Κάποτε μας έλεγαν ότι το 2010 ήταν για τη μεταπολιτευτική Ελλάδα το χειρότερο χρονικό σημείο. Και ότι “πήγαμε στο ΔΝΤ για να σωθούμε”, ότι “είχαμε ζήσει πάνω από τις δυνάμεις μας”, ότι “το μνημόνιο είναι ευλογία” και το είπαμε κι εμείς, για να το πιστέψουμε. Το 2025, με την ανεργία σταθερά πάνω από 10%, την ακρίβεια να έχει γίνει εθνική παράδοση, και το χρέος να θυμίζει μεταπολεμική επανορθωτική δανειακή συμφωνία, καταλαβαίνουμε το αυτονόητο: το 2010 ήταν η αρχή του τέλους, όχι το τέλος.
Μόνο που το ποθητό τέλος δεν έρχεται. Θα το σέρνουμε αγόγγυστα μέχρι το 2060. Με πολύ υψηλές τιμές στα προϊόντα, με πρωτογενή πλεονάσματα, με “έξοδο στις αγορές”, με όλα εκείνα τα πανηγυρικά δελτία τύπου που θυμίζουν αποχαιρετιστήριο λόγο σε επιθανάτιο κρεβάτι. Η αλήθεια είναι ότι το δημόσιο χρέος της Ελλάδας το 2024 ξεπέρασε τα 400 δισεκατομμύρια ευρώ. Αυτό, φυσικά, δεν είναι είδηση. Είδηση είναι ότι κανείς δεν ασχολείται πια σοβαρά με το χρέος. Μετά από 3 μνημόνια, μία “καθαρή έξοδο”, και 14 χρόνια εικονικής ανάπτυξης με επιδόματα, έχουμε εθιστεί στο “αναδιαρθρωμένο αδιέξοδο”. Σύμφωνα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η Ελλάδα μέχρι το 2060 δεσμεύεται σε πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 2% του ΑΕΠ ετησίως. Αυτό βέβαια δεν είναι οικονομική πολιτική, είναι μηχανισμός επιτήρησης. Έχουμε απολέσει τη δυνατότητα χάραξης ανεξάρτητης δημοσιονομικής πολιτικής για 40 χρόνια. Μοιάζει περισσότερο με αναχρηματοδοτούμενο παγιδευμένο leasing και λιγότερο με εθνική κυριαρχία. Δανειζόμαστε συνεχώς για να ζήσουμε, για να επιβιώσουμε. Κι αυτό θα το λέγαμε εθνική επαιτεία.
Στην πράξη, αυτό σημαίνει κάτι πολύ απλό και εξίσου αποκαλυπτικό: το κράτος μπορεί, του επιτρέπεται δηλαδή, και πρόθυμα το κάνει, να επιδοτεί τα καύσιμα, αλλά όχι τον πολιτισμό· να χτίζει νέα αστυνομικά τμήματα, αλλά όχι σχολεία· να δαπανά δισεκατομμύρια για πολεμικές φρεγάτες και μαχητικά αεροπλάνα rafale, αλλά να αφήνει τα νοσοκομεία να λειτουργούν χωρίς γιατρούς και βασικά υλικά. Το περιβόητο «success story» οικοδομείται έτσι πάνω σε μια οικονομία που μικραίνει, σε ένα κοινωνικό κράτος που εξαφανίζεται, και σε τιμές που ανεβαίνουν συνεχώς, εκτός από την αξία της ανθρώπινης ζωής, που παραμένει υποτιμημένη. Κι αυτό το ονομάζουν» σωστή θέση της ιστορίας».
Το μέλλον; Είναι ήδη προπωλημένο. H Εurostat και το Γραφείο Προυπολογισμού της Βουλής έχουν ήδη σχεδιάσει το μέλλον μας έως το 2060: ο πληθυσμός της Ελλάδας θα έχει μειωθεί σημαντικά, οι άνω των 65 θα αποτελούν σχεδόν το 35% του πληθυσμού, και η παραγωγική Ελλάδα θα έχει εξαχθεί, νόμιμα και μόνιμα. Όσοι έμειναν πίσω, είτε θα εργάζονται σε τουριστικές σεζόν, είτε θα επιδοτούνται με κάποιο voucher ευτυχίας. Η χώρα μετατρέπεται αργά αλλά σταθερά σε θερινό προορισμό γερασμένων δυτικοευρωπαίων, με ντόπιο προσωπικό πρόθυμο και φτηνό. Κι αυτό λέγεται “οικονομικός μετασχηματισμός”. Εμείς , μαζί με τους περισσότερους Έλληνες, θα το λέγαμε «χρεοκοπία».
Παρ’ όλ’ αυτά η ρητορική της “εθνικής υπερηφάνειας” είναι η τελευταία καταφυγή ενός εξαπατημένου λαού. Κάθε φορά που η Τουρκία κάνει μια κίνηση τακτικής, εμείς απαντάμε με ανακοινώσεις υψηλού συμβολισμού και γυρίσματα τηλεοπτικών σειρών για το 1821. Η βεβαιότητα ότι η Ελλάδα θα “νικήσει” σε πιθανό πόλεμο με την Τουρκία δεν είναι σοβαρή στρατηγική εκτίμηση, είναι παιδική ψευδαίσθηση με πατριωτικά φίλτρα Instagram. Όλοι ξέρουμε ότι ο πληθυσμός της Τουρκίας ανέρχεται σε 85 εκατομμύρια, η παραγωγική αμυντική βιομηχανία είναι ήδη αναπτυγμένη, η διπλωματική επιρροή σε περιοχές, που εμείς έχουμε ξεχάσει ότι υπάρχουν, είναι πολύ μεγάλη, και, κυρίως, η στρατηγική στόχευση (Κύπρος, γαλάζια πατρίδα, συμμαχία με Λιβύη, προστασία του ισλαμικού κόσμου. Κ.ά.) απολύτως επιτυχής. Η γεωστρατηγική της άλλωστε θέση και η δεινή διπλωματική της ικανότητα αναγνωριισμένη. Οι συνομιλίες αυτών των ημερών στην Κωνσταντινούπολη για τον Ρωσο-Ουκρανικό πολεμο το αποδεικνύει. Αντίθετα, εμείς έχουμε σημαίες, παρασημοφορήσεις, ανταπαντήσεις με «ατάκες», «φρόνημα υψηλό», περήφανοι στην αδυναμία και στην άγνοιά μας.
Η απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης να στείλει όπλα στην Ουκρανία το 2022 ήταν πολιτικά μονομερής και εθνικά επικίνδυνη. Ο ελληνικός λαός – με βάση όλες τις μετρήσεις – διαφωνούσε σε ποσοστά άνω του 65% με την εμπλοκή. Η Κυβέρνηση όμως έστειλε όπλα, χωρίς κοινοβουλευτική έγκριση, χωρίς δημόσια διαβούλευση, χωρίς εξήγηση. Το αποτέλεσμα; Ένα μεγάλο γεωπολιτικό λάθος, ένα λάθος που δείχνει τη γεωπολιτική μας τυφλότητα. Η Ρωσία μας θεωρεί επισήμως μη φιλική χώρα. Η Ουκρανία, από την άλλη, ούτε που θυμάται τι στείλαμε. Και το σημαντικότερο: η Τουρκία εισπράττει τα οφέλη της ουδετερότητας, διατηρώντας ενεργούς διαύλους με όλες τις πλευρές, αναλαμβάνοντας ρόλο διαμεσολαβητή και ενισχύοντας τη διεθνή της θέση. Εμείς, απλώς σταθήκαμε “καλά παιδιά”. Άβουλοι δηλαδή υπηρέτες μιας στρατηγικής που δεν μας περιλαμβάνει. Αν η εξωτερική πολιτική είναι σκάκι, εμείς παίζουμε φιδάκι.
Όλα τα παραπάνω δεν θα ήταν τόσο επικίνδυνα αν δεν τα υποστηρίζαμε οι ίδιοι. Αλλά τα υποστηρίζουμε ή τουλάχιστον τα ανεχόμαστε. Γιατί έχουμε εκπαιδευτεί να θεωρούμε “επιτυχία” την υποταγή, “πατριωτισμό” την υστερία και “πρόοδο” τη συνεχή μείωση των προσδοκιών μας. Ζούμε με ψευδαισθήσεις και δυστυχώς τις ψηφίζουμε κιόλας. Η Ελλάδα του 2025 είναι η χώρα του ήπιου εθνικού νανουρίσματος. Όλα πάνε καλά, αρκεί να μη ρωτάς γιατί δεν έχεις λεφτά, γιατί φεύγουν τα παιδιά σου στο εξωτερικό, γιατί η χώρα δεν έχει διεθνές βάρος. Η χώρα είναι «σταθερή», λένε οι ιθύνοντες. Σταθερή, λέμε εμείς, σαν το βιολί στο Τιτανικό
Ο πατριωτισμός σήμερα δεν είναι να φωνάζεις για νίκες, να ανεμίζεις σημαίες ή να καταγγέλλεις τον “ανθελληνισμό”. Πατριωτισμός είναι να καταλαβαίνεις πού βρίσκεσαι. Να βλέπεις τους αριθμούς, τις τάσεις, τη γεωγραφία. Να μη βαυκαλίζεσαι με εθνικά παραμύθια, αλλά να σχεδιάζεις εθνική αναγέννηση με επιστημονικά ρεαλιστικά προγράμματα, με εθνικά σχέδια, όχι με στεναγμούς. Να μην κρύβεσαι πίσω από “συμμαχίες”, αλλά να διαμορφώνεις όρους ισότιμης συμμετοχής. Αυτός ο πατριωτισμός δεν είναι εύπεπτος. Δεν γίνεται viral. Δεν χειροκροτείται εύκολα. Αλλά ίσως, μόνον ίσως, είναι η τελευταία μας ευκαιρία να μην μείνουμε ένα μουσείο του παρελθόντος.