Στο διάζωμα των στοχασμών μου
υπάρχει η ποίηση.
Όλγα Οικονομίδου, «Στιγμές», στ. 2-3
Η ποιητική συλλογή Θαμνολίβαδα της λεμεσιανής εκπαιδευτικού Όλγας Οικονομίδου (γένν. 1975) κυκλοφόρησε το 2023 από τις εκδόσεις Μανδραγόρας. Καίτοι πρωτόλεια (άρα, όπως θα ανέμενε κανείς, και με λογής αδυναμίες), η συλλογή αυτή, τελικά, συγκεντρώνει όλα εκείνα τα χαρακτηριστικά που οδηγούν στη διαπίστωση ότι στο μεγαλύτερο μέρος της υπερβαίνει τις παρυφές της πραγματικής Τέχνης – μια διαπίστωση, ασφαλώς, η οποία άλλοτε σε μικρότερο και άλλοτε σε μεγαλύτερο βαθμό, έχει επισημανθεί και από άλλους βιβλιοκριτικούς (Α. Γεωργιάδου, Μ. Σαββίδου-Θεοδούλου, Γ. Πετούση κ.ά.). Μάλιστα, προχωρώντας ένα βήμα παραπέρα, δεν θα ήμασταν υπερβολικοί αν υποστηρίζαμε ότι η συλλογή αυτή οδηγεί τη σκέψη μας στον εκ Λαπήθου πεζογράφο Γιώργο Χαριτωνίδη και τη δική του πρώτη εμφάνιση στα λογοτεχνικά πράγματα του τόπου μας, δηλ. το βραβευμένο μυθιστόρημά του Αναμνήσεις με πολλά κουκούτσια (2003), το οποίο επίσης είναι απαλλαγμένο από τα βαρίδια μιας πρωτόλειας δημιουργίας. (Και μια μικρή λεπτομέρεια: ο Γ. Χαριτωνίδης εξέδωσε το πρώτο αυτό μυθιστόρημά του σε ηλικία 49 ετών, ενώ η Ο. Οικονομίδου τα Θαμνολίβαδά της σε ηλίκια 48 ετών.)
Τα Θαμνολίβαδα εκτείνονται σε 64 σελίδες και απαρτίζονται από 48 ολιγόστιχα, συνήθως, ποιήματα από πέντε έως 27 στίχους, και, στο τέλος, από ένα «παράρτημα» όπου καταχωρίζονται δέκα ποιήματα συνθεμένα σε μορφή χαϊκού. Ο τίτλος της συλλογής, πέρα από την κυριολεκτική σημασία του (: σύνολο από θάμνους· ας αναφερθεί, επίσης, ότι η λ. «θαμνολίβαδα» απαντά στο ποίημα «Αναρρίχηση», στ. 8-11: «Να υποθέσουμε / πως θα γίνουν θαμνολίβαδα / ή πόες / ή αγριολούλουδα»), μπορεί να υποδηλώνει και την ταπεινοφροσύνη της Οικονομίδου, η οποία επιχειρεί την πρώτη επίσημη εμφάνισή της στην κυπριακή και την ευρύτερη νεοελληνική λογοτεχνία.
Τα πλείστα ποιήματα της συλλογής χαρακτηρίζονται από μια αυτεπίστροφη θεματική καταβύθιση, με την έννοια ότι αυτά στρέφονται γύρω από έναν άξονα προσωποκεντρικό. Δεν είναι λίγες οι φορές, άλλωστε, όπου δημιουργείται η εντύπωση ότι η ποιήτρια (ή και: το ποιητικό υποκείμενο) συνομιλεί με το alter ego της το γήινο, έτσι όπως αυτό προβάλλει μέσα από τα σπηλαιώδη βάθη του υποσυνείδητού της και την επαναφέρει στην πραγματικότητα. Παραθέτουμε ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα:
ΜΕΤΡΗΜΑ
Τρία παιδιά είναι ο τόπος μου.
Μπουμπουκιασμένα κλωνάρια στον κάμπο μου.
Δύο οικογενειακοί τάφοι είναι ο τόπος μου
με σώματα ανθρώπων που μ’ ανάθρεψαν.
Ένα ζευγάρι χέρια είναι ο τόπος μου
που γράφουν αταίριαστους στίχους.
[…]
– Καλή μου, σταμάτα το μέτρημα.
Επιπροσθέτως, θα λέγαμε ότι η Ο. Οικονομίδου ασχολείται σε μεγάλο βαθμό με την ίδια την ποιητική τέχνη, τη διαδικασία της γένεσης των ποιημάτων της, κτλ. (π.χ.: «Κυοφορώ λέξεις / παρατεταγμένες / στα τοιχώματα / της μήτρας μου» [«Επίτοκος», στ. 1-4]· γενικά, οι «λέξεις», ως λέξη, συγκαταλέγονται μεταξύ των ανθεκτικότερων οικοδομικών υλικών της ποιητικής της δημιουργίας), υπενθυμίζοντάς μας ότι ποιήματα ποιητικής συνέθεσαν και αρκετοί δόκιμοι ποιητές του παρελθόντος (Κ. Π. Καβάφης, Τ. Σινόπουλος, Κ. Καρυωτάκης, Μ. Σαχτούρης κ.ά.). Πάντως, αν θελήσει κανείς να αναζητήσει τις ψηφίδες που συγκροτούν το δικό της ποιητολογικό μανιφέστο, αρκεί να διαβάσει το παρακάτω ευσύνοπτο ποίημά της, το οποίο, μεταξύ άλλων, δεικνύει ότι για την Ο. Οικονομίδου η ποίηση φαίνεται να λειτουργεί και ιαματικά:
ΛΕΞΕΙΣ
Σε χαρτί λευκό και πρόχειρο
συχνά δεκάδες λέξεις αραδιάζω.
Μικρές, μεγάλες,
απλές ή λιγότερο συνήθεις.
Ωδή στο αναπάντεχο.
Νυν και αεί ονειρεύομαι
και θεραπεύομαι.
Από μια πρώτη ανάγνωση της ποιητικής αυτής συλλογής διαπιστώνουμε – ασμένως – ότι η Ο. Οικονομίδου δεν έχει εγκλωβιστεί στα σιδερένια πλοκάμια του (μετα)μοντερνισμού (οι εξαιρέσεις είναι πραγματικά ελάχιστες· βλ., π.χ., πρόχειρα, τον «λαθρεπιβατικό» στίχο: «δεν φταίω εγώ που μεγαλώνω» στο τέλος του ποιήματος «Αντίγραφο», ο οποίος, ωστόσο, μπολιάζεται γόνιμα στα ευρύτερα νοηματικά συμφραζόμενα). Αντίθετα, η ποίησή της, στο μεγαλύτερο μέρος της, εμφορείται από την αρετή τής εκ του συστάδην λελογισμένης αφηγηματικότητας, η οποία δεν περιπίπτει σε αποδομητικές ή και αποσυναρμολογημένες εξάρσεις.
Άλλες παρατηρήσεις για τα ποιήματα της συλλογής αυτής είναι οι εξής: (α) Η υποδόρια παρουσία της εντοπιότητας, η οποία επιρρωνύεται από την εγκατεσπαρμένη χρήση λέξεων της κυπριακής διαλέκτου (βλ. και το ποίημα «Αγκάλιασμα», που είναι γραμμένο εξ ολοκλήρου στη διάλεκτο)· (β) στα ποιήματα κυριαρχούν (συναισθηματικές ή και άλλες) καταστάσεις όπως η μνήμη, η λήθη, η φυγή, ο νόστος, ο φόβος και η αμφιβολία, οι οποίες, σε μεγάλο βαθμό, καταφέρνουν να δημιουργήσουν μια εσωτερικότερη συνοστέωση, έτσι ώστε το σύνολο των ποιημάτων να μπορεί να διαβαστεί και ως μια πολύστιχη ποιητική σύνθεση (δεν είναι δύσκολο να παρατηρήσει κανείς, εξάλλου, ότι σε μερικά συνεχόμενα ποιήματα υπάρχουν (παρ)όμοιες θεματικές στοχεύσεις, και μάλιστα δοσμένες σε αναβαθμούς: «Κρεμάστρες» –> «Λέξεις»· «Ενεργοποίηση» –> «Αντίγραφο»)· (γ) ο ανθρωπομορφισμός, όπου αυτός είναι ορατός, συμβάλλει καθοριστικά στην αισθητική αρτίωση των ποιημάτων:
ΔΙΑΜΑΡΤΥΡΙΑ
[…]
Μα οι λέξεις μου
παραμένουν μετέωρες
βγάζουν κεφάλι, χέρια, πόδια
αγανακτισμένες
βγαίνουν στο πεζοδρόμιο ν’ ανασάνουν
διαδηλώνοντας τη θλίψη τους.
[…]·
(δ) τα ποιήματα, με λιγοστές εξαιρέσεις, είναι γραμμένα σε α΄ πρόσωπο ενικού, γεγονός που προσδίδει περισσότερη αμεσότητα, αληθοφάνεια, πειστικότητα και, το κυριότερο, εξομολογητικό τόνο· (ε) σε άλλα ποιήματα φαίνεται να κυριαρχεί ένας όψιμος νεοσυμβολισμός, με πιο πειστικό παράδειγμα το ποίημα «Καντηλάκια» (βλ., επίσης, τον συμβολισμό που αποκτούν το «γουδί» και το «γουδοχέρι» στο ποίημα «Μεγάλη Πέμπτη»)· (στ) εντυπωσιάζουν οι διάσπαρτοι ποιητικοί φρασεολογισμοί, οι οποίοι εμφανίζουν μια διαφορετική (μεταφορική, συνήθως) σημασία σε σχέση με τις επιμέρους λέξεις τους: «με βλέμμα αλιευμένου χρυσόψαρου» («Πιθανότητα», στ. 19), «υδρατμοί ενοχής» («Υπόσχεση», στ. 5), «στα χρόνια της ομίχλης» («Πάμφωτη μέρα», στ. 13), «ενδύομαι τα παραπονεμένα μου αποσιωπητικά» («Αντίγραφο», στ. 19), «βαρύ περιδέραιο στίχων» («Σκέψεις», στ. 13), καθώς και οι γευστικές και οσφρητικές αλληλουχίες: «βαζάκι μαρμελάδας» («Αεροστεγώς», στ. 3) – «μπουκάλι ακριβής κολόνιας» (ό.π., στ. 8), οι ποικίλες αυξομειώσεις του φωτός: «φως», «ξημέρωμα», «πρωί», «καντηλάκια», «πυγολαμπίδες», «ημίφως», «πάμφωτη μέρα», και η λογοπαικτική διάθεση: «Λάθη επί λαθών κατά λάθος / ω λάθος μου, / εντός μου πάθος» («Το λάθος», στ. 12-14)· (ζ) το κοινό – σε αρκετούς ποιητές – μοτίβο/συνταίριασμα της ακουστικής σιωπής εντοπίζεται και στην υπό παρουσίαση συλλογή: «Στα αυτιά μου ακούω ακόμη / την πικρή σιωπή τους» («Απογοήτευση», στ. 4-5)· (η) η έντονη συγκίνηση που προκαλούν ποιήματα και στίχοι που αναφέρονται στη μητέρα της ποιήτριας, τη Στέλλα· (θ) σε ένα δεύτερο επίπεδο ενυπάρχει και το θρησκευτικό στοιχείο (βλ., π.χ., το ποίημα «Μεγάλη Πέμπτη»· (ι) η «σκόνη», η οποία επανεμφανίζεται, σχετίζεται πάντα με τις αναμνήσεις της ποιήτριας: «Κι εσύ γίνεσαι σκόνη / κατακάθεσαι παντού / τόσο / που σε εισπνέω / για να καλύψω τα κενά στις μέρες μου» («Σκόνη», στ. 7-11)· όσον αφορά το διακειμενικό φάσμα, είναι σαφές ότι η ποιήτρια «συνομιλεί» θεματικά και λεκτικά με τον το Κ. Π. Καβάφη, μολονότι, κατά τη γνώμη μας, σε ορισμένες περιπτώσεις, κάτω από τα ποιήματα, ανιχνεύεται και το υφολογικό υπόστρωμα του πεζογραφικού Α. Σαμαράκη.
Κλείνοντας, είναι σαφές ότι τα Θαμνολίβαδα της Οικονομίδου δεν θα περάσουν απαρατήρητα, θα καλύψουν αρκετά αναγνωστικά χιλιόμετρα και θα προκαλέσουν το ενδιαφέρον αρκετών ακόμη κύπριων και εξ Ελλάδος μελετητών. Ειδικά το εξαίσιο ποίημά της με τίτλο «Θνητότητα», το οποίο ερείδεται στον μύθο του Τιθωνού και της Ηούς, θα μπορούσε να ενταχθεί στα σχολικά ανθολόγια της κυπριακής μέσης εκπαίδευσης και να αξιοποιηθεί ποικιλοτρόπως κατά τη διδακτική πράξη.
Δρ. Κυριάκος Ιωάννου Λευκωσία, 30 Ιανουαρίου 2025
Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου