Κινούμαι ανάμεσα σε σκιές, νύχτα ολόφωτη. Χώρος απροσδιόριστος, σημαντικός, πολυπράγμων. Κορεσμένος από αντικείμενα λογιών λογιών, έπιπλα πολύτιμα, απίστευτης ομορφιάς αλλά και ευτελείας, σακιά σκυλοτροφής. Μαζί με ίσκιους ετερογενείς σαν τ’ αντικείμενα βαριανασαίνω προς τον στόχο μου· να βάλω τάξη. Ήχος απ’ το στόμα μου δεν βγαίνει. Δεν ξέρω να μιλήσω. Η αγωνία να διατηρήσω ό,τι όμορφο εκεί μέσα μού παίρνει τη μιλιά. Ο φόβος ν’ απαλλαγώ από το περιττό. Η προσοχή για να διακρίνω τη μεταξύ τους διαφορά. Μαζί με τους ίσκιους πηγαινοέρχομαι ασταμάτητα, ελίσσομαι ανάμεσα στα αντικείμενα που είναι λες και μετακινούνται από δική τους βούληση, ξεδιπλώνονται, πολλαπλασιάζονται ακόμα, αποφασισμένα να μην μας αφήσουν να τους επιβληθούμε. Σε μια κίνηση απελπισίας αποσπώμαι από το κουβάρι των ίσκιων όπου ήμουν κολλημένη σαν πεταλίδα πάνω στον βράχο.
Τότε, αναπάντεχα, χωρίς ενδιάμεση κατάσταση, αντικρύζω μια αίθουσα συγυρισμένη. Οι τοίχοι γαλακτώδεις, αχνισμένοι από την κοφτή ανάσα της προσπάθειας. Πλησιάζω το δάκτυλό μου και γράφω πάνω τους μια λέξη. Κάνω ένα βήμα πίσω για να την διαβάσω. Δεν την αναγνωρίζω.
Τρία άτομα μπαίνουν εκείνη τη στιγμή στην αίθουσα αποσπώντας με. Μου συστήνονται. «Ωραία τα φτιάξατε εδώ», και η φωνή τους δεν έχει θαυμασμό, μονάχα θράσος. Όλοι μαζί καθόμαστε, οι τακτοποιητικές σκιές κι εγώ παραπόδας, μαζί με τους νεοφερμένους.
Αυτοί κρύβουνε λόγια, που όμως είναι τόσο εμφανή. Ήρθαν για να μας αγοράσουν. Οι υπεκφυγές τους κάνουν την πρόθεσή τους ακόμα πιο προκλητική. Χυδαία.
Αίφνης εγώ λέω αναπάντεχα, «Μας βγήκε η ψυχή να μαζέψουμε την κατάσταση και τώρα θα τους παραχωρήσουμε μια τέτοια ομορφιά;» Κεφάλια ένα γύρο κουνιούνται συμφωνώντας. Να γίνουνε πιο άψυχα δεν μπορούσαν. Φτάνει πια, σαν να λένε, αρκετά ασχοληθήκαμε.
Sam Szafran. Feuillages
Η μοναξιά μου υψώνεται όμοια με τοίχος κάστρου, η κούραση με συνθλίβει με το πλατύ ποδάρι της, το αναίσθητο. Η ανάσα μου κόβεται με δίκοπο λεπίδι, στεγνά ξυρίζει. Τώρα οι σκιές συγκεντρώνονται όλες μαζί, μεταμορφώνονται σε γιγάντια μύγα, του σιχάματος. Όλα πάνε χαμένα, σκέφτομαι.
Να όμως που μια γυναίκα ανάμεσα στους τρεις, τους αντιπάλους, γνέφει καταφατικά. Συμφωνεί μαζί μου πολύ περισσότερο από τους δικούς μου ίσκιους. Τι θαύμα απρόσμενο!
Και τότε αμέσως πλάι μου βλέπω μια παλιά φίλη, πολύ αγαπημένη. Άραγε ήταν πάντα εκεί; Άραγε οι φίλοι είναι αόρατοι ώσπου να ετοιμαστούμε εμείς;
Τώρα καθώς στέκομαι, με την πλάτη γυρισμένη στην είσοδο, τρεις πίνακες υλοποιούνται στους γύρω τοίχους. Τεράστιοι, τοιχογραφίες. Ευθεία μπροστά, ο κεντρικός είναι πολύ οικείος, γνωρίζω καλά την ζωγράφο, αναγνωρίζω τις παραστάσεις, τα θέματά, την πινελιά. Μόνο που το υπόβαθρο είναι πολύ πιο σκοτεινό, μοιάζει να κοιτάς σε άπατο πηγάδι. Από ‘κει σχήματα και μορφές φυτρώνουν κι αναπτύσσονται στα βαθιά χρώματα των χρυσών Ολλανδών. Το ίδιο και στους διπλανούς πίνακες, που ανήκουν στην ίδια. Ηρεμία απλώνεται παντού. Μια ηρεμία γαλήνιου θανάτου. Δεν έχω φόβο. Μόνο περιέργεια. Να λύσω το αίνιγμα της Σφίγγας.
Antonio Lopez Garcia. 1963
Η απάντηση
Η μέρα φεύγει. Ξάφνου τον εσπερινό ουρανό σκίζει μια μακρινή αστραπή. Ο κήπος φωτίζεται πέρα ως πέρα. Ταυτόχρονα πυκνή ομίχλη κινείται με τα σαφή όρια ποταμού ανάμεσα σε δέντρα και παγκάκια. Μια οντότητα, «σαν κάτι ζωντανό», μονολογώ. Ο ποταμός της ομίχλης ξεκινάει από τους γαλακτώδεις τοίχους, πηγή του η δική μας άχνα.
Τώρα, στον ουρανό, πίσω από αραιά σύννεφα διαφαίνεται ένα υπερμέγεθες ουράνιο σώμα. Ένα τμήμα του, ένα πελώριο μισοφέγγαρο πιάνει σχεδόν όλον τον ορίζοντα. Είναι υποκίτρινο, φωτίζει το σκοτάδι του. Κάτι σαν αναστεναγμός δέους βγαίνει από τα χείλια όλων μας. Ακόμα κι οι ανέκφραστες σκιές βρίσκουν την έκφρασή τους.

Dancing Fairies’ August Malmström
Η ομίχλη σέρνεται ανάμεσα στα δέντρα του κήπου. Χαϊδεύει το μνημείο· ένα κεφάλι γεμάτο μνήμη πατάει γερά στη γη. Με τα μάτια του νου διακρίνω τις ρίζες του να απλώνουν, να βαθαίνουν, βλέπω μάτια στιβαρού δέντρου που ετοιμάζονται να σκάσουν.
Η ομίχλη ελίσσεται μπροστά του, κινείται από δεξιά προς τ’ αριστερά, έτσι, με τη φορά αυτή, ανοίγει ενθυμήματα, φέρνει μαζί του γαλανό μη με λησμόνει. Απλώνει δροσιά· θάμπος το τρυφερό της αίνιγμα.
Jonathan Sheldrick photo
Επίλογος
Παράμερα, στην έξοδό μου από τον κήπο, βλέπω μια πολυθρόνα. Διακρίνω τους ίσκιους πάνω της, τόσους που φιλοξένησε κι ακόμα περισσότερους όσων την θαύμασαν. Βαριά είναι πληγωμένη· έχει δυο ύπουλες μαχαιριές στην πλάτη, τόσο βαθιές που βγαίνουν από την μπροστινή πλευρά σκίζοντας το ξεφτισμένο γκομπλέν της ράχης. Το κάθισμα ξεκοιλιασμένο. Κι όμως, τι παράξενο. Τα ξύλινα σκαλισμένα τμήματα, στέκουν ολόγερα, λες σημερινά. Όμορφα σχηματισμένα ανθάκια, φρίζες και καλοφτιαγμένες αυλακώσεις. Τα χρώματα ολοζώντανα. Το κόκκινο της Αλταμίρα, το γαλάζιο των μινωικών δελφινιών, το κίτρινο της γαζίας. Πάνω στην έδρα της της αφημένο παμπάλαιο γιλέκο· αρχαίο, κύματα μνήμης λεπτοκεντημένης.
Παραδίπλα ένα κιούπι. Ποιος μάζεψε εδώ μέσα τόση χολή, ποιος τόση κατάρα; Καθώς αποτραβιέμαι έντρομη το πόδι μου χτυπάει σ’ ένα άλλο, γλυκιά είναι η ευωδιά του. Γεμάτο μέλι είναι αυτό, τόσο χρυσαφένιο που φαντάζει βαρύτιμο.
Οι περισσότεροι δεν το ξέρουμε, στην πραγματικότητα όμως υπάρχουν δυο κιούπια και ένας γερός σκελετός που μας βαστάει. Και κάποτε αυτά εμφανίζονται με τα χρώματα της δύσης.
Έφη Φρυδά
Πρωί 25-7-25
(Χαρακτηριστική εικόνα: Collage Delmeire François-Xavier. La valse des Adieux)



