Ο Χέρμαν Μπροχ – υποψήφιος το 1950, έναν χρόνο πριν από τον θάνατό του, για το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας – ήταν γόνος εύπορης εβραϊκής οικογένειας της Βιέννης, μεταστράφηκε στον καθολικισμό το 1909 και πούλησε το 1927 την πατρική υφαντουργία , για να σπουδάσει σε ηλικία σαράντα ετών μαθηματικά, φιλοσοφία και ψυχολογία. Συνελήφθη από τους Ναζί το 1938, αλλά του επετράπη να μεταναστεύσει στη Βρετανία και λίγο μετά στις ΗΠΑ, έπειτα από διεθνή διαμαρτυρία στην οποία πρωτοστάτησαν οι Τζέιμς Τζόις και Θόρντον Ουάιλντερ.
Η περίφημη τριλογία του Υπνοβάτες αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα επιτεύγματα της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας του 20ου αιώνα, που μαζί με τα έργα του Τζόις, του Προυστ, του Μούζιλ και του Τόμας Μαν, για να περιοριστώ σε αυτούς που έχω τώρα στη μνήμη μου, συνέβαλαν τα μέγιστα στην επανάσταση της μοντέρνας μυθοπλαστικής αφήγησης. Ωστόσο, το αριστούργημά του θεωρείται και είναι πράγματι το μυθιστόρημα Βιργιλίου Θάνατος, με το οποίο ο Μπροχ – που θαύμαζε τον Τζόις – θέλησε να δώσει ένα ομόλογο μυθιστόρημα του Ξυπνήματος του Φίνεγκαν του Τζόις. Η διαφορά ανάμεσα στα δυο κορυφαία βιβλία του Μπροχ, τους Υπνοβάτες και τον Βιργιλίου θάνατο, είναι ότι προσλαμβάνει κανείς το πρώτο ως φιλοσοφικό μυθιστόρημα και το δεύτερο – σύμφωνα με ό,τι λέει ο Ελίας Κανέτι – πρέπει να το θεωρήσουμε ως ένα εκπληκτικό, τεράστιο ποίημα σε πρόζα. Και αυτό γιατί ο Μπρόχ δεν υπήρξε εν μέρει μυθιστοριογράφος, εν μέρει ποιητής και εν μέρει στοχαστής, αλλά υπήρξε και τα τρία μαζί στο ίδιο βιβλίο. Η απώλεια της ανθρωπολογικής ποιότητας που οδήγησε στον ναζισμό, « την εποχή των δολοφόνων », όπως θα’ λεγε εύστοχα ο Αρθούρος Ρεμπό, χαρακτηρίζει και την κατοπινή απελπισία του Μπροχ, όταν γράφοντας αργότερα το Βιργιλίου Θάνατος, που εκδόθηκε το 1942, βάζει τον μεγάλο λατίνο ποιητή να αποφασίζει να καταστρέψει (πράγμα που δεν είναι επινόηση του συγγραφέα, άλλα απόφαση του ίδιου του ποιητή) το χειρόγραφο της Αινειάδας, γιατί το έργο του δεν είχε λόγο ύπαρξης σε μια ανάξια εποχή – κάτι που εξηγεί επίσης γιατί ο Μπροχ εφεξής βυθίζεται, οριστικά και αμετάκλητα, στον κόσμο των μαθηματικών ως τον θάνατό του το 1951 από ανακοπή καρδιάς.
Η τριλογία Υπνοβάτες είναι ένα μυθιστόρημα σε τρεις τόμους ή τρεις φάσεις. Ο συγγραφέας θέλησε – και σε μεγάλο βαθμό πέτυχε – να γράψει το απόλυτο μυθιστόρημα όπως ο Τζόις τον Οδυσσέα. Ακόμη κι αν δεν το θεωρήσουμε ως «απόλυτο» μυθιστόρημα είναι οπωσδήποτε ένα ολοκληρωτικό μυθιστόρημα, από εκείνα που γράφονται πολύ σπάνια, όπως το κατά πολύ μεταγενέστερο Τούνελ του Γουίλιαμ Γκας, ενός συγγραφέα που ανήγαγε τη φόρμα σε ουσία και που η πλοκή είχε γι’ αυτόν δευτερεύουσα σημασία. Η επιδίωξη του Μπροχ σε αυτό το βιβλίο ήταν να παρουσιάσει ανθρώπους οι οποίοι όπως οι υπνοβάτες βρίσκονται μεταξύ ύπνου και ξύπνου, έτσι κι εκείνοι ζουν ανάμεσα σε συστήματα που εξαφανίζονται και σε όσα εμφανίζονται και τα αντικαθιστούν. Τρία είναι αυτά τα συστήματα: ο Ρομαντισμός, στον πρώτο τόμο, με πρωταγωνιστή τον ανθυπολοχαγό Γιοάχιμ φον Πάσενοβ, ο οποίος, αναγκασμένος από την οικογένειά του να γίνει αξιωματικός, παρά τη θέληση του, ζει μέσα στο νοσηρό και ψευδορομαντικό κλίμα του πρωσικού μιλιταρισμού . Η Αναρχία, στο δεύτερο τόμο, με ήρωα τον λογιστή Αύγουστο Ες, που απολύεται από τη δουλειά του, βρίσκει άλλη δουλειά σε μεγάλη ναυτιλιακή επιχείρηση από όπου παραιτείται έπειτα από μια βίαιη καταστολή μιας απεργίας για την οποία θεωρεί υπεύθυνο τον πρόεδρο της εταιρείας Εντουαρντ φον Μπέρναντ, έναν χαρακτήρα σκιώδη, αλλά και εξαιρετικά επιβλητικό. Στο τέλος ο Ες ονειρεύεται να μεταναστεύσει στην Αμερική. Όμως αυτό δεν θα γίνει ποτέ πραγματικότητα. Θα τον καταπιεί το μικροαστικό περιβάλλον από το οποίο ήθελε να ξεφύγει. Στον τρίτο τόμο, που επιγράφεται Ο Πραγματισμός, συναντούμε πάλι τον Πάσενοβ και τον Ες σε μια μικρή πολίχνη επάνω στον ποταμό Μόζελ. Ο Πάσενοβ είναι τώρα ταγματάρχης και στρατιωτικός διοικητής, και ο Ες είναι διευθυντής της τοπικής εφημερίδας. Σε αυτή την πόλη έχει επίσης καταφύγει και ο αλσατός επιχειρηματίας Χούγκεναου, που έχει λιποτακτήσει και κρύβεται ώσπου να τελειώσει ο πόλεμος. Η σχέση του ψευδιρομαντικού Πάσενοβ και του ψευδοαναρχικού Ες με τον αδίσταχτο πραγματιστή Χούγκεναου θα είναι καταστροφική.
Μετά το τέλος του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου και της εξέγερσης του Νοεμβρίου του 1918, η οποία οδήγησε στην αποπομπή του Κάιζερ και τη μετατροπή της Γερμανίας σε δημοκρατία ούτε ο ρομαντισμός ούτε η αναρχία έχουν πλέον λόγο ύπαρξης. Θα αντικατασταθούν από τον ρεαλισμό, ο οποίος εδώ εκφράζεται από τον οπορτουνιστή Χούγκεναου, μια σχεδόν εγκληματική φυσιογνωμία, που αφήνει πίσω της το παρελθόν. Αυτό σημαίνει άλλωστε η λιποταξία του. Είναι ένας άνθρωπος που δεν πιστεύει σε καμία αξία, όχι γιατί ο ίδιος αποτελεί εξαίρεση ανάμεσα σε όσους διαπνέονται από κάποιες αξίες, αλλά γιατί είναι γνήσιο τέκνο μιας εποχής που έχει χάσει τις δικές της αξίες. Κατά μία έννοια θα μπορούσε κανείς να τον θεωρήσει ένα είδος προάγγελου του φασισμού.
Τα μεγάλα λογοτεχνικά έργα δεν γράφονται αν ο δημιουργός τους δεν έχει δυο-τρία πρότυπα, τα οποία φυσικά δεν πρέπει να μιμείται. Ο Μπροχ θεωρούσε τους Υπνοβάτες πολυιστορικό μυθιστόρημα. Το ίδιο θεωρούσε και τα μυθιστορήματα του Αντρέ Ζιντ, τον Οδυσσέα του Τζόις ή τον Άνθρωπο χωρίς ιδιότητες του Μούζιλ. Μερικοί, μάλιστα, πρόσθεσαν και το Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο του Μαρσέλ Προύστ, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι υπερβάλλουν. Επιστρέφοντας στον Μπροχ, θυμήθηκα – και δεν πρέπει να παραλείψω – τη γνώμη για τον Μπροχ ενός από τους κορυφαίους της παγκόσμιας λογοτεχνίας δοκιμιογράφους, του Τζόρτζ Στάινερ, ο οποίος δεν διστάζει να πει για τον μεγάλο αυτό αυστριακό συγγραφέα: «ο Μπροχ είναι ο μεγαλύτερος μυθιστοριογράφος που παρουσιάστηκε στον χώρο της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας μετά τον Τζόις». Και δεν έχει άδικο, αν λάβει κανείς υπόψη του ότι στους Υπνοβάτες, ενώ η αφήγηση εκτυλίσσεται και στους τρεις τόμους του έργου στο τρίτο πρόσωπο, η παρουσία του συγγραφέα είναι εμφανέστατη, με αποτέλεσμα να αποτελεί κι εκείνος μέρος της αφήγησης.
Αν οι υπνοβάτες θεωρούνται ακόμη και σήμερα – αν όχι όσο στην εποχή που δημοσιεύτηκαν- πειραματικό μυθιστόρημα, αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι ο Μπροχ εισάγει στην αφήγησή του ένα πλήθος παράλληλων ιστοριών και περιφερειακών χαρακτήρων. Η ιστορία του βιβλίου έχει, με αυτό τον τρόπο, πολλαπλά επίπεδα τα οποία συγκροτούν την εποχή και τις τεκτονικές αλλαγές που συνέβησαν μέσα στα τριάντα χρόνια, που αποτελούν τον χρόνο του βιβλίου. Στον πυρήνα ωστόσο, από όπου προκύπτει και η φιλοσοφική διάσταση του έργου, αναγνωρίζει κανείς και την άποψη του συγγραφέα πως το μείζον πολιτικά (όπως και ψυχολογικά και οντολογικά) ζήτημα δεν είναι η σχέση ανάμεσα στον ορθολογισμό και τον ανορθολογισμό, αλλά στο ότι αυτή η διαταραγμένη σχέση καταστρέφει όχι μόνο το κοινωνικό, αλλά και το ψυχολογικό τοπίο, μέσα στο οποίο φθείρεται και διαλύεται οποιοδήποτε σύστημα ηθικών αξιών.
—————————