Συχνά, όσοι κινούμαστε στον χώρο της τέχνης, γινόμαστε μάρτυρες μιας παράδοξης αντιστροφής: η δημόσια εικόνα του δημιουργού, η επικοινωνιακή του δεξιότητα και η παρουσία του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης αποκτούν μεγαλύτερη βαρύτητα από την ίδια την ουσία του έργου του. Η προβολή δηλαδή δεν είναι απλώς ένα παράπλευρο φαινόμενο, αλλά γίνεται κριτήριο αξίας κι έτσι ο ποιητής προηγείται της ποίησής του. Αυτό οφείλεται στην «ορατότητα» που θέλει ο «ποιητής» να έχει το έργο του στο βλέμμα των άλλων. Η επιθυμία δηλαδή για αναγνώριση, η ανάγκη του “φαίνεσθαι”, μετατρέπεται σε οιηματική συμπεριφορά, σε κενόδοξη στρατηγική επιβίωσης μέσα σ’ έναν κόσμο που ανταμείβει τον θόρυβο και όχι τη γόνιμη σιωπή. Έτσι, πολλοί πείθουν το κοινό για την αξία τους ως ποιητές, πριν καν το κοινό έρθει σε επαφή με το έργο τους.
Αυτή είναι η «ορατότητα» στη σύγχρονη εκδοχή της, ένα είδος πολιτισμικής πλάνης, που μετατρέπει την τέχνη σε μέσο κοινωνικής ανάδειξης και τον ποιητή σε διαχειριστή της εικόνας του. Ειδικότερα, σ’ αυτή την περίπτωση ο ποιητής δηλώνει την παρουσία του μέσα στη δημόσια σφαίρα με δική του πρωτοβουλία, εκμεταλλεύεται κάθε δυνατότητα να φαίνεται, να μιλά, να προβάλλεται ως πρόσωπο ή ως «επώνυμη φωνή» του πολιτισμού. Συνδέεται ακόμη η ορατότητα με τα μέσα, τη διασημότητα, την εικόνα και το branding του δημιουργού. Δεν ταυτίζεται απαραίτητα με την αξία, αλλά με την έκθεση, με την τάση να είναι κάποιος συνεχώς παρών, αναγνωρίσιμος, παράγοντας πολιτιστικού θορύβου.
Αντίθετα, η «αορατότητα» είναι η συνειδητή αποχή του ποιητή-δημιουργού από την έκθεση στη δημόσια σκηνή, η οποία επιτρέπει στο έργο να μιλήσει μόνο του. Αποτελεί μια στάση, όχι ασφαλώς παραίτησης, αλλά επιλογή ουσίας, μια στάση εσωτερικής ελευθερίας, μια νέα μορφή αντίστασης απέναντι στην κοινωνία της προβολής, στη ματαιοδοξία και στην εμπορευματοποίηση της τέχνης. Γι’ αυτό, αρχίζει να αποκτά την αίγλη μιας μυστικής δύναμης, γιατί είναι μια πράξη, όχι αδυναμίας, αλλά μια γενναία πράξη ηθικής. Στις μέρες μας, χορτασμένοι από ανέντιμες πολιτικές, οικονομικές και κοινωνικές συμπεριφορές, ίσως το πιο ριζοσπαστικό που μπορεί να κάνει κάθε ποιητής είναι να επιλέξει ως ηθικό οδηγό του την «αορατότητα», να μη φαίνεται, να μη κοινοποιεί με μανία στα social media στιγμιότυπα της ζωής του, τις δραστηριότητές του, τις ικανότητές του, τα ταλέντα του, τους επαίνους και τα βραβεία που πήρε για όλα αυτά. Να μην αυτοπροβάλλεται με αλαζονεία. Να απορρίπτει τις υπερβολικές αυτοαναφορικές συμπεριφορές, χωρίς να παραιτείται βέβαια από τον υγιή διάλογο που συντελείται μέσα στη ζωή. Να παραμένει, δηλαδή, παρών με τρόπο ουσιαστικό, ταπεινό, «αόρατο». Είναι η στάση των αληθινών ποιητών.
Γιατί δεν είναι ανάγκη κάθε κίνηση, σκέψη, συναίσθημα να εμφανίζονται με εικόνα και ανάρτηση για να αποδείξουν την ύπαρξή τους. Αυτό που αποδεικνύεται σ’ αυτές τις περιπτώσεις είναι ασφαλώς η ανασφάλεια όσων δρουν μ’ αυτό τον τρόπο. Όλοι αυτοί φαίνεται να έχουν πεισθεί από τις μεθόδους της διαφήμισης και τους μηχανισμούς του marketing ότι ορατότητα σημαίνει αποδοχή και προώθηση του προϊόντος. Όμως αυτή η διαρκής έκθεση, αυτή η μανία επιβεβαίωσης δημιουργεί οχλαγωγή, ψεύτικη αποδοχή, απεχθείς κολακευτικές συμπεριφορές, καταστρέφει τη δημιουργική σιωπή της περισυλλογής, την αλήθεια του εσωτερικού ρυθμού. Στην κοινωνία της εικόνας, το να μη φαίνεσαι είναι βέβαια ύποπτο, αλλά ακριβώς εκεί, στο περιθώριο της προσοχής των άλλων, στην αορατότητα, επιβιώνει ακόμη το δικαίωμα του ανθρώπου να είναι αυθεντικός.
Η αορατότητα δεν είναι απουσία, είναι ουσία, είναι αντίσταση. Είναι η άρνηση να μετατραπεί η ψυχή σε προϊόν, η άρνησή μας στον δημοσιοσχεσιτισμό, σε μια κοινωνία που εξισώνει την αξία με τη δημοσιότητα. Παλαιότερα, η αντίσταση ήταν συλλογική αλλά δυστυχώς σήμερα, η συλλογικότητα έχει εξαντληθεί μέσα στην ατομική προβολή. Η νέα μορφή αξιοπρέπειας είναι η σιωπηλή επιμονή να ζει κανείς και να εργάζεται με ευθύνη, ο καθένας στο πόστο του, χωρίς θεατές. Ηθική χωρίς χειροκρότημα, σκέψη χωρίς hashtag.
Για τον ποιητή, η αορατότητα δεν είναι απλώς στάση ζωής αλλά και καλλιτεχνική θέση. Σημαίνει να γράφει κανείς χωρίς να διεκδικεί τη λαμπρότητα των βραβείων και πολύ περισσότερο χωρίς να χρησιμοποιεί πλάγια μέσα για να βραβευτεί. Σημαίνει κυρίως να προστατεύει την εσωτερική ακρίβεια του στίχου από την εξωτερική φλυαρία. Ο ποιητής, ο οποίος επιλέγει την αορατότητα, γίνεται σύγχρονος ήρωας, καθώς αντιστέκεται στον ναρκισσιστικό θόρυβο με σιωπή, σεμνότητα και σοφία. Η ποίηση άλλωστε, όταν είναι αληθινή, δεν έχει ανάγκη να φαίνεται, εκπέμπει παρουσία από το βάθος της απουσίας.
Ο ρόλος ακόμα της ποίησης δεν είναι να προβάλλει τον ποιητή, αλλά αντίθετα, οι ποιητές οφείλουν να υπηρετούν την ποίηση με σεβασμό στους άγραφους κανόνες της, ανυπόδητοι, καθώς πατούν στον ιερό της χώρο. Αυτή η θέση έχει βαθιές θεωρητικές ρίζες. Στο πεδίο της κριτικής, ο T. S. Eliot στην κλασική του «Tradition and the Individual Talent» προτείνει μια σχεδόν «απρόσωπη» θεώρηση της ποιητικής πράξης: το υποκείμενο του ποιητή λειτουργεί σαν ένα καταλυτικό όργανο, όπου οι παραδόσεις και οι εμπειρίες συγχωνεύονται· η ποίηση παράγεται όταν το προσωπικό εγώ υποχωρεί μπροστά στη γλωσσική και ιστορική συνομιλία. Αργότερα, ο Roland Barthes με το διάσημο δοκίμιό του «The Death of the Author» αποδομεί την ιδέα ότι ο βιογραφικός συγγραφέας είναι το κλειδί ερμηνείας. Για τον Barthes το κείμενο παράγει το νόημα αυτόνομο, και ο δημιουργός δεν είναι το τελικό κριτήριο αξίας. Στην αγγλοσαξονική κριτική παράδοση, η έμφαση στο «close reading» (Cleanth Brooks και η σχολή της Νέας Κριτικής) επαναφέρει την προτεραιότητα του έργου έναντι της προσωπικής μυθοπλασίας γύρω από τον συγγραφέα: ό,τι μετράει είναι το κείμενο, η εσωτερική του συνοχή και η αισθητική του δύναμη κι όχι η εικόνα του συγγραφέα και πολύ περισσότερο η αυτοπροβολή του. Όσο κι αν διαφοροποιούνται από τα παραπάνω οι απόψεις κάποιων κριτικών, ωστόσο κανείς δεν εγκρίνει την οίηση, την «ορατότητα»
Υπάρχει άλλωστε και η ζωντανή πρακτική που επιβεβαιώνει αυτή την ηθική ταπεινότητας. Αποτελούν λαμπρά παραδείγματα οι ποιητές που εργάστηκαν σιωπηλά, αφιερώνοντας το ταλέντο τους κι όλη τους την ενέργεια στο έργο τους, δουλεύοντας «αόρατα». Να θυμηθούμε σ’ αυτό το σημείο κάποιους Έλληνες ποιητές; Τον Καβάφη, που έζησε μια σχετικά «αόρατη» ζωή, που η δημόσια προβολή του έργου του και η προσωπική του καταξίωση ως σπουδαίου ποιητή ήρθαν σταδιακά; Τον Σεφέρη, που παρά τη δημόσια θέση του ως διπλωμάτη, δεν καλλιέργησε την προσωπική μυθοπλασία, αλλά η βαρύτητα των στίχων του μίλησε για αυτόν περισσότερο από τις επικλήσεις της βιογραφίας; Τον Ρίτσο που έγραφε απομονωμένος στις εξορίες του; Τον Ελύτη που πήρε το 1979 το βραβείο Νόμπελ και στην Ελλάδα ελάχιστοι τον ήξεραν; Αλλά και στον διεθνή χώρο να θυμηθούμε τους: Paul Celan, τον Rilke τον Fernando Pessoa (με τα heteronyms του) που επέλεξαν την εσωτερική συνομιλία και δεν αναζήτησαν το θεαθήναι, αλλά την ακρίβεια της φωνής; Αυτοί, και όχι μόνο, οι σπουδαίοι ποιητές δείχνουν κάτι βάσιμα ηθικό: η ποιητική δημιουργία απαιτεί χρόνο, μοναξιά, αναδίπλωση, πράξεις που δεν συμβαδίζουν με τα εργαλεία του marketing και της αυτοπροώθησης.
Επιλογικά, θα έλεγα, ότι η διάδοση της ποίησης στη δημόσια σφαίρα δεν είναι εχθρός ασφαλώς της δημιουργίας. Αντίθετα μάλιστα, όταν γίνεται με βάση την αξία του έργου, από την πραγματική ποιότητα και όχι από την επιδεξιότητα της αυτοπροβολής, τότε υπηρετεί την δημοκρατία του λόγου. Υπάρχει, επομένως, σαφής διαφορά ανάμεσα στο να προβάλλεις τον εαυτό σου ως προϊόν και στο να φροντίζεις το έργο ώστε, όταν βγει στον κόσμο, να βρει τους αναγνώστες που το χρειάζονται. Ο ταπεινός ποιητής, που παραμένει «αόρατος» στην προσωπική του προβολή αλλά ανυποχώρητος στην τέχνη του, τελικά διασφαλίζει ότι, ό,τι φτάνει στον αναγνώστη, φτάνει καθαρό. Κι αυτή η καθαρότητα είναι η μοναδική πραγματική προβολή που του αξίζει.




