Ανατέμνοντας τη διαλεκτική του έρωτα και της επανάστασης
Στον ποιητικό κόσμο του Αναπληρωτή Καθηγητή του Πανεπιστημίου Πατρών και ποιητή Φάνη Παπαγεωργίου οι πλανήτες μοιάζουν με τους ανθρώπους και οι άνθρωποι με τους πλανήτες. Η τροχιά τους και η θέση τους προσδιορίζονται πάντα σε σχέση με την τροχιά και τη θέση των άλλων. Έτσι και η τροχιά ενός ανθρώπου επηρεάζεται από τη σχέση του με τους άλλους και, περισσότερο, από τη σχέση του με ένα αγαπημένο πρόσωπο. Ο εαυτός περιστρέφεται γύρω από το αγαπημένο πρόσωπο και προσδιορίζεται επί τη βάσει αυτού.
Το εναρκτήριο ποίημα του βιβλίου μάς εισαγάγει σε μια κυκλική τροχιά, με συστατικά υλικά στοιχεία του φυσικού περιβάλλοντος φέροντας, όμως, έντονο συναισθηματικό φορτίο. Ο ποιητής μετέρχεται τεχνηέντως του σχήματος αναδίπλωσης προκειμένου να φτάσει, στο μέσον του ποιήματος, να μιλήσει σε πρώτο πρόσωπο για όσα γεμίζουν το δικό του συναισθηματικό φορτίο με κυρίαρχα τον έρωτα και την κοινωνική πάλη. Η κοινωνική ανησυχία της ποιητικής φωνής ενίοτε συγκρούεται με τη συναισθηματική μοναξιά. Υπάρχουν στιγμές που η απουσία του αγαπημένου προσώπου την οδηγεί σε μικρούς αλλά επώδυνους θανάτους, καθώς η τροχιά της χάνει τον προσανατολισμό της, την κατατρώει, τη λιγοστεύει.
Δύο συνιστώσες αδιαίρετες που τροφοδοτούν και εμπνέουν ακατάπαυστα την ποίηση του Παπαγεωργίου. Ο αναστεναγμός είναι το κύμα/ το κύμα είναι η κίνηση της γης/ η κίνηση της γης το τραγούδι του κοχυλιού/ το τραγούδι του κοχυλιού ο φόβος/ για τις πέτρες που πετάω/ οι πέτρες που πετάω είναι όσα δεν μπορώ να ξεφορτωθώ/ τους έρωτες, τις επαναστάσεις, τα σύννεφα των διαδηλώσεων,/ την πάλη, την ουτοπία/ να ξεφορτωθώ/ τον έρωτα, το κορίτσι με τα φούξια,/ τον καπνό τα βράδια, την αγχόνη/ τον φόβο/ το τραγούδι/ την κίνηση/ το κύμα/ τον αναστεναγμό («Ένας πλήρης κύκλος», σ. 7). Είναι, λοιπόν, η ποιητική φωνή δέσμια σε έναν κύκλο ή ίσως σε μια σκυταλοδρομία που τη σκυτάλη εναλλάξ λαμβάνουν και αλληλοεπηρεάζονται ο έρωτας και η κοινωνική αγωνία.
Στην ποίηση του Παπαγεωργίου ο άνθρωπος δεν απεκδύεται καμία ιδιότητά του ούτε την ατομική ούτε τη συλλογική. Αντίθετα, δημιουργείται με λέξεις διάπυρες ένα ποιητικό ψηφιδωτό, όπου διαστέλλεται η προσωπικότητά του και αναφαίνονται όλες οι διακριτές συναισθηματικές ψηφίδες που τη συνέχουν. Σκιαγραφείται καθαρά ο άνθρωπος που αγαπά να αγωνίζεται και ο άνθρωπος που αγωνίζεται για να αγαπά. Ο Παπαγεωργίου χρησιμοποιεί τόσο εκφραστικά σχήματα όσο και ενδιαφέρουσες λεκτικές συνυποδηλωτικές συνάψεις, προκειμένου να αναπαραστήσει αυτές τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος.
Θα μπορούσαμε να πούμε ότι την ποιητική πρόθεση εκκινεί μία περιπτωσιολογική μελέτη, κάποιες διαπιστώσεις δηλαδή, στις οποίες ο ποιητής καταλήγει μετά από ενδελεχή παρατήρηση σε ό,τι έχει να κάνει με τη ζύμωση των ανθρωπίνων σχέσεων, καταλήγοντας στο συμπέρασμα: σε έναν κόσμο/ που πεθαίνει/ και σε έναν άλλο/ που δεν μπορεί/ ακόμα να γεννηθεί/ η διαλεκτική/ λευκαίνει/ όλες τις αποχρώσεις/ ενοποιώντας τις αντιθέσεις/ με τον ίδιο τρόπο που κάνει/ τα ζεύγη/ ζευγάρια/ και όσους τρώνε μαζί/ συντρόφους («Επαναστατικές δοκιμές», σ. 14).
Στον ρου του χρόνου και της ιστορίας, ο άνθρωπος δοκιμάζεται και ενίοτε αδυνατεί να κυριαρχήσει επί των αναμνήσεών του, επί όσων δηλαδή στοιχείων συνιστούν την προσωπογραφία του. Θυμάται εντονότερα τις αποτυχίες παρά τα επιτεύγματά του, ζυγίζει το παρελθόν με όσα πέτυχε, όσα δεν τόλμησε και όσα δεν κατάφερε. Παλινδρομεί ανάμεσα σε υποθέσεις, προϋποθέσεις και συμπεράσματα. Εγκλωβίζεται στις ατραπούς της σκέψης προσέχοντας συχνά το δέντρο και όχι το δάσος. Ενώ το σώμα του άλλοτε χορεύει κάτω από τη βροχή του έρωτα και άλλοτε λιμνάζει κάτω από τα βαριά σύννεφα του ανεκπλήρωτου πόθου ή της γκριζωπής μοναξιάς. Καμιά φορά αισθάνεται έντονα την ανάγκη να δικαιολογήσει εαυτόν για ό,τι απλώς συνέβη να μην έχει την επιθυμητή κατάληξη. Αυτή η ανάγκη αποκρυσταλλώνεται έντονα στο πολύ κοφτερό ποίημα «Τηλεφώνημα σε μια ρουλέτα» (σ. 48): Κάνε με να χάσω/ έστω να μην κερδίσω/ να έχω τουλάχιστον/ μια δικαιολογία/ για εκείνα που δεν πήγαν καλά/ για τις ανεπάρκειές μου/ μια δικαιολογία/ για τα παιδιά μου/ γιατί ο πατέρας/ δεν έπαιρνε ρίσκα/ γιατί ο πατέρας/ δεν ήταν/ τόσο κακός/ ώστε να τον θυμόμαστε/ σαν βδελυρό υποκείμενο/ και να θέλουμε/ να τον θάψουμε/ ζωντανό.
Στίχο με στίχο βλέπουμε να χτίζεται από τον ποιητή η συλλογιστική του διαδρομή ξεκινώντας, συνήθως, είτε από ένα φυσικό φαινόμενο είτε από μια πολύ απλή, τετριμμένη, πράξη, χειρονομία ή έκφραση. Η συλλογιστική του προχωρά αφήνοντας πίσω της ό,τι περιττό, ειδικεύοντας σε εκείνο που ο ποιητής επιλέγει να ρίξει φως. Όπως κάνει για παράδειγμα στο «Πολυσημειακό ΙΙ» (σ. 23): […] Ο χωρισμός των υδάτων άλλοτε/ διαγράφει πάλι σημεία και δρόμους/ με βάση τις πληγές στο αναμμένο χώμα/ αφήνοντας τα ζωύφια και τα έντομα/ να πατήσουν κάθε επιφάνεια/ ίσως αναζητώντας νερό/ αφήνει τα σημεία του ορίζοντα/ να διαγραφούν στον δρόμο/ τότε είναι η στάλα/ που καθώς εξατμίζεται/ μοιάζει με καρδιά/ δύο άλλων ανθρώπων.
Στην ίδια συλλογιστική ο φόβος λειτουργεί εύλογα ως τροχοπέδη οδηγώντας την ποιητική φωνή σε μια στάσιμη συνθήκη που την αποδυναμώνει. Την ίδια στιγμή όμως ο Παπαγεωργίου ανατέμνει και την ακριβώς αντίθετη πτυχή: τον άνθρωπο, δηλαδή, που αναγνωρίζει τα συμπτώματα του φόβου, αλλά χάρη στην αυτογνωσία και την αυτοπεποίθησή του τα ξεπερνάει. Παρόλα αυτά, υπάρχουν και οι στιγμές που το ποιητικό υποκείμενο με διακριτική πικρία κοιτάζει τον έξω κόσμο και διαπιστώνει τη διασάλευση αξιών και την παραμόρφωσή του στο διάβα του χρόνου. Βλέπει ότι η αγάπη έχει χάσει έδαφος και ότι η ανθρώπινη ζωή μετριέται πλέον με οικονομικούς όρους. Βλέπει το εγώ να έχει υπερκεράσει το εμείς, χωρίς όμως ο λόγος του να χάνει την οπτιμιστική του απόσταξη.
Περισσότερο υπόρρητο στην ποίηση του Παπαγεωργίου είναι το στοιχείο της σάτιρας-ειρωνείας. Δημιουργεί ξάφνιασμα στον αναγνώστη και ένα ελαφρύ, γλυκόπικρο μειδίαμα. Για παράδειγμα, στο ποίημα «Μικρή θεωρία για το καλοκαίρι» (σ. 33) γράφει για τους καλοκαιρινούς έρωτες: Έρωτες που συντηρούνται/ μέχρι το επόμενο (ενν. καλοκαίρι)/ με ημερομηνία λήξης/ σαν κονσέρβα/ τρώγοντας πολύ/ παθαίνεις σκορβούτο. Πρόκειται για ένα στοιχείο που εξελίσσει ο ποιητής προοδευτικά και ήπια, ως μια επιπλέον διάσταση της μοντερνιστικής υφής του ποιητικού του λόγου. Και όπως είχα σημειώσει σε κριτικό σημείωμα για το προηγούμενο βιβλίο του («Με λάθος σκιά», εκδ. Κουκκίδα, 2021), ο Παπαγεωργίου μετέρχεται της ποιητικής γραφής με τρόπο τέτοιο, ώστε η ποιητική φόρμα να μη λειτουργεί εις βάρος του θεματικού πυρήνα του κάθε ποιήματος και το αντίστροφο, πετυχαίνοντας έτσι μια γεωμετρική ισορροπία, η οποία διακρίνει – και τούτη – τη συλλογή σε όλο της το εύρος.
Ο Φάνης Παπαγεωργίου χτίζει γέφυρες με τις λέξεις ή μάλλον χρησιμοποιεί την ποίηση ως γέφυρα για να προχωρήσει από το ατομικό στο συλλογικό. Για να μιλήσει αφενός για τον έρωτα, καταφεύγοντας συχνά σε συνδηλώσεις και παραλληλισμούς με όρους και φαινόμενα της φυσικής επιστήμης. Τον έρωτα που είναι αμιγώς εγκεφαλικός/ κατασκευή/ ένα ημερολόγιο δημιουργίας και καταστροφής/ μια διαδρομή/ από το υποκείμενο/ στο αντικείμενο/ και πάλι πίσω («Υποκείμενο ή αντικείμενο», σ. 56) και αισθητηριακά ενεργοποιεί το σώμα επιτρέποντάς του να καταλάβει ότι ακόμη πάλλεται, ότι ακόμη είναι ζωντανό, και αφετέρου για να ανασυστήσει τη συλλογική συνειδητότητα και να μιλήσει για την πολιτική καταστολή, την ταξική πάλη, την κοινωνική αδικία μετρώντας κάθε φορά τις απώλειες που επισείει ο χρόνος. […] Η απώλεια/ θέλει να ζω στο παρελθόν/ όντας στο τώρα/ ή να ξεχνάω/ για να μπορώ να στέκομαι/ μέσα στο κάθε τώρα// Να κάνω χώρο/ για να γεμίσω πάλι/ ξανά/ με έννοιες/ τις αισθήσεις μου/ πάντα/ με/ νέες/ απώλειες («Η σχέση αισθήσεων και αναμνήσεων», σ. 75).
