Μία λέξη που η ομορφιά της βρίσκεται στον ήχο και την εικονοπλαστική της δύναμη είναι το επίθετο χιονοβοσκός-όν ⸺ χιονόβοσκος –ον το οποίο συναντούμε στις Ἱκέτιδες του μεγάλου Τραγικού και δεινού γλωσσοπλάστη Αισχύλου. Είναι σύνθετη λέξη, αποτελούμενη από τα ουσιαστικά χιών και βοσκός, και με ενεργητική σημασία δηλώνει κυριολεκτικά αυτόν που βόσκει χιόνι, μεταφορικά δε τον καλυμμένο από χιόνι (και εάν, σύμφωνα με άλλη εκδοχή, τονίζεται στην προπαραλήγουσα, έχει την παθητική σημασία τού τρεφόμενου από χιόνια, κατ’ επέκταση μεταφορικά, επίσης αυτού που καλύπτεται από χιόνια).
Με βάση το ουσιαστικό χιών (→ το μεσαιωνικό υποκοριστικό χιόνιον → χιόνι) η ελληνική γλώσσα, τόσο η αρχαία όσο και η νέα, δημιούργησε πολλές ομόρριζες λέξεις, όπως: χιονίζω, χιονοβόλος-ον= αυτός που ρίχνει χιόνι, χιονόβολος= αυτός που βάλλεται από χιόνι, χιονώδης-ες και χιόνεος-α-ον= αυτός που μοιάζει με χιόνι, ο λευκός σαν χιόνι, τὸ χίμετλον= η χιονίστρα (όπως βλέπουμε, ο όρος για τη δερματοπάθεια των άκρων που προκαλείται από την ψύξη έχει σχηματιστεί και στα Αρχαία και στα Νέα Ελληνικά από τη λέξη χι-ών στην πρώτη περίπτωση και τη λέξη «χιόνι» στη δεύτερη), χιονιάς, χιονάτος, χιονόνερο, χιονοστιβάδα. Επιπροσθέτως, από τη ρίζα –χει1 σχηματίστηκαν οι λέξεις: χειμών (→χειμώνας), χειμερινός-ή-όν, χειμέριος-α-ον, χείμαρρος (= ο ρέων τον χειμώνα), χειμάζω ⸺ διαχειμάζω= ξεχειμωνιάζω, χειμάδιον (→ χειμαδιό)= μέρος κατάλληλο για να περάσει κανείς τον χειμώνα ⸺ έννοια μη περιορισμένη στους βοσκούς και τα κοπάδια τους κ. ά.
Στη ραψωδία τ της Ὀδύσσειας θυμίζουμε ότι ο Οδυσσέας πάτησε πλέον το πόδι του στην Ιθάκη μεταμορφωμένος από την Αθηνά σε ζητιάνο. Κάποια στιγμή συναντήθηκε με την Πηνελόπη και άρχισε να συζητάει μαζί της. Της παρουσιάστηκε ως καταγόμενος από την Κρήτη και μάλιστα ισχυρίστηκε ότι πριν από χρόνια φιλοξένησε τον Οδυσσέα, όταν πηγαίνοντας ο ήρωας στην Τροία τον έβγαλε ο κακός καιρός στην Κρήτη. ΄Επλαθε ψέματα πολλά, εκείνη έκλαιγε και μαράζωνε, γράφει ο ποιητής και συνεχίζει με μια ωραιότατη παρομοίωση, κύριο εύρημα της οποίας είναι η επανάληψη του ρήματος τήκω, κατατήκω= λιώνω, για να τονίσει την ομοιότητα της Πηνελόπης που κλαίει από τη θλίψη της με το χιόνι που λιώνει (στ. 205-209):
ὡς δὲ χιὼν κατατήκετ’ ἐν ἀκροπόλοισιν ὄρεσσιν,
ἥν τ’ Εὖρος κατέτηξεν, ἐπὴν Ζέφυρος καταχεύῃ·
τηκομένης δ’ ἄρα τῆς ποταμοὶ πλήθουσι ῥέοντες·
ὧς τῆς τήκετο καλὰ παρήια δάκρυ χεούσης,
κλαιούσης ἑὸν ἄνδρα παρήμενον.
Κι όπως το χιόνι λιώνει στα ψηλά βουνά,
το χιόνι που το λιώνει ο Εύρος2 αφού το ρίξει ο Ζέφυρος, 3
και με το λιώσιμο γεμίζουνε κυλώντας τα ποτάμια,
έτσι το δάκρυ χύνοντας τα μάγουλά της τα ωραία έλιωναν
τον άντρα κλαίγοντας που κάθονταν σιμά της.
Ο Ηρόδοτος στο περί Αιγύπτου κεφάλαιο διατείνεται ότι ο σχηματισμός τού Νείλου δεν προέρχεται από χιόνια και εξηγεί τους λόγους για τους οποίους συμβαίνει αυτό: πρώτον, επειδή οι άνεμοι που πνέουν στη χώρα είναι θερμοί, δεύτερον, επειδή ούτε βροχή πέφτει ούτε παγωνιά, αν όμως πέσει χιόνι, παρατηρεί, μετά από πέντε μέρες απαραιτήτως βρέχει ⸺ και καταλήγει στο συμπέρασμα (ΙΙ,22):
ὥστε εἰ ἐχιόνιζε, ὕετο ἂν ταῦτα τὰ χωρία· […]
συνεπώς αν χιόνιζε, θα έβρεχε σ’ αυτά τα μέρη· […]
Χιονόβολα, χιονοσκέπαστα και πετρώδη χαρακτηρίζει ο Στράβων τα όρη Ελικώνα και Παρνασσό.
Και η Εκάβη στη φερώνυμη τραγωδία τού Ευριπίδη ξυπνάει ταραγμένη από ένα φοβερό όνειρο που είδε, δυσοίωνο για το μικρό αγόρι της, τον Πολύδωρο, τον οποίο έστειλε ο Πρίαμος στη διάρκεια του πολέμου στον σύμμαχο και φίλο του Πολυμήστορα, βασιλιά της Θράκης, για λόγους ασφάλειας. Αναστατωμένη λοιπόν η Εκάβη εύχεται (στ. 79-82):
Ὦ χθόνιοι θεοί, σώσατε παῖδ’ ἐμόν,
ὃς μόνος οἴκων ἄγκυρ’ ἔτ’ ἐμῶν
τὴν χιονώδη Θρῄκην κατέχει
ξείνου πατρίου φυλακαῖσιν.
Ω θεοί τού Κάτω Κόσμου σώσετε το παιδί μου,
που μόνο αυτό στήριγμα ακόμη του σπιτιού μου
στη χιονισμένη Θράκη κατοικεί
κάτω απ’ τη φύλαξη φίλου τού κύρη του.
Αλλάζουμε κλίμα μέσω ενός ποιητή τού 7ου – 6ου αι. π. Χ από τη Σάμο, του Ασίου, που σατίρισε την τρυφηλότητα των συμπολιτών του, για τους οποίους περιγράφει σε ένα σωζόμενο απόσπασμά του πώς κατά τη γιορτή των Ηραίων4 συμμετείχαν με εξεζητημένη πολυτέλεια στη μεγαλόπρεπη πομπή προς το ιερό τής θεάς (Αθήναιος Δειπνοσοφιστῶν ΙΒ 525f):
οἳ δ’ αὔτως φοίτεσκον ὅπως πλοκάμους κτενίσαιντο
εἰς Ἥρας τέμενος, πεπυκασμένοι εἵμασι καλοῖς,
χιονέοισι χιτῶσι πέδον χθονὸς εὐρέος εἶχον·
[…]
Κι αυτοί έτσι στο τέμενος της ΄Ηρας πήγαιναν,
έτσι όπως χτενίζαν τους πλοκάμους τους,5
ντυμένοι με ωραία ρούχα, με χιονόλευκους χιτώνες
που κάτω έφθαναν, στης πλατιάς γής το έδαφος·
[…]
Τον χειμῶνα χρησιμοποιεί στον λόγο της η Κλυταιμήστρα στην τραγωδία Ἀγαμέμνων του Αισχύλου, υποδεχόμενη τον αρχιστράτηγο των Αχαιών και σύζυγό της κατά την επιστροφή του από την Τροία. Με περισσή υποκρισία τού λέει μεταξύ των άλλων (στ.968-969):
Καὶ σοῦ μολόντος δωματῖτιν ἑστίαν,
θάλπος μὲν ἐν χειμῶνι σημαίνεις μολόν·
Κι εσύ, καθώς στη σπιτική έρχεσαι την εστία μας,
σαν θαλπωρή φαίνεσαι που μέσα στον χειμώνα έρχεται·
Από τον μύθο μεταφερόμαστε στους ιστορικούς χρόνους και στη βιογραφία τού Κλεομένη, του μεταρρυθμιστή βασιλιά τής Σπάρτης, από τον Πλούταρχο.6 Ο Χαιρωνέας βιογράφος και φιλόσοφος εξιστορεί ότι μετά την κατάκτηση της Μεγαλόπολης από τον Κλεομένη, αυτός μεν επέστρεψε στη Σπάρτη, ο δε βασιλιάς των Μακεδόνων Αντίγονος, ο οποίος είχε έρθει στην Πελοπόννησο κληθείς από τον ΄Αρατο για βοήθεια κατά του Κλεομένους, πήγε στο ΄Αργος χωρίς να έχει πολλούς στρατιώτες μαζί του. Και τότε πραγματοποιήθηκε η δεύτερη επιχείρηση του Κλεομένη με μεγάλη προνοητικότητα ⸺ παραθέτουμε τη συνέχεια στο πρωτότυπο (46,5):
εἰδὼς γὰρ εἰς τὰ χειμάδια διεσπαρμένους κατὰ πόλεις τοὺς Μακεδόνας,
καὶ τὸν Ἀντίγονον οὐ πολλοὺς ἔχοντα μισθοφόρους ἐν Ἄργει διαχειμάζοντα
μετὰ τῶν φίλων, ἐνέβαλεν εἰς τὴν Ἀργείαν, […]
Γιατί γνωρίζοντας ότι οι Μακεδόνες ήταν διασκορπισμένοι στους τόπους τους επιλεγμένους
για το ξεχειμώνιασμα κοντά στις πόλεις, και ο Αντίγονος, χωρίς να έχει πολλούς μισθοφόρους,
ξεχειμώνιαζε στο ΄Αργος με φίλους, εισέβαλε στη χώρα των Αργείων, […]
΄Οσο για το ουσιαστικό βοσκός, είναι παράγωγο του ρήματος βόσκω και δήλωνε κυρίως τον βοσκό γιδοπροβάτων. Ομόρριζα τού βόσκω είναι ἡ βοσκή= η τροφή των ζώων, τὸ βόσκημα= το ζώο της βοσκής και στον πληθυντικό βοσκήματα= θρέμματα, βοτάνη= βοσκή, χορτάρι, μηλό-βοτος-ον= ο τόπος όπου βόσκουν πρόβατα (τὸ μῆλον= το πρόβατο), ὁ συ-βώτης (← σῦς=χοίρος + βόσκω)= ο χοιροβοσκός, πορνο-βοσκός 7= αυτός που διατηρεί πόρνες, που διευθύνει πορνείο, ο προαγωγός, ο μαστρωπός, και πορνο-βοσκέω= διατηρώ πορνείο. Στα μεταγενέστερα ομόρριζα ανήκει το λαϊκό βοσκοτόπι, το ρήμα υπο-βόσκω, που κατά λέξη σημαίνει βόσκω, τρέφομαι κάτω από κάτι, και μεταφορικά χρησιμοποιείται για κάτι κακό που αναπτύσσεται ύπουλα και κρυφά, κ. ά.
Επιστρέφουμε στον ΄Ομηρο, αλλά τώρα στην Ἰλιάδα. Στη ραψωδία Ο οι Τρώες έχουν φθάσει κοντά στα ελληνικά πλοία και πιέζουν τους Αχαιούς. Σκηνές μάχης απεικονίζονται και σε μία εξ αυτών ο Μενέλαος σκοτώνει τον Τρωαδίτη Δόλοπα, και αμέσως οι Αχαιοί ορμούν να του βγάλουν τα όπλα από τους ώμους. Τότε ο ΄Εκτορας φώναξε σ’ όλους τους συγγενείς να σπεύσουν και πρώτα μίλησε προσβλητικά στον γιο τού Ικετάονα, τον Μελάνιππο, για τον οποίο ο ποιητής δίνει την πληροφορία (στ. 547-548):
ὁ δ’ ὄφρα μὲν εἰλίποδας βοῦς
βόσκ’ ἐν Περκώτῃ, δηΐων ἀπονόσφιν ἐόντων·
αυτός, ενόσω οι εχθροί βρίσκονταν μακριά,
έβοσκε στην Περκώτη8 βόδια με τα στρεπτά τα πόδια·
αλλά όταν ήρθαν τα πλοία των Αχαιών γύρισε στην Τροία, και τον είχε ο Πρίαμος μέσα στο παλάτι και τον τιμούσε σαν γιο του.
Στην ανέλιξη μιας άλλης ευριπίδειας τραγωδίας, των Βακχών, ένας βουκόλος έρχεται από τον Κιθαιρώνα και ιστορεί στον βασιλιά του, τον Πενθέα, τα όσα φοβερά είδε να γίνονται στο βουνό από τις μαινόμενες βάκχες. Αρχίζει λοιπόν τη διεξοδική διήγησή του με τούτα τα λόγια (στ. 677-679):
ἀγελαῖα μὲν βοσκήματ’ ἄρτι πρὸς λέπας
μόσχων ὑπεξήκριζον, ἡνίχ’ ἥλιος
ἀκτῖνας ἐξίησι θερμαίνων χθόνα.
Πριν από λίγο τα θρέμματά μου, των μοσχαριών μου τα κοπάδια,
για την κορφή των ψηλωμάτων τα ανέβαζα, όταν ο ήλιος
τις ακτίνες του τις έριχνε θερμαίνοντας τη γη.
Και ο Μυρίνος, 9 ένας ποιητής τού 1ου αι. μ. Χ., έχει συνθέσει το παρακάτω αισθαντικό ειδυλλιακό επίγραμμα ⸺ γι’ αυτό επέλεξα να το παραθέσω ολόκληρο ⸺ για έναν βοσκό, τον Θύρση (Παλατινή Ανθολογία VII, 703):
Θύρσις ὁ κωμήτης, ὁ τὰ νυμφικὰ μῆλα νομεύων,
Θύρσις ὁ συρίζων Πανὸς ἴσον δόνακι,
ἔνδιος οἰνοπότης σκιερὰν ὑπὸ τὰν πίτυν εὕδει·
φρουρεῖ δ’ αὐτὸς ἑλὼν ποίμνια βάκτρον Ἔρως.
Ἆ Νύμφαι, Νύμφαι, διεγείρατε τὸν λυκοθαρσῆ
βοσκόν, μὴ θηρῶν κύρμα γένηται Ἔρως.
Ο χωρικός ο Θύρσης που των Νυμφών βόσκει τα πρόβατα,
ο Θύρσης, που τη σύριγγα10 την παίζει ισάξια με του Πανός
το καλαμένιο όργανο, κοιμάται μες στο μεσημέρι μεθυσμένος
κάτω απ’ τη σκιερή κουκουναριά· και παίρνοντας την γκλίτσα του
ο ΄Ερωτας ο ίδιος φυλάει τα κοπάδια.
Α Νύμφες, Νύμφες, ξυπνήστε τον βοσκό που ’χει το θάρρος λύκου,
μήπως και των θηρίων βορά γενεί ο ΄Ερωτας.
΄Αρτεμις και ο βοσκός Ενδυμίων. Walter Crane, 1845-1915
Και εδώ η περιδιάβασή μας στα αρχαία κείμενα έφθασε στο τέλος της, όπως η περιπλάνηση έφερε την οιστρόπληκτη Ιώ στον χιονόβοσκον λειμῶνα, περιπλάνηση που τραγουδούν οι Δαναΐδες, οι Ἱκέτιδες στο φερώνυμο δράμα τού Αισχύλου. Το απόσπασμα που ακολουθεί προέρχεται από το πρώτο στάσιμο της τραγωδίας, η οποία μας έχει απασχολήσει και σε άλλα κείμενά μας, τραγούδι με το οποίο οι Δαναΐδες στρέφονται προς τον Δία, τον προπάτορα της γενιάς τους, ζητώντας να τις γλιτώσει από τα ξαδέλφια τους που τις καταδιώκουν για να τις παντρευτούν. Με συγκίνηση ιστορούν την περιπλάνηση της Ιώς,11 και του ζητούν να τις βοηθήσει όπως έκανε με εκείνη, όταν τη λύτρωσε από τα δεινά της. Ψάλλουν το πέρασμά της από τη Φρυγία, τη Μυσία, τη Λυδία, την Κιλικία και Παμφυλία, την Κύπρο⸺ και ακολουθεί η συνέχεια με τους παρακάτω στίχους (στ. 556- 564):
ἱκνεῖται δ’ ἐγκεχριμένα βέλει
βουκόλου πτερόεντος
Δῖον πάμβοτον ἄλσος,
λειμῶνα χιονόβοσκον ὅν τ’
ἐπέρχεται Τυφῶ μένος
ὕδωρ τε Νείλου νόσοις ἄθικτον,
μαινομένα πόνοις ἀτί-
μοις ὀδύναις τε κεντροδα-
λήτισι θυιὰς Ἥρας·
Και χτυπημένη απ’ το κεντρί
του φτερωτού αγελαδάρη12
στον ιερό έρχεται τόπο, των πάντων τροφοδότη,
στον λιβαδότοπο που ’χει το χιόνι για βοσκή,
που του Τυφώνα 13 το σαρώνει η οργή,
και στα νερά τού Νείλου τ’ ανέγγιχτα από αρρώστιες,
μαινόμενη από τα πάθη της τ’ ανάρμοστα
και φρενιασμένη από τους πόνους που της έστειλε
με το κεντρί η ΄Ηρα να τηνε βασανίζουν.
1)Η ρίζα χι- των προηγούμενων λέξεων προήλθε από τη μεταβολή τής ρίζας χει- με τη συγκοπή τού ε.
2)Ο Εὖρος ήταν ο νοτιοανατολικός άνεμος, ο σιρόκος της νεοελληνικής ναυτικής ορολογίας.
3) Ζέφυρος ονομαζόταν ο δυτικός άνεμος, ο πουνέντες της δημοτικής. Συχνά στον ΄Ομηρο είναι ψυχρός και θυελλώδης, φέρνει δε χιόνι και βροχή.
4)Τα Ἡραῖα ήταν γιορτή προς τιμήν τής ΄Ηρας που τελούνταν σε διάφορες ελληνικές πόλεις, ιδιαίτερα στη Σάμο και στο ΄Αργος.
5)Χτένιζαν τα μακριά μαλλιά τους που έπεφταν στους ώμους και την πλάτη.
6) Σχετικά με τον Κλεομένη βλ. σχ. 1 του άρθρου μας: https://www.periou.gr/ploutarchou-agis-kai-kleomenis-5816-5912-mtf-georgia-papadaki/
7)Στην αρχαία Αθήνα η καθιέρωση της δημόσιας πορνείας τοποθετείται στις αρχές του 6ου αι. π. Χ. με τη νομοθεσία τού Σόλωνα. Οι πορνοβοσκοί, που είχαν τη διεύθυνση των πορνείων, δημόσιων και ιδιωτικών, ήταν κυρίως ξένοι (μέτοικοι), και οι κωμωδιογράφοι τούς παρουσιάζουν πανούργους και σατανικούς, ενώ ο απλός κόσμος τούς κατηγορούσε γιατί χρέωναν πολλά για τα προσφερόμενα αγαθά. Τα περισσότερα πορνεία της Αθήνας βρίσκονταν, όπως έχουμε αναφέρει σε προγενέστερο κείμενό μας, στον Κεραμεικό και φυσικά στο λιμάνι τού Πειραιά, όπου συνέρρεαν έμποροι, ναυτικοί, ξένοι.
8) Η Περκώτη ήταν πόλη στην περιοχή τού Ελλησπόντου, μεταξύ Αβύδου και Λαμψάκου.
9)Για τον Μυρίνο δεν γνωρίζουμε τίποτε. Στην Παλατινή Ανθολογία σώζονται μόνο τέσσερα επιγράμματά του.
10)Για τη σύριγγα βλ. σχ. 3 του κειμένου μας: https://www.periou.gr/platonos-sybosion-chchchii-metafrasi-georgia-papadaki/
11)Για την Ιώ και τη σχέση της με τις Δαναΐδες βλ. σχ. 14 του παρακάτω άρθρου: https://www.periou.gr/georgia-papadaki-ypastros-%e2%b8%ba-astrogeiton/
12)Δηλαδή του οίστρου.
13)Τυφώς ή Τυφωεύς ή Τυφών: γίγαντας, τρομερό θηρίο, γιος της Γης και του Ταρτάρου, προσωποποίηση των ηφαιστειακών εκρήξεων. ΄Υστερα από περιπετειώδη αγώνα ο Δίας κατά την παράδοση τον καταπλάκωσε με το βουνό Αίτνα. ΄Ηταν πατέρας όλων των κακών, των μανιασμένων ανέμων και φοβερών τεράτων τα οποία απέκτησε σμίγοντας με την ΄Εχινδα, που ήταν μισή γυναίκα-μισό φίδι. Ως προσηγορικό σήμαινε τον μανιώδη ανεμοστρόβιλο, τη θύελλα, και εδώ αναφέρεται στον αέρα τής ερήμου.