You are currently viewing Γεωργία Παπαδάκη.   ΚΑΠΗΛΕΙΟ κ. ά.

Γεωργία Παπαδάκη.   ΚΑΠΗΛΕΙΟ κ. ά.

Η λαϊκότροπη και παρωχημένη λέξη «καπηλειό»= ταβέρνα, κρασοπουλειό είναι ο ελαφρώς διαφοροποιημένος τύπος του αρχαίου καπηλεῖον (τό) που επιβίωσε ώς τις μέρες μας μαζί με τα ομόρριζά του: κάπηλος (→κάπελας), καπηλεύω-ομαι, καπηλεία, καπηλευτής, -κάπηλος, ως δεύτερο συνθετικό ουσιαστικών που δηλώνουν πρόσωπο το οποίο εκμεταλλεύεται αυτό που δηλώνει το πρώτο συνθετικό για ιδιοτελείς σκοπούς π.χ. πατριδο-κάπηλος, πολεμο-κάπηλος, αρχαιο-κάπηλος.

Κάπηλος στην αρχαία Ελληνική σημαίνει τον μικρέμπορο, τον λιανοπωλητή. Οι κάπηλοι εμφανίστηκαν στα αρχαία ελληνικά κράτη τον 6ο αι. π. Χ. και αποτέλεσαν μεγάλο σταθμό στην ιστορία τού εμπορίου. Μέχρι τότε υπήρχαν οι έμποροι, πλανόδιοι και συστηματικοί ⸺ οι τελευταίοι τις περισσότερες φορές ήταν και ιδιοκτήτες πλοίων, γιατί ουσιαστικά το μεγάλο εμπόριο γινόταν διά θαλάσσης, και πουλούσαν τα εισηγμένα προϊόντα χονδρικώς ⸺ και οι αὐτοπῶλαι, οι γεωργοί, οι κτηνοτρόφοι, οι τεχνίτες που πουλούσαν οι ίδιοι τα προϊόντα τους χωρίς μεσάζοντες. Οι κάπηλοι δεν μετακινούνταν όπως οι έμποροι (δηλ. οἱ ἐν πορείᾳ), αλλά στο κατάστημά τους συγκέντρωναν τροφές, κρασί και διάφορα άλλα είδη που αγόραζαν από τον έμπορο και τα πουλούσαν λιανικώς, κάτι σαν παντοπωλείο, θα λέγαμε σήμερα. Με τον θεσμό τού καπήλου αποδεσμεύτηκαν τα προσφερόμενα είδη από τα στενά χρονικά περιθώρια της άμεσης διάθεσης, και η ζήτηση ικανοποιούνταν αδιάκοπα, χωρίς να εξαρτάται πλέον από τα σύντομα και ακανόνιστα διαστήματα της εμπορικής και αὐτοπωλικῆς προσφοράς.

                                                                                           Ιχθυοπώλης

 

Οι κάπηλοι είχαν κακή φήμη. Τους κατηγορούσαν ότι έκλεβαν στο ζύγι ή εξαπατούσαν με την ποιότητα των εμπορευμάτων. Εκτός από λιανοπωλητές ήταν και ταβερνιάρηδες ⸺ αυτή η έννοια διατηρήθηκε στην επίσης παρωχημένη νεοελληνική λέξη «κάπελας». Πουλούσαν κρασί χύμα, και τοπικό και από άλλα μέρη, αλλά και σερβίριζαν κρασί για κατανάλωση επί τόπου, πολλοί, δε, το νόθευαν.

Στην Πολιτεία1 του Πλάτωνα ένας από τους συνομιλητές τού Σωκράτη, ο Αδείμαντος, συζητώντας με τον φιλόσοφο για τον τρόπο συγκρότησης μιας πολιτείας με βάση τις ανάγκες της ζωής, αναφέρθηκε «στα άτομα που δουλειά τους είναι να στέκονται στην αγορά και δίνοντας χρήματα να αγοράζουν από άλλους ό,τι έχουν για πούλημα και, από την άλλη, πάλι με χρήματα, να πουλούν σε όσους χρειάζονται να αγοράσουν κάτι». Και ο Σωκράτης, ο οποίος αφηγείται τη συζήτηση, συμπλήρωσε (371 d):

Αὕτη ἄρα, ἦν δ’ ἐγώ, ἡ χρεία καπήλων ἡμῖν γένεσιν ἐμποιεῖ τῇ πόλει.

 ἢ οὐ καπήλους καλοῦμεν τοὺς πρὸς ὠνήν τε καὶ πρᾶσιν διακονοῦντας

 ἱδρυμένους ἐν ἀγορᾷ, τοὺς δὲ πλανήτας ἐπὶ τὰς πόλεις ἐμπόρους; 

 

        Αυτή λοιπόν, είπα εγώ, η ανάγκη γεννάει στην πόλη τους λιανοπωλητές.

       ΄Η μήπως δεν ονομάζουμε λιανοπωλητές τούς εγκαταστημένους

        στην αγορά για να εξυπηρετούν τις αγοραπωλησίες, ενώ εκείνους

        που ταξιδεύουν από πολιτεία σε πολιτεία τους λέμε εμπόρους;

Και η απάντηση που πήρε ήταν καταφατική.

                               ΄Ανδρες ζυγίζουν εμπορεύματα (αττικός μελανόμορφος αμφορέας)

 

Στις Θεσμοφοριάζουσες του Αριστοφάνη συναντούμε τη λέξη κάπηλος με την έννοια τού ταβερνιάρη και το θηλυκό του καπηλίς-ίδος, που δηλώνει την ταβερνιάρισσα. Πιο συγκεκριμένα, μία από τις γυναίκες που γιορτάζουν τα Θεσμοφόρια κάνει τον κήρυκα και τις καλεί όλες να προσευχηθούν στους θεούς∙ μιμούμενη, δε, τις δεήσεις που αναπέμπονταν κατά τις δημόσιες συναθροίσεις, εξαπολύει κατάρες για όποιον γυρεύει το κακό των γυναικών και μεταξύ των άλλων (στ. 347-348):

[…] κεἴ τις κάπηλοςκαπηλὶς τοῦ χοῶς

     ἢ τῶν κοτυλῶν τὸ νόμισμα διαλυμαίνεται, […]

 

[…] και για όποιον ταβερνιάρη ή ταβερνιάρισσα το νόμιμο το μέτρο

       τού χόα2 ή των κοτυλών2 κλέβει [μ’ αγγεία ξίκικα πουλώντας], 

όλοι τους, στ’ ανάθεμα κι αυτοί να πάνε και τα σπίτια τους!

 Μελανόμορφη κύλικα (550-525). Η κύλικα ήταν το κύριο αγγείο οινοποσίας στην αρχαία Ελλάδα.

 

΄Οσο για τη λέξη καπηλεία, σήμαινε το μικρό, το λιανικό εμπόριο, για το οποίο ο Πλάτων στους Νόμους του λέει ότι από την απληστία (ΙΑ΄ 918 d ):

πάντα τὰ περὶ τὴν καπηλείαν καὶ ἐμπορίαν καὶ πανδοκείαν

γένη διαβέβληταί τε καὶ ἐν αἰσχροῖς γέγονεν ὀνείδεσιν. 

 

 όλα όσα έχουν σχέση με τη λιανική πώληση, το εμπόριο και το έργο τού πανδοχέα έχουν δυσφημιστεί και επαίσχυντα κατηγορηθεί.

Καθώς λοιπόν, όπως είπαμε, ο κόσμος δεν είχε σε καμία εκτίμηση τους καπήλους, σύντομα η λέξη ως επίθετο απέκτησε τη μεταφορική σημασία τού  δόλιου, του πανούργου. Στα νεοελληνικά, δε, κατέληξε να σημαίνει αυτόν που εκμεταλλεύεται κάποιον ή κάτι για ιδιοτελείς σκοπούς. Για παράδειγμα, ο Αισχύλος σε ένα σωζόμενο απόσπασμά του μιλάει για κάπηλα τεχνήματα, δόλια τεχνάσματα.

 

Και με τις δύο έννοιες, την κύρια και τη μεταφορική, απαντά και το ρήμα καπηλεύω (σήμερα χρησιμοποιούμε το καπηλεύομαι μεταφορικά, με τη σημασία τής εκμετάλλευσης κυρίως ιδανικών για ιδιοτελείς σκοπούς).

Με τη βασική σημασία βρίσκουμε το ρήμα στο παρακάτω απόσπασμα από τις Ιστορίες του Ηροδότου, όπου ο ιστορικός δίνει την πληροφορία ότι στην Αίγυπτο (ΙΙ 35):

αἱ μὲν γυναῖκες ἀγοράζουσι καὶ καπηλεύουσι,

οἱ δὲ ἄνδρες κατ’ οἴκους ἐόντες ὑφαίνουσι∙ 

 

οι μεν γυναίκες συχνάζουν στην αγορά και κάνουν λιανικό εμπόριο,

οι δε άντρες μένουν στο σπίτι και υφαίνουν.

Και σε έναν άλλον διάλογο του Πλάτωνα, τον Πρωταγόρα, ο Σωκράτης χρησιμοποιεί εύστοχα το ρήμα μεταφορικά λέγοντας για τους σοφιστές (313 d):

Οὕτω δὲ καὶ οἱ τὰ μαθήματα περιάγοντες κατὰ τὰς πόλεις καὶ

πωλοῦντες καὶ καπηλεύοντες τῷ ἀεὶ ἐπιθυμοῦντι ἐπαινοῦσι μὲν

πάντα ἃ πωλοῦσιν, τάχα δ’ ἄν τινες, ὦ ἄριστε, καὶ τούτων ἀγνοοῖεν

 ὧν πωλοῦσιν ὅ τι χρηστὸν ἢ πονηρὸν πρὸς τὴν ψυχήν∙ 

 

΄Ετσι κι αυτοί που περιφέρουν τα μαθήματα στις διάφορες πόλεις

και τα πουλούν χονδρικώς ή λιανικώς4 σε όποιον κάθε φορά επιθυμεί

(να τα αγοράζει) επαινούν μεν όλα όσα πουλούν, όμως ίσως μερικοί

από αυτούς, φίλτατέ μου, να αγνοούν απ’ όσα πουλούν τι είναι καλό

ή βλαβερό για την ψυχή.

 

Αφήσαμε για το τέλος το καπηλεῖονκαπηλειό, που μας έδωσε την αφορμή για το παρόν άρθρο.

Στις κωμωδίες του Αριστοφάνη το καπηλειό, η ταβέρνα, εμφανίζεται ως ένα συνηθισμένο χαρακτηριστικό τού αστικού περιβάλλοντος, και γενικά φαίνεται ότι η Αθήνα ήταν κατάμεστη από ταβέρνες διασκορπισμένες σε όλη την πόλη, χωμένες στις γειτονιές της. Εκεί περνούσε τα βράδια του το λαϊκό στοιχείο της πόλης, γι’ αυτό τα καπηλειά πουλούσαν και πυρσούς, για να φωτίζουν τη νύκτα οι πελάτες τους τον δρόμο για το σπίτι τους. Οι ταβέρνες στην Αττική, λοιπόν,  ήταν δημοφιλείς, και αυτό συνάγεται από τις σχετικές αναφορές σε διάφορες πηγές ⸺ οι περισσότερες μάλιστα θεωρούν ότι η δημοτικότητα αυτών των χώρων οφείλεται στα «χυδαιότερα» στοιχεία της κοινωνίας ⸺ όπως η πληροφορία που διασώζει ο Αριστοτέλης ( Ρητορική 3. 10,7 ), σύμφωνα με την οποία ο Διογένης ο Κυνικός

 ἐκάλει τὰ καπηλεῖα τὰ Ἀττικὰ φιδίτια 

έλεγε ότι τα καπηλειά είναι τα Αττικά φιδίτια.5 

 Με τη φράση αυτή ο Διογένης σαρκάζει τη δημοτικότητα των καπηλειών στην Αθήνα. Όπως, δηλαδή, στα κοινά συσσίτια έτρωγαν όλοι οι πολίτες της Σπάρτης, έτσι και στην Αθήνα ολόκληρος ο πληθυσμός περνούσε τα βράδια του στις ταβέρνες.

Και ο Ισοκράτης, αναπολώντας με νοσταλγία στο δεύτερο μισό του 4ου αι. τις παλιές καλές εποχές και τη συμπεριφορά των νέων βάσει των ηθικών αρχών, γράφει όχι χωρίς κάποια δόση υπερβολής (Αρεοπαγητικός 49):

Ἐν καπηλείῳ δὲ φαγεῖν ἢ πιεῖν οὐδεὶς οὐδ’ ἂν οἰκέτης ἐπιεικὴς ἐτόλμησεν∙

Στο καπηλειό ούτε κανείς δούλος ευπρεπής θα τολμούσε να φάει ή να πιει∙

 

        Καπηλειό. David Teniers the Younger (1610-1690)

 

Κλείνουμε το κείμενό μας με ένα ανέκδοτο αναφερόμενο πάλι στον καυστικό Διογένη, το οποίο αντλούμε από την Ποικίλη ιστορία του Αιλιανού6 (Θ 19):

Ἠρίστα ποτὲ Διογένης ἐν καπηλείῳ, εἶτα παριόντα Δημοσθένη ἐκάλει.

τοῦ δὲ μὴ ὑπακούσαντος « αἰσχύνῃ» ἔφη, «Δημόσθενες, παρελθεῖν ἐς

καπηλεῖον; καὶ μὴν ὁ κύριός σου καθ’ ἑκάστην ἡμέραν ἐνθάδε ἔσεισι,»

τοὺς δημότας λέγων καὶ τοὺς καθ’ ἕνα∙ δηλῶν ὅτι οἱ δημηγόροι καὶ οἱ

 ῥήτορες δοῦλοι τοῦ πλήθους εἰσί. 

 

Κάποτε ο Διογένης γευμάτιζε σε μια ταβέρνα και, καθώς περνούσε

ο Δημοσθένης, τον κάλεσε. Όταν όμως εκείνος δεν ανταποκρίθηκε

στην πρόσκληση, του είπε: «Ντρέπεσαι, Δημοσθένη, να περάσεις μέσα

στην ταβέρνα; Κι όμως ο κύριός σου κάθε μέρα εδώ μέσα μπαίνει»,

εννοώντας τους ανθρώπους τού λαού και τον καθένα χωριστά∙

θέλοντας να πει μ’ αυτόν τον τρόπο ότι οι δημαγωγοί και οι ρήτορες

είναι δούλοι του πλήθους.      

 

               H ρωμαϊκή ταβέρνα τής αρχαίας Δημητριάδας (3ος αι. μ. Χ.)

 

 

 

1)Για την Πολιτεία  βλ. το άρθρο μας με θέμα τις φράσεις «Με ένα στόμα ⸺ Από του λύκου το στόμα» (12-3-2022).
2)Χοῶς και κοτυλῶν στο πρωτότυπο: Η πρώτη λέξη είναι γενική Ενικού αριθμού τού ουσιαστικού χοῦς (ὁ,ἡ), και η δεύτερη  γενική Πληθυντικού τού ουσιαστικού κοτύλη (). Και οι δύο δήλωναν μέτρα υγρών. Αξίζει να σημειώσουμε ότι η Αθηναϊκή πολιτεία είχε θεσπίσει τον θεσμό των μετρονόμων, των δημόσιων λειτουργών που επιτηρούσαν και έλεγχαν την ακρίβεια των χρησιμοποιούμενων στις αγοραπωλησίες μέτρων και σταθμών. Αυτό γινόταν με επίσημα μέτρα και σταθμά. Στην αρχαία Αγορά της Αθήνας έχουν βρεθεί αρκετά μολύβδινα και χάλκινα σταθμά, καθώς και σειρά πήλινων πρότυπων μέτρων για υγρά και στερεά προϊόντα, τα οποία φέρουν τη γραπτή επιγραφή δεμόσιον που πιστοποιεί τον επίσημο χαρακτήρα τους.
3)Ο Αριστοφάνης συχνά χαρακτηρίζει τις γυναίκες μπεκρούδες, αλλά και από άλλες πηγές μαρτυρείται η ροπή των γυναικών τής αρχαιότητας προς το ποτό.
4)Με την παρομοίωση των σοφιστών με εμπόρους και καπήλους ο Σωκράτης επικρίνει την εκμετάλλευση των νέων από αυτούς με σκοπό τον χρηματισμό ⸺ οι σοφιστές πληρώνονταν έναντι αδράς αμοιβής.
5)Φιδίτια ονομάζονταν τα κοινά συσσίτια των Σπαρτιατών, στα οποία έτρωγαν όλοι μαζί οι πολίτες.
6) Αιλιανός Κλαύδιος (περ. 175-235 μ. Χ.): Ρωμαίος στην καταγωγή, γεννήθηκε στο Πραινέστο και μαθήτευσε στη Ρώμη, κοντά στον σοφιστή Παυσανία (όχι τον περιηγητή), από τον οποίο έμαθε άριστα τα ελληνικά. Από τα έργα του ⸺ έγραψε μόνο στην ελληνική γλώσσα ⸺ σώθηκαν το Περὶ ζῴων ἰδιότητος με ιστορίες για τη ζωή των ζώων, η Ποικίλη ἱστορία, με το μεγαλύτερο μέρος αυτού  του έργου να αποτελεί συλλογή ανεκδότων, τα οποία αναφέρονται σε διάφορες προσωπικότητες αλλά και σε αγνώστους, με ηθοπλαστική στόχευση, και είκοσι επιστολές γεωργών (Ἀγροτικαὶ ἐπιστολαί ).

 

Γεωργία Παπαδάκη

H Γεωργία Παπαδάκη γεννήθηκε και ζει στην Αθήνα. Σπούδασε Κλασική Φιλολογία και Αρχαιολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, όπου υπηρέτησε για δέκα χρόνια ως Βοηθός στον Τομέα Αρχαιολογίας και, παράλληλα, έλαβε μέρος σε διάφορες ανασκαφές. Τα τελευταία χρόνια μελετάει αρχαίους συγγραφείς και μεταφράζει αγαπημένα της κείμενα της ελληνικής γραμματείας. Από το Α΄Πρόγραμμα της Ελληνικής Ραδιοφωνίας έχει παρουσιάσει παλαιότερα μια σειρά σχετικών εκπομπών με τον τίτλο « Είτε βραδιάζει είτε φέγγει, μένει λευκό το γιασεμί». ΄Εχουν εκδοθεί εξι βιβλία της: "Aνθολογία αρχαίας ελληνικής ερωτικής ποίησης", "Ο δικός μας Αριστοφάνης",  "Μούσας άγγιγμα", " Αισχύλος. Ο ποιητής του μεγαλοπρεπούς και του τιτανικού", "Σοφοκλής. Η «μέλισσα» του αρχαίου ποιητικού λόγου", "Η γυναίκα και ο γυναικείος λόγος στο έργο του Ευριπίδη".

Αφήστε μια απάντηση

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.