Μετά από τέσσερις ποιητικές συλλογές κι ένα θεατρικό έργο ο Γιώργος Αποστόλου επιλέγει να «συνομιλήσει» με τους αναγνώστες του με τις Ιστορίες Αντοχής. Πρόκειται για συλλογή οκτώ διηγημάτων, για τα οποία μας προετοιμάζει ο Πρόλογος και κυρίως μας προϊδεάζει ο ίδιος ο τίτλος του έργου: Ιστορίες Αντοχής. «Ιστορίες», δεν είναι απλά περιστατικά, κάποια γεγονότα, είναι «Ιστορίες», έχουν δηλαδή το ειδικό βάρος για να καταγραφούν με προσοχή, να ιστορήσουν αλήθειες με σεβασμό, να αφήσουν αποτύπωμα. Και είναι «Αντοχής». Σημαίνει είναι ανθεκτικές, υπονοούν την αντοχή που χαρακτηρίζει τους πρωταγωνιστές τους ή απαιτούν την αντοχή του αναγνώστη, αντοχή στην αλήθεια τους; Ίσως όλα αυτά.
Ο Πέτρος ή Πετρούλα – υποκείμενο τραυματικής εμπειρίας- βιώνει την απόρριψη των πολλών, γεύεται την προδοσία του «αγαπημένου», ενώ τον «μεταμορφώνει» ένας λόγος συμπάθειας, μια εκδήλωση αποδοχής. Οι δύο διαφορετικές Δασκάλες σφραγίζουν, η καθεμία με τα προτερήματά της, τον μικρό μαθητή και γίνονται, πολύ αργότερα, σημείο αναφοράς για τον νεαρό δάσκαλο. Επειδή πιστεύω ότι κάθε βιβλιοπαρουσίαση πρέπει να ενημερώνει τον αναγνώστη και συγχρόνως να αληθεύει ως προς τις κρίσεις που διατυπώνει, για να είναι έτσι αξιόπιστη, το διήγημα αυτό, κατά τη γνώμη μου, θα μπορούσε να μην είναι τόσο εκτεταμένο. Ίσως όμως το βιωματικό αποτύπωμα του διηγήματος στον συγγραφέα να δικαιολογεί την έκτασή του.
Η Μαριγούλα, η Τασία, ο Βαγγέλης στο «Κόκκινο τετράδιο», άνθρωποι καθημερινοί και συνηθισμένοι, κρύβουν καημούς και πάθη πολύ οικεία και πολύ ισχυρά. Ανθεκτική και παρούσα σε όλες, σχεδόν, τις Ιστορίες Αντοχής η μάνα σφραγίζει καταστάσεις, γεννά συναισθήματα, ελέγχει συμπεριφορές, αξιολογεί με τα δικά της μέτρα ακριβείας. Καθίσταται αρχετυπική μορφή η μάνα, κέντρο των εμπειριών του συγγραφέα, σταθερό σημείο αναφοράς, ενώ κυριαρχεί απόλυτα στο διήγημα «Έλα πιο έξω» με την ικανότητά της να θυμάται τα πάντα σαν να είναι η εγγύηση για την αλήθεια (α+ λήθη). Κατά τη γνώμη μου δεν είναι τυχαίο που αυτό το διήγημα βρίσκεται ακριβώς στο μέσον της συλλογής.
Στο διήγημα με τίτλο «Λίπος» εκτυλίσσεται η ιστορία της πορείας γνωριμίας και συμβιβασμού του αγοριού με τον εαυτό του. Η αυτογνωσία οικοδομείται δύσκολα, όπως δείχνουν οι περιγραφές της διήγησης, με υλικά-παράγωγα των ανθρωπίνων σχέσεων (συγγενικών, φιλικών, ερωτικών). Ο μικρός μαθητής ανδρώνεται μέσα από τις προκλήσεις του περιβάλλοντός του, γνωρίζει τις αντοχές του μέσα από τις απώλειες, ανακαλύπτει το μεταβαλλόμενο σώμα του μέσα από τα μάτια των άλλων, συνάμα και από τη δική του αυστηρή ματιά. Ολοκληρώνεται σωματικά και πνευματικά ώστε να φθάνει να ανακαλύπτει την παραμυθητική «γοητεία των λέξεων».
Ένα αφιέρωμα στην ομορφιά «που την παραφυλά ο φθόνος και η λαγνεία, για να την τσαλακώσουν» είναι το διήγημα «Billy Boy». Με ευαισθησία μάς γνωρίζει ο συγγραφέας το αγόρι που «δεν το χωρούσε η γειτονιά του», η εργατική γειτονιά Καμίνια του Πειραιά με τους σκληρούς από τις ανάγκες της ζωής ανθρώπους, οι οποίοι δύσκολα κατανοούσαν ιδιαιτερότητες και πολύ πιο δύσκολα τις συγχωρούσαν. Πρωταγωνίστριες κι εδώ οι μάνες, γιατί αυτές «αγαπάνε αλλιώς».
Μόνο όποιος δεν αποδίδει στα βιβλία την τιμή που τους πρέπει θα μείνει αδιάφορος μπροστά στο διήγημα με τον τίτλο «Βιβλιοθήκη». Όλοι οι άλλοι θα συμμεριστούμε την έγνοια του συγγραφέα ώστε «να πάψει η εγκατάλειψη, η προσβλητική ανοχή της σκόνης» για το έπιπλο της βιβλιοθήκης. Επίσης, κατανοούμε ως αναγνώστες τον γόνιμο προβληματισμό του για τη διευθέτηση των βιβλίων που τόσο εύστοχα διακρίνει σε «νεοσύλλεκτα» και «υπερήλικα». Επιλέγεται ένας «αφαιρετικός Αύγουστος» για την εκκαθάριση της βιβλιοθήκης και δίνει την αφορμή να δούμε την κάθε βιβλιοθήκη αλλιώς, να περπατήσουμε αυτή τη «χειροπιαστή διαδρομή της γνώσης», να σκεφτούμε ότι η βιβλιοθήκη του καθενός μας δεν φιλοξενεί απλώς τα βιβλία μας, αλλά συγχρόνως «εκθέτει τις επιλογές μας […] χαρτογραφεί τους αναγνωστικούς μας δρόμους». Η κατηγοριοποίηση των βιβλίων ανάλογα με τις ανάγκες μας, η ανάγνωση του ίδιου βιβλίου δυό και τρεις φορές, η επιδραστικότητα των βιβλίων και η διάρκειά της στον χρόνο, η αντιμετώπιση του κάθε λεξικού ως μια διαρκή κατάκτηση επικοινωνίας είναι μερικές από τις σκέψεις που εκθέτει και μοιράζεται μαζί μας ο συγγραφέας σε αυτό το διήγημα.
Ο Γιώργος Αποστόλου επέλεξε να κλείσει τη συλλογή του με το «Παραμύθι», διήγημα με πρωταγωνιστή τη θάλασσα. Το κάθε παραμύθι είναι προσπάθεια παραμυθίας, είναι δοκιμή διαφορετικής προσέγγισης της αλήθειας, γι’ αυτό και συνεπαίρνει πιο εύκολα τον αναγνώστη, έτοιμο από την παιδική του ήδη ηλικία να «ταξιδεύει» με υπαινιγμούς και σύμβολα. Αυτό το γνωρίζει ο συγγραφέας που έτσι κι αλλιώς με τις Ιστορίες Αντοχής επιχείρησε να συνδυάσει αλήθειες με στοιχεία παραμυθιού για να τις κάνει πιο προσιτές στον αναγνώστη και πιο αποδεκτές. Πιστεύω ότι ο κάθε αναγνώστης θα βρει στο βιβλίο αυτό στοιχεία που τον αντιπροσωπεύουν, συμπεριφορές που τον εκφράζουν, αλήθειες που προβληματίζουν και λειτουργούν ως κάθαρση για όσα μας δυσκολεύουν ή μας πληγώνουν.
Χρύσα Αλεξοπούλου, Δρ. Κλασικής Φιλολογίας, επιτ. σχολ. Σύμβουλος-ποιήτρια
