You are currently viewing Έφη Φρυδά: Λοχ Νες

Έφη Φρυδά: Λοχ Νες

Ο Θόδωρας δούλευε στο σουβλατζίδικο του Βαρτάν στο Μοναστηράκι. Μέρα-νύχτα ιδρωκοπούσε πάνω από τη φωτιά, την τσίκνα και τις μυρωδιές, αλλά ποτέ δεν παραπονιόταν, αντιθέτως του άρεσε. Γιατί έτσι βρισκόταν σε διαρκή επαφή με τη Ρίτσα, τη μακαρίτισσα τη μάνα του, που είχε τη διάσημη ομώνυμη  ψησταριά και έκανε το καλύτερο κοντοσούβλι της Λάρισας. Θυμόταν πως είχε μια αλλόκοτη επίδραση σε όλους τους τρώγοντες το κοντοσούβλι αυτό γιατί, εκτός από το ότι ήταν πεντανόστιμο, τους έριχνε σε μια απίστευτη αλλά απολύτως ευπρόσδεκτη χαύνωση. Βλέπετε στη λαρισαϊκή γειτονιά του, το Παπαρούνι, ήταν όλοι τους δουλευταράδες – ναι, πιστέψτε το! – και χρειάζονταν κάποια βοήθεια για να κουλάρουν οι άνθρωποι. Βέβαια τελικά, μετά θάνατον, μαθεύτηκε ότι η μάνα του έβαζε κωδιά μες στο κοντοσούβλι της και ότι εκεί οφειλόταν η χλαπάτσα στην οποία περιέρχονταν αύτανδροι οι θαμώνες της ψησταριάς της μετά την κατανάλωσή του. Αυτό, για μερικούς αποτελούσε πλήγμα στην υστεροφημία της κυρίας Ρίτσας. Κάποιοι άλλοι όμως διαφωνούν καθέτως. Αυτοί οι κάποιοι συγκροτούν μια τάση, όλο και διογκούμενη στην πατρίδα μας, η οποία υποστηρίζει την επιστροφή στη Μητέρα Φύση, και πιο συγκεκριμένα στα προϊόντα της και στις ευρύτερες χαρές και χάρες τους, διατεινόμενοι ότι η κυρία Ρίτσα έπρεπε να εντρυφήσει και να πειραματιστεί με μεγαλύτερη επιμονή και συνέπεια πάνω στις ευφορικές και υπνοφορικές ιδιότητες και άλλων βοτάνων από τα τόσα και ενδιαφέροντα που βρίθουν στην ελληνική ύπαιθρο. Στην κατάσταση που βρίσκεται η οικονομία της χώρας ο κλάδος αυτός της βοτανολογίας θα ήτανε ταμάμ. Άσε που θα κλείναμε και το στόμα όσων  διαμαρτύρονται ότι αφήνουμε ανεκμετάλλευτο τον φυσικό πλούτο του τόπου.

poppies, by Irving Penn,1969

Για να επανέλθουμε όμως στο θέμα μας, ο Θόδωρας που λέτε, ακολουθώντας την τοπική παράδοση, ήταν πολύ εργατικό και μερακλίδικο παλικάρι. Επιπλέον, η άφιξή του στην Αθήνα του προσέδωσε και άλλα χαρίσματα. Εκτός από το ότι τον μεταμόρφωσε σε κοσμοπολίτη στο πιτς φιτίλι, όπως άλλωστε γίνεται συνήθως, εμπλούτισε την ψυχοσύνθεσή του με έναν περαιτέρω κουλ αέρα. Γιατί σε μια μεγαλούπολη που εκρήγνυται συλλήβδην και αναφανδόν το άτομο σώζεται μόνο διατηρώντας τις αντιστάσεις του. Και ο Θόδωρας – τον οποίον παρεμπιπτόντως ο Αρμένης εργοδότης του Βαρτάν βάφτισε Τεό – δεν χρειάστηκε παρά ελάχιστο χρόνο συναναστροφής και συγχρώτισης με τους κατοίκους της μεγαλειομιζεριώδους πόλης μας, που η γενικότερη ατμόσφαιρά της, οφείλουμε να επισημάνουμε, επιδρούσε πάνω τους όπως η κωδιά της μάνας στους συντοπίτες του.

Ο Τεό ήταν μορφωμένο και καλλιεργημένο παιδί. Είχε διατελέσει ψήστης στο Πανεπιστήμιο του Μπέρκλεϋ. Η ξεγοφιασμένη μάνα του είχε ψήσει μίλια κοντοσούβλι για να αναθρέψει τον μοναχογιό της, στο Μινσκ θα έφθαναν, ξεκινώντας από τη Λάρισα αλλά και από την Αθήνα μη νομίζετε, αν τα έβαζες το ένα πίσω απ’ το άλλο. Ο Τεό λοιπόν στο σουβλατζίδικο όπου έβγαζε το ψωμί του – μαζί με μερικά σουβλάκια, μην παραλείψουμε να το ξαναπούμε – γνώρισε την Γκούντρουν. Η Γκούντρουν ήταν κομμώτρια με καταγωγή το παραποτάμιο Μάινχαϊμ της Γερμανίας. Μια κουκλίτσα ήταν, κάτι σαν νεαρή Νίνα Χάγκεν, αλλά στο περισσότερο διαταραγμένο δείτε το. Ο έρωτάς τους ήταν τόσο σφοδρός που η Γκούντρουν εγκατέλειψε μια λαμπρή καριέρα κομμωτικής, που θα προσέφερε μια κάποια καλαισθησία η οποία ήταν τόσο απαραίτητη στον τόπο της, στην πόλη των τροχοφόρων εφευρέσεων, και πήρε την απόφαση να ταχθεί ψυχή τε και σώματι – κυρίως το τελευταίο – στη δική μας μαγική πόλη. Υπήρχε βέβαια και ένας βαθύτερος λόγος για τη μετανάστευσή της. Το κορίτσι αυτό είχε συστηματικά, με τη χαρακτηριστική τευτονική μεθοδικότητα, επιχειρήσει να πάρει όλο το Σίγμα του τηλεφωνικού καταλόγου του ομοσπονδιακού κρατιδίου Βάδης-Βυρτεμβέργης, κάτι που αντί για ευφορική διάθεση, που ήταν άλλωστε ο αρχικός της στόχος, της είχε δημιουργήσει μια τρομερή ζαλάδα λόγω των επαναλαμβανόμενων και μηχανικών κινήσεων – όπως θα υποστήριζε κάποιος ατυχής που δεν απολαμβάνει το σεξ.

Jennifer Knaus

Νά λοιπόν που φθάσαμε στο θέμα μας. Η Γκούντρουν είχε έρθει στην Αθήνα με σκοπό να αλλάξει παραστάσεις και παρτνέρ, ωστόσο η εγκατάστασή της στον τόπο μας οφειλόταν σε μια κάποια παρεξήγηση θα λέγαμε. Φήμες στη δική της πολλαπλώς παγωμένη, λόγω ποικιλόμοφων αγκυλώσεων, πατρίδα έλεγαν ότι, χάρις στο κλίμα, οι Μεσογειακοί άντρες – και δη οι Έλληνες – είναι φλογεροί εραστές. Συμπατριώτες συμπαθήστε με. Σας αγαπώ όλους. Εγώ μαζί σας, μη φανταστείτε. Ωστόσο έργο κεφαλαιώδες για μας, αυτή την εποχή που έτυχε να ζούμε, είναι να σπάσουμε τα στερεότυπα και να επινοήσουμε νέα πρότυπα και φαντασιώσεις. Ο κόσμος αλλάζει άρδην και εμείς οφείλουμε, αφουγκραζόμενοι τις τροποποιημένες απαιτήσεις του, να σπεύσουμε να τις ικανοποιήσουμε, να ελιχθούμε, να προσαρμοσθούμε, να επινοήσουμε έναν νέο Έλληνα.

Η μπαϊλντισμένη που λέτε από τη γοτθική αγαρμπία Γκούντρουν επιζητούσε μια περισσότερο «παθιασμένη», ας το πούμε έτσι, εκδοχή του έρωτα. Όμως ο δικός μας ο Τεό από την άλλη, κατά πρώτον, λόγω υπερβολικής κωδιάς στην παιδική και εφηβική ηλικία, κατά δεύτερον, λόγω παγιωμένου συλλογικού ασυνειδήτου της ευρύτερης περιοχής Λαρίσης, και κατά τρίτο, λόγω της νεοαποκτηθείσας και βαθιά εδραιωμένης απάθειας της πόλης των Αθηνών, παραήταν ψύχραιμος για τα γούστα της σεξουαλικής ακτιβίστριας Γκούντρουν. Ο νεαρός προβληματίστηκε αλλά, ως γνωστόν ο πολύς προβληματισμός έχει τα αντίθετα αποτελέσματα. Η κατάσταση ήταν απελπιστική.

Και τότε, ως από μηχανής θεός, προέκυψε ο παστουρμάς.

Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα – ξανά – από την αρχή. Ο Βαρτάν, καθότι Αρμένης όπως είπαμε, διέθετε πολλές ακόμα λιχουδιές εκτός από σουβλάκια, στο μαγαζί του. Είχε, λόγου χάριν, ωραιότατο παστουρμά από του Μιράν. Πώς το ‘φερε τώρα η τύχη και ο Τεό – που ήταν και ολιγόφαγος – γεύθηκε ένα κομματάκι παστουρμά και μάλιστα χωρίς να αφαιρέσει το περιβάλλον καφτερό τσιμένι. Ε, αυτό ήταν. Ο νεαρός μας πήρε κυριολεκτικά φωτιά. Η σεξουαλικότητά του απογειώθηκε. Ουρανομήκεις εκστατικές κραυγές ακολουθούσαν την εκφορά του κομψού και εύηχου ονόματος της Γερμανίδος από το ευωδιαστό στόμα του Τεό – Γκούντρουν! (πολλάκις) – υπό τη μουσική υπόκρουση των Βαλκυριών του Βάγκνερ που εκείνη συνήθως επέλεγε ως επιδρομική επένδυση των ερωτικών τους στιγμών.

Τα ευχάριστα όμως για το ερωτευμένο ζευγάρι δεν σταματούν εδώ. Το υπέροχο ήταν ότι και η γενικότερη συμπεριφορά του Τεό έπιασε κόκκινο. Μπορεί βέβαια αυτό να οφειλόταν σε ένα απλό όσο και σύνθετο αλλεργικό φαινόμενο, ωστόσο εμάς μας ενδιαφέρει το αποτέλεσμα, το γεγονός δηλαδή ότι ο παστουρμάς έσωσε τη σχέση Γκούντρουν–Τεό. Από κει και πέρα ο Θόδωρας – γιατί βεβαίως δεν ανεχόταν πλέον να τον αποκαλούν με το χλεχλέδικο όνομα Τεό – δεν άφηνε ευκαιρία για καβγά. Μετά βίας συγκρατιόταν να μην πλακωθεί με τους πελάτες και το αφεντικό του. Και φυσικά δεν χαριζόταν στους συναδέλφους του σερβιτόρους όταν έβγαιναν έξω με την καλή του. Την τιμητική τους είχαν οι σερβιτόροι του μνημειώδους χλιδής και κύρους και προσφάτως πολύπαθου G.B.Corner. Ήταν τέτοιο το μένος του που θα ‘λεγε κανείς ότι επρόκειτο για μίσος ταξικό. Αλλά, φίλοι μου, μην καταδεχθείτε μια τέτοια σκέψη. Γιατί, σε πείσμα του βιοποριστικού του επαγγέλματος, ο Θόδωρας ήταν πραγματικός άρχοντας.

Το καλύτερο, και εννοούμε φυσικά το πιο αφροδισιακό, για το ζεύγος ήταν όταν ο Θόδωρας έπιανε το τιμόνι. Εκεί όλα όσα λένε για τους οδηγούς και τον πραγματικό τους χαρακτήρα αποδεικνύονταν αληθινά. Ή αυτή ήταν τουλάχιστον η ελπίδα της ζουρλο-Γκούντρουν. Μούντζες, δάχτυλα, βρισιές και όλα τα συναφή βρισκόταν στην ημερήσια διάταξη. Η Γκούντρουν ήταν τρισευτυχισμένη, γιατί το όνειρό της είχε γίνει πραγματικότητα. Σε μια πόλη που στην πλειοψηφία της κοιμόταν τον ύπνο του δικαίου – μέχρι που οι άδικοι, σαν τον Μακμπέθ, της πήραν τον ύπνο –  η φλογερή Γερμανίδα είχε βρει το ταίρι της. Και μια που αναφέραμε τον Μακμπέθ συνεχίζουμε συνειρμικά· πάλι καλά που δεν του ζήτησε να λιώσει σαν κατσαρίδα κανέναν πεζό για να ικανοποιηθεί η σύγχρονη εκδοχή της αιμοδιψούς λαίδης. Το σημαντικό πάντως είναι ότι όλα πήγαιναν ρολόι για τον Θόδωρα και τη Γκούντρουν μας.

Urban vision. Artwork by Rudolf Schlichter

Ώσπου μια μέρα εκείνη, με την τυπική γερμανική κατηγορηματικότητα και αποφασιστικότητα, ανήγγειλε ότι θα έκλεινε οριστικά αυτό τον κύκλο έρωτος για να συνεχίσει το έργο της ως προς την αναζωπύρωση και την εις βάθος καλλιέργεια μιας όλως διόλου κίνκι πλευράς της σεξουαλικής ζωής των Αθηναίων. Συγκεκριμένα η Γκούντρουν πίστευε ότι αυτή τούτη η ιδία ήταν Η Λύση για τους ταλαίπωρους κατοίκους της πόλης μας. Εν ολίγοις, η Γκούντρουν, σαν μια νέα Μάτα Χάρι, βρισκόταν στην πατρίδα μας σε υπηρεσιακή αποστολή, έτσι το είχε άλλωστε και αρχικά συλλάβει. Μια αποστολή η οποία, σημειωτέον, προσιδίαζε με τη δεδομένη περιρρέουσα γερμανοκαθοδηγούμενη πραγματικότητα. Ο τομέας της σεξουαλικότητας άλλωστε είναι κεφαλαιώδης για έναν λαό, για ένα έθνος. Τι κι αν ο αλήστου μνήμης Κίσινγκερ ισχυριζόταν ότι, για να συνετίσεις, για να καθυποτάξεις τον δυσκολοκυβέρνητο Έλληνα, οφείλεις πρωτίστως να πλήξεις τη γλώσσα του. Εμείς εδώ ρίχνουμε στο τραπέζι μια νέα άποψη. Η σεξουαλικότητα και οι ποικίλες εκφάνσεις της, αποτελούν μια καινοτόμα και δραστική προσέγγιση, ένα δημιουργικό όπλο το οποίο δεν πρέπει να υποτιμηθεί, διότι δίνει πρόσβαση στον ψυχικό πυρήνα που, όπως έχει αποδειχθεί επιστημονικώς, συγκοινωνεί άμεσα με την περιοχή από τη μέση και κάτω. Με λίγα λόγια, η Γκούντρουν είχε αναλάβει καθήκοντα μιας σεξουαλικώς διακείμενης πρακτόρισσας η οποία σκοπό είχε να εισχωρήσει στην – κατά τη γνώμη της πάντα, να εξηγούμεθα για να μην παρεξηγούμεθα από τα αγόρια μας – ανεξερεύνητη και νευραλγική πλευρά του ερωτικού Έλληνα.

Έτσι, κρατώντας τον τηλεφωνικό κατάλογο ξανά ανά χείρας, η Γκούντρουν ανακοίνωσε στον Θόδωρα ότι προτίθετο να καταπιαστεί με τους τυχερούς των οποίων το επώνυμο άρχιζε από Ταυ. Γιατί το γράμμα αυτό ακολουθεί το Σίγμα τόσο στο γερμανικό όσο και στο ελληνικό αλφάβητο – νομίζω – συνεπώς μπορούσε να συνεχίσει από εκεί που είχε σταματήσει. Γιατί, «Σύμφωνα με τον Φρόυντ», πληροφόρησε η σταυροφόρος Γκούντρουν τον Θόδωρα, «το σεξ είναι ο βασιλικός δρόμος προς το ασυνείδητο». «Τι λες μωρή άσχετη!» αναφώνησε εκείνος. «Ο Φρόυντ είπε ότι τα όνειρα είναι ο βασιλικός δρόμος προς το ασυνείδητο». «Ε, τι σεξ, τι όνειρα, μην κολλάς τώρα. Το θέμα είναι ότι οι άνθρωποι εδώ χρειάζονται βοήθεια απ’ τον βορρά». «Μα η Γερμανία δεν είναι στο βορρά», διασαφήνισε με βεβαιότητα εκείνος. «Η Γερμανία είναι στη δύση, από τη δύση χρειαζόμαστε βοήθεια, στο βορρά είναι η Φινλανδία». «Κάνεις λάθος, η Φινλανδία είναι ανατολικά». «Δεν ξέρεις που παν τα τέσσερα βουργουνδικό βούρλο!» ξέσπασε ο Θόδωρας με την οργή και το πάθος που προσδίδει η συστηματική και οργανωμένη κατανάλωση τσιμενοπεριβεβλημμένου παστουρμά. «Ανατολικά είναι η Τουρκία. Και νότια η Αφρική. Νομίζω».

Το ζευγάρι, παρά τo φιλότιμα προσβλητικό ύφος του Θοδωρή, χώρισε λόγω ασυμβίβαστων γεωγραφικών όσο και άλλων διαφωνιών, και η Γκούντρουν, ανεξάρτητα από ποιο σημείο του ορίζοντα καταγόταν, ρίχτηκε στη συνέχιση του θεάρεστου έργου της στον Νότο. Γιατί το σεξ μπορεί να μην είναι ο βασιλικός δρόμος προς το ασυνείδητο, είναι όμως ο βασιλικός δρόμος προς πάσαν άλλη κατεύθυνση και προσανατολισμό. Νομίζω.

Όμως φίλοι μου, μη λυπάσθε για τον συμπατριώτη μας, τον Θόδωρα. Γιατί αυτός  μπόρεσε να ξαναγίνει Τεό και να ηρεμήσει ο άνθρωπος – θέτοντας τέρμα επιτέλους στην κατανάλωση του ξεσηκωτικού παστουρμά – σε μια πόλη, μια χώρα μυθική και γαλήνια σαν τη λίμνη του Λοχ Νες.

Μια πόλη, μια χώρα που ωστόσο περιμένει, ως φαίνεται, την τρομακτική εμφάνιση του επωνύμου τέρατος, το οποίο λέγεται πως, με μια αντίστροφη λογική της κλιματικής αλλαγής, έχει κατέβει στα μέρη μας, μετατόπιση η οποία πανθομολογουμένως πρέπει να συνδέεται ΚΑΙ με την τσίκνα από το σουβλατζίδικο του Βαρτάν – και αυτό όπως η Γκούντρουν μας δηλαδή – και, κάτω από τη στιλπνή επιφάνεια της πλατείας συντάγματος, κάτω από τα έγκατα της Βουλής, μας ετοιμάζει την επανεμφάνισή του, τούτη τη φορά σε μια χώρα του Νότου, ομοιοπαθώς εν βυθίσει που, μες στην διαρκή της οικονομική αναβάθμιση, απολαμβάνει να αναβιώνει και το βαθύτατο φολκλόρ, τόσο βαθύ και αρχαϊκό που, εν προκειμένω, έχει υιοθετήσει και αυτό μιας αλλότριας χώρας, αναμένοντας με κομμένη την ανάσα τη φρικτή υποβρύχια αναταραχή και τις αέρινες μπουρμπουλήθρες που η Νέσσι και κάθε Νέσσι της αφασίας της Αθήνας κοιμωμένη, θα προκαλέσει προκειμένου να υλοποιηθεί ακόμα ένας μύθος. Και κάθε μύθος.

 

 

Έφη Φρυδά

Η Έφη Φρυδά γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα, σε ένα ωραίο (ακόμα) κομμάτι του ιστορικού κέντρου. Σπούδασε Αγγλική Φιλολογία και Οικονομικά. Ασχολείται με τη λογοτεχνική μετάφραση σε όλη σχεδόν την ενήλικη ζωή της. Έχει μεταφράσει, μεταξύ άλλων, συγγραφείς όπως Ντύλαν Τόμας, Ντ. Χ. Λώρενς, Τ. Χάρντυ, Ε.Μ. Φόστερ, Ι. Ουόρτον, Κ. Μπλίξεν, Τζ. Μπόλντουιν, ΝτεΛίλλο, Τζ. Κ. Όουτς, Μπουκόφσκι, Ρούσντι, Γκόλντινγκ, Ντ. Τζόνσον, Χ. Σέλμπι, Σ. Μπέλοου, Π. Χάισμιθ, Όσιαν Ουόνγκ. Ήταν υποψήφια για το Βραβείο καλύτερης μετάφρασης του Ευρωπαϊκού Κέντρου Λογοτεχνίας και επιστημών του Ανθρώπου (ΕΚΕΜΕΛ) και για το βραβείο καλύτερης λογοτεχνικής μετάφρασης του Athens Prize Festival. Έχει επίσης μεταφράσει δοκίμια ψυχανάλυσης και ψυχολογίας, έχει συνεργαστεί με το Μουσείο Μπενάκη και έχει συγγράψει και επιμεληθεί κείμενα καταλόγων για εκθέσεις. Αγαπά με πάθος τις εικαστικές τέχνες και ασχολείται με την έρευνα και συγγραφή σχετικών άρθρων. Συνεργάστηκε με την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες, ασχολήθηκε με το Θέατρο στην Εκπαίδευση και εργάστηκε ως μεταφράστρια για κείμενα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Γράφει ποίηση.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.