You are currently viewing Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος:  Έζρα Πάουντ [1885- 1972] –  Από τον Παράδεισο στην Κόλαση – Πρώτο Μέρος [1885- 1941 ]

Κώστας Ξ. Γιαννόπουλος:  Έζρα Πάουντ [1885- 1972] –  Από τον Παράδεισο στην Κόλαση – Πρώτο Μέρος [1885- 1941 ]

«Η εμφάνιση αυτών των προσώπων στο πλήθος / Πέταλα σε βρεγμένο μαύρο κλαδί»
                                                                                                                                  [Έζρα Πάουντ, ‘’Σ΄ένα σταθμό του Μετρό’’]
 
 
 
     «Προσπάθησα να γράψω τον Παράδεισο / Μην κουνηθείς / Άσε τον άνεμο να μιλήσει /Αυτό είναι παράδεισος / Οι θεοί ας συγχωρήσουν / ό,τι έ χω κάνει / Αυτοί που αγαπάω ας προσπαθήσουν  να συγχωρήσουν  ό,τι έχω κάνει»
                                                                                                                                            Έζρα. Πάουντ

 

 

 Μετακινήσεις

 

«Προέρχομαι από ένα αμερικάνικο προάστιο όπου δεν είχα γεννηθεί και όπου οι γονείς μου ήταν, στην πραγματικότητα, ξένοι», γράφει στον Τόμας Χάρντυ, το 1921, όταν ήταν ήδη 36 ετών. Και ακόμη δεν είχε συμβιβαστεί με την αποκοπή του από τις ρίζες του που ήταν υπεύθυνες για τη διαμόρφωση του χαρακτήρα του.

Ως παιδί ο Πάουντ ήταν πολύ ευφάνταστος και προσπαθούσε να δημιουργήσει τον προσωπικό του μύθο που η απαρχή του βρισκόταν στην καταγωγή του, δηλαδή στον γενέθλιο τόπο, όπου δεν πρόλαβε να ζήσει ολόκληρο τον παράδεισο της παιδικής ηλικίας.

Ο Έζρα ήταν το μοναχοπαίδι της Ισαβέλας και του Όμηρου Πάουντ.

Γεννήθηκε στο Χαίηλυ της πολιτείας Αϊντάχο των ΗΠΑ το 1885, στις 30 Οκτωβρίου και τον ονόμασαν: Ezra Loomis Pound.

Ωστόσο όταν ήταν τεσσάρων ετών η οικογένειά του μετακόμισε στη Φιλαδέλφεια. Κι όταν συμπλήρωσαν εκεί τρία χρόνια παραμονής μετακινήθηκαν σε μια μικρή πόλη της Πενσυλβάνια. Ο Έζρα ήταν πια επτά ετών. Αν είν’ αλήθεια πως ο χαρακτήρας κάποιου διαμορφώνεται στα πέντε πρώτα χρόνια της ζωής του, τότε ο χαρακτήρας του Πάουντ σημαδεύτηκε αποφασιστικά από τις μετακινήσεις.

 

Βενετία

 

Στα 13 του επισκέφθηκε με τη θεία του την πόλη που θα διάλεγε να εγκατασταθεί όταν θα ήταν αυτός που αποφάσιζε τις μετακινήσεις.

Η Βενετία πανέμορφη, μυστηριώδης, σκοτεινή, ρυπαρή πόλη κουβαλούσε μια ιστορία αιώνων. Χτισμένη πάνω σε 118 νησιά μέσα σε μια ελώδη λιμνοθάλασσα απλώνεται κατά μήκος των εκβολών δύο ποταμών, του Πάδου και του Πιάβε. Τ’ όνομά της προέρχεται από το λαό των Βένετων που έζησε εκεί τον 10ο αιώνα. Τα κτίρια μεγαλοπρεπή μαρτυρούν το  ένδοξο παρελθόν της, όχι μόνο το ιστορικό και το κοινωνικό αλλά και το λογοτεχνικό. Πολλά λογοτεχνικά αριστουργήματα διαδραματίζονται στις στοές και τα κανάλια της. Άλλωστε ήταν η λατρεμένη πόλη των ρομαντικών που έζησαν εκεί τους έρωτές τους. Η «Πόλη των Νερών» στην οποία έζησαν δόγηδες, δούκες, διανοούμενοι, επιστήμονες, καλλιτέχνες, αριστοκράτες και απλός λαός θάμπωσε τον νεαρό Έζρα και δεν ξέχασε ποτέ αυτή την πρώτη του επίσκεψη στην «Πόλη των Γεφυρών», του ξέφρενου Καρναβαλιού και των μεταμφιεσμένων, στην πόλη του έρωτα και του θανάτου που ζει διαρκώς με τα φαντάσματα του παρελθόντος της. Για έναν έφηβο που δεν είχε παρελθόν ήταν η πόλη που του ταίριαζε.

 

 

Σπουδές

 

Μπαίνοντας ο 20ος αιώνας τον βρίσκει να σπουδάζει φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Πενσυλβάνια.

       Γνωρίζει τον Ουίλιαμ Κάρλος Ουίλιαμς που θα γίνει ο πιο πιστός φίλος της ζωής και του έργου του, ο οποίος ομολογεί πως ο νεαρός Έζρα τον θάμπωσε με τη ζωντάνια, την εξυπνάδα και την αινιγματικότητά του.

”Ειρωνευόταν σκληρά τα πάντα, αλλά όχι τα δικά του γραπτά”. Ήταν – πάντα κατά τον Ουίλιαμς – ο πιο διασκεδαστικός άνθρωπος που είχε γνωρίσει, αλλά είχε ένα φοβερό αυτοέλεγχο που, στο τέλος της μέρας, κατέληγε σ’ έναν δυνατό κλαυσίγελο.

       Ο Πάουντ συνέχισε τις σπουδές του σε κολέγιο και ξαναγύρισε στην Πενσυλβάνια και στο Πανεπιστήμιό της για μεταπτυχιακές σπουδές. Την ίδια εποχή γνώρισε, ερωτεύτηκε και αρραβωνιάστηκε άτυπα την ποιήτρια Χίλντα Ντούλιτλ.

       Το 1906 παίρνει Master of Arts.

       Επισκέπτεται για τρίτη φορά την Ευρώπη για να μελετήσει το έργο του Lope de Vega και τους Προβηγγιανούς ποιητές που πάντα τους συνδέει με τους αρχαίους Έλληνες λυρικούς.

       Διορίζεται καθηγητής της Ρωμανικής γλώσσας σε κολέγιο της Ιντιάνα. Επειδή όμως δίνει στέγη για μια νύχτα σε μια άνεργη χορεύτρια, τον απολύουν. Αυτό ήταν η αφορμή, αλλά η αιτία ήταν πως δεν τους άρεσε καθόλου ότι ήταν τόσο κολλημένος με τα λατινικά.

       Πάμπτωχος ξαναπαίρνει τον δρόμο της περιπλάνησης. Γιβραλτάρ, Βενετία. Και η πρώτη ποιητική συλλογή είναι γεγονός. Τίτλος: ”A Lume Spento (‘’Με τα κεριά σβηστά’’) που κυκλοφορεί σε 100 αντίτυπα. Είναι Ιούνιος του 1908 και ο Πάουντ έχει φθάσει αισίως τα 23 του χρόνια και χρίζεται ποιητής όπως θα αποδειχθεί στη συνέχεια.

 

       Και ο αφηγητής αισθάνεται κάτι κάτώ από τη γλώσσα να τον τσιμπάει και να τον γλυκαίνει. Είναι το ποίημα ποιητικής που έγραψε ο μεταφραστής του Χάρης Βλαβιανός, ποιητής επίσης:

”Η ποίηση

Είναι ένας ωραίος

Μαύρος αχινός

Κάτω από τη γλώσσα σας

 

Δεν έχετε παρά να τον πατήσετε

Για να νιώσετε τη γλύκα”.

 

Ο Πάουντ στην Αγγλία [1908-1920]

 

        Ο Πάουντ πήγε στην Αγγλία όπου έζησε στο Λονδίνο για δεκατρία χρόνια.

       Εργάζεται σκληρά. Θέλει να επιβληθεί ως ποιητής και κριτικός. Συναναστρέφεται τον Φορντ Μάντοξ Φόρντ, τον Τζέημς Τζόυς, τον Γουίνταμ Λιούις, τον Γουίλιαμ Μπάτλερ Γιέητς.

       Στο Λονδίνο τυπώνει το πρώτο του δοκίμιο με τίτλο: ”Το πνεύμα του Νεολατινισμού”. Ήθελε να ξυπνήσει το ενδιαφέρον για την προαναγεννησιακή ποίηση. Άλλωστε, πάντα κοιτούσε προς τις κορυφές: τον Όμηρο και την Οδύσσειά του, τους αρχαίους τραγικούς, τους αρχαιοελληνικούς μύθους, τον Δάντη, τον Σαίξπηρ.

       ”Η ποίηση, γράφει στην στην ‘’Αποφασιστική Κατήχηση του Όχλου”, δεν γράφτηκε για να ψυχαγωγήσει, αλλά επειδή κάποιος που πίστευε στη σιωπή διαπίστωσε πως του ήταν αδύνατον να συγκρατηθεί και να μη μιλήσει πια”. ”Γιατί ο θάνατος έσφιγγε δυνατά την αιματοβαμμένη του καρδιά στο στήθος ζητά συγνώμη μόνο και μόνο επειδή μιλά, και η συγνώμη του δίδεται μόνον επειδή ο καπετάνιος του και όλοι οι ναύτες και σύντροφοί του είναι νεκροί, άλλοι κομματιασμένοι από τους λύκους, άλλοι λιανισμένοι στα βράχια απ’ όπου τους άρπαξαν τα πουλιά. (Πρόκειται όπως λέει ο ίδιος ο Πάουντ, στο ίδιο δοκίμιο, για ένα άνισο ποίημα με τίτλο: ”The Wanderer”).

”Τέτοια ποιήματα δεν γράφτηκαν για τους, μετά το γεύμα συζητητές, όπως επίσης και το ενδέκατο βιβλίο της Οδύσσειας. Παρόλα αυτά ο όχλος κολακεύεται όταν του λένε ότι μπορεί να είναι τόσο σημαντικός ώστε η παρηγοριά των μοναχικών ανθρώπων και η υψηλότερη των τεχνών να δημιουργήθηκαν για την ψυχαγωγία του”.

       Στο μεταξύ έχει τυπώσει τέσσερις ποιητικές συλλογές ”Exultation”, ”Personae”, ”Canzoni”, ”Ripostes” και το δοκίμιο: ” Το Πνεύμα του Ρομαντισμού”.

 Γι’ αυτήν την πολύ γόνιμη λογοτεχνικά εποχή του Λονδίνου θα μιλήσει το 1965 με μεγάλη θέρμη και ενθουσιασμό. Όμως την ίδια εποχή που επιβάλλει τον Εικονισμό και γνωρίζει τον Βορτισμό γράφει ποίηση και κριτική και αρχίζει να ανακατεύεται με εξωλογοτεχνικές δραστηριότητες κάνοντας προπαγάνδα.

       Το 1910 ο Ουίλιαμ Κάρλος Ουίλιαμς επισκέπτεται την Αγγλία και συναντά τον Πάουντ και αναγνώρισε στο πρόσωπό του ότι σ’ όλη του τη ζωή έζησε σαν ποιητής.

       Για τα γιαπωνέζικα χαικού και τάνκα έλεγε πως ”δίνουν εικόνες όχι ιδέες”.

       Το χειμώνα του 1912-13 τον πέρασε σ’ ένα εξοχικό παρέα με τον Γιέητς. Την ίδια εποχή μελέτησε τις σημειώσεις του Αμερικανού ειδικού περί την Γιαπωνέζικη Τέχνη, Ερνέστο Φενελόζα. Σ’ αυτές τις σημειώσεις στηρίχθηκε η περίφημη ”Κατάη”. Συνεργάστηκε με τους Βορτιστές και τον Πέρσυ Γουίνταμ Λοιούις, θεμελιωτή του κινήματος.

       Συνεργάστηκε με το περιοδικό ”Ποίηση”  της Χάριετ Μονρόε και της έγραψε πως η ποίηση δεν είναι τίποτα άλλο από «τέχνη με τεχνική» πράγμα, που δεν θεωρούσε αυτονόητο.

Έστειλε στην Μονρόε συνεργασίες δικές του και των Τ. Σ. Έλιοτ και Ρόμπερτ Φροστ που ήταν ακόμη άγνωστοι. Παντρεύτηκε την Ντόροθι Σαίξπηρ.

       Ανάμεσα στα 1915-18 έρχεται σε σύγκρουση με το λογοτεχνικό κατεστημένο του Λονδίνου. Προωθεί αφιλοκερδώς το έργο του Έλιοτ, του Τζόυς και του Λιούις. Με δική του πίεση εκδόθηκε το ”Πορτραίτο του Καλλιτέχνη ως Νεαρού Άνδρα” του Τζόυς και φρόντισε να δοθούν χρήματα στον συγγραφέα του για να μπορέσει να τελειώσει απρόσκοπτα τον ”Οδυσσέα” του.

       Είχε το ταλέντο να ανακαλύπτει ταλέντα και να τα βοηθάει όπως μπορούσε.

        Αρχίζει να γράφει τα Cantos και εκδίδει τα τρία πρώτα. Καθώς και το ”Υποταγή στον Σέξτους Προπέρτιους”.

       Το 1920 κυκλοφορεί το πρώτο του ολοκληρωμένο αριστούργημα: ”Χιού Σέλγουιν Μώμπερλι”.

  

[«Τρία χρόνια, ασυντόνιστος με την εποχή του

Αγωνίστηκε να ξαναφέρει στη ζωή τη νεκρή τέχνη

Της ποίησης, να διατηρήσει ‘το υψηλόν’

Με την παλιά έννοια»]

 

Ο Πάουντ στη Γαλλία [1921-1926]

Το 1921 εγκαταλείπει αηδιασμένος από την αμορφωσιά και τη φθήνια της μορφής που διαπιστώνει διαβάζοντας καθώς και από την σοβινιστική λογοτεχνία της εποχής, το Λονδίνο και εγκαθίσταται σ’ ένα φθηνό στούντιο των 10 δολαρίων στο Παρίσι.

       Αντί για έπιπλα στο στούντιο υπάρχουν μόνο κιβώτια. Κάποιο από αυτά είναι γεμάτο με σχέδια του Γουίνταμ Λιούις. Η Γερτρούδη  Στάιν του συστήνει τον Χέμινγουέι, τον Κοκτώ, τον γλύπτη Κόνσταντιν Μπρανκούζι. Ο Χέμινγουέι ισχυρίζεται πως ήταν ο Πάουντ που του δίδαξε «πώς να γράφει και πώς να μη γράφει».  

      Η ”Έρημη Χώρα” του Τ.Σ. Έλιοτ, οφείλει στον Πάουντ την τελική της μορφή. Οι συμβουλές του και οι προσθαφαιρέσεις που πρότεινε και έγιναν δεκτές απ’ τον Έλιοτ, έκαναν αυτό το σπουδαίο ποίημα αξιανάγνωστο. Γι’ αυτό ο Έλιοτ έγραψε στην αφιέρωση: ” Στον καλύτερο τεχνίτη”[    Όταν γνώρισε την βιολονίστρια Όλγα Ραντζ της έδωσε μια μόνιμη θέση στη ζωή του όπως μαρτυρούν ο Κόνραντ και ο Γιέητς. Άλλωστε πάντοτε μπαινόβγαιναν γυναίκες στην ερωτική του ζωή.

       Την ίδια περίπου εποχή συνέθεσε μια όπερα με τίτλο: ”Φρανσουά Βιγιόν”.

       Η Ραντζ του χάρισε μια κόρη τη Mary, που γεννήθηκε το 1925 και μεγάλωσε σε μια οικογένεια χωρικών στην Ελβετία.

       Η γυναίκα του Ντόροθυ γέννησε το γιο του Ομάρ [1926] που δηλώθηκε Αμερικανός πολίτης, αλλά μεγάλωσε στην Αγγλία με τη φροντίδα της γιαγιάς του Ολίβια Σαίξπηρ.

       Ό,τι έγραψε πριν από τα Cantos εκδόθηκε με τον τίτλο ”Personae”, που δεν πρέπει να συγχέεται με την ομώνυμη ποιητική συλλογή.

[«Και στ’ όνειρό μου ακόμα μ’ απαρνήθηκες

Και μου ‘στειλες τις δούλες σου μονάχα»

[από τα ‘’Lustra’’1916]

  

Με την κυκλοφορία του ”Σέξτους Προπέρτιους” και του ”Χιου Σέλγουιν Μώμπερλι” κλείνει μια δωδεκαετής περίοδος κατά την οποία ο Πάουντ φρόντιζε περισσότερα τα έργα των φίλων του παρά τα δικά του.

 

Τα Cantos

       Δημοσιεύει τα πρώτα 16 Cantos για τα οποία είχε υποσχεθεί στον Γέητς πως όταν θα έφθαναν τα 100, το όλο έργο θα είχε τη μορφή φούγκας του Γ.Σ. Μπαχ. Δεν είναι λοιπόν τυχαίος ο μουσικός τίτλος.  Cantos σημαίνει Άσματα και τα άσματα άδονται ή τουλάχιστον διαβάζονται δυνατά. Τελικά  έγραψε, αυτός ο ακάματος ποιητής, 120 Cantos φροντίζοντας να αποφύγει τις όποιες συμβατικότητες και τα εύκολα ανιχνεύσιμα περιγράμματα.

Το έργο γραμμένο τμηματικά, αλλά μ’ ένα σχεδόν αδιάλειπτο πάθος είχε δύο οδηγούς και δύο θεματικές: την ”Κάθοδο στον Άδη” από τον Όμηρο, και τον Οβίδιο και τις ”Μεταμορφώσεις” του. Τα Cantos είναι σίγουρα ένα από τα πλέον μυθικά ποιητικά επιτεύγματα και ταυτόχρονα από τα πιο αμφιλεγόμενα. Είναι ένα ποιητικό έπος χωρίς όμως τη σφραγίδα και το βάρος των κλασικών έργων που από τη στιγμή που αποκτούν αυτή την ιδιότητα μετατρέπονται σε μουσειακό είδος.

Ο μεταφραστής των ‘’Ασμάτων της Πίζας’’ Αντώνης Ζέρβας γράφει γενικά για το έργο στον πρόλογο της μετάφρασής του: ‘’… αν και ανήκουν στο είδος των νεώτερων προσωπικών επών τα Cantos δεν έχουν γραφεί από έναν άνθρωπο – είναι το έργο που διατάσσεται από έναν άνθρωπο με τέτοιο τρόπο, ώστε να μιλήσει, ή καλύτερα να τραγουδήσει η ίδια η ανθρώπινη φυλή’’ Και συμπληρώνει,κάτι που ο Πάουντ είχε πλήρως κατανοήσει,  πως το καλλιτέχνημα προϋπάρχει του δημιουργού που μέλλεται να το ανακαλύψει και να το αποκαλύψει πράγμα που έχει υπόψη του και ο Μπόρχες και ο Τζόυς και ο Έλιοτ.

Ο Πάουντ υπογράμμιζε πως στην εποχή του ο Όμηρος είχε την ευχέρεια να μιλά για πράγματα που όλοι καταλάβαιναν ενώ ο ίδιος επιχείρησε τη δική του επική απόπειρα σε μια εποχή που ‘’η κουλτούρα μας βρίσκεται θρυμματισμένη σε αποσπάσματα’’

       Τα Cantos κυκλοφόρησαν πριν ακόμα ολοκληρωθούν σε οκτώ τμήματα από τα οποία λείπουν  τα Cantos 72 και 73, που είναι αμιγώς φασιστικά: το πρώτο περιέχει φασιστικό χαιρετισμό σε ομοϊδεάτες φίλους [μεταξύ αρκετών άλλων και στον ηγέτη του φουτουριστικού κινήματος Φ. Τ. Μαρινέτι] και το δεύτερο παρακολουθεί τα τελευταία φασιστικά χρόνια στην Ιταλία, 1942-43 που αφηγείται  ο κλασικός Ιταλός ποιητής Καβαλκάντι. Ενώ στο πρώτο μιλά ο Δάντης.

 

 Ο Πάουντ κι ο φασισμός

 

 Παιδί ακόμα στενοχωριόταν για τις συνεχείς μετακινήσεις που γι αυτόν ήταν σαν συνεχόμενοι πνιγμοί στο πηγάδι της παιδικής μνήμης. Τώρα που μεγάλωσε και γνώρισε ηπείρους και τόπους και σύμπαντα έγινε ένας αδιάκοπα κινούμενος κοσμοπολίτης χωρίς πατρίδα. Ο Χεμινγουαίη που είχε διαγνώσει την έλξη του για την περιπλάνηση τον συμβούλευε να βρει μια πατρίδα, αλλά ο Πάουντ μάλλον παρανόησε τη συμβουλή  και αντί για χώρα γοητεύτηκε από μια ιδεολογία κι έκανε αυτήν πατρίδα του. Οικειοποιήθηκε την Ιταλία του Μουσολίνι και ενστερνίσθηκε τον φασισμό, όταν ακόμα δεν ήταν ούτε φυλετικός, ούτε μαχητικά ιμπεριαλιστικός.

 

Το 1926 υπήρξε κομβική χρονολογία για τη ζωή και την τέχνη του αλλά και για τις μη λογοτεχνικές δραστηριότητές του. Το 1926 ήταν το έτος της εγκατάστασης του ζεύγους Πάουντ στην ιταλία, όπου θα έμενε τα περισσότερα χρόνια της ζωής του. Η παραμονή στο Παρίσι είχε κουράσει κι αυτόν και τη Ντόροθυ που φτάνοντας στην Ιταλία εγκαθίστανται στο Ράπαλο.

Το επόμενο έτος οι εκδόσεις The Dial τον τιμούν μ’ ένα βραβείο αξίας 2.000 δολαρίων που το δέχεται υπό τον όρο να αφορά τα Cantos ή το σύνολο του έργου του.

Όλη τη δεκαετία του 1930 συνεχίζει να γράφει τα Cantos παράλληλα με αρκετά δοκίμια λογοτεχνικού και οικονομικού περιχομένου: « Make it new», «ABC of  reading», «ΑΒΓ των οικονομικών» κ. ά. Οργανώνει παράλληλα σειρά συναυλιών, ενώ η ενασχόλησή του με την πολιτική γίνεται ολο και πιο προκλητική ώσπου το 1933 συναντά τον Μουσολίνι. Το 1939 επισκέπτεται τις ΗΠΑ σε μια προσπάθεια να τις εμποδίσει να μπουν στον πόλεμο. Την ίδια περίοδο [1940] που εκδίδονται στην Aμερική τα Cantos LIILXXI εκείνος δημοσιεύει πλήθος επιστολών για την υποστήριξη του Χίτλερ και του Μουσολίνι. Σιγά σιγά αποξενώνεται από τους φίλους του. Ταξιδεύει στο Παρίσι συναντά τον Τζόυς που είναι σίγουρος πως ο φίλος του έχει τρελαθεί. Και καλει τον Χέμινγουαίη στο βραδινό δείπνο γιατί φοβάται να μείνει μόνος μαζί του. Ο Πάουντ δε φαίνεται να ελέγχει τη γλώσσα του. Μιλάει ασταμάτητα γι την πολιτική, την πολιτική οικονομία και κυρίως για την επικείμενη κατάρρευση της Ευρώπης.

Το βιβλίο του « Τζέφερσον και Μουσολίνι» [1935]εξομοιώνει τους πιονιέρους  του αμερικανικού έθνους και τον φασίστα Ιταλό ηγέτη βρίσκοντας πως εφαρμόζουν μια σωστή κι επαρκή διακυβέρνηση. Όταν το 1941 προσπαθεί να επισκεφθεί τις ΗΠΑ δεν τα καταφέρνει. Είναι πια persona non grata.

Τότε αρχίζει τις ραδιοφωνικές εκπομπές κατά των Συμμάχων. Λίγα χρόνια πριν έχει καταθέσει ένα σχέδιο οικονομικής διάσωσης στο γραφείο του Ντούτσε. Η αντίδρασή του ήταν κοροϊδευτική: «Είναι ένα εκκεντρικό σχέδιο που το συνέλαβε ένα θολωμένο μυαλό που δεν έχει συναίσθηση της πραγματικότητας».

Εκείνος συνεχίζει πάντως να προπαγανδίζει τις ιδέες του αλλά έχει μεγαλόψυχα αισθήματα, αποστρέφεται τον πόλεμο καθώς και το γεγονός ότι η κοινωνία στρέφονται όλο και περισσότερο προς το κέρδος.

 

 

Κώστας Γιαννόπουλος

Ο ΚΩΣΤΑΣ Ξ. ΓΙΑΝΝΟΠΟΥΛΟΣ είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας. Συνεργάστηκε για μια πενταετία με την εφημερίδα «η Εποχή» (όπου διατηρούσε τη στήλη'Περίτεχνα' και έφτιαχνε σκίτσα) και με το περιοδικό ‘''Στίγμα''’ από την ίδρυση του ως την αναστολή της έκδοσής του. Υπήρξε, επίσης, σύμβουλος του Πολιτισμικού Οργανισμού του Δήμου Αθηναίων όπου οργάνωσε ''5 συζητήσεις για ποίηση σαν παρτίδες πόκερ''Δημοσίευσε βιβλιοκριτικές στην «Καθημερινή» και στη «Νέα Εστία», παρουσίασε στο Γ΄ Πρόγραμμα της ΕΡΑ εκπομπές με ελληνική μελοποιημένη ποίηση, και αρθρογράφησε στο περιοδικό «Γαλέρα» καθώς και στα περιοδικά ''Νέο επίπεδο'' και ''Διαβάζω'' Εξέδωσε μια μονογραφία για τον Περικλή Γιαννόπουλο και μια μυθιστορηματική βιογραφία για τον Μιχαήλ Μητσάκη. Έχει γράψει ακόμη ένα θεατρικό μονόλογο και ένα βιογραφικό δοκίμιο για τον Κ. Γ. Καρυωτάκη, τα οποία είναι ανέκδοτα. Δημοσίευε στο περιοδικό «Ιστορία εικονογραφημένη» και συνεργάζεται με το περιοδικό δρόμου, ΣΧΕΔΊΑ ενώ είναι αρχισυντάκτης του Στρόβιλος.gr.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.