Το βιβλίο με τίτλο (Α)ΓΝΩΣΤΟΥ ΠΑΤΡΟΣ έχει τον υπότιτλο: Μυθιστορηματική βιογραφία. Η μυθιστορηματική βιογραφία είναι το είδος που κατεξοχήν προσέλκυσε τους Έλληνες συγγραφείς, έστω και αν το αποτέλεσμα δεν ήταν πάντα το επιθυμητό. Ενδεικτικά μόνο αξίζει να αναφέρουμε τα έργα των Σπύρου Μελά, Νίκο Καζαντζάκη, Μιχάλη Περάνθη, Φρέντυ Γερμανού, που έγραψε το βιβλίο «Η εκτέλεση» (για τον Ίωνα Δραγούμη), «Ακριβή μου Σοφία» (για τη Σοφία Μινέικο-Παπανδρέου), «Έλλη Λαμπέτη» και άλλα.
Από τον ίδιο τον όρο μυθιστορηματική βιογραφία ανακύπτει το κύριο θεωρητικό ζήτημα σχετικά με τις συντεταγμένες που σηματοδοτούν τα όρια ανάμεσα στη μυθοπλασία και στην πραγματικότητα. Θα μπορούσε κάποιος να θέσει το ερώτημα: με όρους βιογραφίας κατά πόσο είναι δυνατό να ξεχωρίσουμε τα αληθινά γεγονότα που διαδραματίστηκαν στη ζωή ενός ανθρώπου από την αναπαράστασή τους µέσω του λόγου, προκειμένου να εξυπηρετηθεί η συνθήκη της γραφής;
Κι όμως εδώ ο όρος μυθιστορηματική δεν προοικονομεί μια αυθαιρεσία εκ μέρους της συγγραφέως, στα πλαίσια της οποίας η πρακτική των προσθαφαιρέσεων συμβάλλει στην αύξηση του αναγνωστικού ενδιαφέροντος με εμβόλιμο επινοημένο υλικό που κάνει πιο πιπεράτη την πλοκή.
Στην περίπτωσή μας το μυθιστορηματικό στοιχείο δεν αφορά στον μύθο δηλαδή στη φανταστική προσθήκη αλλά στο εύρημα πάνω στο οποίο στήνεται το σκηνικό και εξελίσσεται το δράμα. Κι εδώ ίσως να πρέπει να διορθώσω τη λέξη δράμα και να την αντικαταστήσω με τη λέξη ζωή. Τίποτα δεν θα ήθελα να χαρακτηρίσω στο βιβλίο αυτό ως δραματικό και τραγικό αλλά ως αληθινό. Και η αλήθεια δεν επιδέχεται κανένα πρόσημο, δεν αντέχει να τη χαρακτηρίζουν επίθετα, τύπου σκληρή, πικρή και άλλα. Η αλήθεια είναι η ίδια η ζωή και η λογοτεχνία δεν κυκλοφορεί με το δάχτυλο σηκωμένο καταδεικνύοντας υπαίτιους και ενόχους, θύτες και θύματα. Η λογοτεχνία αθωώνει και δικαιολογεί, κατανοεί και στρογγυλεύει. Με μια λέξη συγχωρεί. Και πάλι μια διευκρίνηση: στο βιβλίο αυτό η λέξη συγχώρεση δεν προοικονομεί την ύπαρξη του δίπολου καλού και κακού, όπου η μία πλευρά, η καλή, ως μεγαλόψυχη δίνει άφεση αμαρτιών στην άλλη. Εκείνο που είναι το κυρίαρχο γνώρισμα στο συγγραφικό αυτό αποτύπωμα είναι η κατανόηση. Και αυτό είναι το πλέον εξισορροπητικό υλικό, προκειμένου να υπάρξει η αποκατάσταση της αλήθειας, ώστε να οικοδομηθεί η κοινωνία της αγάπης. Η εξιστόρηση των γεγονότων επιχειρείται με τέτοιον τρόπο, ώστε ο προβολέας να πέφτει σε όλες τις πλευρές και να φωτίζονται αποκόμματα του παρελθόντος που φέρουν το κλειδί για να ανοιχτούν πόρτες ως τώρα επιμελώς κλεισμένες.
Οι αφηγηματικές τεχνικές, όπως το παιχνίδι με τον χρόνο ή η εναλλαγή της αφηγηματικής προοπτικής, δεν ζημιώνει την αλήθεια.
Το εύρημα που επιλέγει η συγγραφέας είναι αυτό του υποτιθέμενου διαλόγου πάνω από έναν τάφο. Διαλόγου που οι αναπάντητες ερωτήσεις τον καθιστούν τελικά μονόλογο.
Έχει μόλις ολοκληρωθεί η τελετή της κηδείας, στην οποία σύσσωμος ο Ελληνισμός από κάθε άκρη της γης συμμετείχε και έπασχε, αποτίνοντας φόρο τιμής σε έναν άνθρωπο που η ίδια η φυσιολογία του, το θεόρατο ύψος του, οι φαρδιές του πλάτες, τα τόσο μεγάλα χέρια του θαρρείς και προοικονομούσαν πως επρόκειτο να γίνει ο μουσικός αρχάγγελος του τόπου του.
Η κηδεία λοιπόν έχει ολοκληρωθεί και ένας μαυροφορεμένος ψηλός άντρας με μάτια κόκκινα ακουμπά στην άκρη του μαρμάρινου τάφου. Τι περίεργο… η φωτογραφία του νεκρού του μοιάζει τόσο πολύ…
Επείγει να ειπωθούν πολλά. 54 χρόνια σιωπής είναι υπέρ αρκετά και τώρα το κουβάρι των αναμνήσεων και της εξομολόγησης, των αποκαλύψεων και παραπόνων, μοιάζει να μη σηματοδοτεί τον επίλογο αλλά την απαρχή μιας αγάπης κατασταλαγμένης και απόλυτης που πλέον θα βιώνεται ελεύθερα και φανερά. Με άλλα λόγια επείγει η απουσία να μεταλλαχθεί σε αέναη παρουσία. Και πώς αλλιώς;
Μια ζωή δική του ερήμην του πατέρα του, μια ζωή του πατέρα ερήμην του γιου του. Ένα σύμπαν παράλληλο που όμως κάποτε το τέμνει η αδιόρατη τρυφερή κλωστή αγάπης και εξιδανίκευσης. Ο μαυροφορεμένος άντρας πετά το τσιγάρο του όπως κάποτε πετάχτηκε και ο ίδιος από τη ζωή του πατέρα του, που τώρα έχει μετατραπεί σε άψυχο ένοικο κορνίζας.
Στο βιβλίο προκύπτει η εξής φοβερή για μένα αποκάλυψη.
Και αυτή δεν έχει να κάνει με το γεγονός πως μια όμορφη νεαρή κοπέλα από την Κέρκυρα, η Αλεξάνδρα Σαμοΐλη, αδελφή του συνθέτη Σπύρου Σαμοΐλη που προσλαμβάνεται οικιακή βοηθός, ψυχοκόρη θα λέγαμε, στην οικία του Θεοδωράκη στη Νέα Σμύρνη ερωτεύεται τον γίγαντα της μουσικής και των ιδεολογιών, των αγώνων και των οραμάτων, έναν άντρα γεμάτο λάμψη αλλά και σκοτάδια. Μάλιστα για σύντομο χρονικό διάστημα, το 1968, τον ακολουθεί και στη Ζάτουνα, όπου είχε εξοριστεί ο συνθέτης από τη χούντα.
Η αποκάλυψη δεν έχει να κάνει ούτε με το γεγονός ότι από αυτόν τον κρυφό έρωτα ̶ και θα πω κρυφό και όχι παράνομο, γιατί όλοι οι έρωτες είναι νόμιμοι και δικαιωμένοι, προέκυψε ένα παιδί που δόθηκε στο Ίδρυμα, καθώς η μάνα, ανήλικη τότε, δεν μπορούσε να το μεγαλώσει και μάλιστα χωρίς πατέρα. Ούτε θα σταθώ στο γεγονός ότι η σύζυγος του Θεοδωράκη ανέλαβε να προλάβει το σκάνδαλο.
Άκου να σου πω Κερκυραία, τα ξέρω όλα… Η μάνα πάγωσε… περίμενε καυγά, βρισιές μα εκείνη συνέχισε ατάραχα… «πες μου μόνο πόσο μηνών είσαι». «Τεσσάρων κυρία» ψέλλισε η μάνα, και πήγε να δικαιολογηθεί «κυρία … εγώ…» «Εσύ…» συνέχισε το ίδιο ψύχραιμα η συμβία σου, «θα γεννήσεις και θα το δώσεις, και δε θα πεις κουβέντα πουθενά, κανένα σκάνδαλο δε θα επιτρέψουμε να δημιουργηθεί».
Ούτε θα σταθώ στο γεγονός της σιωπηρής αποδοχής αλλά και μεγαλοψυχίας να μην απολυθεί η νεαρή Αλεξάνδρα, από την οικία Θεοδωράκη μετά την αποκάλυψη.
Δεν θα σταθώ σε αυτά.
Θα σταθώ στο γεγονός ότι αυτό το παιδί από τον Νοέμβριο του 1967 που γεννήθηκε για τέσσερα χρόνια δεν μιλούσε και δεν περπατούσε.
Τα πρώτα δύο χρόνια δόθηκε στο Ίδρυμα.
«Η μάνα μου ‘χε μιλήσει κάποτε για εκείνες τις μπότες που μου φορούσαν για να μπορώ να σταθώ έστω όρθιος».
Στη συνέχεια μεταφέρθηκε σε ένα υπόγειο στην οδό Σώκου κοντά στο σπίτι της γιαγιάς του, όπου η μάνα του έλεγε στη γειτονιά πως κρατάει το παιδάκι γνωστής κυρίας, αποφεύγοντας συστηματικά μπροστά του να ειπωθεί η λέξη «μαμά», μην τυχόν και την ακούσει το παιδί, την ξεστομίσει κατά λάθος και μάθει ο κόσμος την αλήθεια. Όμως όλοι λογάριαζαν χωρίς τον ξενοδόχο. Η ψυχή ξέρει καλά και αισθάνεται το ένστικτο του παιδιού που, ενώ είναι γεννημένο, για να βιώνει την αμέριστη αγάπη και αποδοχή, ξαφνικά βρίσκεται αντιμέτωπο με μιαν αιώρηση. Τίποτα στέρεο και συγκεκριμένο στη ζωή του, καμιά διαβεβαίωση για το μέλλον. Μόνο υποσχέσεις που παραμένουν υποσχέσεις και δράσεις διαρκώς αναβαλλόμενες.
Ένας επαναστάτης καλούνταν να κάνει την πιο καίρια επανάστασή του, όμως δεν την έκανε. Γιατί στη ζυγαριά κάποτε βαραίνει πιότερο το βιωμένο παρελθόν παρά το αχαρτογράφητο μέλλον. Τα πάντα στον αέρα, κανένα έδαφος δεν προοριζόταν να φιλοξενήσει τα βήματα μάνας και παιδιού. Όλα μια διαρκής μετακίνηση και αμφιβολία. Τα πόδια του παιδιού αρνούνται να βηματίσουν, όταν δεν διαγράφεται μπροστά του καμία φιγούρα συγκεκριμένη, για να του απλώσει τα χέρια να μην πέσει. Το στόμα με τη σειρά του ακολουθεί κι αυτό τη σιωπή και την αφωνία. Ίσως γιατί τίποτα δεν λέγεται με το όνομά του, ίσως γιατί όλα αποσιωπώνται. Ο έρωτας φιμώνεται, τα στόματα κλείνουν, οι κραυγές απόγνωσης και μοναξιάς πάση θυσία δεν πρέπει να ακουστούν. Το παιδί που δεν περπατά αρνείται και να μιλήσει.
Και ιδού τίθεται το ζήτημα του ονόματος που δεν είναι τόσο μια συμβατική συνθήκη επιλογής Νίκος ή Γιάννης ή Λευτέρης όπως αρχικά ήθελε ο Μίκης να βαφτιστεί ο γιος του αλλά είναι ζήτημα ταυτότητας. Σε μια εποχή που το όνομα του άντρα μοιάζει να καταδυναστεύει τις γυναίκες, κόρες ή συζύγους, τίθεται η πρωταρχική ανάγκη και το δικαίωμα ενός παιδιού να γνωρίζει το όνομα του πατρός. Για την ακρίβεια η ανάγκη να απαντά στο κάλεσμά του.
Η ταυτότητα, ως προϋπόθεση ύπαρξης και εξέλιξης, δεν είναι απλή υπόθεση γραφειοκρατίας όσο βαθιά ανάγκη αναγνώρισης στη σκηνή της πόλης. Υπάρχουμε, δυστυχώς θα έλεγα, μέσα από το βλέμμα του άλλου, μέσα από τη συγκατάνευσή του και η ύπαρξή μας καθορίζεται από τον βαθμό αποδοχής που έχουμε εισπράξει σε ανύποπτο χρόνο από τους ανθρώπους που μας περιμένουν να καταφτάσουμε στη ζωή. Όμως, το αξιακό σύστημα της κοινωνίας για χρόνια, αλλά και τώρα ακόμη, υπηρετεί τη σύμβαση και την προσποίηση, την εικόνα και όχι την αλήθεια.
Ως ανήλικη η μητέρα του παιδιού, άλλωστε τότε στα 21 ενηλικιώνονταν, δεν μπορούσε να το πάρει από το ίδρυμα. Ως εκ τούτου, αναγκάστηκε να υποκύψει στη σύμβαση ενός γάμου με κάποιον χρόνια ερωτευμένο μαζί της που, αν και θα έδινε το όνομα, την ασφάλεια και τη φροντίδα του στο παιδί, θα άφηνε αφυδατωμένη την ψυχή της ερωτευμένης κερκυραίας να νοσταλγεί, να απελπίζεται, να ζει ακρωτηριασμένη. Σκληρή η σκηνή όπου υποχρεώνεται από τον μέλλοντα σύζυγό της να σκίσει όλες τις φωτογραφίες του έρωτά της και να το κάνει μάλιστα μπροστά του. Μετά από αυτό η υιοθεσία είναι πλέον γεγονός και το παιδί αντικαθιστά το «αγνώστου πατρός» με ένα επίθετο. Για 30 χρόνια τον θεωρεί πατέρα του, όμως όλη η οικογένεια βιώνει μια διαρκή άμυνα. Η μάνα αμύνεται και αντιστέκεται στις κραυγές της καρδιάς της που είναι αιώνια δοσμένη στον άνδρα με τις μεγάλες ιδέες και τη μουσική. Ο σύζυγος αμύνεται και αντιστέκεται στα ακατάπαυστα κουτσομπολιά του περίγυρου και πνίγει στο ποτό την απόρριψη και την ντροπή του. Και το παιδί αμύνεται μπροστά στα περιπαιχτικά σχόλια και παρατσούκλια των συμμαθητών του για το ύψος του.
2000 δραχμές το μήνα. Αυτή ήταν η αξία μου, που η μάνα παραλάμβανε από τον δικηγόρο σου κι αργότερα από έναν καλό σου συνεργάτη. Αυτό πίστευες χρειαζόμουν. Ιδιωτικό σχολείο, για να μορφωθώ σωστά όπως έλεγες, ιατρική περίθαλψη και χρήματα για κάποια άνεση που θα αποκαθιστούσε την απουσία σου. Όλα αυτά μέχρι τη στιγμή που η μάνα έπαψε πια να δέχεται τα χρήματά σου. Όχι, δεν ήθελε αυτό από σένα. Το ήξερες όμως ε; Ήρθε να σε βρει και να στο πει η ίδια στο γραφείο σου και μετά από αυτό θα έκανε πολύ καιρό να σε ξαναδεί. Εγώ έπειτα θα συνέχιζα σε δημόσιο σχολείο κι εκείνη θα με ξεγελούσε ράβοντας πάνω στα φθηνά τζιν μου ετικέτες με επώνυμες μάρκες της εποχής, μην τυχόν και καταλάβω τη διαφορά ξαφνικά. Μην πληγωθούν. Περήφανη, χαμογελαστή και μόνη, όλη της τη σύντομη ζωή… Αυτή ήταν η μάνα.
Ο χώρος ενός φεστιβάλ γίνεται ο τόπος της πρώτης συνάντησης. Ο δωδεκαετής Νίκος στέκεται μπροστά στον θεόρατο συνθέτη. Αγνοεί την αλήθεια. Σηκώνεται στις μύτες των ποδιών του, για να ψηλώσει να τον χαιρετήσει.
«Ε, μικρέ σου μιλάω, τι κάνεις; Μου είπες γελώντας. «Προσπαθώ να σε φτάσω» απάντησα και η φράση αυτή σημάδεψε για πάντα τη μάνα. Ο καυγάς που ακολούθησε σπίτι μεταξύ του ανδρόγυνου, ηχεί ακόμη στ’ αυτιά μου. Τότε δεν γνώριζα τον λόγο, και πίστευα πως δεν μπορεί κάποια αταξία θα είχα κάνει άθελά μου. Πολλά χρόνια μετά έμαθα.
Η δύναμη του βιβλίου συνίσταται στην απλότητα της γραφής του. Στην ανεπιτήδευτη αλήθεια του. Θαρρείς και κάθε σελίδα λειτουργεί ως κάτοπτρο όπου ανά πάσα στιγμή όλοι μπορούμε να καθρεφτιστούμε και να αναμετρηθούμε με ερωτήματα και αποφάσεις που σε ανάλογες συνθήκες θα καλούμασταν να ανταποκριθούμε. Κι όμως το ίδιο το βιβλίο δεν παίρνει θέση, δεν στέκεται απέναντι σε καμία επιλογή. Θαρρείς και όλα έχουν τη δυναμική τους και έτσι η πλάστιγγα δεν γέρνει σε καμία μεριά. Ναι, συμβαίνουν λάθη, και παραλείψεις και αδικίες αλλά και πάλι το σωστό δεν είναι πάντα διακριτό. Όλα υπό όρους μπορούν όλοι να τα πράξουν. Όλοι να κληθούν να πάρουν αποφάσεις και την τελευταία στιγμή να μην το τολμήσουν τελικά. Ποιος μπορεί να κατηγορήσει κάποιον και ποιος ποτέ γνωρίζει τη σωστή πλευρά της ζωής, για να ενταχθεί σ’ αυτήν και να την ακολουθήσει. Το μόνο βέβαιο είναι πως η λύτρωση αργά ή γρήγορα έρχεται. Και όχι σαν θεία δίκη.
Άλλωστε, η μεγαλύτερη τιμωρία για κάποιον που αδίκησε τους άλλους είναι μάλλον η συγχώρεση, αφού οι τύψεις στη συνέχεια αναλαμβάνουν εκείνες να βάλουν εις μακρόν τα πράγματα στη θέση τους.
Ώσπου, κάποια στιγμή έρχονται και οι αποκαλύψεις, από τη μάνα με την εύθραυστη πια ψυχική υγεία. Βγαίνουν στο φως τα μυστικά, επιδιώκονται και πραγματοποιούνται συναντήσεις και συγκινητικές στιγμές εκτυλίσσονται. Μόνο που όλα, μα όλα, περιστρέφονται γύρω από έναν άνθρωπο γίγαντα που μόνη του έγνοια και μέριμνα είναι το έργο του και η επικράτησή του και μετά θάνατον. Όλα μα όλα γύρω από αυτό. Κι ας φανταζόταν ένα παιδί πως, δεν μπορεί, εκτός των άλλων θα ένιωθε ο άνθρωπος αυτός και πατέρας, θα ένιωθε και παππούς και συγγενής. Κι όμως αυτό το έργο, αυτός ο ασίγαστος μελωδικός χείμαρρος που κυλούσε μέσα του, τον κρατούσε μακριά από τον κόσμο και, αντί να του λειαίνει το πρόσωπο, το σκλήραινε και τον απομόνωνε. Ίσως αυτή να είναι η μοίρα εκείνων που είναι ιδιοφυίες. Να αφοσιώνονται στη μεγάλη εικόνα της παγκόσμιας αποδοχής και διάδοσης των ιδεών τους και να χάνουν τη μικρή εικόνα, που όμως αυτή στην ουσία είναι ο κόσμος ολόκληρος. Και αυτή η μικρή εικόνα δεν είναι άλλη από την εικόνα του πλησίον, του κοντινού, του δικού τους ανθρώπου. Κάποιους τους καταβροχθίζει η ίδια η αποστολή τους, για να μην πω η μοίρα τους. Και εκείνος αποφάσισε να είναι το έργο του το οποίο και υπηρέτησε έως τέλους και για μετά το τέλος του. Ο Γκι Βάγκνερ, ο βιογράφος του Θεοδωράκη, τον χαρακτήρισε σημαντικότερο από τον Μπετόβεν λέγοντας: «Εκεί που ο Μπετόβεν χρειάστηκε τέσσερις νότες, για να κερδίσει την αθανασία με την 5η Συμφωνία, ο Μίκης χρειάστηκε μόλις δύο, με τη μουσική για τον «Ζορμπά» του Μιχάλη Κακογιάννη. Αυτόν τον τρισμέγιστο, όπως έχω ακούσει να τον αποκαλεί ο Νίκος Θεοδωράκης, δεν μπορούσε παρά να τον λατρεύει και να τον συγχωρεί.
Είχε καταλάβει από νωρίς κάτι πραγματικά συγκλονιστικό να το συνειδητοποιεί κανείς και να μη ματώνει. Πως, για να έχει κάποια θέση στη ζωή του πατέρα του, θα έπρεπε να ασχοληθεί με το έργο του. Διαβάζουμε: «Δεν σε κατηγόρησα για τίποτε, δεν διεκδίκησα τίποτε, μόνο μια θέση στη ζωή σου, όσο ακόμη προλάβαινα. Ήξερα καλά πια πως για σένα το έργο σου ήταν πάνω απ’ όλα, και μόνο όποιος θα ασχοληθεί μ’ αυτό, θα είχε χώρο στη ζωή σου. Τον χώρο που εσύ θα όριζες».
Η μάνα έφυγε στα 57 της, χωρίς να μάθει ποτέ για τη συνάντηση του γιου με τον πατέρα του. Και έφυγε με έναν τρόπο που η μοίρα μέσα από άλλο ένα παιχνίδι της ερχόταν να αποδείξει για δεύτερη φορά πως το σώμα γνωρίζει και αντιδρά σωματοποιώντας όσα κατατρύχουν την ψυχή και το μυαλό. Η αιτία θανάτου ένα κομμάτι ψωμί που στάθηκε στον λαιμό της. Για ένα κομμάτι ψωμί είχε βρεθεί τότε στην πόρτα του μεγάλου της έρωτα. Του έρωτα που της έκλεισε το στόμα, της έφραξε την αναπνευστική οδό, την ανάγκασε σε μια ζωή σιωπής και ασφυξίας. Μα ήταν εκείνος η ανάσα της; Όχι ακριβώς. Ήταν οι ελπίδες και οι υποσχέσεις που της έδινε και οι ενοχές που της δημιούργησε ότι δεν τον περίμενε.
Ο Παλλάδας έγραψε: «Σκηνή πας ο βίος και παίγνιο». Μόνο που στον δικό της βίο ο ρόλος της ήταν στις κουΐντες. Πώς να χωρέσει στη σκηνή άλλος από εκείνον; Και τώρα που η σκηνή άδειασε; Τώρα που έμεινε άδειο και το παρασκήνιο; Η παράσταση παίρνει τέλος και το έργο κατεβαίνει. Μα θα μου πείτε το έργο του Μίκη δεν πρόκειται να κατέβει ποτέ. Αλήθεια είναι. Όμως, η ιστορία αυτών των τριών ανθρώπων δεν μπαίνει κατά την άποψή μου στη ζυγαριά με το όντως ανεπανάληπτο έργο του συνθέτη. Ο άνθρωπος πάντα βαραίνει περισσότερο και από το έργο και από την υστεροφημία του. Η αγάπη και η αγκαλιά βαραίνουν στην πλάστιγγα όσο τίποτα άλλο. Τα χαρούμενα μάτια ενός παιδιού βαραίνουν στην πλάστιγγα όσο τίποτα άλλο. Η προσφώνηση «γιε μου σ’ αγαπώ» θα βαραίνει τόσο στην πλάστιγγα που θα τινάζει στον αέρα και τον «Ζορμπά» και τις συμφωνικές, και τις καντάτες και τα ορατόρια, το «Canto General» και τα «18 Λιανοτράγουδα της πικρής πατρίδας».
Το ευτύχημα είναι πως η αγάπη και η συγχώρεση είναι τα μόνα που μπορούν να φέρουν σε ισορροπία τη ζυγαριά. Και αυτά τα διαθέτει ο Νίκος Κουρής Θεοδωράκης, ένα παιδί που αντέστρεψε τους όρους και βρέθηκε να κουβαλά εκείνος στις πλάτες τον πατέρα του, αντί για το ανάποδο. Και το έκανε, για να φαίνονται και οι δυο ψηλότεροι. Άλλωστε, «το ύψος του ανθρώπου ξεκινά από τα πόδια και φτάνει μέχρι το κεφάλι. Από εκεί και πάνω όμως αρχίζει το ανάστημά του.» Και από αυτό διαθέτουν και οι δύο. Και ξέρετε γιατί; Όχι για το έργο τους αλλά γιατί κάποια στιγμή είπαν σε κάποιον άνθρωπο «σ’ αγαπώ».