You are currently viewing Δήμητρα Μήττα: Μαρία Λάτσαρη, Εμείς η Αντιγόνη. Αθήνα: Νεφέλη, 2024.

Δήμητρα Μήττα: Μαρία Λάτσαρη, Εμείς η Αντιγόνη. Αθήνα: Νεφέλη, 2024.

Γενεσιουργός ο μύθος

 

 

Πώς ν’ ανεχθούν τ’ ανάστημα!

(σ. 39)

Ο καθείς έχει τις δικές του μνήμες από τον μύθο της Αντιγόνης, από παραστάσεις, από έργα άλλων δραματουργών που βασίστηκαν στη σοφόκλεια τραγωδία· από την αδελφή Ισμήνη, από τον δυνάστη εξουσιαστή Κρέοντα που κλήθηκε να κυβερνήσει μετεμφυλιακά (και πώς να το κάνει;), από έναν γιο, τον Αίμονα, που σηκώνει ανάστημα στον πατέρα για το ποια είναι η κατάλληλη νύφη για τον νεαρό, και τελικά αυτοκτονεί, από μια σιωπηλή σύζυγο και μητέρα, την Ευρυδίκη, που τελικά αυτοκτονεί, από έναν πατέρα, σύζυγο, θείο που μένει γυμνός από κάθε σύμβολο εξουσίας, από ένα σώμα γερόντων πολιτών/υπηκόων που πολύ ανήσυχα σχολίασε τις επιπτώσεις του έρωτα στην οικογενειακή γαλήνη και που δεν μπόρεσε να επηρεάσει τις καταστάσεις πάνω στο θέμα των επιλεκτικών ταφών, από θεούς που…. και από εκπροσώπους τους που…

Η Μαρία Λάτσαρη φέρει τις δικές της μνήμες και αναγνώσεις στη συλλογή Εμείς η Αντιγόνη –η Αντιγόνη επιστρέφει. Ευθύς με τον τίτλο ξεσηκώνει, καθώς αυτό το Εμείς μας εμπλέκει όλους, ανεξάρτητα από φύλο –ο καθένας μια Αντιγόνη και ο καθένας μπορεί να αναρωτηθεί: «Τι Αντιγόνη θα ήμουν εγώ; Τι φέρω; Ποια αίσθηση δικαίου με διακατέχει; Το υπερασπίζομαι; Μιλάω; Έχω για την απάθεια αντισώματα; (σ. 12)» –Επιστρέφω / μ’ ένα σακίδιο γλώσσες κομμένες / σε ουρανό δίχως θεούς (σ. 10). Η Αντιγόνη της Λάτσαρη μπορεί να είναι μια πρόσφυγας ή κάποιος που τη βλέπει και πρέπει να αποφασίσει να κάνει κάτι, ή να μην κάνει τίποτε. Μπορεί να είναι μια γυναίκα που αντιστέκεται σε έναν διαχωρισμό, ας πούμε φυλετικό, η Ρόζα Παρκς, ή σε πολιτικές εκκαθαρίσεων, η Άννα Αχμάτοβα. Μπορεί να είναι ένα μικρό κορίτσι που αθώα τραγουδά ο ουρανός να γίνει Ουρανός, / το δέντρο πάλι Δέντρο (σ. 16) ή ο Μέγα Αλέξανδρος που Έφιππος πάνω στ’ άτι του καλπάζει / στη Λέσβο και στη Λαμπεντούζα (σ. 18), δυο βασικοί τόποι του Αιγαίου και της Μεσογείου, όπου καταφθάνουν ταλαιπωρημένοι κυνηγοί ελπίδας για επιβίωση και ζωή. Ίσως η Εύα ή η Ελένη της Σπάρτης και της Τροίας, Πάντως, όχι πολιτικοί που δεν αναλαμβάνουν την ευθύνη μιας απόφασης και ζητούν δημοψήφισμα για θέματα που εκείνοι έπρεπε να λύσουν (σ. 28)· όχι μια ολόκληρη πόλη που νοσεί, αμνήμων, ανιστόρητη, έγκλειστη σε πολύχρυσο αρχαίο κλέος, σε μιαν αυτοεικόνα· ή η Αθήνα των Δεκεμβριανών, όχι του 1944 αλλά του 2008, φοβισμένη και εκφοβιστική που δεν ανέχεται τ’ ανάστημα (σ. 39), το δίκαιο –Πώς τυφλώθηκε έτσι η Δικαιοσύνη; (σ. 46). Και τελικά, ποια είναι η ετυμηγορία για την/τις Αντιγόνη/ες;

Τολμηρή η Λάτσαρη μιλά για ουρανό δίχως θεούς (σ. 10), για μια μάνα που καταριόταν / τους πρωτομάστορες της Βίβλου (σ. 14) και ειρωνικά παροτρύνει: Άνθρωποι και θεοί, / στα σπίτια σας τρυπώστε (σ. 33). Αλλάζει τον μύθο που θέλει τον έρωτα τυφλό και τον κάνει να έχει μάτια αρπακτικού πουλιού που βλέπει πέρα απ’ το ορατό (σ. 21). Διακηρύσσει τη σχέση του μύθου με την αλήθεια: Μύθος αυτοκτονεί στης αλήθειας τον γκρεμό (σ. 32). Θυμίζει επώδυνα επεισόδια προσφυγιάς: Η ήσυχη θάλασσα / τους νεκρούς της φανερώνει –και τι να πρωτοθυμηθεί κανείς από ναυάγια και ξεβρασμένα πτώματα. Και ακόμη, την παγκοσμιότητα του ζητήματος, ότι η μετανάστευση είναι η ιστορία της ανθρωπότητας (ενδεικτική η αναφορά στο ποίημα «ο μόνος δρόμος», σ. 55). Κι όσο κι αν ο τίτλος αγκαλιάζει τα φύλα, παραμένει ο επιτονισμός στη γυναίκα, ή στην ενυπάρχουσα στον καθένα, πλην κρυμμένη και καταπιεσμένη ενίοτε, μισητή και απωθητική θηλυκότητα: Γυναίκα, / άθυρμα ανδρών τε και θεών, ανθρωπινότερη του ανθρώπου (σ. 27). Εξάλλου, οι στίχοι με τους οποίους η ποιήτρια κλείνει τη συλλογή ξεσηκώνουν ευριπίδειες μνήμες. Λέει η Λάτσαρη: Κι εσύ, αφοσιωμένε ποιητή, σε κύκλους ταξιδεύεις. Έρχονται περισσότερες φωνές. Σύρε να τις ανοίξεις, η Ιστορία της γυναίκας να ξεκινήσει πάλι (σ. 57). Και ο χορός στη Μήδεια, στο πρώτο στάσιμο: Προς τα πίσω γυρνάν / Στις πηγές οι ιεροί ποταμοί /
Το δίκαιο κι ο κόσμος / Ξαναγεννιούνται απ’ την αρχή / Τελειώνει η βασιλεία των ανδρών / Αλλάζει ο λόγος των Θεών / Ο έπαινός τους τη γυναίκα δοξάζει / Ο αιώνας της γυναίκας χαράζει / Τον βίο τους, το κλέος στεφανώνει / Ωδή εξαίσια τη φήμη τους απλώνει / Πέθανε η μούσα των παλιών πηγών / Κι ο Φοίβος ο αρχηγός των τραγουδιών / Την ψυχή μου μ’ αρμονία γεμίζει / Την πρώτη γυναίκα ποιήτρια βαφτίζει /                           Δεν υπάρχει της γυναίκα αντάξιος / Ερωμένος / Άξιο άξιο άξιο / Των γυναικών των γένος
(στ. 409-420, μετ. Γ. Χειμωνάς). Κι ωστόσο, αντιμάχεται τα στερεότυπα και αντιστρέφει την ευγενική προσφώνηση Κυρίες και κύριοι σε Κύριοι και κυρίες (σ. 49).

Άξια τεχνίτρια του λόγου η Λάτσαρη δεν θα μπορούσε να μην ασχοληθεί με την ίδια την ποίηση και τη γλώσσα. Γράφει:  Ζούμε στον κόσμο που έφτιαξαν / θεοί και ποιητές (σ. 27), και αναρωτήθηκα ποια θέαση του κόσμου θα είχαμε χωρίς τον Όμηρο και τον Ησίοδο, χωρίς τις ιστορίες της Βίβλου –κι ας μας αναστάτωναν αυτές οι τελευταίες με τις ερμηνευτικές παρεμβάσεις και τις τιμωρητικές νουθεσίες. Φυσικά ο ποιητικός κατάλογος είναι μακρύς, αν και εκφράζει ένα σκεπτικισμό πια για τη γλώσσα/λόγο, για τις γλώσσες, για τον ναρκισσισμό και την αυτοαναφορικότητα του λόγου ομιλούντος, για το θάρρος της ομιλίας: Ο ναός της γλώσσας είναι όμορφος, / αλλά άδειος (σ. 22)· Τις γλώσσες θα τις συναντάμε πια / στα παλαιοπωλεία (σ. 38)· Γλώσσα με γεύση εξέγερση / σαν γλώσσα ανταρτεύεις. / Ξύλινη καίγεσαι (σ. 23).

Κι άλλα θα μπορούσα να γράψω για αυτή την τελευταία συλλογή της Λάτσαρη –για τη δομή, τη διακειμενικότητα, τον λόγο και τον αντίλογο αλλά και την υπόμνηση ότι ζούμε σε μια εποχή τεχνολογική (στις αριστερές σελίδες Η ΑΝΤΙΓΟΝΗ ΛΕΙΕΙ, στις δεξιές Re: Η ΙΣΜΗΝΗ ΛΕΕΙ), την τιμή που αποδίδει σε δημιουργούς και σε άτομα που με μια κίνηση επηρέασαν την ιστορία, για τη συνομιλία με γνωστούς στίχους –Για ένα αίνιγμα αδειανό, γράφει η ποιήτρια.

Τελευταία αφήνω την ανάμνηση που ξεσήκωσαν μέσα μου οι Άταφοι νεκροί και τα νεκροταφεία της Θεσσαλονίκης (σ. 50)· μιαν επίσκεψη στο νεκροταφείο στους Βουλιαράτες του νομού Αργυροκάστρου, το μοναδικό ελληνικό στρατιωτικό νεκροταφείο στην Αλβανία, όπου οι νεκροί του ελληνοϊταλικού πολέμου δεν είναι άγνωστοι. Σε κάποιους τάφους υπάρχουν φωτογραφίες, σε όλους αναγράφονται ημερομηνία γέννησης και θανάτου –τρομάζει κανείς με το πόση νιότη είναι θαμμένη εκεί.  Σε μιαν άκρη συγκεντρωμένες οστεοθήκες περιμένουν την ταυτοποίηση για την οριστική ταφή. Με όνομα και επώνυμο.

 

Δήμητρα Μήττα

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.