Στον 20ό αιώνα, με δύο παγκόσμιους πολέμους, και ίσως ακόμη περισσότερο στον 21ο, στον οποίο πιθανολογείται ο τρίτος, οι μεγάλες αφηγήσεις της επιτυχίας έχουν εξαντληθεί. Η πολιτική πρόοδος, η λογική της ιστορίας, η λύτρωση, ο Θεός, η θρησκεία, η τεχνική ευημερία κι όλα τ’ άλλα σχήματα, που υπόσχονταν νόημα, έχουν καταρρεύσει κάτω από το βάρος των δικών τους αντιφάσεων. Όλ’ αυτά, αλλά και κάποια βαθύτερα, έμφυτα ίσως, αισθήματα αποτυχίας που έχουμε ως άνθρωποι στην προσωπική μας ζωή, μας κάνουν να αναρωτηθούμε πολλές φορές αν το κύριο υπαρξιακό νόημα της ζωής είναι η αποτυχία, η ατέλεια, που μας καταδιώκει σαν αδυσώπητη μοίρα. Υπάρχει άραγε η έννοια της επιτυχίας και, επομένως, και η έννοια του επιτυχούς ανθρώπου; Ή μήπως ο πιο αντιπροσωπευτικός άνθρωπος, ο πιο αυθεντικός και μάλλον ο μόνος αυθεντικός είναι ο ανεπιτυχής;
Αν υπάρχει ένας συγγραφέας που κατόρθωσε να αρθρώσει την ουσία της ανθρώπινης αποτυχίας ως υπαρξιακής μοίρας, ως φιλοσοφικής θέσης και ως ποιητικής μορφής, αυτός είναι ο Samuel Beckett (1906-1989). Στον κόσμο του δεν υπάρχει ο ηρωισμός των μεγάλων αφηγήσεων ούτε η λύτρωση των μεταφυσικών βεβαιοτήτων. Υπάρχει μόνο ο άνθρωπος ως υπόλοιπο, ως σκιά χωρίς κέντρο. Δεν έχει δηλαδή ο άνθρωπος της νεοτερικής και μετανεοτερικής εποχής σταθερή ταυτότητα, σκοπό ή θεμέλιο που να τον ορίζει. Δεν υπάρχει «κέντρο» ούτε Θεός ούτε Ιστορία ούτε ιδεολογία ούτε αξίες ούτε εσωτερική ουσία. Αυτό που μένει είναι ένα υπόλοιπο ύπαρξης, μια μορφή που επιμένει να ζει, παρότι έχουν χαθεί όλα τα στηρίγματά της· μια σκιά που συνεχίζει να κινείται χωρίς βεβαιότητες που να την καθοδηγούν, παραπαίοντας σε κάθε στιγμή. Έτσι, η αποτυχία έγινε δομικό στοιχείο της ύπαρξής του και γι’ αυτό η ζωή του δεν αποτελεί παρά μια αέναη προσπάθεια χωρίς προσδοκία επιτυχίας. Κι όσο περισσότερο ανεπιτυχής είναι, τόσο περισσότερο γίνεται αυθεντικός εκπρόσωπος της εποχής του.
Ο ίδιος ο συγγραφέας έλεγε:
«Ever tried. Ever failed. No matter. Try again. Fail again. Fail better
(«Πάντα δοκίμασες. Πάντα απέτυχες. Δεν πειράζει. Δοκίμασε ξανά.
Απότυχε ξανά. Απότυχε καλύτερα.[1])».
Με άλλα λόγια, κατά τον Beckett, η αποτυχία δεν είναι περιστατικό αλλά σταθερά της ύπαρξης με οντολογικό χαρακτήρα. Δεν είναι εξωτερικό γεγονός αλλά δομή. Είναι ένας τρόπος ύπαρξης μέσα στον κόσμο. Αυτή η φράση του δεν είναι συμβουλή αυτοβελτίωσης, αλλά η πρώτη ύλη μιας σκέψης που αποδέχεται ότι ο κόσμος μάς υπερβαίνει. Το «better (καλύτερα)» εδώ δεν σημαίνει επιτυχία. Σημαίνει ότι, όσο κι αν ο άνθρωπος αποτυγχάνει, τόσο συνεχίζει να παράγει ίχνος ύπαρξης, να χαράζει μια γραμμή στο κενό. Η επιμονή μέσα στην αποτυχία συνιστά την ύψιστη πράξη αντίστασης και αξιοπρέπειας.
Σε ένα τέτοιο στοχαστικό τοπίο ο Beckett δεν τοποθετεί τον επιτυχημένο, τον ισχυρό, τον αποτελεσματικό άνθρωπο· Τοποθετεί τον ανεπιτυχή. Μια μορφή απογυμνωμένη, ακρωτηριασμένη από ελπίδες, κυρτωμένη πάνω από την ίδια της την αδυναμία. Κι όμως, αυτή η μορφή είναι η αυθεντικότερη. Ο ανεπιτυχής άνθρωπος, κατά Beckett, δεν αποτυγχάνει επειδή δεν είναι ικανός, αλλά αποτυγχάνει επειδή η πραγματικότητα δεν επιτρέπει τίποτε άλλο. Έτσι, γίνεται το πιο καθαρό είδωλο της εποχής, το σημείο όπου η ύπαρξη συναντά τα όριά της και παρ’ όλα αυτά επιμένει. Και επιμένει επ’ άπειρον, όπως κι ο Σίσυφος κουβαλάει τον βράχο του επ’ άπειρον.
Ο κόσμος του Beckett λοιπόν δεν αρχίζει με γεγονότα ούτε τελειώνει με λύσεις. Αρχίζει και τελειώνει με την αναμονή. Η σκηνή του θεάτρου του μοιάζει με ανοιχτό πεδίο, όπου ο χρόνος έχει σταματήσει, όπου τα πρόσωπα δεν πράττουν αλλά επιμένουν να υπάρχουν, να μιλούν, να θυμούνται, να επαναλαμβάνουν. Αυτή η εμμονή στην ύπαρξη, αυτή η αδυναμία του τέλους, είναι το πρώτο μεγάλο σχήμα της beckett-ικής αποτυχίας. Ο άνθρωπος δεν καταστρέφεται, απλώς δεν μπορεί να ολοκληρωθεί. Δεν προχωρεί, δεν παραιτείται, δεν λυτρώνεται. Παραμένει “εν αναμονή”, όπως ολόκληρος ο σύγχρονος κόσμος που ζει στην αγωνία ενός νοήματος που δεν το φτάνει ποτέ. Ακριβώς εκεί, ανάμεσα στη φθορά του χρόνου και στη σιωπή του Θεού, γεννιέται το θεατρικό του έργο Waiting for Godot (Περιμένοντας τον Γκοντό) (1953). Σ’ αυτό το έργο[2] η αποτυχία παίρνει δραματικές μορφές, πρόσωπα και κινήσεις. Ο Βλαδιμίρ και ο Εστραγκόν, δύο περιπλανώμενοι ρακένδυτοι κλοσάρ που είναι οι κύριοι ήρωες του έργου, δεν κάνουν σχεδόν τίποτα· περιμένουν στο πεζοδρόμιο, εναγωνίως, τον Γκοντό, που όταν έρθει, που δεν θα έρθει, θα τους λύσει τα προβλήματά τους. Αυτό το «περιμένοντας», σύμφωνα και με τον ίδιο τον Beckett, τους συνιστά ως υπάρξεις. Αυτό είναι η ουσία του έργου.
Ο Albert Camus (1913-1960) και ο Beckett συναντώνται ακριβώς σ’ αυτό το σημείο, όπου η ανθρώπινη αποτυχία παύει να είναι ντροπή και μετατρέπεται σε μορφή αντίστασης και αξιοπρέπειας. Ο Σίσυφος του Camus, που σπρώχνει αιώνια τον βράχο γνωρίζοντας πως θα κυλήσει πάλι κάτω, και οι ήρωες του Beckett, που είναι περιπλανώμενοι, ανήμποροι, εγκλωβισμένοι στην ίδια τους την ύπαρξη, μοιράζονται την ίδια μεταφυσική επίγνωση: ότι το νόημα δεν προκύπτει από την επιτυχία, αλλά από την επιμονή. Ο Σίσυφος, σύμφωνα με τον Camus, πρέπει να τον φανταστούμε ευτυχισμένο, γιατί έχει αποδεχτεί το παράλογο του κόσμου και συνεχίζει να πράττει. Αλλά κι οι ήρωες του Beckett, αντιστοίχως, συνεχίζουν να μιλούν, με χιούμορ πολλές φορές, να περιμένουν, να δοκιμάζουν, να αποτυγχάνουν. Και στους δύο, η αξιοπρέπεια γεννιέται όχι από τη νίκη, αλλά από την παράλογη επιμονή, την άρνηση να παραιτηθεί κανείς ακόμη κι όταν όλα έχουν χαθεί. Αξιοπρέπεια αλλά και ηρωϊσμός!
Και με τον Soren Kierkegaard (1813-1855) συναντιέται ο Beckett στο σημείο, όπου η απόγνωση γίνεται προϋπόθεση της ύπαρξης. Και οι δύο βλέπουν τον άνθρωπο παγιδευμένο ανάμεσα στην ανάγκη για νόημα και στη βεβαιότητα ότι αυτό το νόημα δεν μπορεί να βρεθεί. Ο Kierkegaard μιλά για το «άλμα της πίστης» (leap of faith)[3] που κάνει ο άνθρωπος τη στιγμή που, αναγνωρίζοντας ότι η λογική δεν μπορεί να του δώσει νόημα, βεβαιότητα ή λύτρωση, αποφασίζει ελεύθερα να εμπιστευθεί κάτι που υπερβαίνει τη λογική, δηλαδή τον Θεό, το απόλυτο, ή γενικότερα μια υπαρξιακή δέσμευση. Δεν είναι άλμα προς μια βεβαιότητα, αλλά άλμα μέσα στην αβεβαιότητα, μια πράξη εσωτερικής τόλμης. Ο άνθρωπος δεν πείθεται· εκτίθεται. Αφήνει πίσω του την ασφάλεια του ορθού λόγου και περνά σε μια σχέση με το απόλυτο που είναι προσωπική, ριψοκίνδυνη και βαθιά υπαρξιακή. Ο Beckett, στερημένος από μια τέτοια πίστη, αφήνει τον ήρωά του να επιμένει μέσα στο κενό, να περιμένει, να αποτυγχάνει, αλλά να συνεχίζει. Στον έναν, η απόγνωση γίνεται δρόμος προς τον Θεό, ενώ στον άλλον, τρόπος να υπάρξεις χωρίς Αυτόν. Κι όμως, και οι δύο αναγνωρίζουν στην επιμονή του ανθρώπου, μέσα στην αβεβαιότητα, μια μορφή ύστατης αξιοπρέπειας.
Τέλος, όσο αφορά αυτό το κείμενο εννοώ, και με τον Κ.Π. Καβάφη (1863-1933) έχει ο Beckett παρόμοιες απόψεις ως προς την απόγνωση και την αξιοπρέπεια. Και οι δύο βλέπουν τον άνθρωπο γυμνό από μεταφυσικές παρηγοριές, να στέκεται απέναντι στην οντολογικού χαρακτήρα απόγνωση του ανθρώπου και ωστόσο να μην παραιτείται από την αξιοπρέπειά του. Ο Καβάφης το εκφράζει με την ήρεμη ειρωνεία της αποδοχής σε πάρα πολλά ποιήματά του, όπως στους «Τρώες», στην «Πόλη», στον «Δαρείο», στην «Ιθάκη», στο «Άγε, ω βασιλεύ Λακεδαιμονίων», στις «Θερμοπύλες» κ.ά., όπου η αποτυχία δεν καταργεί την αξία της προσπάθειας, γιατί ο άνθρωπος σώζεται από την στάση του απέναντι στο αναπόφευκτο. Ο Beckett, με πιο σκοτεινή γλώσσα, κάνει το ίδιο: ο ήρωάς του δεν ελπίζει, αλλά περιμένει· δεν προχωρά, αλλά δεν εγκαταλείπει. Και στους δύο, η ύπαρξη δεν βρίσκει λύση αλλά μόνο μια μορφή εσωτερικής συνέπειας, μια επιμονή μέσα στην ερήμωση. Είναι η αξιοπρέπεια του συνειδητού ανθρώπου, που γνωρίζει ότι θα αποτύχει, αλλά δεν επιτρέπει στην αποτυχία να τον εκμηδενίσει.
Συμπέρασμα: Ο ανεπιτυχής άνθρωπος του Beckett δεν είναι ηττημένος· απλώς είναι αληθινός. Δεν κρύβεται πίσω από ψευδαισθήσεις προόδου ούτε παρηγοριέται με τα μεγάλα αφηγήματα που κάποτε υπόσχονταν νόημα. Ζει μέσα στην αβεβαιότητα, στη φθορά και στο άγχος που περιβάλλει τον σημερινό άνθρωπο, εκείνον που ματώνει μέσα σε πολιτικοκοινωνικές αναταράξεις, σε οικονομικές πιέσεις, σε πνευματικά κενά και φιλοσοφικές αγωνίες. Κι όμως, αυτή η γυμνή θέση, η θέση χωρίς άμυνες, μπορεί να γίνει παράδοξα παρηγορητική: γιατί ο Beckett δεν λέει στον άνθρωπο να νικήσει αλλά να αντέξει, να σταθεί όπως μπορεί, να προχωρήσει στο σκοτάδι του ακόμη και χωρίς βεβαιότητες. Η αλήθεια που φέρει ο ανεπιτυχής άνθρωπος είναι η κοινή μας μοίρα: ότι είμαστε εύθραυστοι, ότι σκοντάφτουμε, ότι ζούμε με λιγότερο φως απ’ όσο θέλαμε. Αν υπάρχει παρηγοριά, είναι αυτή: πως μέσα στη ρωγμή, στην επιμονή παρά την αποτυχία, λάμπει η τελευταία μορφή αξιοπρέπειας του ανθρώπου. Και ίσως αυτό αρκεί.
Σημειώσεις





