You are currently viewing Ευτυχία – Αλεξάνδρα Λουκίδου:Χρύσα Βλάχου,  Από το Ίλιον Στις Μυκήνες. Παρα-Μυθικές Συνεκφορές και Γυναικών Μονόλογοι, εκδ. Ρώμη 2022

Ευτυχία – Αλεξάνδρα Λουκίδου:Χρύσα Βλάχου,  Από το Ίλιον Στις Μυκήνες. Παρα-Μυθικές Συνεκφορές και Γυναικών Μονόλογοι, εκδ. Ρώμη 2022

 

Γυναικών Μονόλογοι 

Ο μονόλογος είναι εκείνη η συνθήκη του υποκειμένου ήρωα ή ηρωίδας που η φωνή δραπετεύει θαρρείς από το ηχείο της και παρασύροντας το βαθύτερό της όριο αποφασίζει να το προεκτείνει, να το εκθέσει, να τεντώσει σαν σειρήνα την αλήθεια της και να την παρουσιάσει όχι σε κάποιο ακροατήριο φανταστικό ή μη αλλά στον ίδιο της τον εαυτό. Οι γυναίκες που μιλούν στο βιβλίο της Χρύσας Βλάχου είναι κατεβασμένες θαρρείς σε ένα υπόγειο από όπου με τη βοήθεια της γλώσσας ανεβάζουν σε λιγότερο υγρές περιοχές την ψυχή τους. Εκείνες που μιλούν δεν μονολογούν απλώς σε μια αμήχανη στιγμή ανασυγκρότησης και εσωτερικής τακτοποίησης. Αντίθετα στέκονται ενώπιος ενωπίω με την κρίσιμη στιγμή της διεκδίκησης των δικαιωμάτων τους, να είναι ο εαυτός τους που τολμά και ορθώνεται. Είναι η ώρα που η ψυχή προβάρει τα λόγια της για να πάρει θάρρος να αντικρύσει τον ήχο που κάνει η φανέρωση.

 

ΜΗΔΕΙΑ

Ο μονόλογός της ξεκινά με τη φράση, δήλωση κατηγορηματική και ταυτόχρονα ομολογία:

Μοιάζει χοάνη η σχισμή που συναντά το χάος.

Φτάνουν λίγες μόνο γραμμές, για να αποτυπωθεί η σχέση της ελάχιστης απόκλισης από τη λογική που σχίζεται στα δυο και επιτρέπει τη σύμπραξη με το ανήκουστο προκειμένου να ανοιχτεί το χάος. Το «σχι» της σχισμής είναι το «σχι» της σχιζοειδούς κατάστασης του νου, το «χι» της χοάνης είναι ο προάγγελος του «χι» του χάους. Έτσι η γλώσσα και οι ήχοι των συμφώνων της κατορθώνουν με την εύγλωττη πολυσημία τους να προοιωνίσουν την πράξη της παιδοκτόνου που έχει πλήρη επίγνωση του ακραίου ορίου στο οποίο την έχει οδηγήσει η συζυγική απάτη. Μανία που κατατείνει στην αγριότητα, παραφροσύνη που έχει τη βάση της στην τύφλωση. Ως εκ τούτου δεν σηκώνει η περίπτωσή της αστεϊσμούς και ελαφρότητες, δεν είναι παίξε γέλασε η περίπτωσή της, γι’ αυτό και προειδοποιεί:

Τα χωρατά με τους τυφλούς μην πειραθείς να κάνεις. / Γιατί είναι η τύφλωση θωριά πιο δυνατή της βλέψης/ και στην ορμή του έρωτα απέλπιδες οι μοίρες.

Ακόμα και η ίδια η μοίρα λοιπόν, η προδιαγεγραμμένη λοξοδρομεί και ξαστοχεί, όταν αναλάβει τα ηνία η τυφλότητα που σκοτεινιάζει το βλέμμα και θολώνει το μυαλό. Εδώ η εξομολόγηση του Μονολόγου λειτουργεί ως ερμηνευτικό πλαίσιο που αναλαμβάνει τον ρόλο του ψυχογραφήματος της δράστιδος μόνο που αυτό το ψυχογράφημα επιτελείται από την ίδια.

 

ΠΗΝΕΛΟΠΗ

Η Πηνελόπη μένει σπίτι, δεν εργάζεται, δεν χτυπάει κάρτα στο εργοστάσιο, δεν πηγαίνει τα παιδιά στο σχολείο, δεν ψωνίζει φρούτα και τυριά για να υποδεχτεί τον καλό της. Η ετοιμότητά της συνίσταται στην ίδια την αναμονή, μια πίστη ράθυμη και νωχελική που την καθιστά υφάντρα πρώτης τάξης και αθόρυβη παρατηρήτρια του βίου της. Ή μήπως όχι. Μας διαφεύγει άραγε κάποια συλλαβή και εξαιτίας της καλά κρατεί η παρεξήγηση; Η Πηνελόπη κάθεται στον αργαλειό γραφείο της, αντικαθιστά με άσπρο χαρτί το ύφασμα, τα νήματα φωνήεντα και σύμφωνα φωνάζουν για τον χαμένο χρόνο και εν πάση περιπτώσει η Πηνελόπη γράφει.

Σήμερα δεν βγήκα απ’ το σπίτι. Τακτοποιώ βελόνες και νήματα. Κάθομαι στον αργαλειό, παίρνω μολύβια, κινούμαι πάνω στο χαρτί, βάζω κι άλλο χρώμα, χρόνο ήθελα να πω, περνά πρώτα η συστάδα με τα φωνήεντα, τα σύμφωνα καρπώνονται φως, τα παιδιά κοιμούνται, το φως διαλύεται σε κομμάτια[…]

Υφαίνει τη μοίρα της σε χρόνο-τόπο παράλληλο με τους μνηστήρες που εποφθαλμιούν και διαιρούν, όμως εκείνη συναιρώντας με τις εικόνες τις λέξεις καταλαβαίνει πως η οδύνη και η χαρά δεν φέρουν το όνομα του Οδυσσέα.

«Αυτόν που περιμένω δεν είναι ο Οδυσσέας είναι η οδύνη κι η χαρά να μοιραστώ το φως του» θα πει. Εκείνη είναι αυτή που τον δημιουργεί και ο πιο παρών απ’ τους παρόντες δεν είναι άλλος από τον ίδιο τον απόντα, ή μήπως και αυτόν η ίδια η γραφή τον αναιρεί αποκαλύπτοντάς της πως είναι δημιούργημα κι εκείνος, ένας «Ούτις» που πήρε όνομα στο τέλος αλλά παρέμεινε ανύπαρκτος και ανεπαρκής να συμπληρώσει με λόγο και εικόνα τη ζωή της.
Κι όποιος περάσει τις οπές με μια σαΐτα μόνο / θα δείξει την αστοχασιά ενάντια κειμένων.

Η γραφή ως συρραφή των εννοιών και ύφανση των νοημάτων αναλαμβάνει να αποκαλύψει την αλήθεια και να αποκαταστήσει την πλάνη εκείνη που βάζει την Πηνελόπη  να περιμένει το τίποτα και τον κανένα.

Η Χρύσα Βλάχου με λόγο ροϊκό που κελαρύζει κατορθώνει να καθησυχάσει την ακοή του αναγνώστη, να κάμψει τις αντιστάσεις του μέσα στο κύμα του ρυθμού, προκειμένου στη συνέχεια αιφνιδιαστικά να του αποκαλύψει αλήθειες που τρυπούν σαν το βελόνι το υφάδι. Κι αν ο συγγραφέας εκκινεί από το «Κανένας» προκειμένου στη συνέχεια να κερδίσει το όνομά του όπως κι ο Οδυσσέας, η διαδικασία της γραφής αποκαλύπτει την αιφνίδια αντιστροφή, καθώς το πρόσωπο υπάρχει όταν το όνομα έχει τη γενναιότητα να απωλέσει την ταυτότητά του, για να τη ανακαλέσει ενισχυμένη και πολλαπλάσια μέσα από την ένωση με το όλον. Πολύ μετά με άλλον τρόπο η Ντίκινσον δήλωνε: «Είμαι ο κανένας! Ποιος είσαι εσύ; Είσαι κι εσύ ο κανένας; Τότε είμαστε δύο – Μη τυχόν το πεις! Θα μας εξορίσουν, το ξέρεις…»

 

ΕΛΕΝΗ

Δεν ήθελε τη μοίρα της, θα προτιμούσε να μην της είχε κληρωθεί η ομορφιά όμως κι εκείνη όπως η Μήδεια χάνει την όρασή της μπροστά στο θάμπος του έρωτα.

Κι είναι ο Πάρης που γεννά διωρυγή βαθιά μου / και με τυφλότητα θολή ακούω τη φωνή του. Η εξομολόγησή της μετατρέπεται θαρρείς σε απολογία ενώπιον ενόρκων και δικαστών που επίκειται να δώσουν την ετυμηγορία τους γιατί δικάζεται η αδυναμία της να αρνηθεί, δικάζεται η ασθενική της μνήμη να θυμηθεί πως είναι σύζυγος του Μενελάου, δικάζεται η έλλειψη διορατικότητάς της να δει το κακό που έρχεται και τον ορυμαγδό που θα ακολουθήσει. Όπως στη Μήδεια που διαπιστώνει πως στην ορμή του έρωτα απέλπιδες οι μοίρες, τα ίδια και απαράλλαχτα και στην Ελένη Μα η μοίρα τρέχει πιο γοργά, χαλάει τις βουλές μας.

«Βούληση», «μοίρα», «τυφλότητα» έννοιες βαρύγδουπες και ηχηρές μα εντέλει τίποτα άλλο από ένα συνονθύλευμα ευφάνταστων άλλοθι για την απλώς αδύναμη φύση μας.

 

ΔΗΙΑΝΕΙΡΑ

Η Χρύσα Βλάχου με εικόνες και περιγραφές αριστοτεχνικής μαεστρίας κινηματογραφεί μέσα από τον μονόλογο της Δηιάνειρας το πέρασμά της στο ποτάμι από τον Κένταυρο. Με λόγο δουλεμένο και ποιητικό γράφει: Στη ράχη του απλώνομαι σαν τον κισσό στον τοίχο.

Κι αλλού:

μες στου νερού τον ίδρωτα αφήνω τις παλάμες / και τις κουνώ τόσο κοφτά σαν να χαράσσω πάγο, ενώ οι γλωσσικές επιλογές όπως «σπασμοί υδάτων», «επικήδεια βλάστηση», «ίσαλος αποφόρτιση» με τη μέθοδο της ουσιαστικοποίησης των επιθέτων κατορθώνει να αποδώσει έντεχνα τον μύθο που θέλει την Αμαζόνα να πέφτει θύμα του δόλιου Κένταυρου Νέσου που προσποιούμενος τον περαματάρη εξαπατά τον Ηρακλή και βιάζει την Δηιάνειρα. Όμως κι εδώ ο μονόλογος παίρνει τον ρόλο της εξομολόγησης αναζητώντας και πάλι την κατανόησή μας για την κατάληξή της αφήνοντας να εννοηθούν πολλά.

Μα κείνος με βυθίζει αργά και κολυμπά με χάρη / κουνώντας τα καπούλια του γλυκοαγριεμένα

για να πει παρακάτω:

Για μήνες χρόνια και καιρούς μένουμε ’κει σπαρμένοι  / δίχως ανάγκη ζεστασιάς ή ρεύμα κρύου αγέρα.

 

ΚΑΣΣΙΑΝΗ

«Εκ γυναικός τα κρείττω» πλέον είναι η απάντηση σε μια εποχή που στέκεται απέναντι στην έμφυλη βία, που πλέον η γυναίκα δεν επιλέγεται από τον άνδρα αλλά εκείνη επιλέγει. Ή μήπως όχι. Σαν τα σημερινά εμπορεύματα σε αγώνες καλλιστείων που / αφού φορέσουν τα μαγιό οι επίδοξες κυρίες, μωροί κριτές / ορθώνονται για την κατάταξή τους, έτσι και ο Θεόφιλος αργοσιμώνει στις πολλές μα μία τον θαμπώνει.

Η Βυζαντινή ποιήτρια Κασσιανή, η συνθέτρια, η ευφυής και όμορφη, η αντισυμβατική, η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα, αυτή που φάνηκε προπετής και με την ετοιμόλογη απόκρισή της αιφνιδίασε τον Θεόφιλο, τον τρόμαξε και στράφηκε στη σεμνή και φρόνιμη Θεοδώρα, αποδεικνύεται εντέλει η ηττημένη νικήτρια.

 

ΙΠΠΟΛΎΤΗ

Η Ιππολύτη αναλαμβάνει να ταράξει τα νερά, γιατί μπορεί να έχει το σώμα της οπλές κι άηχες καταιγίδες / αλάτι φως, ειδύλλιο, άυπνο ναρκοπέδιο / τσόφλι θαλασσινό που τρίβεται σε παιδικό χεράκι, ωστόσο η καρδιά της που φλέγεται σαν κόκκος πιπεριού είναι ικανή να εκδικηθεί και να τυφλώσει εκείνον που αδέξια της συμπεριφερθεί. Έχει ένα αμόλυντο πετράδι που όποιος το αγγίξει ανόρεχτα, ευθύς θα τον τυφλώσει.

Η τύφλωση που προξενείται εδώ είναι αποτέλεσμα της τυφλότητας εκείνου που πληγώθηκε και εκδικείται.

 

ΦΑΙΔΡΑ

Την ίδια εικόνα, αυτή τη φορά του τυφλού γερακιού, συναντάμε στη Φαίδρα όταν ματαίως ελπίζοντας να επιστρέψει σε εκείνην ο Ιππόλυτος που θρέφει με τις παλινωδίες του τον πόθο και την προσμονή της παρομοιάζει την ελπίδα της με το γεράκι που μ’ άλκιμο τρόπο στο θύμα του ορμά / και το βλέπεις τυφλό ή τρελό μα και άγιο.

 

ΕΚΑΒΗ

Κι εδώ η τυφλότητα, κι εδώ το σκοτάδι σε αντιστοιχία με το φως, η βούληση απέναντι στην αβουλία Μα αντί να στέκεται άβουλη στα σπίτια των αρχόντων / κόκκαλο τύχης μασουλά και ακολουθεί τη μοίρα/ Όποιος το φως υπηρετεί, αντέχει το σκοτάδι. 

 

ΙΟΚΑΣΤΗ Τρεις φωνές, αφηγητής, θεατής, γυναίκα.

Η Ιοκάστη, όταν έμαθε πως ο άντρας που παντρεύτηκε και έκανε παιδιά ήταν γιος δικός της και του Λαΐου και πως ήταν αυτός ο φονιάς του, κλείστηκε στο δωμάτιό της και, αφού αγκάλιασε για τελευταία φορά τα παιδιά της, κρεμάστηκε.

Πατά με μένος / στο σκαλί, τραβιέται προς τα ύψη, βρίσκει κρίκο πολύσπερμο / με διαμαντένια άστρα, δένει την άκρη του σχοινιού και πέφτει στην ορμή του, ορμή που σχίζει τον λαιμό, χωρίς / να τη ματώσει.

Τι έχει ωστόσο προηγηθεί ως εσωτερική διαπάλη που στέκεται ικανό να της τυφλώσει το μυαλό; Γράφει η Βλάχου εύστοχα:

Ένα κε-νό, διά-κενο, κε-νό που εκ-κε-νώ-νει.

Μπορεί μία παρήχηση να αποδώσει το θόλωμα; Μπορεί και αριστοτεχνικά το καταφέρνει. Το κενό ως απουσία προοπτικής και ως επικράτεια του άδειου συνιστά το πλαίσιο όπου αντηχεί η απόγνωση. Το κενό που εκκενώνει είναι εκείνο που αδειάζει τον νου από τις αντιστάσεις του αλλά όχι μόνον. Mε το ίδιο το συμβάν του θανάτου την ίδια στιγμή αδειάζει και ο κόσμος σύμφωνα με την άποψη πως κάθε φορά που πεθαίνει κάποιος πεθαίνει μαζί του και ο κόσμος. Το κενό το δικό της εκκενώνει ολόκληρο τον κόσμο διά της αυτοχειρίας.

 

ΣΑΛΩΜΗ – ΗΡΩΔΗΣ

Η Σαλώμη δεν θέλει εκείνον που ξέρουμε, τον άλλο θέλει, το δικό του κεφάλι επιθυμεί, του πατριού της Ηρώδη μα εκείνος παρακούει και διατάζει να της φέρουν τον Ιωάννη. Το εύρημα της αντιστροφής που επαναφέρει στην ορθή θέση τα «κακώς κείμενα» αποδίδοντας μια αργοπορημένη δικαιοσύνη συμφωνώντας με τις δίκαιες αιτιάσεις του Ιωάννη για τον έκλυτο βίο του πατριού της λειτουργεί ως έμμεση αθώωση της Σαλώμης. Η Χρύσα μάλλον βάζει τη Σαλώμη να συμμερίζεται την άποψη του Θεόφιλου πως «εκ γυναικός τα κρείτω».

 

Οι μονόλογοι της Χρύσας Βλάχου δουλεμένοι κάτω από την επίνευση του ρυθμού δρουν ρυθμιστικά και θεραπεύουν και διανοίγουν και φανερώνουν όλα εκείνα που τυφλωμένοι αγνοούμε.

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.