You are currently viewing Φάνης Κωστόπουλος:   OSCAR  WILDΕ – Το τελευταίο αστέρι πριν ξημερώσει ο εικοστός αιώνας                      

Φάνης Κωστόπουλος:   OSCAR  WILDΕ – Το τελευταίο αστέρι πριν ξημερώσει ο εικοστός αιώνας                      

        Η  ομορφιά έχει το δικαίωμα να βασιλεύει ελέω Θεού.

                                    ΤΟ ΠΟΡΤΡΕΤΟ ΤΟΥ ΝΤΌΡΙΑΝ ΓΚΡΕΪ

 

 

Η Ιρλανδία, θέλουμε δε θέλουμε, έχει δώσει ένα πλήθος από τους σημαντικότερους συγγραφείς στην αγγλόφωνη λογοτεχνία: Λόρενς Στερν, Τζόναθαν Σουίφτ, Γουίλιαμ Μπάτλερ Γέιτς, Τζορτζ Μπέρναρντ Σο, Τζέιμς Τζόις και Σάμιουελ Μπέκετ, για να περιοριστώ σε μερικούς που έχω πρόχειρα στη μνήμη μου. Ο Όσκαρ Ουάϊλντ (1854-1900) συγκαταλέγεται και αυτός ανάμεσα στους μεγάλους συγγραφείς της Ιρλανδίας και του αγγλόφωνου κόσμου. Πριν γίνει ο αυθεντικός καλλιτέχνης που γνωρίζουμε, ήταν ήδη η ενσάρκωση της νέας εποχής, το χαϊδεμένο παιδί των μίντια του καιρού του, των χειροκροτημάτων και των ρεπορτάζ που διαδέχονταν το ένα το άλλο. Με ένα λόγο ήταν ο πιο ένδοξος animateur του αιώνα του, ένας Γουόρχολ, θα λέγαμε, της εποχής του με κουλτούρα άντεργκραουντ. Η καλοσφιγμένη σιλουέτα του, τα περίφημα χρυσοκίτρινα σακάκια του, οι γιακάδες με τους τεράστιους λαιμοδέτες, τα παντελόνια μέχρι το γόνατο και  η δυσθεώρητη  κορμοστασιά του με το ηλιοτρόπιο πάντα στη μπουτονιέρα του αποτελούσαν το ιδεόγραμμα του εστέτ, ενώ οι περίφημες διαλέξεις του, κάτι σαν one man show της διακωμώδησης και των ηθών, είναι, θα λέγαμε, θεατρικές παραστάσεις χωρίς υπόθεση. Όσο για τις αποδοκιμασίες των κριτικών, η απάντηση ήταν στερεότυπη: «Όταν με λοιδορούν, ξέρω ότι πέτυχα». Θα έλεγα ακόμη ότι ο Όσκαρ Ουάιλντ και ο λόρδος Μπάιρον είναι τα δυο «κακά παιδιά» του 19ου αιώνα που η αστική υποκρισία της λονδρέζικης κοινωνίας δεν άντεξε και εξοστράκισε. Και πώς να τους αντέξει, όταν ο πρώτος, στο Πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέι, τους λέει ωμά: «η αγγλική κοινωνία  είναι όλη για πέταμα» (English society is all wrong) και ο δεύτερος , ακόμα πιο ωμά και κυνικά, αφού τράβηξε πρώτα την κουρτίνα της αστικής υποκρισίας, τους είπε κατάμουτρα:

                         Είστε ανήθικοι, και το ξέρετε.

                Υou are not a moral people, and you know it.

                                ( DON  JUAN, XI,87 )

Η πένα του Oυάιλντ, αλλά και το σπινθηροβόλο πνεύμα του στις συναναστροφές του με τους άλλους ανθρώπους τάραξαν τα νερά της ευρωπαϊκής λογοτεχνίας και άπλωσαν τη φήμη του σε Ευρώπη και Αμερική. Πράγματι, αυτοί που τον γνώρισαν και τον έζησαν από κοντά λένε ότι ο προφορικός του λόγος ήταν πιο ζωντανός και πιο περίτεχνος από τον γραπτό λόγο του. Όταν μιλούσε, εκμηδένιζε την απόσταση απ’ τους ανθρώπους και ήταν, όπως θα ‘λεγε ο ίδιος,  «σαγηνευτικός σαν τα εφτά θανάσιμα αμαρτήματα». Ακόμη και ο Μπέρναρντ Σο – που τόσο δηλητήριο έσταζε το στόμα και η πένα του  για τη δημοτικότητα του συμπατριώτη του – σε ένα γράμμα του προς τον Frank Harris, συγγραφέα της βιογραφίας Οscar Wilde, his life and  confessions που κυκλοφόρησε το 1918, κάνει λόγο για μια τυχαία συνάντησή του με τον συγγραφέα του De Profundis σε μια ναυτική γιορτή στο Τσέλσι και λέει μεταξύ άλλων: «Ήταν η μοναδική μου γνωριμία με το θαυμάσιο αφηγηματικό χάρισμα του Ουάιλντ ». Χωρίς  καμία υπερβολή έφερε το χρώμα στην τέχνη του λόγου. Ήταν ακόμη αντιαθλητικός και άνθρωπος της  πόλης, γιατί η φύση, όπως έλεγε ο ίδιος, «δεν έχει ανέσεις». Ίσως, με το πράσινο λουλούδι στο πέτο του, αυτό να ήθελε να εκφράσει, γιατί, όταν τον ρωτούσαν για το πράσινο χρώμα του λουλουδιού, ετοιμόλογος καθώς ήταν, έλεγε: «Διορθώνω ένα σφάλμα της φύσης». Κάτι ακόμα, που δύσκολα βρίσκει κανείς το όμοιό του στην παγκόσμια λογοτεχνία× έλεγε και το  ‘κανε πράξη: «Θέλω να κάνω την ίδια μου τη ζωή έργο τέχνης». Και αυτή η ιδέα, που δεν την έχουν προσέξει ως τώρα, πέρασε  και  στο  υπέροχο μυθιστόρημά του, Το πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέι, αφού ο ήρωας του βιβλίου είναι, κατά τα  τρία τέταρτα τουλάχιστον, ο ίδιος ο δημιουργός του: «η ζωή ήταν γι’ αυτόν η πρώτη και  καλύτερη τέχνη, κι όλες οι άλλες τέχνες φαίνονταν να μην είναι τίποτ’ άλλο από μια προπαρασκευή για τη ζωή. [ ….. ] Αυτό που ζητούσε ήταν να φιλοτεχνήσει έναν καινούργιο τρόπο ζωής που να ‘χει κάποια φιλοσοφική δικαίωση και αρχές καλά ταξινομημένες, έναν τρόπο που θα ‘βρισκε την ανώτατη πραγματοποίησή του στην αποπνευμάτωση των αισθήσεων». Αν και αντιαθλητικός, όπως είπα, μετάγγιζε την. ακολασία του στα μαρμάρινα σώματα των αθλητών της αρχαίας Ελλάδας και θεωρούσε υπέρτατο τίτλο τιμής να είναι κανείς αρχαίος Έλληνας, κάτι που φέρνει στη μνήμη τον Αλεξανδρινό ποιητή:

………………………. Ελληνικός —

               ιδιότητα δεν έχ’ η ανθρωπότης τιμιοτέραν.  

 

Ο Όσκαρ Ουάιλντ γεννήθηκε στο Δουβλίνο, σε μορφωμένη προτεσταντική οικογένεια. Σπούδασε στο κολέγιο  Τρίνιτι του Δουβλίνου και αμέσως μετά, με υποτροφία, στην Οξφόρδη. Εκεί γνώρισε τον υπέρμαχο του Αισθητισμού Ουόλτερ Πέιτερ, στον οποίο χρωστά το  πάθος για το λογοτεχνικό ύφος, εξαιτίας του οποίου τον αποκαλούσαν « πρίγκιπα της γλώσσας». Το 1881 δημοσίευσε, σε ηλικία 27 ετών, την πρώτη του ποιητική συλλογή και τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς ταξίδεψε στη Νέα Υόρκη, όπου κατέκτησε το αμερικανικό κοινό, δίνοντας διαλέξεις για το κίνημα του Αισθητισμού στη Βρετανία. Αξιοθύμητο είναι το περιστατικό, σύμφωνα με το οποίο,  μόλις έφτασε στην αμερικανική μεγαλούπολη και ρωτήθηκε τι έχει να δηλώσει, ο ετοιμόλογος πάντα Ιρλανδός απάντησε: «Τίποτα, εκτός από τη μεγαλοφυΐα μου ». Το καλοκαίρι του 1884 γνώρισε στο Δουβλίνο την Κόνστανς Λόιντ, κόρη εύπορης ιρλανδικής οικογένειας, την οποία παντρεύτηκε και απέκτησε μαζί της δυο γιους. Το 1888 εκδόθηκε το έργο του Ο ευτυχισμένος πρίγκιπας και άλλες ιστορίες. Το μοναδικό μυθιστόρημά του, Το πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέι, δημοσιεύτηκε το 1891.

 

Πρόκειται για ένα  βιβλίο  που  δεν έπαψε να διαβάζεται ούτε και σήμερα, 130 περίπου χρόνια μετά την πρώτη του έκδοσή. Σε αυτό το βιβλίο – που ήταν  το  «ευαγγέλιο» του Λαπαθιώτη – υπάρχει σχεδόν όλος ο Ουάιλντ, το υπέροχο πνεύμα του και η εκλεπτυσμένη του ηδυπάθεια. Αν τον αναζητήσεις στις σελίδες του, θα τον βρεις ως πνεύμα στον λόρδο Χένρι και ως πάθος  που πάει κόντρα στη λογική  στον Ντόριαν Γκρέι, αν θυμηθείς μάλιστα αυτά τα λόγια του Ντόριαν : «Τίποτα δεν μπορεί να με κρατήσει στον ίσιο δρόμο » (there is nothing to keep me straight). Αυτή η θρησκεία της ομορφιάς, που αποπνέει το βιβλίο του, στην περίπτωση του  Γκωτιέ ή  του Πόου είναι θηλυκή, στο Πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέι φαντάζει αγορίστικη και ελληνική. Θα έλεγα ακόμη ότι είναι τo βιβλίο της αιώνιας νεότητας  και του ατέλειωτου πάθους, όπου ο ήρωας του βιβλίου προσπαθεί “να ξεχάσει μια αμαρτία με μια άλλη αμαρτία”.

Την επόμενη  χρονιά θα γνωρίσει μεγάλη επιτυχία στον κόσμο του θεάτρου με  το θεατρικό του έργο  Η βεντάλια της λαίδης Γουίντερμιρ. Ακολούθησαν τα επίσης θεατρικά του έργα Μια γυναίκα χωρίς σημασία (1893) και Ένας ιδανικός σύζυγος. Στο τελευταίο, όταν η λαίδη Μπάζιλντον λέει ότι “ οι σύζυγοι δεν εκτιμούν ποτέ τις γυναίκες τους”, η κυρία Μάρτσμοντ συμπληρώνει: “ Οι άντρες μας δεν εκτιμούν τίποτα σ’ εμάς .Είμαστε αναγκασμένες να καταφεύγουμε σ ε   ά λ λ ο υ ς     γ ι α  ν α   μ α ς  ε κ τ ι μ ή σ ο υ ν!” Δική μου η υπογράμμιση. Η Σαλώμη – θεατρικό έργο που το1891  έγραψε ο Ουάιλντ στα γαλλικά (όπως πολύ αργότερα κι ο συμπατριώτης και ομότεχνός του Μπέκετ  το Περιμένοντας τον Γκοντό )  με σκοπό να το ανεβάσει  σε θέατρο του Λονδίνου με πρωταγωνίστρια στον ομώνυμο ρόλο τη Γαλλίδα ηθοποιό Σάρα Μπερνάρ – δεν ευτύχησε όπως τα άλλα θεατρικά του έργα, γιατί απαγορεύτηκε η παράστασή της από τη θεατρική λογοκρισία και ο Ουάιλντ δημοσίευσε το έργο στη Γαλλία το 1893. Η πρώτη παράσταση του έργου έγινε τελικά δυο χρόνια αργότερα στο Παρίσι. Όσο για την  πρώτη μετάφραση του έργου στα αγγλικά, την υπογράφει ο Άλφρεντ Ντάγκλας. Το γεγονός ότι η μετάφραση αυτή είχε πολλές αδυναμίες ανάγκασε τον Ουάιλντ να αναλάβει την επιμέλειά της. Πώς να ήταν καλή η μετάφραση του “Bosie,” αφού, όπως μας πληροφορεί το κείμενο του De Profundis, αυτός o μοιραίος για τον Ουάιλντ άνθρωπος ήταν «οκνηρός μαθητής στο σχολείο και οκνηρός φοιτητής στο πανεπιστήμιο».  Στο τέλος αυτού του έργου η Σαλώμη λέει στον Ιωάννη: « Ο  έρωτας, λένε, έχει μια στυφή γεύση (δυσάρεστη  γεύση) » (On dit que l’amour a une âcre  saveur ). Η φράση φέρνει στη μνήμη τη Σαπφώ που υποστηρίζει ότι ο έρωτας είναι «γλυκύπικρος», που θέλει να πει: γλυκός όταν ενώνει δυο ανθρώπους και πικρός όταν αυτοί χωρίζουν…Τη Σαλώμη όμως δεν την απασχολεί η γεύση… Της αρκεί ότι φίλησε το στόμα του Ιωάννη ( j’ ai baisé ta bouche, Iokanaan), αφού δεν μπόρεσε η ομορφιά της να τραβήξει το βλέμμα του. Mε το στόμα του ήταν τώρα ερωτευμένη ( c’aest de ta bouche que je suis amoureuse, Iokanaan ). Και αυτό γιατί, όπως είπα, της αρνήθηκε το βλέμμα του – αυτό που τόσοι άντρες δεν της το αρνήθηκαν ποτέ. “Αν με είχες κοιτάξει,  θα  με είχες αγαπήσει.”  (Si tu mavais regardée tu maurais aimée) λέει μπροστά στην ασημένια ασπίδα με το κεφάλι του Ιωάννη.  Έτσι είναι η γυναίκα , η σίγουρη για την ομορφιά της: εκδικείται όταν χτυπήσεις την αχίλλειο πτέρνα της  – του πήρε το κεφάλι.

Το 1895 μηνύει για εξύβριση και συκοφαντική δυσφήμιση τον Τζον Ντάγκλας, 9ο Μαρκήσιο του Κουίνσμπερι και πατέρα του ερωτικού συντρόφου του Άλφρεντ Ντάγκζλας. Αν και δεν ήθελε ο Ουάιλντ να μπλέξει σε δικαστικό αγώνα με τον Μαρκήσιο, υπέκυψε στην επιμονή του Μπόζι, όπως τον αποκαλούσε τρυφερά, που ήθελε να εκδικηθεί τον πατέρα του. Στη δίκη αυτή ο Μαρκήσιος αθωώθηκε και ο Ουάιλντ καταδικάστηκε για ομοφυλοφιλικές σχέσεις σε φυλάκιση και καταναγκαστικά έργα δύο ετών. Την εποχή εκείνη η σύζυγός του τον εγκατέλειψε και έφυγε από τη χώρα μαζί με τα παιδιά της. Κατά τη διάρκεια που ήταν στη φυλακή, γεννήθηκαν δυο αριστουργήματα: στο πρώτο, τη Μπαλάντα της φυλακής του Ρέντινγκ, που εκδόθηκε το 1898, καταγράφονται οι εμπειρίες του στη φυλακή×  το δεύτερο, που επιγράφεται De Profundis, είναι μια μακροσκελής επιστολή προς τον ερωτικό του σύντροφο Άλφρεντ  Ντάγκλας, που δημοσιεύτηκε σε ολοκληρωμένη μορφή το 1962, όταν ο Άλφρεντ Ντάγκλας, που δεν ήθελε να δημοσιευτεί, δεν ήταν στη ζωή. Σε αυτό το έργο, ανάμεσα στα τόσα που λέει για την ερωτική του σχέση με τον Άλφρεντ Ντάγκλας, κάνει λόγο και για την πνευματική του προσφορά στη λογοτεχνία  και την κοινωνία γενικότερα. «Άλλαξα», λέει μεταξύ άλλων, «τα μυαλά των ανθρώπων και τα χρώματα των πραγμάτων. Δεν υπήρχε τίποτα απ’ όλα όσα έλεγα ή έκανα που να μην προκαλεί το δέος στους ανθρώπους. Πήρα το δράμα, την πιο αντικειμενική μορφή τέχνης, και το έκανα έναν τρόπο έκφρασης τόσο προσωπικό όσο και η λυρική ποίηση. Δράμα, μυθιστόρημα, έμμετρο ποίημα, πεζό ποίημα, ευφυής ή φανταστικός διάλογος: ομόρφυνα ό,τι έπιανα στα χέρια μου μ’ έναν νέο τρόπο ομορφιάς. Έδωσα στην αλήθεια το ψεύτικο και το αληθινό επειδή της ανήκουν δικαιωματικά και έδειξα ότι το ψέμα και η αλήθεια είναι απλώς μορφές πνευματικής ύπαρξης. Αντιμετώπισα την τέχνη σαν την υπέρτατη πραγματικότητα και τη ζωή σαν μια απλή μορφή μυθοπλασίας».

   Μετά την αποφυλάκισή του έφυγε για τη Γαλλία, όπου θα μείνει κυρίως στο Παρίσι, ως το  τέλος της ζωής του. Η σχέση με τον Μπόζι συνεχίζεται στη γαλλική πρωτεύουσα, το ερωτικό του πάθος για τον μοιραίο αυτό άνθρωπο δεν έσβησε ποτέ. Πέθανε στις 30 Νοεμβρίου1900, σ’ ένα δωμάτιο του ξενοδοχείου Hȏtel d’Αlsace, όπου έμενε τα τελευταία χρόνια. Τον έθαψαν στο νεκροταφείο του Μπανιέ και το 1909 τα οστά του μεταφέρθηκαν στο κοιμητήριο του Περ–Λασέζ. Το 1911 τοποθετήθηκε στον τάφο του η περίφημη Σφίγγα, που βλέπουμε σήμερα και  που είναι έργο  του Τζέικομπ  Επστάιν. «Δύο είναι οι δρόμοι που οδηγούν στον πολιτισμό:» λέει στο Πορτρέτο του Ντόριαν Γκρέι, «ο ένας είναι η πνευματική καλλιέργεια και ο άλλος η διαφθορά». Ήταν, όπως καταλαβαίνετε, πολύ δύσκολο για έναν εστέτ της διανόησης να διαλέξει: τους ήθελε και τους δύο. Και αυτό έκανε.

————————-

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.