You are currently viewing Φωτεινή Βασιλοπούλου: Αντώνη Μπαλασόπουλου, Λευκό στο λευκό, Ενύπνιο, 2021, ISBN: 978-618-5551-04-9

Φωτεινή Βασιλοπούλου: Αντώνη Μπαλασόπουλου, Λευκό στο λευκό, Ενύπνιο, 2021, ISBN: 978-618-5551-04-9

Ανεντόπιστοι στίχοι, στιγμός[1], «Στιγμιαία», σημεία στίξης και στίγματα στο Λευκό στο λευκό του Αντώνη Μπαλασόπουλου

 

Όπως κάτω από τη φαινομενική λευκότητα του λευκού ανακαλύπτουμε όλα τα χρώματα του ορατού φάσματος, έτσι, καθώς ανασύρουμε κατά την ανάγνωση και επανανάγνωση τα επάλληλα -επικαλυπτόμενα μα όχι κρυπτικά- λεπτά σαν ριζόχαρτο στρώματα του νοήματος, αναδύεται από κάτω διάφανο το ποιητικό κειμενικό σύμπαν του Αντώνη Μπαλασόπουλου.

Στην παραμικρή, μα επίμονη, ανάγνωση διακρίνεται θεματικό εύρος και βάθος, που κυμαίνεται από το χαλεπόν της ύπαρξης, την ανθρώπινη υπόσταση και κατάσταση, τον πόνο, την πληγή της αρρώστιας, της απώλειας, του αναπόφευκτου του θανάτου. Η καταπίεση των έγχρωμων, της εργατικής τάξης, ο πόλεμος, η αλλοτρίωση του προσώπου του στρατιώτη -χάρτης κατάστικτος από τη γραφή της βαναυσότητας-, η επικαιρότητα και το πνεύμα της εποχής, ο λοιμός, η προσφυγιά παίρνουν διαστάσεις δια- και υπερ-χρονικές, οικουμενικότητας και γίνονται «οι ειδήσεις από τα σύνορα της συνείδησης» σύμφωνα με έναν από τους ορισμούς για την ποίηση του Λόρενς Φερλινγκέτι.

Τον κυρίαρχο ρόλο όμως, στο Λευκό στο λευκό έχουν οι λέξεις, ο Λόγος, η γλώσσα, η γραφή, η τέχνη της ποίησης και η ερμηνεία της. Η ποιητική σκέψη σαρκώνεται με στοχαστική, υπαρξιακή, οντολογική, σχεδόν μεταφυσική διάθεση, σφύζει φωνών και διακειμενικών αναφορών, μεταξύ των οποίων ο Θουκυδίδης, το Κατά Ματθαίον Ευαγγέλιον, ο Διονύσιος Σολωμός, ο T.Σ. Έλιοτ, ο Πάουλ Τσέλαν, ο Σαίξπηρ, ο Χαίλντερλιν, ο Καρούζος, αφού ο ποιητής μοιάζει να ενστερνίζεται την παράμετρο που θέτει η Λύντια Στεφάνου, «την αναγωγή στη διαχρονία και όχι τον περιορισμό στη συγχρονικότητα των έργων. “Κάθε νέο έργο ακολουθεί, αναθεωρεί συμπληρώνει τα προηγούμενα. Κάθε νέο έργο προϋποθέτει τα προηγούμενα”»[2] και ότι «η πράξη της ποίησης δεν μπορεί να προχωρήσει πέρα από ένα σημείο χωρίς γνώση της προηγούμενης ποίησης, στο σύνολό της»[3].

Αυτό που νιώθω διαβάζοντας τα ποιήματα του Αντώνη Μπαλασόπουλου είναι ένας νυγμός, ένα κέντρισμα, ένα πλήγμα που προκαλεί μια προσωρινή αλαλία, ένα στιγμιαίο θάμβος εξαιτίας της υψηλής τους αισθητικής και διανοητικής στάθμης, αλλά και ιδεολογικής, πολιτικής και φιλοσοφικής επιτελεστικότητας. Σε μια δεύτερη ανάγνωση, η έκπληξη είναι ακόμα μεγαλύτερη. Μα η αλήθεια του στίχου ήταν πάντα εκεί. Πώς δεν την είχα αντιληφθεί νωρίτερα; Πώς δεν είχα αντιληφθεί νωρίτερα την «εκτυφλωτική προφάνεια των πραγμάτων»[4];

«Ο φωτεινός θάλαμος»[5], η Camera Lucida του Ρολάν Μπαρτ, όπου ο φιλόσοφος εκθέτει τις σκέψεις του γύρω από την τέχνη της φωτογραφίας, έρχεται να με συνδράμει στην προσπάθειά μου να κατανοήσω τη δύναμη της ποίησης του Α.Μ. Αντικαθιστώντας τη λέξη «φωτογραφίες» με τη λέξη «ποιήματα» μεταφέρω εν συντομία τις απόψεις του Μπαρτ: Η σύγχρονη ζωή είναι πλήρως κορεσμένη από ποιήματα. Τα περισσότερα περνούν απαρατήρητα. Μερικά είναι ενδιαφέροντα. Ακόμα λιγότερα είναι αυτά που μας επηρεάζουν ή είναι αξιομνημόνευτα.

Για να κατανοήσουμε γιατί ορισμένα μας επηρεάζουν και άλλα όχι, εντοπίζει δύο βασικά στοιχεία: το studium και το punctum. Το πρώτο (studium) είναι το γενικό ενδιαφέρον για ένα ποίημα που μπορεί να είναι ελκυστικό. Μα όταν ένα ποίημα επηρεάζει την ψυχή και προκαλεί κάτι περισσότερο από την εκτίμηση, αυτό οφείλεται στο punctum -ας το μεταφράσουμε ως στιγμό- το μυστηριώδες στοιχείο πλήγματος που «τρυπάει» την ψυχή του αναγνώστη και μπορεί να είναι μια μικρή λεπτομέρεια που ενεργοποιεί έναν καταρράκτη αναμνήσεων και συσχετίσεων.

Μπορεί, επίσης, να προκαλέσει έντονη περιέργεια για τον κόσμο της ποίησης ανοίγοντας το «τυφλό πεδίο» της, τον πραγματικό ή φανταστικό κόσμο πέρα από το πλαίσιο του ποιήματος πυροδοτώντας τις σκέψεις και τη φαντασία του αναγνώστη για το πλάνο πέρα από αυτό που μπορεί να φανεί στο ποίημα.

Αυτό κάνει το Λευκό στο λευκό. Μας ανοίγει τοπία εσωτερικά, σημασιολογικά, αισθητικά. Μας προσφέρει μια στοχαστική, φιλοσοφική πρόταση βλέμματος, στάσης, θέσης, βίου, πράξης.

Το εναρκτήριο ποίημα «Αναμνήσεις απ’ το ανεντόπιστο σπίτι» λειτούργησε για μένα προσωπικά σαν στιγμός και με παγίδευσε ανάμεσα στους στίχους του, που έσπασαν το φράγμα των αναμνήσεων και πυροδότησαν απορίες και σκέψεις.

Το ποίημα είναι καταστατικό της πρόθεσης του ποιητή: η προσπάθεια συνομιλίας με το «ανεντόπιστο σπίτι» των αρχών, των όντων, της ουσίας. Μιλά για την πρώτη φιλοσοφία, τη φιλοσοφία στην παιδική (της) ηλικία. Πριν τον χωρισμό της απορίας απ’ τη γνώση. Όταν ακόμη καθοδηγείτο από το άστρο του θαυμάζειν. Πριν τον χωρισμό απ’ την ποίηση. Γιατί αρχικά τι ήταν η ποίηση; Μεταξύ άλλων, και Φιλοσοφία γραμμένη σε έμμετρο λόγο. Και το ποίημα το φιλοσοφικό απόσταγμα του poeta-doctus.

Οι στίχοι (να)

βυθίσει το κεφάλι του κάτω απ’ την επιφάνεια

του θορύβου, να ακούσει εκεί να ζει κάτι χωρίς ήχο,

αναλλοίωτο και ξένο, πιο οικείο

απ’ αυτό που νομίζει οικείο, …

με οδηγούν στο μότο της συλλογής, με το οποίο ο ποιητής δίνει το συγγραφικό στίγμα του: Νυκτιφαὲς περὶ γαῖαν ἀλώμενον ἀλλότριον φῶς… (νυχτόφεγγo γύρω από τη γη περιπλανώμενo φως ξένο) του Παρμενίδη «κατά τη θεωρία του οποίου το Ον είναι αδιατάρακτο και αγέννητο και μέσα στην ενότητά του διαλύεται ο κόσμος των φαινομένων και εντυπώσεων. Άρα, το αληθινό Ον είναι διαφορετικό απ’ αυτό που μας δίνουν οι αισθήσεις και η επιστήμη της γνώσης διαφορετική από την υποκειμενική γνώμη»[6].

Ενώ

Με τα στενά μανίκια ακόμη κρεμασμένο

απ’ τους καρπούς του, […]

με το ίδιο άβολο ρούχο

να κρέμεται ακόμα, σαν διπλός ομφάλιος λώρος, …

μοιάζει να δένεται το υποκείμενο -ο δέκτης- και ο αντικειμενικός κόσμος μέσω των φαινομένων, ο ερμηνευτής και το ερμήνευμα μέσω της ερμηνείας του κόσμου, μέσω της ερμηνείας της γραφής.

Το ίδιο και άλλο [..], είναι και

η γραφή υπό το υπεριώδες φως της ερμηνείας

όπως διηθείται πρισματικά μέσω της σκόνης του χρόνου, της μνήμης, στο βλέμμα ενός παιδιού γεμάτου απορίες, ενός επίμονου αναγνώστη, προκαλώντας ταυτόχρονα ανοικείωση και εξοικείωση στον καθρέφτη όπου προβάλλονται τα φαινόμενα, και ο αναγνώστης-ερμηνευτής βλέπει ό,τι μπορεί, ό,τι θέλει, ό,τι έχει ανάγκη να δει, το ίδιο του το Είναι, που υπάρχει λες κι ύστερα δεν υπάρχει.

Το επόμενο ποίημα:

«Στιγμιαία»

 

Χιόνι σήμερα

απ’ άκρη σ’ άκρη

ένας κότσυφας μόνο

μαύρος διακόπτει

τη λευκή συνοχή.

Τρελός κότσυφας!

Τον συλλαμβάνω

μα εκεί που γρήγορα

κουνάω σαν φτερό

προσθετικό

το χαρτί

να στεριωθεί

το χρώμα, πετάει

στη στιγμή

αποτελεί αλληγορία της γραφής, όπου το χιόνι είναι η άγραφη σελίδα, ο κότσυφας το μελανοδοχείο που ετοιμάζεται να χυθεί για να στεριωθεί το χρώμα, δηλαδή η ιδέα, ενώ πρόδηλη είναι και η αγωνία του ποιητή να αιχμαλωτίσει τη στιγμή, να στεριώσει το punctum, τον στιγμό, να σταθεροποιήσει το στίγμα -εκείνο το ελάχιστο αποτύπωμα-, το ίχνος του επί χάρτου, με τον τρόπο που ο λόγος μνημειώνεται σε γραπτό, η φωνή γίνεται ποίηση, ο πάσχων άνθρωπος γίνεται ποιητής, ο Αρχίλοχος πρώτη φορά εκφράζει το προσωπικό με τη λυρική ποίηση, όπως ο Ιωάννης γίνεται ο αποκαλυπτικός-προφητικός poeta-vates.

Αντιθέτως, η άγραφη πέτρα, το άγραφο από βραχογραφίες σπήλαιο του ασβεστίτη, ο άγραφος τοίχος, το άγραφο χαρτί, η λευκή οθόνη του υπολογιστή, η απουσία της γραφής είναι:

Λευκό στο λευκό:

το πιο δύσκολο ίχνος […]

κι ο πινδαρικός «σκιάς όναρ άνθρωπος»

Μια σκιά

το πέρασμα των ειδώλων τους

πάνω απ’ την επιδερμίδα

των υδάτων, …

μήπως άραγε της επιδερμίδας του χαρτιού, της γραφικής ύλης, σάρκας, που θυμίζει τον στίχο του Καλίλ Γκιμπράν γραμμές γραμμένες στο νερό είναι οι άνθρωποι;

… μια σκιά ακόμη

το πέρασμα του δικού μου ειδώλου

μέσα απ’ αυτά εδώ

τα πεσμένα φύλλα.

Το πέρασμα του ίδιου του ποιητή ανάμεσα στα λευκά φύλλα χαρτιού;

Λευκό στο λευκό:

σαν να μην είδες τίποτε,

σαν αυτό που είδες

να μην είχε έρθει ακόμη,

σαν να βρισκόταν ήδη

απ’ την άλλη πλευρά της πτυχής

που σε περιλαμβάνει.

Λευκό στο λευκό:/ σαν να μην είδες τίποτε, και να πρέπει να έρθει η άρθρωση του λόγου, η γραφή να ομολογήσει την ύπαρξη, να υποστασιώσει το Ον: «Η Ποίηση είναι η καθιέρωση του Όντος μέσω του Λόγου», γράφει το 1936 ο Χάιντεγκερ σε ένα δοκίμιο για τον Χαίλντερλιν, που πιθανότατα σχετίζεται με τους τελευταίους στίχους του ποιήματος «Πάτμος» όπου ο Χαίλντερλιν λέει:

αλλά αυτό που ο Πατέρας μας

Που βασιλεύει πάνω από όλα πιο πολύ θέλει

Είναι ο καθιερωμένος Λόγος να

Τηρείται με προσοχή και

Κείνο που αντέχει να ερμηνεύεται καλά…[7]

Καταλήγει το ποίημα «Λευκό στο λευκό»:

Το πιο δύσκολο

ίχνος, η κλωστή του υδράργυρου

στο σπασμένο θερμόμετρο, στη σπασμένη

λέξη

η κινούμενη άμμος.

Στην κλεψύδρα του χρόνου, στην κινούμενη άμμο, που απαιτεί ξανά υάλωση σε διάφανη λέξη, στη γραφή, στο ποίημα αντικατοπτρίζονται τα όντα και το Είναι, οι ουσίες και οι έννοιες, το μηδέν και το άπειρον, η αντικειμενική πραγματικότητα, η υποκειμενική δυνατότητα, η φαντασία, η επιθυμία, η ανάγκη. Νιώθω τις λέξεις, τις φράσεις, τους στίχους σαν άγκυρες στην κινούμενη άμμο της ύπαρξης, όπου υπάρχω μόνο αν είμαι γραμμένος, στικτός.

Μου είπαν

πως δεν υπάρχει το όνομά σου

στο χαρτί.

Μου είπες: «Πάρε το χαρτί.

Γράψε, με αλάθητο χέρι,

όσα δε γνωρίζεις» («Μια κουταλιά ζάχαρη»)

και το ξεκλείδωμα της ύπαρξης, το σύμβολο, ο διερμηνέας, ο προφήτης, η σφραγίδα, το ρίγος της κληρονομιάς (για να δανειστώ λέξεις και φράσεις από το ποίημα «Η έκπτωση της βασιλείας») είναι η ερμηνεία -που, δυστυχώς, δε χωρά στον περιορισμένο χώρο. Ούτε καν σ’ αυτήν την … έρημο μεγάλη σαν κόσμο

σ’ αυτόν τον κόσμο μικρό σαν σημάδι της στίξης. («Εν αμφιβολία»)

Η ποίηση του Αντώνη Μπαλασόπουλου δεν είναι απλώς διανοητικά προκλητική, μα και συναισθηματικά. Έχοντας εκδιπλώσει πλήρως τις δυνατότητες και δυναμική της γλώσσας και της διάνοιας, τα εκφραστικά μέσα και τρόπους, κατορθώνοντας το υψηλό, φιλτράροντάς το μέσα από τον στοχασμό του, το καθιστά προσπελάσιμο μέσω των αισθήσεων, των συναισθημάτων, προσφέροντάς μας μια στοχαστική, φιλοσοφική πρόταση θέασης της ίδιας της ζωής.

Εύχομαι, χωρίς να απολέσει το υπάρχον αισθητικά υψηλό ανάστημα, το ήθος, το φιλοσοφικό βάθος, το συναισθηματικό βάρος και το όραμα, οι κυβόλιθοι της ποίησής του ποτέ να μην υψωθούν κάθετα σε τείχη ερμητικά μόνο για τους λίγους και εκλεκτούς, σε τείχη ερμητικά που θα μας αποκλείσουν από το νόημα, αλλά να συνεχίσουν να απλώνονται οριζόντια και να στεριώνουν γέφυρες στη θάλασσα της ρευστότητας που μας περιβάλλει, κι εμείς που χορεύουμε όλοι στα ιερογλυφικά της στάχτης[8], πατώντας πάνω τους να βγούμε μετά από ψυχοσωματική βύθιση και απόλαυση στην όχθη της ερμηνείας.

Γιατί -πειράζοντας λίγο τον Άμλετ- «η τέχνη δεν είναι για τους λίγους.

Ούτε είναι για τους πολλούς,

είναι πάντα για τον καθένα χωριστά»[9].

 

[1] Στιγμός: -οῦ, ὁ, κέντημα, κέντησις, αμυχή, νυγμός (εκ του στίζω), Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 839.
[2] Βαρβάρα Ρούσσου, «Λύντια Στεφάνου: Κριτικές μελέτες και σημειώματα», Χάρτης, τχ. 22, Οκτώβριος 2020. https://www.hartismag.gr/hartis-22/biblia/lyntia-stefanoy-kritikes-meletes-kai-shmeiwmata και Λύντια Στεφάνου, «Η ποίηση και η ανάγνωσή της».
[3] Λύντια Στεφάνου, «Γενικά και ειδικά για την ποίηση», 1993, Σοκόλης, σ. 95.
[4] Λευκό στο Λευκό, «O εικοστός πρώτος αιώνας, ΙV. Η επικράτηση της ερήμου», σ. 48.
[5] Roland Barthes, Ο Φωτεινός Θάλαμος: Σημειώσεις για τη Φωτογραφία, εκδ. Κέδρος, 2007.
[6] https://theancientwebgreece.wordpress.com/2015/07/14
[7] https://artdog.gr/2018/07/10/patmospoems/
[8] «O εικοστός πρώτος αιώνας, Χ. Μαύρο σε μαύρο», σ. 55.
[9] William Shakespeare, The Tragicall Historie of Hamlet, Prince of Denmarke or Hamlet, 1601.

 

 

Η Φωτεινή Βασιλοπούλου γεννήθηκε και ζει στην Καλαμάτα. Είναι φιλόλογος και ποιήτρια.

Αφήστε μια απάντηση

This site uses Akismet to reduce spam. Learn how your comment data is processed.