«Εκεί που το γκροτέσκο συναντά το τραγικό ή όταν η άφευκτη μοίρα σφαλίζει τα μάτια της πλάνητος αγάπης»
Οι Κλημεντίνες του Απόστολου Θηβαίου συνιστούν ένα ιδιαίτερα ενδιαφέρον και καινοτόμο λογοτεχνικό έργο με καλά αφομοιωμένες επιρροές από την ιστορία τόσο της λογοτεχνίας όσο και του θεάτρου. Το εντυπωσιακό και καινοτόμο στο έργο έγκειται στο γεγονός ότι ο συγγραφέας κατορθώνει σε λίγες σελίδες να αφηγηθεί μια ιστορία αγάπης, εκ πρώτης όψεως, που παλινδρομεί μεταξύ ευτυχίας και δυστυχίας και συνενώνει τα δύο κυρίαρχα είδη της δραματικής ποίησης, την κωμωδία και την τραγωδία.
Ο συγγραφέας αναβιώνει όψεις της δραματικής ποίησης με όχημα τον πεζό λόγο. Και αυτή είναι η πρώτη καινοτομία του. Παρόλο που στο έργο έχουμε πάμπολλες ποιητικές περιγραφές και εικόνες, αυτό δεν παύει να είναι μια νουβέλα. Ένα κατεξοχήν πεζό λογοτεχνικό έργο, το οποίο αναβιώνει πολλές από τις δραματικές-θεατρικές συμβάσεις.
Η δεύτερη καινοτομία του εστιάζεται στη μετάβαση από το κωμικό στο τραγικό. Στην πρώτη ανάγνωση της νουβέλας ο αναγνώστης αντιλαμβάνεται το πλαίσιο εντός του οποίου ζουν και δρουν οι ήρωες. Έχουμε να κάνουμε με ένα τσίρκο, έναν πλανόδιο θίασο, που θυμίζει τα παλιά μπουλούκια των πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα στην ελληνική επαρχία είτε κοντά σε στρατόπεδα είτε σε λουτροπόλεις. Προοδευτικά βλέπουμε πώς διαμορφώνεται αυτή η νομαδική ζωή, συνήθως κάτω από αντίξοες συνθήκες, και πώς ζυμώνονται οι σχέσεις μεταξύ των ανθρώπων του θιάσου. Γρήγορα, όμως, μπορούμε να διαπιστώσουμε εκλεκτικές συγγένειες με την παράδοση της Νέας Κωμωδίας και, κυρίως, με την παράδοση της ρωμαϊκής κωμωδίας του 1ου αι. π.Χ. Την περίοδο δηλαδή της fabula/comoedia palliata με κατεξοχήν εκπροσώπους της τα έργα του Πλαύτου και του Τερέντιου.
Συναντούμε δημοφιλείς στερεοτυπικούς χαρακτήρες. Ο θεατρώνης Ντον Κατέλο αντιπροσωπεύει τον ηλικιωμένο ερωτομανή, δεσποτικό και σκληρό, χαρακτήρα που επιθυμεί νεαρές κοπέλες από τον θίασό του και, συγκεκριμένα, την Άντζελα ή Άντζι, την κεντρική ηρωίδα του έργου, μια σπάνιας ομορφιάς νεαρή και δροσερή κοπέλα, έξυπνη και ικανή. Παράλληλα, εχθρεύεται τον νεαρό όμορφο ακροβάτη του τσίρκου, Πέρι, υποχρεώνοντάς τον σε επικίνδυνα θεατρικά νούμερα, επειδή τον ερωτεύεται η Άντζελα και ονειρεύεται μια ζωή φτωχή αλλά αγνή μαζί του.
Στο τσίρκο συναντούμε δυο χαρακτήρες που παραστέκονται κρυφά στο νεαρό ερωτευμένο ζευγάρι και θυμίζουν τον χαρακτήρα του καλοσυνάτου δούλου της ρωμαϊκής κωμωδίας. Τον νέγρο Μακόμο, φύλακα άγγελο του ζευγαριού, και τον κ. Λίμπσεϊ, έναν μέθυσο ταλαντούχο γελωτοποιό, ο οποίος λειτουργεί σαν πατρική φιγούρα για τη μικρή Άντζελα. Ο συγκεκριμένος χαρακτήρας διαδραματίζει κομβικό ρόλο στην πλοκή και πρόκειται για μια τυπική φιγούρα ενός παριζιάνου ηθοποιού που λόγω της εξάρτησής του από τη μορφίνη ξέπεσε στο καραβάνι του Ντον Καστέλο και τώρα πια αποτελεί μια γκροτέσκα μορφή. Τον παλιάτσο αυτόν ο συγγραφέας τον χαρακτηρίζει ως απίστευτα λυπημένο και αθεράπευτα αδέξιο, ενώ η είσοδός του στο βιβλίο προετοιμάζει την μεταστροφή του ευρύτερου σκηνικού από κωμικό σε τραγικό.
Στο βιβλίο αρκετά νωρίς συναντούμε, επίσης, τη δίδα Κλημεντίνη, μια εντυπωσιακή αρτίστα, που συνιστά τη βασική αντίζηλο της μικρής Άντζελας. Την Κλημεντίνη ερωτεύεται παράφορα ο ώριμος κ. Χιουζ, που λειτουργεί ως σπόνσορας του θιάσου του Ντον Καστέλο και επιθυμεί να έχει στο πλευρό του μια νεότερη γυναίκα προσφέροντάς της άνεση και καλοπέραση.
Ο κάθε ήρωας κουβαλά τη δική του ιστορία, σημεία της οποίας φωτίζονται από την αφήγηση και συμβάλλουν στη διαμόρφωση του κάθε ξεχωριστού πορτρέτου νομιμοποιώντας και τη δράση του στην ιστορία που παρακολουθούμε να εκτυλίσσεται μπροστά στα μάτια μας. Στην αφήγηση παρεισφρέουν μαγικά και παραμυθητικά στοιχεία ενισχύοντας την αναπαραστατική της δύναμη, προσφέροντας συγκίνηση και αγωνία στους αναγνώστες-θεατές.
Ένα δεύτερο και, κατά τη γνώμη μου, πιο σημαντικό στοιχείο που έλκει ο συγγραφέας από την παράδοση του λογοτεχνικού-ρεπουμπλικανικού δράματος του 1ου αι. π.Χ. είναι η μεταδραματουργία. Αυτό που ονομάζουμε “μεταλογοτεχνία” ή “μεταθέατρο”. Τα σημεία εκείνα, δηλαδή, στα οποία η ροή της αφήγησης διακόπτεται και παρεμβάλλεται το πρόσωπο του ίδιου του συγγραφέα, συνήθως έμμεσα με το προσωπείο ενός ήρωα, με σκέψεις, συμπεράσματα, ιδέες ή ερωτήματα που απευθύνονται στο κοινό, δημιουργώντας τις προϋποθέσεις ενός ζωντανού διαλόγου. Σταχυολογώ ενδεικτικά ορισμένα χωρία.
Ο αρχιφροντιστής έγνεψε και ο Μακόμο, πίσω από το σκοτάδι, μερικά μέτρα πιο πέρα, συλλογίστηκε τι σκληρή που είναι η ζωή για το μικρό κορίτσι. Τι σκληρή που είναι η αγάπη όταν ντύνει με ελπίδα και καημό τις φτωχικές ζωές… (σ. 25)
[…] Στα παρασκήνια τον χειροκροτεί η μορφίνη, που κλέβει κάθε τι δικό του. «Κοίταξε Πέρι, καμιά φορά μια λάθος απόφαση μπορεί να στοιχίσει. Καλύτερα μείνε, δούλεψε, ίσως φανεί ξανά ο πόλεμος, ο κόσμος είναι μια υαλογραφία έτοιμη να γίνει κομμάτια». (σ. 43)
Ακόμα και για το ίδιο το φόντο, για το τσίρκο, ο συγγραφέας δικαιολογεί την επιλογή του δια στόματος του θεατρώνη. Το τσίρκο οι άνθρωποι της επαρχίας το έχουν ανάγκη.
Τώρα όλοι γύρευαν το τσίρκο του για να συντροφέψουν με λίγη απαντοχή εκείνες τις νύχτες της σιωπής, που περνούν αργόσυρτα γιατί είναι γερασμένες, προτού καν γεννηθούν. (σ. 54)
Και παρακάτω μιλά ο ίδιος ο συγγραφέας απαλλαγμένος από κάθε μάσκα.
Λίγο ακόμη να κρατήσει η φαντασμαγορία και οι χωριάτικες καρδιές ίσως ξεχάσουν, για πάντα, τους δεσμοφύλακες που ρυθμίζουν τον σκοπό του τραγουδιού τους. Ο χειρότερος απ’ όλους είναι ο καιρός, που καταστρέφει τις σοδειές και βυθίζει στη θλίψη τα νοικοκυριά. Γι’ αυτό, λοιπόν, εκεί επάνω φέγγουν καλοστρωμένα τραπέζια, με όλων των λογιών τα καλούδια, με φωτεινά χαμογελαστά πρόσωπα, με τη ζεστασιά μιας ζωής που οι περισσότεροι από το κοινό δεν βίωσαν ποτέ. (σ. 95)
Παράλληλα, ο αναγνώστης βλέπει το ερωτικό ειδύλλιο της Άντζελας και του Πέρι να εκτυλίσσεται παίρνοντας δραματική τροπή με τις συχνές προοικονομίες που παρεισφρέουν στην αφήγηση. Όσο η Άντζελα επιθυμεί να ξεφύγει από τη μοίρα του τσίρκου και να βρεθεί στα μεγάλα παριζιάνικα θέατρα, μελετώντας αρχαίους δραματικούς ρόλους με τη βοήθεια και τη στοργή του συμπαθητικού κ. Λίμπσεϊ, τόσο ο Ντον Καστέλο και η δις Κλημεντίνη μηχανορραφούν εναντίον του ζευγαριού, ο καθένας για τους δικούς του λόγους. Έτσι, προοδευτικά το κωμικό στοιχείο αποτραβιέται από το προσκήνιο και η αφήγηση αρχίζει να μυρίζει αίμα. Το μεταδράμα εντείνει αυτήν την παραδοχή. Διαβάζω:
Τα φώτα χαμηλώνουν˙ αυτή η ιστορία, που ξεκίνησε με κάτι σκόρπιους χαρακτήρες, γίνεται πιο σκοτεινή. (σ. 70)
Η τραγικότητα εμφανίζεται πρώτα ως ρόλος. Συγκεκριμένα, η μικρή Άντζελα, καθόλου τυχαία, υποδύεται και αντιπροσωπεύει την Πενθεσίλεια, τη βασίλισσα των Αμαζόνων, θυμίζοντάς μας τον μύθο της, αλλά και την πολύ γνωστή ομώνυμη τραγωδία (1808) του Γερμανού δραματουργού Χάινριχ φον Κλάιστ (1777-1811). Την τραγική μοίρα της πανέμορφης Πενθεσίλειας που σκότωσε κατά λάθος στο κυνήγι την αδερφή της και η ίδια τραυματίσθηκε θανάσιμα από τον Αχιλλέα, αναλαμβάνει να υποδυθεί στη σκηνή και mutatis mutandis στη ζωή η Άντζελα, την οποία δε θα αφήσει ποτέ να ευτυχήσει ο Ντον Καστέλο.
Διαβάζω μια προοικονομία που μάς φέρνει πλέον κατά μέτωπο αντιμέτωπους με την τραγικότητα της ιστορίας:
Ο Πέρι την αγαπάει και έχει υποσχεθεί «οι δυο μας μια μέρα θα παίζουμε παρέα, δίχως κίνδυνο, εκείνο το σαιξπηρικό έργο που τόσο σου αρέσει και ας τελειώνει με θάνατο. Κάποιος είπε πως και αυτός στέκει το ίδιο κοντά στην ομορφιά». Εκείνη τον φιλά ξανά και ας ουρλιάζει μέσα της η Κασσάνδρα, για το τέλος που φθάνει. (σ. 82)
Τα στοιχεία του μεταθεάτρου και της προοικονομίας αυξάνονται, καθώς οδεύουμε στο τέλος, τεχνουργώντας ένα κρεσέντο που οδηγεί αρμονικά στην κορύφωση του έργου. Μια κορύφωση που δε φέρνει τη λύτρωση και την κάθαρση στους ήρωες, μια κορύφωση που μοιάζει αντεστραμμένη σκορπίζοντας τον θάνατο.
Η Άντζελα-Κασσάνδρα ενεργοποιεί τη ζήλεια, τον θυμό, το μίσος. Η Κλημεντίνη σαν άλλη Κλυταιμνήστρα ενορχηστρώνει το έγκλημα, το τέλος αυτού του θιάσου, πείθοντας τον Ντον Καστέλο να εκδικηθεί. Η ιστορία ολοκληρώνεται με αίμα και αναφαίνεται όλη η τραγωδία της ανθρώπινης περιπέτειας. Η περιπέτεια εδώ χρησιμοποιείται με τη σημασία που αποδίδει στον όρο ο Αριστοτέλης στην Ποιητική. Περιπέτεια είναι η μεταβολή, η ανατροπή, η αναγνώριση. Χωρίς να θέλω να προδώσω το περιεχόμενο της ανατροπής στο έργο και την πρόθεση του συγγραφέα να διατηρήσει αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη μέχρι την τελική έκβαση της ιστορίας, θα σταθώ μόνο σε αυτό που αποκαλούμε ηθικό δίδαγμα, το οποίο συναντούμε στα παραμύθια. Άλλωστε και εδώ έχουμε να κάνουμε με ένα παραμύθι που μας αποχαιρετά νοσταλγικά, όπως γράφει ο συγγραφέας, χαρίζοντάς μας έστω και λίγη από τη σοφία του.
Τα πρόσωπα, γκροτέσκα και συνάμα τραγικά, κινούνται σαν μαριονέτες από τη Μοίρα που κλώθει τη ζωή, το πεπρωμένο, την τύχη τους. Είναι πρόσωπα που ενέχουν σπαράγματα μιας σπασμένης ομορφιάς. Θα μπορούσαμε να τα φανταστούμε σαν παλιές, ξεχασμένες, ραγισμένες κούκλες ενός κουκλοθεάτρου ή ενός θεάτρου σκιών. Εξάλλου, ο συγγραφέας παίζει με τις σκιές και την αλήθεια που εκείνες φέρουν γράφοντας:
Σκεφτήκατε ποτέ, άραγε, γιατί είναι κατάμαυρη στ’ αλήθεια η σκιά μας; Πρόκειται για το φως, που παίζει με τούτον εδώ τον αιώνα της λογικής. (σ. 84)
Έτσι, λοιπόν, τελειώνοντας σιγά σιγά, η πικρή ιστορία αγάπης της δίδας Άντζι Κατέλο και προσέξτε τον υπότιτλο, όσοι δεν έχετε ήδη διαβάσει αυτό το βιβλίο, ή αλλιώς οι Κλημεντίνες του Απόστολου Θηβαίου, που είδαν το φως πολύ πρόσφατα με τη φροντίδα των εκδόσεων Μονόκλ, είναι μια ιστορία που επαναλαμβάνεται εις το διηνεκές. Είναι μια ιστορία για την τραχύτητα της ανθρώπινης μοίρας, για τον αιματοβαμμένο έρωτα, για τους ανθρώπους που παραστράτησαν και λάθεψαν, που πληγώθηκαν, που ηττήθηκαν. Μια ιστορία από ήρωες ευαίσθητους αλλά και τυραννικούς. Μια ιστορία μεταξύ πραγματικού και φαντασιακού, λογικού και παράλογου. Είναι μια ιστορία που φύεται σε μια πάμπ, ένα μοτέλ ή ένα τσίρκο, όπου οι άνθρωποι σκαρώνουν ιστορίες για ν’ αντέξουν τον εαυτό τους και να ξεγελάσουν τη θλίψη τους. Ιστορίες της μιας δεκάρας για να περνά η ώρα της μεσημεριανής σιέστας.
Άλλωστε, όλα αυτά παραμύθια δεν είναι; Παίρνουν, άραγε, ποτέ σάρκα και οστά οι μύθοι και οι ιστορίες αλλοτινών ηρώων που βγαίνουν από το χαρτί και τη σκηνή και χορεύουν μπροστά μας σε μια γιορτή θανάτου που έχει τη γεύση αίματος; Εκείνοι, όμως, επιμένουν και χορεύουν πάντα, για να συναντήσουν την τραγωδία που τους περιμένει στη γωνία, το μελαγχολικό πεπρωμένο τους. Κουβαλούν τις αναμνήσεις τους, τη δυστυχία και τη βία που έζησαν, και κάθε φορά ξαναγράφουν την ίδια ιστορία πυροβολώντας την ομορφιά που τους στοίχισε ακριβά.
Και ίσως να είναι αυτή η δύναμη του Απόστολου Θηβαίου. Κατορθώνει να γράψει ένα βιβλίο που συγκινεί και παράλληλα ωθεί τον αναγνώστη να συλλογιστεί την τραγική ευμεταβλητότητα της ανθρώπινης τύχης στο πλαίσιο ενός πικρά γκροτέσκου κόσμου.