You are currently viewing Δ έ σ π ο ι ν α  Ν ά σ σ ο υ: Η ντροπή

Δ έ σ π ο ι ν α  Ν ά σ σ ο υ: Η ντροπή

Η εφηβεία δεν είχε βάλει ακόμη τη σφραγίδα της πάνω στο αδύνατο σώμα του Τόμας. Στην εμφάνιση ήταν παιδί, στην καρδιά του όμως ώρες-ώρες ένιωθε γέρος. Τον μπαμπά είχε να τον δει από τον περσινό Δεκέμβριο, λίγο πριν τα δέκατα τρίτα γενέθλιά του.

Κυριακή βράδυ ήταν όταν ξεκίνησε ο καβγάς. Ο τελευταίος. Σπασμένες καρέκλες, ουρλιαχτά και ρούχα πεταμένα στο πάτωμα, στα σκαλιά, έξω από την πόρτα.  Λιγοστά μόνο βρήκαν το δρόμο στο μισοσκισμένο σακίδιο του πατέρα του έτσι όπως τα άρπαζε νευρικά κάνοντάς τα ένα κουβάρι.

-Το μόνο που θέλω είναι να φύγω από ΄δω μέσα!!! φώναζε και ξαναφώναζε. Ώσπου έφυγε.

Ο Τόμας είχε αποκοιμηθεί πολλά βράδια προσπαθώντας να θυμηθεί αν ο πατέρας του τον αποχαιρέτησε εκείνο το καταραμένο βράδυ. Η μνήμη, μπορεί να σου παίξει άσχημα άσχημα παιχνίδια – το έχει μάθει καλά αυτό.  Κάποιες φορές, όταν ανακαλούσε εκείνες τις τελευταίες σκηνές του καβγά, αναρωτιέται αν πράγματι είχε δει εκείνη την ανεπαίσθητη γκριμάτσα στο πρόσωπο του πατέρα. Ήταν σαν να του έλεγε πως δεν χρειαζόταν να ανησυχεί, θα γυρνούσε κάποια στιγμή, θα ήταν πάντα ο μπαμπάς του κι εκείνος θα ήταν πάντα ο γιος του.

Άλλες φορές πάλι, δεν έβρισκε τίποτε να κρατηθεί, δεν θυμόταν καμία απολύτως έκφραση αποχαιρετισμού, μόνο μια αίσθηση κενού και βουβού πόνου μέσα του. Τότε ήταν που ένιωθε βαρύς, ένα σακί με πέτρες γινόταν. Τον έπαιρνε ο ύπνος έτσι. Κι όταν ξυπνούσε το επόμενο πρωί με το κεφάλι βαρύ κι ασήκωτο, δεν ήταν σίγουρος για τίποτε, δεν ήξερε ποιος ήταν ή που πατούσαν τα γυμνά του πόδια, δεν είχε ιδέα πως θα «βγάλει» τη μέρα.

Όσο για τη ντροπή….Πόσο φρικτά και ολοκληρωτικά ντρεπόταν ο Τόμας την κυρία Ρενάτα από το διπλανό διαμέρισμα. Καμία αμφιβολία, η κουτσομπόλα γριά τα είχε ακούσει όλα, τις βρισιές, τους γδούπους, το μίσος! Και σίγουρα κρυφοκοίταζε από το «ματάκι» της πόρτας τα χάλια τους…

Οι εικόνες, έπαιζαν σ’ ένα ατελείωτο «play / repeat» μέσα στο μυαλό του. Δεν ένιωθε τα χέρια ή τα πόδια του. Μουδιασμένος, χωμένος στη γωνιά της κουζίνας, με τα δάχτυλα μελανιασμένα να πιέζουν ικετευτικά, τα αυτιά του.  Ας μην άκουγε, καλύτερα να μην άκουγε!

Όταν οι δονήσεις έπαψαν και ο τελευταίος ήχος από τα βαριά βήματα στη σκάλα έσβησε, έκανε να σηκωθεί.  Ήθελε να πάει κοντά στη μαμά του και να την αγκαλιάσει, να της πει ότι θα τα βγάλουν πέρα και χωρίς τον μπαμπά, για όσο χρειαζόταν.  Όμως μόλις ακούμπησε το χέρι του στην σκυμμένη πλάτη της, εκείνη ούρλιαξε:

-Φύγε κι εσύ, φύγε! Αφήστε με ήσυχη, όλοι σας!!!

Και γράπωσε το μπουκάλι με τη βότκα – το άρπαξε απ’ το λαιμό σαν φίδι – ρουφώντας λαίμαργα και την τελευταία σταγόνα. Αμέσως μετά, το εκσφενδόνισε με μια κοφτή κίνηση στο ξεφτισμένο μωσαϊκό, κάνοντας τον Τόμας να τρανταχτεί από την δόνηση, λες και τον διαπερνούσε ηλεκτρικό ρεύμα.  Αργότερα κατάλαβε ότι κάμποσα από τα  θρυμματισμένα γυαλιά είχαν καταλήξει στην αριστερή του γάμπα. Δεν πονούσε, η πρώτη του σκέψη ήταν πως θα καταφέρει να βγάλει τον κόκκινο λεκέ από την κάλτσα.

Δυο τρεις μέρες μετά, έκανε το λάθος να εκμυστηρευτεί στον κολλητό του, αυτά που ζούσε σπίτι. «Μη σκας καημένε, κάνε την πάπια!», είχε απαντήσει ο φίλος του και δεν ξαναμίλησαν πια για τέτοια θέματα.

Από τότε δεν την ξανακούμπησε τη μαμά του ο Τόμας.  Αόρατοι στο ίδιο σπίτι.  Όμως εκείνος τα έβλεπε όλα, όσο κι αν προσπαθούσε να «κάνει την πάπια»…

 

 

 

 

 

 

Βιογραφικό Δέσποινας Νάσσου

 

 

 

Γεννήθηκα στην Αθήνα το 1973. Σπούδασα Μάρκετινγκ & Διαφήμιση και εργάστηκα σε εταιρείες του χώρου.  Παρακολούθησα σεμινάρια ψυχολογίας στο Ινστιτούτο Gestalt Αθήνας. Ασχολήθηκα με τη μετάφραση ως ελεύθερη επαγγελματίας. Το αλληγορικό διήγημά μου «Δεκαέξι Καταβυθίσεις» κυκλοφόρησε τον Δεκέμβριο του 2024 από τις Εκδόσεις Συρτάρι ενώ διηγήματά μου έχουν δημοσιευθεί σε ηλεκτρονικά περιοδικά λογοτεχνίας και στο Greek News & Radio Florida. Ζω και εργάζομαι στην Αθήνα.

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.