Η ταξιδιώτισσα με τα άσπρα
Το νυφικό σου σέρνεται στις λάσπες
Μέχρι την Ιερουσαλήμ ο πόνος δεν αντέχεται
Στη Γάζα πάλι, ο θάνατος έχει φορέσει τα καλά του
Πράσινα τα ρούχα της ελπίδας
Βογγάς και κανείς δεν σ’ ακούει
Με ωτοστόπ παλεύεις να νικήσεις τον χρόνο
Τ’ αγάλματα θεραπεύουν την ομορφιά
Μα εσύ αγριεύεις μπροστά στην ασχήμια
Θεριεύουν τις νύχτες τα κόκκινα άστρα
Πελώρια μάτια ανοίγονται στις κοιλιές των γυναικών
Τα παιδιά που γεννιούνται ουρλιάζουν πεθαμένα
Στάσου! Υφαίνουν τα σύννεφα πορτοκάλι ηλιοβασιλέματα
Ξέρω, δεν σ’ αρέσει το χρώμα
Το τεντωμένο χέρι σου δείχνει νοτιοανατολικά
Τα χείλια σου κόκκινα διαβάζουν τους δείκτες των ρολογιών
Βαδίζεις στο άγνωστο με γνώμονα την πόλη που πεθαίνει
Ζηλεύω την ανεξαρτησία του μυαλού σου
Μια βέσπα τσιρίζει και ξεγελιέσαι
Πράσινα, πράσινα, πράσινα…
Όλα στο χρώμα της ελπίδας
Μόνο που αναστρέφονται τα σπλάχνα της γης
Και τρέμει το σύμπαν στη θέα των ματιών σου
Ταξίδι
Η πόλη που σε περιμένει ξερνάει το τίποτα
Πάνω στα κόκαλα νηπίων σφαγιασμένων
Τώρα δεν σε βλέπω
Έχεις χαθεί μέσα στο λευκό
Στην εύφορη κοιλάδα του θανάτου το σπέρμα των πατέρων
Εκρήγνυται με τις πρώτες πρωινές ειδήσεις
Αυτοί που σε χάραξαν, να θυμάσαι,
Είναι λύκοι που πείνασαν για αίμα
Τώρα πολλαπλασιάζονται με την άμμο
Το ποτάμι κι η θάλασσα γίνονται σύνορα
Στους λόφους απλώνονται κραυγές αγγέλων
Που καταγγέλλουν την ανομία
Πράσινα, πράσινα, πράσινα…
Τα μάτια σου, τα ρούχα σου τα καθημερινά, τα όνειρα σου
Οι Θεοί του κόσμου κλείνουν τα μάτια
Στο χώμα γράφονται τα φονικά…