You are currently viewing Έφη Φρυδά. “Old shoes”

Έφη Φρυδά. “Old shoes”

Old Shoes[1]

Συχνά μια συνάντηση από τα παλιά σε καλεί να επιστρέψεις στο παρελθόν, στον παράδεισο και την κόλαση της εφηβείας. Κι είναι σαν να μπαίνεις και σουλατσάρεις αμέριμνος σε έναν ολάνθιστο αγρό, όπου οι βολβοί των ανθών είναι συχνά παραχωμένες νάρκες που σκάνε κάτω από τ’ ανυποψίαστα πόδια σου. Γιατί ξάφνου γίνεται μια ανάρτηση, μια εικόνα προβάλλεται στην οθόνη του νου και κινητοποιεί παραστάσεις λησμονημένες, παραμερισμένα συναισθήματα. Και τότε τα ατάραχα νερά της μνήμης, μιας λίμνης ιδανικά τακτοποιημένης, αρχίζουν να κοχλάζουν φέρνοντας στην επιφάνεια πράγματα κολλημένα στον βυθό. Και, σαν τον ψαρά που, γεμάτος χαρά τραβάει την πετονιά νομίζοντας ότι έπιασε σπαρταριστό λαβράκι, διαπιστώνεις ότι αυτό που πιάστηκε στ’ αγκίστρι σου δεν είναι παρά ένα λασπωμένο, βρομερό παλιοπάπουτσο που το ‘χες πετάξει εκεί για να το ξεφορτωθείς, να το ξεχάσεις.

Η Εύα είχε τέτοια χαρά που θα ξανάβλεπε τη Χριστίνα έπειτα από σχεδόν δυο δεκαετίες, που ανέβαλε ότι είχε να κάνει εκείνη τη μέρα. Ήθελε να αφιερώσει όλο της τον χρόνο στο μαγείρεμα και την προετοιμασία του σπιτιού.

Στο γυμνάσιο τα δυο κορίτσια ήταν αχώριστα, συμπλήρωναν η μία την άλλη. Και αυτό επειδή βρίσκονταν στον αντίποδα η μια της άλλης. Αυτός ακριβώς ήταν και ο λόγος που τις είχαν βάλει στο ίδιο θρανίο. Η Χριστίνα ήταν η επιμελής, η φιλότιμη μαθήτρια, τύπος και υπογραμμός στην τάξη. Η Εύα ένας σίφουνας, σπάνια διαβασμένη, κατ’ εξαίρεση έφερνε σάκα στο σχολείο. Έτσι οι καθηγητές τις έβαλαν μαζί με την ελπίδα μιας κάποιας ώσμωσης που θα συμμάζευε κάπως την Εύα κι ίσως έκανε τη δουλειά τους ευκολότερη. Όμως η Εύα δεν καταλάβαινε απ’ αυτά. Μέχρι να τελειώσει το λύκειο ήταν η πέτρα του σκανδάλου πίσω από κάθε αταξία, κάθε διαβολιά. Θα ‘λεγε κανείς ότι η παρέα της με τη Χριστίνα όχι απλώς δεν την ηρέμησε, αλλά τη φρένιασε ακόμα περισσότερο. Ακουμπώντας στη σταθερά της φίλης της μπορούσε να εκτροχιάζεται όσο ήθελε. Μαγκιά μου, έλεγε όταν παραδομένη σε μια άγρια εφηβεία έχανε τα μυαλά της με κάποιο γκόμενο, όταν ξερνούσε στα αποχωρητήρια κάποιου σκοτεινού μπαρ. Εκείνη είχε τη Χριστίνα, το Χριστινάκι της να την επαναφέρει. Να μαζεύει τα κομμάτια της όταν γινόταν λιώμα. Η Εύα ήταν διαβόητη για τους έρωτές της, ανεμοδούρι που σκορπούσε και μάζευε δράματα πολλά.

 

art Wolf Alice ,by Gina Litherland, 2011

Με μια πλατιά χειρονομία ίσιωσε τώρα το λινό τραπεζομάντιλο στο τραπέζι της τραπεζαρίας. Άνοιξε τον μπουφέ και έβγαλε το πορσελάνινο σερβίτσιο, τα κρυστάλλινα ποτήρια και τα καλά μαχαιροπίρουνα. Τα καλύτερα για την παλιά μου φίλη. Να μην πει κιόλας ότι δεν έχουμε, σκέφτηκε τσιτωμένη. Βλέπετε η Χριστίνα είχε αξιοποιήσει την εξυπνάδα της, είχε στρωθεί στη μελέτη και κατάφερε να κάνει καριέρα αξιοζήλευτη. Μάλιστα από ένα σημείο και μετά δεν έκανε τίποτα άλλο, μόνο διάβαζε. Η Εύα, από την άλλη, παντρεύτηκε σχετικά νωρίς, εκπλήσσοντας τους πάντες που περίμεναν αυτή τη «μοιραία τύπισσα» να συνεχίσει να ροβολάει στα μπαρ καίγοντας καρδιές και τσουρουφλίζοντας τη δική της. Εκείνη όμως δεν ανταποκρίθηκε στον ρόλο μέχρι τέλους, απογοητεύοντας κυρίως τον αντρικό πληθυσμό της συντροφιάς αλλά και κάποιες κοπέλες που στο πρόσωπό της έβλεπαν κάτι σαν τον εκδικητή που έπαιρνε το αίμα τους πίσω. Οι περισσότερες βέβαια ανακουφίστηκαν, θα το παραδεχτούμε. Η Εύα ήταν σαν να μπαΐλντισε από τη διανομή, δεν ξέρω, και υιοθέτησε έναν κόντρα ρόλο. Οικοκυρά. Ίσως σκέφτηκε ότι δεν αξίζει τόσος κόπος, τόσα ξενύχτια και καρδιοχτύπια. Ίσως κουράστηκε. Παντρεύτηκε ένα συνομήλικό της που εργαζόταν στο εργοστάσιο της Κόκα Κόλα, και τώρα με την οικονομική κρίση ήταν αναγκασμένη να δουλεύει και αυτή για να τα βγάζουν πέρα. Είχε βρει, μέσω μιας φίλης, δουλειά σαν μπέιμπι σίτερ για να τσοντάρει στα πενιχρά οικονομικά του σπιτιού.

Όσο για τη φιλία των δυο κοριτσιών, αυτή χαλάρωσε με τον καιρό, είχε από ένα σημείο και μετά ατονήσει. Η Εύα παραξενεύτηκε λιγάκι στην αρχή –μια αρχή που παρεμπιπτόντως δεν μπορούσε να εντοπίσει πότε ακριβώς ήταν. Η μνήμη της χανόταν στους δαιδαλώδεις της διαδρόμους, σε εκείνη τη γαλήνια λίμνη που λέγαμε. Μπορεί να έπαιξε ρόλο και ο χωρισμός της Χριστίνας από τον Παναγιώτη, τον πρώτο της έρωτα, που έγινε μάλλον ξαφνικά. Πάντως το θέμα είναι ότι η Χριστίνα σαν να πάγωσε, σαν να έφυγε μακριά πριν ακόμα ξενιτευτεί. Μήπως ήταν αυτό, μήπως τ’ άλλο; αναρωτιόταν η Εύα κατά καιρούς. Ε τι να κάνουμε, έτσι γίνεται με τις περισσότερες παιδικές και εφηβικές φιλίες, κατέληγε. Μεγαλώνουμε, αλλάζουμε, η ζωή μας πάει αλλού. Φυσικό είναι, έτσι συμβαίνει σε όλους. Άλλωστε η Χριστίνα είχε από χρόνια φύγει από την Ελλάδα. Είναι δύσκολο να διατηρήσεις μια σχέση από απόσταση. Το θέμα έκλεισε.

Τώρα άνοιξε την πόρτα της μικρής αποθήκης χωρίς για να ανάψει το φως για να πάρει τις πατάτες. Αλλά καθώς έκανε να σκύψει είχε μια αλλόκοτη αίσθηση. Στο στενό άνοιγμα της πόρτας το σκοτάδι πύκνωσε και πήρε ανθρώπινο σχήμα. Μια απροσδιόριστη φιγούρα υλοποιήθηκε λες μπροστά της, δυο μάτια την κοίταξαν από την άλλη πλευρά. Η Εύα ανοιγόκλεισε τα δικά της και η εικόνα χάθηκε. Για μια στιγμή έμεινε κοκαλωμένη. Ένα μετείκασμα, μια φλασιά από το παρελθόν. Εδώ, σε τούτη δα την αποθηκούλα, χρόνια πριν, σε ένα Πρωτοχρονιάτικο πάρτι είχε στριμώξει τον Παναγιώτη, τον αγαπημένο της Χριστίνας. Και ξαφνικά εκεί που φιλιόντουσαν η πόρτα μισάνοιξε και η Εύα είδε μια μορφή να στέκεται, δυο μάτια να τους κοιτάζουν. Ποτέ δεν θα ξεχνούσε την έκφραση αυτών των ματιών. Αιφνιδιασμός, απορία, και κάτι άλλο ίσως που ποτέ δεν μπόρεσε να προσδιορίσει. Ούτε να καταλάβει ποιος ήταν μπόρεσε. Κάποιο από τα παιδιά σίγουρα. Όλα έγιναν αστραπιαία. Η μορφή αποτραβήχτηκε και όλα τελείωσαν με μιας. Και η Εύα ξεπρόβαλλε από τη μικρή αποθήκη και, σιάχνοντας τα ρούχα της και τα μαλλιά της, γύρισε στην παρέα σαν να μη συνέβαινε τίποτα. Αφού στο κάτω κάτω τίποτα δεν είχε συμβεί. Παιδιά ήμασταν, πειραματιζόμασταν, τι σημασία έχουν πια όλα αυτά; Περσινά ξινά σταφύλια. Αυτό σκέφτηκε και τώρα. Τι στο καλό, που τρέχει το μυαλό μου. Είναι η προσμονή, η συγκίνηση. Ο νους παίζει παράξενα παιχνίδια όταν έχουμε αφίξεις από το παρελθόν.

 

 

Ετοίμασε το φαγητό, το έβαλε στο φούρνο κι ύστερα έκοψε τη σαλάτα και την έβαλε στο ψυγείο για αργότερα. Οι μυρωδιές του ψητού, χρονοσήραγγα του μεταιχμιακού ιππόκαμπου που πλοηγείται σαν δεινός κολυμβητής στα ύδατα της μνήμης, την γύρισαν πίσω στα μεσημέρια που η μάνα της η κυρία Πόπη, τις τάιζε και τις δυο μετά το σχολείο. Οι δυο πιτσιρίκες τρώνε στο τραπέζι της κουζίνας, σε τούτο δω το σπίτι. Η μαμά της Χριστίνας εργάζεται και έτσι συχνά τα δυο κορίτσια βρίσκονται υπό την αυστηρή επιτήρηση της κυρίας Πόπης. Αλλά όσο αυστηρή κι αν είναι πάντα την ξεγελάνε. Οι γλάστρες της βεράντας έχουν θεριέψει από το φυτικό λίπασμα που την πακτώνουν. Ντομάτες, ψιλοκομμένο μαρουλάκι, όπως συνήθιζαν να το κόβουν τότε υπομονετικά οι νοικοκυρές, τριμμένο καρότο και λάχανο εμπλουτίζουν το χώμα καθημερινά, μόλις η μαμά της Εύας γυρίσει την πλάτη. Και τα δυο κορίτσια συνεχίζουν το φαγητό της επιλογής τους προσπαθώντας να συγκρατήσουν τα γέλια όταν η κυρία Πόπη μαζεύει τα πιάτα λέγοντας ευχαριστημένη πόσο υγιεινή είναι η κατανάλωση φυτικών ινών. Υπέροχο πράγμα οι σκανταλιές, τίποτα δεν σε δένει όσο η ευφορία που σου χαρίζουν.

 

art by david michael bowers

 

Το κουδούνι χτύπησε στην ώρα του, η Χριστίνα ποτέ δεν αργούσε.

Η Εύα μισάνοιξε την πόρτα για να μη βγει έξω ο Αμίρ, ο γάτος της που ήταν σε οίστρο και είχε μανιάσει να ξεπορτίσει. Και τότε στην άλλη πλευρά της πόρτας είδε ξανά τη μορφή που νόμισε ότι αντίκρισε πριν λίγο στο μισοσκόταδο της αποθήκης. Μόνο που τώρα την έβλεπε πραγματικά, αφού μπροστά της στεκόταν η Χριστίνα, η παλιά της φίλη. Και ξαφνικά το σκοτάδι της αποθήκης φωτίστηκε στο νου της εκτυφλωτικά, όλα τα φώτα άναψαν και η εικόνα άστραψε και βρόντηξε κι όλα ξεκαθάρισαν. Η κεραυνοβόλα χρονομεταφορά την έβαλε στην αγκαλιά του Παναγιώτη και, καθώς η πόρτα μισάνοιγε, η χαραμάδα της έγινε η σήραγγα του χρόνου και το έκπληκτο, απορημένο βλέμμα της Χριστίνας καρφώθηκε πάνω στο ζευγάρι του ενός -το πολύ- τετάρτου. Και τώρα η Εύα κατάλαβε ότι το συναίσθημα σε τούτα τα μάτια, που τότε της διέφυγε, ήταν παράπονο. Γιατί έτσι την κοιτούσαν ακόμα και τώρα.

Και τα δυο κορίτσια του τότε και του σήμερα έμειναν να κοιτάζονται. Όπως τότε,  κι ίσως όχι ακριβώς. Γιατί τώρα η Χριστίνα δεν το έβαλε στα πόδια, μόνο λίγο αποτραβήχτηκε επειδή κάτι παράξενο ένιωσε, αφού ήταν αλλεργική στις γάτες. Και αυτό ενδεχομένως να αποτελούσε ένα επιπρόσθετο πρόβλημα στην αποψινή συνάντηση. Από την άλλη ήταν οι ευωδιές της κουζίνας, το μαμίσιο φαγάκι που είχε χρόνια να φάει που την τραβούσαν ασυναίσθητα προς τα μπρος. Τώρα απέναντι από την κάποτε κολλητή της, τη μετέπειτα πληγή της, βρέθηκε σε ένα χώρο ως τώρα ανέγγιχτο, κι ίσως να αναρωτήθηκε αν μπορούσε πια να τον εξερευνήσει. Όσο για την Εύα, αυτή είχε βαρεθεί τις σκανταλιές της, το είπαμε, ίσως για κάτι περισσότερο να ήταν ικανή τώρα. Πάντως Μαρία Μαγδαληνή δεν ήταν, ούτε βέβαια η Χριστίνα ήταν Μαρί Κιουρί, ας μην ψάχνουμε για στερεότυπα βαθιάς μετάνοιας της αμαρτωλής και καθαρού πραγματισμού της επιστημόνισσας. Στην πραγματικότητα οι άνθρωποι είναι πολύ πιο σύνθετοι, άσε που κανείς δεν ξέρει τι θα φέρει η επόμενη στιγμή και ως πού απλώνεται η παλιά χαραμάδα που βγάζει πίσω στον χρόνο.

Η χαραμάδα μας λοιπόν φωτίστηκε με το άνοιγμα της πόρτας και ο χρόνος αναδιπλώθηκε· και μέσα στις πτυχές του τρύπωσαν οι δυο παλιές φίλες κρατώντας στα ακόμα λασπωμένα χέρια τους εκείνα τα παλιοπάπουτσα που είχαν ξεφορτωθεί αιώνες πριν και οι δύο. Θα δουν άραγε πέρα από τη μισοσκότεινη αποθήκη των εφήμερων ερώτων της Εύας, πέρα από την απόσταση των άλλων τόπων και της σκληρής μελέτης που έβαλε μεταξύ τους η Χριστίνα;

Κάποιες φορές η ζωή λουφάζει στην «ασφάλεια» μιας μισοσκότεινης αποθήκης, στη σκοτεινή οθόνη της αρυτίδωτης λίμνης της μνήμης, εκεί όπου ο χρόνος έρχεται κατά καιρούς και ψαρεύει για να αφήσει κάποιους με το αγκίστρι να κρέμεται από τα πληγωμένα χείλη.

Και άλλες πάλι οπισθοχωρεί για να πάρει φόρα και, με το λαβράκι σπαρταριστό στην πετονιά, να τιναχτεί μπροστά.

 

 

[1] Για τη μουσική μας επένδυση σήμερα η φωνή του Tom Waits τραγουδάει μια μπαλάντα αποχαιρετισμού στα παλιά πράγματα. Εσείς όμως μη μασάτε, το τέλος της ιστορίας μας παραμένει ανοικτό, όπως και η ζωή -μέχρι τέλους.

στη χαρακτηριστική εικόνα Kiss Andrea, 2016 self.

Έφη Φρυδά

Η Έφη Φρυδά γεννήθηκε και μεγάλωσε στην Αθήνα, σε ένα ωραίο (ακόμα) κομμάτι του ιστορικού κέντρου. Σπούδασε Αγγλική Φιλολογία και Οικονομικά. Ασχολείται με τη λογοτεχνική μετάφραση σε όλη σχεδόν την ενήλικη ζωή της. Έχει μεταφράσει, μεταξύ άλλων, συγγραφείς όπως Ντύλαν Τόμας, Ντ. Χ. Λώρενς, Τ. Χάρντυ, Ε.Μ. Φόστερ, Ι. Ουόρτον, Κ. Μπλίξεν, Τζ. Μπόλντουιν, ΝτεΛίλλο, Τζ. Κ. Όουτς, Μπουκόφσκι, Ρούσντι, Γκόλντινγκ, Ντ. Τζόνσον, Χ. Σέλμπι, Σ. Μπέλοου, Π. Χάισμιθ, Όσιαν Ουόνγκ. Ήταν υποψήφια για το Βραβείο καλύτερης μετάφρασης του Ευρωπαϊκού Κέντρου Λογοτεχνίας και επιστημών του Ανθρώπου (ΕΚΕΜΕΛ) και για το βραβείο καλύτερης λογοτεχνικής μετάφρασης του Athens Prize Festival. Έχει επίσης μεταφράσει δοκίμια ψυχανάλυσης και ψυχολογίας, έχει συνεργαστεί με το Μουσείο Μπενάκη και έχει συγγράψει και επιμεληθεί κείμενα καταλόγων για εκθέσεις. Αγαπά με πάθος τις εικαστικές τέχνες και ασχολείται με την έρευνα και συγγραφή σχετικών άρθρων. Συνεργάστηκε με την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες, ασχολήθηκε με το Θέατρο στην Εκπαίδευση και εργάστηκε ως μεταφράστρια για κείμενα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Γράφει ποίηση.

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.