You are currently viewing Φάνης Κωστόπουλος: ΓΚΙΝΤΕΡ  ΓΚΡΑΣ –   Συγγραφέας του μείζονος μυθιστορήματος Το τενεκεδένιο ταμπούρλο και μια από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της μεταπολεμικής  γερμανόφωνης  πεζογραφίας.   

Φάνης Κωστόπουλος: ΓΚΙΝΤΕΡ  ΓΚΡΑΣ –   Συγγραφέας του μείζονος μυθιστορήματος Το τενεκεδένιο ταμπούρλο και μια από τις σημαντικότερες προσωπικότητες της μεταπολεμικής  γερμανόφωνης  πεζογραφίας.   

Ποιητής, πεζογράφος, θεατρικός συγγραφέας, γλύπτης, γραφίστας και «φωνή της  μεταπολεμικής Γερμανίας», όπως τον αποκαλούσαν, ο Γκίντερ Γκρας ήταν ένα πολυσύνθετο ταλέντο και μια από   τις  σημαντικότερες φυσιογνωμίες της μεταπολεμικής γερμανικής λογοτεχνίας. Το  1959 ο Τζορτζ Στάινερ δημοσίευσε ένα από τα γνωστότερα δοκίμιά του που  επιγράφεται  το Κούφιο θαύμα, στο οποίο ισχυρίζεται ότι η χιτλερική περίοδος στη  Γερμανία είχε επιφέρει μια σχεδόν  ανεπανόρθωτη  καταστροφή στη γερμανική γλώσσα η οποία δεν είναι πια γλώσσα του Γκαίτε, του Χέντερλινγκ και του Τόμας Μαν. Ο  Στάινερ όμως δεν φανταζόταν ότι την ίδια ακριβώς χρονιά ο Γκίντερ Γκρας θα κυκλοφορούσε ένα από τα σημαντικότερα μυθιστορήματα του 20ου αιώνα που άλλαξε την πορεία της γερμανικής λογοτεχνίας –  Το τενεκεδένιο ταμπούρλο, που χάρισε  στον   συγγραφέα του  παγκόσμια φήμη και σαράντα ακριβώς χρόνια αργότερα το Βραβείο  Νόμπελ Λογοτεχνίας. Πρόκειται για  ένα   αριστούργημα   της   γερμανικής    λογοτεχνίας    που   έχει   φόντο  τους   δυο  Παγκόσμιους  Πολέμους και την ευρωπαϊκή ανοικοδόμηση. Στο βιβλίο αυτό έχουμε ακόμα να    κάνουμε  με  ένα    κράμα     σημαντικών    γεγονότων,     μύθου,  λαϊκών   θρύλων,  παρωδίας    και   νατουραλιστικής   απεικόνισης    του   παραλογισμού της ιστορίας. Είπαν ακόμη ότι  το μυθιστόρημα αυτό θα μπορούσε  να θεωρηθεί ως προπομπός του «μαγικού ρεαλισμού» ( όρος που εφευρέθηκε   αρκετά αργότερα για ν’ αποδώσει τη λατινοαμαρικάνικη  λογοτεχνική αναγέννηση ).

Πάνω απ’ όλα στο βιβλίο κυριαρχεί η πατρίδα του Γκίντερ Γκρας, η ελεύθερη πόλη    του Γκντάνσκ  ( Ντάντσιχ στη γερμανική της ονομασία ). Έχουμε εκεί την ανασύνθεση    του ιστορικού αυτού λιμανιού της  Βαλτικής. Πρόκειται  για  παλία  χανσεατική   πόλη,    χτισμένη  στις εκβολές του ποταμού Βιστούλα, που  διετέλεσε  πρωτεύουσα  ή   απλώς    κτήση των Κασουβίων, των Τευτόνων Ιπποτών, των Πομερανών  και  άλλων   πολλών.

Έζησε στιγμές δόξας ως ελεύθερο κράτος   και αποτέλεσε  το  μήλον   Έριδος   μεταξύ    Πολωνών και Γερμανών κάτω από τη  σκιά θρησκευτικών  και  φυλετικών   διαμαχών.    Κατά  μία  έννοια,  από δω ξεκίνησε ο Β΄ Παγκόσμιος  Πόλεμος. Σήμερα ανήκει  στην       Πολωνία και αποτελεί το εφαλτήριο της «πολωνικής άνοιξης», καθώς από το βιομηχανικό    λιμάνι και τα ναυπηγία της ξεκίνησε η εξέγερση της Αλληλεγγύης στις αρχές της δεκαετίας του ’80 υπό τον συνδικαλιστή Λεχ  Βαλέσα.

Η  πλοκή  του  μυθιστορήματος   επικεντρώνεται   στη  ζωή του Όσκαρ  Ματσεράτ,  ενός    ενορατικού, θα λέγαμε, νάνου,  ως   τα  τριάντα του  χρόνια.   Τη   γράφει,  λέει,  σε  στοίβες   χαρτιού που του προμηθεύει ο νοσοκόμος του,  ο Μπρούνο,  όταν, κατά  τα χρόνια 1952 -54,  είναι οικειοθελώς έγκλειστος  σε ψυχιατρείο, έχοντας   επιτέλους βρει  βολή  και ασφάλεια.

Ο Μπρούνο – που εκπροσωπεί εδώ μια άλλη   καλλιτεχνική πλευρά  του συγγραφέα – από   τη μεριά του φιλοτεχνεί γλυπτά με κόμπους σκοινιού που απεικονίζουν  τη ζωή  του   Όσκαρ και μέσω αυτής σημαντικούς σταθμούς στην ιστορία του πρώτου μισού του αιώνα. Ό Όσκαρ  διαθέτει ώριμη σκέψη και ικανότητα, όπως είπα, ενόρασης ήδη από τη γέννησή του. Στα τρία του   χρόνια   αποφασίζει  να   μην ψηλώσει άλλο  και πέφτει  από  τη σκάλα   του   κελαριού  προκειμένου ν’ αποφύγει μελλοντικά τη διαδοχή του πατέρα του στο οικογενειακό μπακάλικο.   

Παρά την ιατρική παρακολούθηση, σταματά να αναπτύσσεται σωματικά, αν και είναι ώριμος   στο μυαλό. Αποφεύγει μ’ αυτό τον τρόπο τον διεφθαρμένο κόσμο των μεγάλων, ενώ διατηρεί την ικανότητα να παρατηρεί, να καταγράφει και να κρίνει τη γύρω του μικροαστική κοινωνία.

Προικισμένος με   εξαιρετικό  αφτί, ο  Όσκαρ  κουβαλάει  πάντα  μαζί  του    το   τενεκεδένιο ταμπούρλο που του έχει δωρίσει η μητέρα του στα  τρίτα του γενέθλια   και  αφηγείται  μέσω αυτού τη ζωή του και τον κόσμο του. Του το αντικαθιστούν  τακτικά, καθώς   η   υπερβολική χρήση φθείρει το όργανο που εκφράζει τα αισθήματα και τις επικοινωνιακές του ανάγκες. Για παράδειγμα, σε ένα επεισόδιο γελοιοποιεί τους τοπικούς ένστολους Ναζί, όταν, κρυμμένος κάτω από   την   εξέδρα   των   ομιλητών   σε   μια υπαίθρια λαϊκή συνέλευση, μετατρέπει μέσω του ταμπούρλου   τα  εμβατήρια    που   παίζονται  σε βιεννέζικα βαλς,  οπότε  όλοι  αρχίζουν να χορεύουν μεταξύ τους τρελαίνοντας τους διοργανωτές.  Του είναι λοιπόν τόσο σημαντικό το μητρικό αυτό  δώρο, ώστε ο ίδιος λέει: « Εάν δεν είχα το τύμπανό μου, που   όταν  το   κρούω   επιδέξια  και   υπομονετικά  φαντάζεται όλα τα επουσιώδη, που όμως είναι αναγκαία, γιατί διαφορετικά   δεν μπορώ  να μεταφέρω μετά στο χαρτί τα κυριότερα, και  αν δεν είχα την άδεια του ιδρύματος να δίνω  το  λόγο στο  κρουστό μου τρεις  ως τέσσερις ώρες  την ημέρα, θα ήμουν ένας ταλαίπωρος, χωρίς αποδείξιμους προπάτορες ».

Το άλλο ταλέντο του Όσκαρ  είναι η στεντόρεια και διαπεραστική φωνή του, ικανή να  θραύσει  γυαλιά   και   τζάμια  σε μεγάλες αποστάσεις , για  να τρομάξει τους μεγάλους  ή  να   τους  εκδικηθεί για  τα κακώς κείμενα,  ή   πάλι αιφνιδιάζοντας  τους γερμανούς  εισβολείς στις αρχές του πολέμου ή ακόμη  ως  εργαλείο διάρρηξης  σε βιτρίνες καταστημάτων και σοκολατοποιίες όταν γίνεται πρόσκαιρα ηγέτης μιας συμμορίας   ορφανεμένων  παιδιών  του  δρόμου.   Ήταν επίσης ως αφηγητής αυτοαναιρούμενος  και ενίοτε διαψευδόμενος, ενώ δεν πρέπει να   μας  διαφύγει  ότι ήταν συνάμα κριτής και  απόστολος, αλλά και   ένα  είδος Ιησού  που ενδύεται, ανάλογα με  τις περιστάσεις, και  τον  ρόλο  του  Διαβόλου, πράγμα   που    κάνει   το   Καλό    και   το  Κακό   να σχετικοποιούνται και να συγχέονται. Τα είχε, λοιπόν,  καλά –   όπως  φαίνεται και στο  απόσπασμα  που θα παραθέσω – και με τον Σατανά.

Όσα  κι  αν  πω  ακόμη  για τον κεντρικό αυτό ήρωα, δεν θα  μπορέσω να δώσω στον αναγνώστη  αυτό που λέει και με τον τρόπο που το λέει  ο Γκίντερ Γκρας  στο βιβλίο του. Κλείνω , λοιπόν, αυτό  το  κείμενο  παραθέτοντας   ένα  απόσπασμα από  το  μείζον  αυτό μυθιστόρημα της μεταπολεμικής γερμανικής λογοτεχνίας, που , όπως   είπα,  έχει φόντο  τους δυο Παγκόσμιους Πολέμους και την ευρωπαϊκή  ανοικοδόμηση,  μέσω της  αλληγορικής   μαρτυρίας  ενός νάνου   τυμπανιστή.    Στο   απόσπασμα  ο   Όσκαρ    Ματσεράτ  θυμάται   το  τελετουργικό  της βάπτισής του.

« Όπως  με   έπαιρνε   κάθε Πέμπτη   μαζί της    στην   πόλη   καθιστώντας   με τρόπον τινά συνένοχο, έτσι με έπαιρνε μαζί της και τα Σάββατα,  με οδηγούσε μέσα από την πόρτα στα δροσερά καθολικά πλακάκια, έχωνε προηγουμένως  το τύμπανό μου κάτω από το πουλόβερ μου ή κάτω απ’ το παλτουδάκι   μου,  γιατί χωρίς τύμπανο δεν γινόταν τίποτα με μένα, και χωρίς το όργανό μου κρεμασμένο μπροστά μου δεν θα είχα  κάνει ποτέ  τον  καθολικό  σταυρό   μου    αγγίζοντας μέτωπο, στήθος και ώμους, ούτε θα είχα λυγίσει το γόνατο όπως όταν βάζουμε τα παπούτσια και θα είχα μείνει ήσυχα καθισμένος στο στασίδι με το λείο ξύλο όσο θα στέγνωνε αργά το άγιασμα στα ριζά της μύτης μου. Θυμάμαι την εκκλησία της Ιεράς Καρδίας του Ιησού Χριστού ήδη από τη βάπτισή μου:  είχαν  υπάρξει     δυσκολίες λόγω του ειδωλολατρικού μου ονόματος, αλλά οι γονείς μου επέμεναν να μείνει Όσκαρ, και ο Γιαν ο νονός μου αυτό το όνομα είπε στον νάρθηκα  του ναού. Έπειτα ο πατήρ Βίνκε  φύσηξε τρεις φορές στο πρόσωπό μου για να εξορκίσει τον Σατανά, έκανε τον σταυρό του, επέθεσε το χέρι του, σκόρπισε αλάτι  και έκανε κάτι  ακόμη  εναντίον  του  Σατανά.  Έπειτα  μέσα   στην εκκλησία  έγινε  άλλη  μια  στάση  πριν  κατευθυνθούμε  προς το καθαυτό βαπτιστήριο. Ήμουν ήσυχος  όσο απαγγέλλονταν για λογαριασμό  μου  το           Πάτερ Ημών  και το Πιστεύω. Μετά ο πατήρ Βίνκε θεώρησε ενδεδειγμένο να επαναλάβει ακόμη μια φορά   ‘Εξέλασον απ’ αυτού  παν πονηρόν  και ακάθαρτον  πνεύμα κεκρυμμένον  και εμφωλεύον αυτού την καρδίαν ’ και μολονότι εγώ ήξερα ανέκαθεν τι έτρεχε, εκείνος πίστεψε ότι μου άνοιγε τις αισθήσεις αγγίζοντας τη μύτη και τ΄αφτιά του Όσκαρ. Έπειτα ήθελε να το ακούσει άλλη μια φορά δυνατά  και καθαρά  και  ρώτησε: ‘Αποτάσσεσαι  τον Σατανά;  Τοις έργοις αυτού;  Και πάσει τη λατρεία αυτού;  Και πάσει        τη πομπή αυτού; ’ Πρίν προλάβω να γνέψω αρνητικά   –  γιατί  δεν  είχα καμία  διάθεση       να    αποχωριστώ τον   Σατάνα  –  με  πρόλαβε  ο  Γιάν απαντώντας    για   λογαριασμό   μου τρεις   φορές  απανωτά: ‘ Αποτάσσομαι .’» ( μτφρ. Τούλα Σιετή ).

—————————-

 

                                            

  

         

 

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.