώμη. Η φράση του Καίσαρα την πηγαίνει στον Σουητόνιο, στον Πλούταρχο και στους «Δειπνοσοφιστές» του Μενάνδρου, αλλά και στο τραγούδι «Que sera sera!” της Ντόρις Ντέι, αφού στο ίδιο κλίμα μιας απόφασης βρίσκεται κι αυτό, και στη συνέχεια στο μεγάλο «Ναι ή Όχι» του Καβάφη. Οι συνειρμοί της στη συνέχεια μας πάνε στους αρχαίους «γεφυρισμούς», στην ταινία «Η γέφυρα της αμαρτίας» (και σε remake μετά των Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο με τίτλο Γέφυρα του Βατερλό) με πρωταγωνιστές τον γοητευτικό Ρόμπερτ Τέυλορ και την εκθαμβωτική Βίβιαν Λι, που αυτοκτονεί εκεί στη γέφυρα, όπου αμάρτησε. Όλες αυτές οι γέφυρες έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό: είναι συνώνυμες με κάποια αμαρτία, κάποιαν «ύβριν». Γι’ αυτό και ο Πικάσο παραμορφώνει τα πρόσωπα των «Δεσποινίδων της Αβινιόν» θέλοντας να δείξει «την ασχήμια που βιώνουν μέσα τους και όχι την όψη τους». Και οι συνειρμοί και σχολιασμοί συνεχίζονται με το κολάζ του Ελύτη στην Ιδιωτική Οδό με τον τίτλο «Ο Φυλλένιος», στις κοπέλες του Τουλούζ Λοτρέκ και τα βασανισμένα πρόσωπα των φτωχών ανθρώπων του Βαν Γκογκ, κτλ κτλ.

Σε πολύ πάνω από 100 κείμενα, άλλα μικρότερα κι άλλα μεγαλύτερα, η συγγραφέας αφηγείται τέτοια περιστατικά, ιστορίες πικάντικες, με φιλολογική γνώση και κριτικό βλέμμα, αλλά και με πολύ χιούμορ. Βλέπει, κρίνει, συγκρίνει, παραθέτει αποσπάσματα και σκηνές, σχολιάζει, εκθέτει τις απόψεις της, συναρμολογεί τα επί μέρους σε γενικότερες θεματολογίες ακολουθώντας απίστευτους συνειρμούς που αποκαλύπτουν τις απέραντες γνώσεις της και την τεράστια μνήμη της. Κι αυτό που ασφαλώς θα εντυπωσιάσει τον αναγνώστη είναι ότι στις πάνω από τις 350 σελίδες του βιβλίου δεν θα βρει κάτι το αρνητικό, όπως γράφει άλλωστε κι η ίδια η συγγραφέας στην πολύ όμορφη εισαγωγή του βιβλίου της: «Είναι βιώματα που με διαμόρφωσαν και πηγάζουν από ένα αίσθημα ικανοποίησης και ψυχικής πληρότητας…. Στο βιβλίο μου δεν υπάρχει τίποτα αρνητικό ή σχεδόν τίποτα». Αυτή τη στάση ζωής την οφείλει εν πολλοίς στους γονείς της και στους δασκάλους της. Ιδίως στους γονείς της, όπως και η ίδια ομολογεί, που της έστρεψαν το ενδιαφέρον στην πνευματική διάσταση των πραγμάτων. «Στην παιδική μου ηλικία δεν έπαιξα πολύ, σχεδόν δεν έπαιξα καθόλου. Διάβασα όμως πολύ, είδα σινεμά και θέατρο και άκουσα ραδιόφωνο και μουσική», θα μας πει.

Άρα από τα πρώτα παιδικά της χρόνια η Ανθούλα Δανιήλ μπήκε σοβαρά στον κόσμο του βιβλίου και θα μπορούσαμε να πούμε ότι ήταν δυνάμει συγγραφέας, αφού από τότε κατέγραφε τα βιώματά της, τις συγκινήσεις της, τις σκέψεις της, τις απορίες της, για να επανέλθει σ’ όλ’ αυτά αργότερα, μέχρι και σήμερα, να τα επανεξετάσει, να τα συμπληρώσει και να δώσει απαντήσεις στις απορίες της. Η συνειδητοποιημένη αυτή στάση της στάθηκε σαν δώρο θεού, αφού στο δρόμο για την παιδεία της αξιοποίησε με τόσο δημιουργικό τρόπο τον χρόνο της παιδικής και νεανικής της ηλικίας, αξιοποίησε τα τάλαντα της ευαγγελικής παραβολής. Ίσως μάλιστα θα ταίριαζε ως τίτλο στο βιβλίο το γνωστό «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο» αν ο χρόνος της με όλη αυτή την καταγραφή στο μυαλό της συγγραφέως ή στα παιδικά-νεανικά της ημερολόγια δεν είχε κερδηθεί. Πάντως αν διάβαζε ο Προυστ το βιβλίο, ευθύς εξαρχής θα συνηγορούσε.

Η αφήγησή της, όπως ήδη καταλάβαμε, δεν είναι καθόλου γραμμική-χωροχρονική, αλλά ακολουθεί την τεθλασμένη πτήση ανέμελης πεταλούδας από λουλούδι σε λουλούδι, από βίωμα σε βίωμα, από σκέψη σε σκέψη για να ρουφήξει το νέκταρ τους. Κι όπως όλα τ’ αστέρια, ανεξάρτητα από την αντικειμενική τους απόσταση από τη Γη προβάλλουν όλα στον θόλο τ’ ουρανού και φαίνεται να ισαπέχουν απ’ αυτή, έτσι και όλα τα αφηγημένα παρουσιάζονται σε μία κοντινή συγχρονία. Και όπως η φύση απεχθάνεται το κενό, έτσι κι η πανίσχυρη μνήμη της Ανθούλας Δανιήλ δεν ανέχεται το κενό αλλά θέλγεται μόνο από το συνειρμικά πλήρες. Κι όλα όσα μας αφηγείται αποτελούν μαρτυρίες της πλούσιας παιδείας της και της ευγνωμοσύνης της προς τη ζωή.

Για όσου γνωρίζουν την Ανθούλα από κοντά, αυτή η αισιόδοξη στάση της είναι η αναμενόμενη. Μολονότι κατανοεί τη θλίψη των ανθρώπων και ερμηνεύει με ενσυναίσθηση τη θλίψη μέσα στη λογοτεχνία, και πώς αλλιώς θα μπορούσε να γίνει, η ίδια ωστόσο 30 χρόνια τώρα που τη γνωρίζω είναι πάντοτε αισιόδοξη, δημιουργική, εργατική μελισσούλα, λάμπουσα. Προσαρμόζοντας το τραγούδι του Διονύση Σαββόπουλου για τον Κάρολο Κουν (Κάρολο οι φίλοι του ας τον πουν, μα εγώ τον λέω κύριε Κουν) στην περίπτωση της Ανθούλας θα έλεγα πως «Ανθούλα οι φίλοι της ας την πουν, μα εγώ, αν και φίλος της, τη λέω κυρία Δανιήλ».

Χρήστος Αντωνίου

Ο ΧΡΗΣΤΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ είναι δρ. Φιλολογίας και το διδακτορικό του εξετάζει τη «λαϊκή παράδοση» στο έργο του Γιώργου Σεφέρη, η ποίηση του οποίου τον απασχολεί και σε επόμενα βιβλία και άρθρα. Υπηρέτησε στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, χρημάτισε Διευθυντής Λυκείου και Σχολικός Σύμβουλος φιλολόγων στην Αθήνα, δίδαξε στο Ευρωπαϊκό Σχολείο Βρυξελών και στην Ακαδημία Λαμίας, σε επιμορφούμενους δασκάλους. Υπήρξε μέλος τριών Δ.Σ της Πανελλήνιας Ένωσης Φιλολόγων. Έχει εκδώσει έξι ποιητικές συλλογές, και συνεργάζεται με πολλά περιοδικά.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.