Υπάρχουν άνθρωποι που θεωρούνται φίλοι σου χωρίς να βλέπεστε καθημερινά, χωρίς να μιλάτε ώρες στο τηλέφωνο ή να ανταλλάσετε μηνύματα στα μέσα δικτύωσης. Μια τέτοια περίπτωση είναι η Ελένη Λιτζαροπούλου. Είναι φίλη μου ή ορθότερα την νοιώθω δική μου άνθρωπο, αισθάνομαι βαθιά αγάπη κι ας μην βρισκόμαστε συχνά.
Με αυτήν την αγάπη πήγα στο φεστιβάλ βιβλίου στο Πεδίο του Άρεως και πήρα το βιβλίο της Γιατί το «Πιστεύω» άνθη δογματικής. Πήρα, λοιπόν, το βιβλίο και το ακούμπησα στο τραπεζάκι του σαλονιού φοβούμενη να αρχίσω το διάβασμα δογματικών θεμάτων.
Μέχρι την στιγμή που το αποφάσισα και μετάνιωσα την αργοπορία και την αναβλητικότητα. Διότι η Ελένη πρόσφερε κάτι ιδιαίτερο με το πόνημά της.
Δεν μου είναι άγνωστα τα θέματα που πραγματεύεται, δεν είναι άλλωστε μεγάλο το διάστημα της αποφοίτησής μου από το κοινό τμήμα σπουδών με την Ελένη. Μου έφεραν μια γλυκειά ανάμνηση του αμφιθεάτρου, ένα χαμόγελο μνήμης. Θυμήθηκα τα παλέματα του νου καθώς προσπαθούσα να χωρέσω το ακατανόητο μέσα στο μυαλό. Μέχρι την στιγμή που κατάλαβα πως πρέπει να ανοίξω πρώτα την καρδιά μου για να χωρέσει την αγάπη και να λειτουργήσει το μυαλό.
Όπως γράφει η συγγραφέας «Ο Θεός είναι μυστήριο. Ως μυστήριο λοιπόν προσεγγίζεται με κλειστά μάτια. Με οξυμένες τις αισθήσεις της καρδιάς και όχι του νου, αφού η καταγωγή της λέξεως μυστήριο είναι από το ρήμα μυώ=κλείνω(τα μάτια).
Η συγγραφέας κάνει μια καταγραφή μέχρι την Η΄Οικουμενική Σύνοδο, μας θυμίζει αιρέσεις που ταλάνισαν την εκκλησία τους πρώτους αιώνες, γράφει για το θαύμα, την αγάπη, την ελευθερία.
Επί της ουσίας παίρνει το Πιστεύω, το Σύμβολο της Πίστεως, και αναλύει λέξη προς λέξη δογματικά μα και καταγράφοντας το ιστορικό γίγνεσθαι της εποχής των Οικουμενικών Συνόδων. «Αυτό το Πιστεύω, που πολλές φορές ξεχνάμε, που πολλοί από εμάς δεν γνωρίζουμε και αρκετοί δεν κατανοούμε είναι οι θεμελιώδεις δογματικές αρχές, οι Αλήθειες της Χριστιανικής πίστης…»[1].
Και εδώ έρχεται το ερώτημα τί διαφορετικό έχει το βιβλίο της Ελένης σε σχέση με τόσα άλλα που έχουν εκδοθεί με το ίδιο θέμα; Ποια η διαφορά του από μελέτες, διατριβές που κυκλοφορούν;
Το πρώτο που θα αναφέρω είναι το περίσσιο θάρρος της συγγραφέας να καταπιαστεί με ένα τόσο θεμελιώδες κεφάλαιο της πίστης μας.
Το δεύτερο, το σημαντικότερο για μένα είναι η γλώσσα γραφής που χρησιμοποιεί, απλή, κατανοητή, καθημερινή. Το βιβλίο της Ελένης διαβάζεται χωρίς να σε τρομάζουν οι λέξεις. Αυτό το βιβλίο μπορώ να το προτείνω να το διαβάσουν οι φίλοι μου και οι φίλες μου. Οι φίλοι μου και οι φίλες μου που είναι πιστοί και θέλουν να μάθουν περισσότερα για την πίστη τους, αυτοί και αυτές που απλά και για εθιμικούς λόγους δηλώνουν χριστιανοί, εκείνοι και εκείνες που δηλώνουν άθεοι. Η Ελένη μού χάρισε ένα βιβλίο που έχω την χαρά να μπορώ να χαρίσω σε όλους χωρίς να ανησυχώ για την κατανόησή του, ένα βιβλίο που επιτρέπει σε όλους να βουτήξουν σε μια γνώση χωρίς τον τρόμο χρησιμοποιούμενων λέξεων και ορολογιών.
Αν αυτός ήταν ο αρχικός στόχος της συγγραφέως τότε τον πέτυχε.
Και σ΄ευχαριστούμε γι΄αυτό Ελένη Λιτζαροπούλου.
Η Ελένη Χριστοπούλου είναι Θεολόγος και ποιήτρια
[1]ό.π
